Η Πιτρόπισσα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όχι μικρό θαύμα υπήρξε στο χωριό μας, το βορεινό και ορεινό (αληθινά, το χωριό μας βλέπει προς τη θάλασσα, απέχοντας μόνο ένα μικρό ανήφορο από το γιαλό, όσον ορεινοί και αν είμαστε, μυρίζαμε όμως θάλασσα) ο γάμος της Ακριβούλας του Ζαχαράκη υπό τις περιστάσεις, τις οποίες έγινε.
Διότι η νέα ήταν πράγματι ήδη, σχεδόν γεροντοκόρη και όλη η γειτονιά είχε απελπισθεί γι’ αυτήν.
Μόνο αυτή δεν απελπιζόταν.
Οι καλοθελητές και οι συμβουλάτορες - οι «κακών παρακλήτορες», όπως λέγει η βίβλος του Ιώβ - από ποιο μέρος του κόσμου έλειψαν ποτέ, για να λείπουν και από το βορεινό, που αντικρίζει όμως θάλασσα χωριό μας;
Και με τη γλώσσα, πράγματι τη λυπούνταν - ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικότερος πάσης ύβρεως! - την κόρη της χήρας Ζαχαράκη, όλες οι καλές ψυχές του Επάνω Μαχαλά και κάθε γειτόνισσα και γειτονοπούλα.
Γιατί η νέα είχε φθείρει τα νιάτα της, μέρα νύκτα σκυφτή στο εργόχειρο, κεντώντας συνεχώς, κεντώντας τα προικιά της. Είχε κατασκευάσει όλα τα χιτώνια, όλα τα φουστάνια και τα ποδογύρια της, με χρυσοΰφαντο, πέντε σπιθαμές το πλάτος και με χρυσάλινο περίτεχνα κεντητό. Κι έσκυβε αδιάκοπα και πονούσε το στήθος της και κεντούσε και τι κεντούσε: Τον ουρανό με τ' άστρα, τη γης με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα ψάρια. Είχε ήδη εκτείνει σε τρεις σχεδόν σπιθαμές το χρυσό ποίκιλμα των χειρίδων και της τραχηλιάς της, εργαζόμενη από χρόνια πολλά, αναπτύσσοντας και τελειοποιώντας και κάποτε επινοώντας νέα κεντήματα, για να ετοιμάσει τα ατελείωτα νυφικά της στολίδια. Αλλά προς τι κοπίαζε; Γαμβρός δε φαινόταν πουθενά! Αλλά, «μάτην ταράττεται πας γηγενής,» όπως είπε η Γραφή. Εάν μάταια αυτή κοπίαζε, μάταια ανησυχούσαν και οι καλές γειτόνισσές της. Μία μάλιστα φαρμακερή γλώσσα, συρίζουσα, είχε τολμήσει να προείπει γι’ αυτήν:
«Θα της τα βάλουν στον τάφο! . . .»
Αλλά αυτή κεντούσε ακόμη και κεντούσε και περίμενε να γίνει νύφη μια μέρα, στον επάνω κόσμο, να τα φορέσει, να σκάσουν οι εχθροί της.
* * *
Ο καπετάν Πανάγος ο Φερτουδάκης, συνήθιζε πάντοτε «σίγουρες δουλειές».
Όπως τον παλιό καιρό, όταν ταξίδευε Ανατολή και Δύση με το καράβι του, τον «Τριτώνε» (το είχε αγοράσει από τα μέρη της Φραγκιάς, μπακερωμένο, τρικάταρτο), οπού ήθελε όλα τα φορτία του καπαρωμένα και όλους τους ναύτες του με «πλάτικα» και με προκαταβολές, έτσι και τώρα, στα γεράματά του (είχε φθάσει τα εξήντα, αλλά μόλις φαινόταν σαραντάρης, ήταν ακμαίος, καλοκαμωμένος πολύ) όπου για θεραπεία της εύλογης φιλοδοξίας του, επειδή είχαν πάψει πλέον στο βόρειο θαλασσινό χωριό να εκλέγουν τους γηραιούς εμποροπλοιάρχους ως δημάρχους του τόπου - καθότι, όπως ήταν φυσικό, είχαν αναδειχθεί πλέον άφθονοι δικηγόροι και άλλοι γραμματοσοφιστές - όπως είχαν καλή συνήθεια να κάμνουν τον παλιό καιρό, είχε αρκεσθεί να είναι επίτροπος, κατ' ουσία ισόβιος, της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, έτσι και τώρα, λέγω, ήθελε σε όλα να είναι σίγουρος και να δένει καλά τις δουλειές του.
Γι’ αυτό, μόλις είχε πεθάνει η πρώτη του γυναίκα, αφήνοντας σ΄αυτόν γιο και θυγατέρα κι έσπευσε να καπαρώσει, να αρραβωνιασθεί θέλω να πω, μία κάπως ηλικιωμένη κόρη ως δεύτερη σύζυγο.
Όλη τη μέρα φορούσε μαύρα για το πένθος, αλλά όταν νύχτωνε, οπότε τα χρώματα δεν διακρίνονται πλέον - οπόταν η νύκτα είναι αρκετό πένθος αυτή καθ' εαυτή - υπό τη σκέπη του σκότους, ανά τα στενά σοκάκια, σύρριζα στους συρτούς ή ιδιότροπα προεξέχοντες τοίχους των παλαιών οικιών, χωνόταν στο παράμερο σπιτάκι της μελλονύμφου κι εκεί έτρωγε τα «κρυφά» λεγόμενα - όχι τα επίσημα - ζαχαροχαμαλιά και διάφορα άλλα, που συνηθίζονταν στους γαμπρούς!
Έπειτα, αφού πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα, στεφανώθηκε.
Αλλά αυτός, δεν είχε προλήψεις και φάνηκε σε όλα διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους.
Είχε ζήσει χρόνους στην Εσπερία. Είχε ζήσει με Φράγκους και στην Ανατολή ακόμη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν Μασώνος. Άλλοι έλεγαν πως υπήρξε προστατευόμενος εκ των μάλλον ευνοουμένων του Λεσσέψ στην Αίγυπτο.
Αφού είχε ξαναπαντρευτεί αυτός, σε λίγα χρόνια, πάντρεψε και την κόρη του, προτού να μεγαλώσει ακόμα. Έπειτα η νέα στην πρώτη γέννα, πέθανε κι αυτή.
Επήγε να βρει τη μάννα της, καθώς έλεγαν οι γριές.
Ο γαμπρός έμεινε χήρος, με το τέκνο που επέζησε.
Μόλις πέρασαν τρεις μήνες, όταν μία μέρα, ο πεθερός του, του λέγει:
— Δεν πρέπει νά ’χουμε προλήψεις. Σου βρήκα μία.
Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Θα σε παντρέψω.
Έχεις μωρό παιδί.
Πάντοτε το μωρό παιδί χρησιμεύει για να ξαναπαντρεύεται γλήγορα ο πατέρας.
Τέλος τον πάντρεψε. Αλλά στην ίδια του γυναίκα, τη μητρυιά της θανούσης, είπε.
— Δεν πρέπει νά ’χουμε προλήψεις. Θα πάμε στο γάμο.
Θα τους στεφανώσεις εσύ.
— Εγώ; είπε η γυναίκα του.
— Ναι. Οι «φρόνιμοι» θα μας επαινέσουν.
Για τους άλλους δεν μας μέλει.
— Μα, πάει;
— Το κάνουμ' εμείς και πάει. Του βάζουμε άλειμμα.
Το υλικό της παροιμίας ελήφθη απ΄τα ναυπηγεία και τους ναύσταθμους και αποτελεί μέρος του μεγάλου, όχι σκουριασμένου, οπλοστασίου, της νεότερης ανατρεπτικής λογικής.
Η γυναίκα συμμορφώθηκε.
Οι παπάδες γόγγυσαν, αλλά ούτε βιβλία είχαν πολλά, ούτε συνήθιζαν να διαβάζουν, ούτε γράμματα ήξεραν.
Δε βρήκαν καμία ρητή απαγορευτική διάταξη.
Αλλά ένας, που δεν ήταν ούτε παπάς ούτε δάσκαλος, σε κάποιους κύκλους, είπε:
— Η τοπική συνήθεια είναι νόμου κεφάλαιον, πόσο μάλλον η συνήθεια η καθολική!
Ο ορθός λόγος και το πρέπον είναι ο άγραφος νόμος του Θεού, τον οποίον Αυτός είπε διά του Προφήτου ότι έμελλε να εγγράψει εις τας καρδίας μας.
Η θέση μιμείται τη φύση, άλλωστε δεν θα είχε που να σταθεί. Καλή μητρυιά, οφείλει να μιμείται ότι θα έπραττε η μητέρα. Καλή μητέρα δεν θα καταριόταν, δεν θα μισούσε το χηρεύσαντα γαμπρό της, διότι φυσικά ο άνθρωπος υπέκυψε στην ανάγκη να έλθει σε δεύτερο γάμο.
Αλλά θα ήταν απρεπές, αφύσικο και άστοργο, να παρευρεθεί η ίδια στο γάμο και ποτέ δεν θα γινόταν κουμπάρα να στεφανώσει την διάδοχο της κόρης της.
Αλλά, βλέπετε, μερικοί άνθρωποι «δεν έχουν προλήψεις»!
Τέλος, μετά λίγο καιρό από το δεύτερο γάμο του γαμπρού, ο πεθερός χήρευσε εκ δευτέρου.
Η γυναίκα, στείρα και ηλικιωμένη, από χρόνια πάσχουσα, πέθανε!
Τη φορά τούτη, ο καπετάν Πανάγος, είχε φροντίσει να σιγουράρει τη δουλειά και προ της ώρας ακόμη, «με διπλές γούμενες».
Εσκάρωνε το νέο καράβι, πριν βουλιάξει ακόμα το παλιό, έδενε πρυμνήσια πριν εισπλεύσει στο λιμάνι.
Δεν είχε πλέον ανάγκη της φρασεολογίας αυτής στην κυριολεξία.
Είχε πουλήσει το τρίτο καράβι του, αποσύρθηκε και διορίστηκε εσχάτως Επίτροπος στην εκκλησία.
Και η γυναίκα, φθισιούσα, ψυχομαχούσε και ακόμη δεν πέθαινε.
Και αυτός, από καιρό είχε αρχίσει να επισκέπτεται συχνά μία μακρινή συγγενή του εβδόμου βαθμού, στον Επάνω Μαχαλά, τη Ζαχαράκαινα.
***
Και η Ακριβούλα έσκυβε και κεντούσε κι ακόμη κεντούσε τα προικιά της.
Και ήταν ωραία, θαλερή γεροντοκόρη.
Κι ο καπετάν Πανάγος, καθώς την κοίταζε κι έβλεπε τη χωρίστρα της καστανής κόμης κάτω από τη λευκή μανδήλα, σκεφτόταν κι έλεγε μέσα του, ότι θα γινόταν πολύ καλή οικοκυρά και με μεγαλοπρεπή μάλιστα στολίδια.
Και η γυναίκα, η καπετάνισσα η δεύτερη, αδυνάτιζε όλο ένα κι έβηχε και ψυχορραγούσε.
Τέλος έσβησε ένα πρωί πριν φέξει, ανέβηκε στον απάνω κόσμο.
Λίγες εβδομάδες πέρασαν κι ετελείτο ο γάμος. Βαθιά τη νύκτα, στο σκοτάδι, αλλά με πυροβολισμούς και με πομπή και με πολλούς καλεσμένους.
Τώρα η Ακριβούλα, η Πιτρόπισσα, με τις τραχηλιές και τις χειρίδες της, τρεις σπιθαμές το κέντημα - και με τα χρυσά ποδογύρια της, ένα πήχη το πλάτος - κάθε Κυριακή και κάθε εορτή, συνδιαπρέπει μαζί με το σύζυγό της και συμπαρίσταται στο παγκάρι της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Και σε όλα τα πανηγύρια και σε όλες τις μνήμες των Αγίων όπου υπάρχουν επισκέψεις και ονόματα, περιφέρει από οικία σε οικία, από δρόμο σε πλατεία και από το χωριό στην εξοχή, τους μεγαλοπρεπείς στολισμούς, έργο των χειρών της μακράς καρτερίας και υπομονής, στο πείσμα των εχθρών της!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης