Τα αμπέλια και ο τρύγος
Οι Στενιώτες τα αμπέλια τους τα φύτευαν σε περιοχές που τα χώματα ήταν «τραγανά», που δεν κρατούσαν δηλαδή νερό, δεν ήτανε «βαρκά» κατά τη συνηθισμένη έκφραση.
Τέτοιες περιοχές που ανταποκρίνονταν κάπως σ’ αυτές τις προδιαγραφές, ήταν οι περιοχές, όπου βρίσκονται οι τοποθεσίες Αι-Γιώργης, Λιβάδι, Μουρές, Καλουρκό (Καλογερικό), στου Μπακαρώζου, στις ρίζες κ.α.
Το φύτεμα του αμπελιού γίνεται από τα μέσα του Μάρτη, μέχρι τα μέσα του Απρίλη.
Απ’ το Φλεβάρη, που γίνεται το κλάδεμα, μαζεύουν κληματόβεργες από καινούρια αμπέλια και από καλές ποικιλίες σταφυλιών, τις οποίες «παραχώνουν» στη γη όλες μαζί, για να διατηρηθούν και να είναι έτοιμες για το φύτεμα.
Στο μεταξύ ετοιμάζουν τον αμπελότοπο με πολλά οργώματα και καθάρισμα απ’ την αγριάδα, τις πέτρες κ.α.
Το μέρος που θα επιλέξουν να φυτέψουν το αμπέλι δεν πρέπει να κρατά υγρασία ή αν τελικά δεν μπορούν να βρουν τέτοιο μέρος, προχωρούν σε διάφορες προετοιμασίες με αυλάκια και άλλους τρόπους, ώστε να φεύγει το νερό της βροχής και να μη «στερνιάζει».
Το φύτεμα γίνεται με την «τριβέλα», που είναι ένα σιδερένιο λοστάρι με ξύλινη λαβή, με το οποίο ανοίγουν βαθιές τρύπες και φυτεύουν τις κληματόβεργες.
Το νέο αμπέλι λέγεται φτειά (φυτεία) και κρατάει τούτο το όνομα για τέσσερα-πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή να δώσει την πρώτη του καλή παραγωγή.
Το κλάδεμα γίνεται άλλοτε πρώιμο, στο τέλος του φθινοπώρου και άλλοτε όψιμο, στο τέλος του χειμώνα. Αφήνουν σε κάθε κλήμα δύο και τρία «κεφαλάρια» (καλές βέργες).
Το κλάδεμα είναι τέχνη. Πρέπει να είναι γλυκό το κόψιμο και να μην αφήνει υπολείμματα, γιατί ξεραίνεται το κλήμα. Στα παλιά αμπέλια, αφήνουν μεγάλες και γερές κληματόβεργες, τις καταβολάδες, για να μπολιάσουν το αμπέλι, όπου τα κλήματα έχουν γεράσει. Έτσι το αμπέλι «ξανανεώνεται» σιγά - σιγά.
Το σκάψιμο του αμπελιού γίνεται με τσαπιά και ποτέ με αλέτρι. Όσοι προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν αλέτρι δημιουργούσαν καταστροφές στα κλήματα.
Όταν η εργατιά μπαίνει στον «έργο», αρχίζει για πρώτος ο καλύτερος σκαφτιάς, ο πιο πεπειραμένος, παίρνοντας μια σειρά κλήματα για να τα σκάψει ως την άκρη. Η σειρά αυτή είναι ο «έργος». Προχωρώντας και σκάβοντας κοντά στη ρίζα του κλήματος, δημιουργεί ανάμεσα στα κλήματα ένα σωρό από χώμα, την «αράδα». Όταν ο πρώτος σκαφτιάς προχωρήσει τρία ή τέσσερα κλήματα, μπαίνει ο δεύτερος σκαφτιάς στον επόμενο έργο, φτιάχνοντας «αράδα» και ούτω καθεξής.
Όταν ο πρώτος φτάσει στην άκρη, ξεκουράζεται, ώσπου να φτάσει ο δεύτερος, οπότε μπαίνει στον επόμενο «έργο», για να φτιάξει νέα αράδα.
Το σκάψιμο είναι πολύ κουραστικό και προπαντός όταν δεν «αποδίνει» (αποδίδει), είτε γιατί είναι ξερό και σκληρό το χώμα, είτε γιατί είναι πολύ υγρό και βαρύ. Μερικοί που δεν τα έχουν σε εκτίμηση τα αμπέλια τους, επειδή δεν αποδίδουν, αντί για σκάψιμο, κάνουν το σκαλοσκάψιμο (σκάψιμο χωρίς αράδα), το οποίο βεβαίως γίνεται μετά τα τέσσερα-πέντε χρόνια.
Μια απ’ την κούραση μιας τέτοιας εργασίας και μια απ’ τη μεγάλη Μαρτιάτικη μέρα, οι γεωργοί δεν αγαπούν αυτή την εργασία, τους φαίνεται πικρό ποτήρι, γι’ αυτό φροντίζουν να....το γλυκαίνουν, με αρκετό κρασί.
Σκάψιμο αμπελιού χωρίς κρασί είναι ντροπή.
Το Μάη, μετά το άνοιγμα των αμπελιών, γίνεται το σκάλισμα (δισκάφισμα). Τούτο είναι εύκολο και γρήγορο. Δεν κάνουν παρά να χτυπούν δυο-τρεις τσαπιές απ’ το σωρό του χώματος που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στα κλήματα από το σκάψιμο, που σκορπάει εύκολα, για να στρώσει το χώμα και να σκεπαστούν οι ρίζες που είχαν ξεχωθεί με το σκάψιμο. Με το σκάλισμα (δισκάφισμα) εξαφανίζονται και τα χόρτα που είχαν φυτρώσει μετά το σκάψιμο.
Ακολουθεί το πρώτο θειάφισμα, όταν σκάνε τα μπουμπούκια, αργότερα το ξεφύλλισμα, που γίνεται συνήθως από γυναίκες, έπειτα το κορφολόγημα, συνήθως από νέες κοπέλες, ξανά θειάφισμα, όταν γινόντουσαν οι πρώτες ρώγες, προς το τέλος Ιουνίου, των Αγίων Αποστόλων και τα διάφορα ραντίσματα ανάλογα με τον καιρό.
Του Προφήτη Ηλία (Τ’ Άι-Λιά) φαίνονται οι πρώτες γινομένες ρώγες σταφυλιών.
«Παρδάλωσαν» τα σταφύλια. Ειδοποιούν οι περαστικοί απ’ τ’ αμπέλια.
Ακολουθούν οι πρώτες «λεηλασίες» απ’ τα παιδιά.
Στις 15-20 Αυγούστου, κόβονται τα πρώτα σταφύλια για φάγωμα.
Τόσο τις άλλες μέρες, όσο όμως και κυρίως την Κυριακή, που τα ζώα είναι ελεύθερα και δεν γίνονται γεωργικές δουλειές, οι κοπέλες του χωριού, παίρνουν το μουλάρι τους, κρεμούν στο σαμάρι το καλάθι τους και πηγαίνουν στ’ αμπέλι για σταφύλια, πρωί-πρωί. Επιστρέφοντας στο χωριό απ’ τ’ αμπέλι, έχει σχολάσει και η εκκλησία και οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο. Οι κοπελιές λοιπόν, όλο και θα τους φιλέψουν ροϊδίτια και μαυριά σταφύλια ή και «κουντούρες» που ήταν τα άσπρα σταφύλια, τα οποία έβγαζαν πολύ μούστο, αλλά δεν είχαν πολλούς «βαθμούς», όπως είχαν τα ροϊδίτια και τα μαυριά.
Τόχουν σε καλό να μοιράσουν λίγα σταφύλια στο δρόμο, γι’ αυτό βάζουν τα διαλεχτά στο πάνω μέρος του κοφινιού και τα σκεπάζουν με κληματόφυλλα, έτσι, που να βγαίνουν εύκολα, χωρίς να ξεπεζέψουν.
Μερικές φορές, κάποιος νεαρός που θέλει να πιάσει κουβέντα με μια κοπέλα γυρεύοντας σταφύλι, την παθαίνει άσχημα, σαν τύχει εκείνη να μη θέλει. Ζόρικα χτυπάει η κοπέλα με τα πόδια το μουλάρι και του πετάει κατάμουτρα: «δεν τα 'χου για τα μούτρα σ’» κι επιδεικτικά πιο πέρα προσφέρει σε άλλον σταφύλι. Ο νεαρός μας τότε το φυσάει και δεν κρυώνει. Ωστόσο συμπληρώνει: «πού θα μ’ πας; Απ’τ’στρούγκαμ, θα πιράσεις». Έτσι ανάβουνε τα αίματα και αν το ενδιαφέρον του νεαρού είναι μεγάλο και διακαές, ενεργοποιούμε και τον...συμπέθερο.
Ο Τρύγος
Να η δουλειά με την πολλή χαρά, που ξεπερνάει και τα αλώνια.
Η μυρωδιά του κρασιού που δεν έγινε ακόμα, φαίνεται ότι φέρνει το μεθύσι πρόωρα. Όλοι είναι κεφάτοι.
Λίγες μέρες πριν απ' τον τρύγο, ετοιμάζονται τα βαρέλια, τα πατητήρια και οι κάδες.
Η κάδη ήταν ένα τεράστιο βαρέλι, ύψους πάνω από δύο μέτρα και διάμετρο γύρω στο ένα με ενάμισι μέτρο. Από κάτω έχει ένα πάτο και στο πλάι κάνουλα, ενώ στη μέση του και λίγο παραπάνω είχε κι άλλο πάτο. Στον επάνω πάτο έβαζαν τα σταφύλια και τα πατούσαν, ενώ ο μούστος χυνόταν στο κάτω διαμέρισμα της κάδης, όπου άφηναν το μούστο για λίγες μέρες για να «πάρει χρώμα».
Προς το τέλος του Σεπτέμβρη, όλο το χωριό ξεχύνεται στα αμπέλια για τον τρύγο.
Μικροί, μεγάλοι, άντρες, γυναίκες, όλοι τρυγούν, ενώ άλλοι κουβαλούν τα σταφύλια στο χωριό με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, μέσα σε μεγάλες κόφες, τα «ταρπιά».
Μπροστά, στο στόμιο του πατητηριού που βγαίνει ο μούστος, βάζουν σπαράγγια ή σπάρτα για να κρατιούνται τα τσίπουρα και να μην πέφτουν μαζί με το μούστο.
Ο πατητής, με τα παντελόνια σηκωμένα πάνω από το γόνατο, βγάζει καμιά φορά, ανάμεσα στο τραγούδι του ή τα χοντροκομμένα αστεία του και από κανένα «αχ !», όταν τον τσιμπούν οι μέλισσες που βουίζουν γύρω του. Ωστόσο δεν τις φοβάται.
Πίνει μια κούπα μούστο και του περνάει. Κρασί τότε δεν υπάρχει, λίγες οικογένειες μπορεί να έχουν λίγο περσινό κρασί.
Σαν τελειώσει ο τρύγος φεύγουν οι δραγάτες και τα αμπέλια είναι ελεύθερα. Κανείς δεν τα θυμάται, μόνο πρόβατα και γίδια που βόσκουν τα χόρτα.
Έπειτα από κανένα μήνα περίπου, που δεν υπάρχει σταφύλι στο χωριό και έχουν σωθεί ακόμα και τα κρεμαστά από τις κληματαριές, τα οποία τα προστάτευαν από τις σφίγγες σκεπάζοντας τα με σακούλες, δίχτυα κλπ. για να παραμείνουν φαγώσιμα κάποιες μέρες παραπάνω, τα παιδιά κάνουν τη δεύτερη έφοδο τους στα αμπέλια, για να γευτούν τα μικρά άγουρα σταφυλάκια που είχαν περιφρονηθεί, όχι μόνο από τον τρύγο, αλλά και από το μάζεμα των κουδουνιών που γίνεται μετά τον τρύγο, επειδή είναι μικρά τσαμπάκια και δεν «φτουράνε» στο μάζεμα.
Το μούστο θα τον βάλουνε στα βαρέλια για να βράσει, τόσες μέρες, ώσπου να πάψει η βράση. Έπειτα θα σφραγίσουν τα βαρέλια και θα τα ανοίξουν στις σαράντα μέρες από τον «τύλο» (σφήνα στρογγυλή σε τρύπα στο βαρέλι ψηλά).
Από το μούστο έφτιαχναν όλα τα σπίτια την απαραίτητη μουσταλευριά, τη μουστόπιτα, τα σουτζούκια, το πετιμέζι κ.α.
Το κρασί της παραγωγής τους ήταν για την οικογένεια. Όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν το κρασί τους για τον περισσότερο χρόνο. Λίγα ήταν τα σπίτια που έκαναν περισσότερο κρασί, το οποίο το πουλούσαν στους άλλους αν τους σωνόταν πρόωρα.
Τέλος, το κρασί ήταν το πρόχειρο δώρο στους συγγενείς, γνωστούς και φίλους, που έμεναν στην πρωτεύουσα ή αλλού.
Γιάννης Γιαννούκος