Το Καμίνι
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Δεν γράφω εδώ για το καμίνι, που εκπέμπει κόκκινη λάμψη τη νύκτα πάνω στο πλάι του βουνού, όπου αντίκρυ στο χωριό το κτισμένο ανάμεσα σε δύο βραχώδεις λόφους και δίπλα σε θαλασσόπληκτους κρημνούς, μέσα σε μία λάκκα, ενώ οι όρνιθες προ πολλού κάτιασαν και οι άνθρωποι όλοι κατεκοιμήθησαν και η αμυδρή γλυκιά απολαμπὴ των κανδηλιών, που φέγγουν εμπρός στα παλαιὰ εικονίσματα των θαμπών μελαγχολικών Αγίων, εξέρχεται από τους μικρούς φεγγίτες και συ πλάγιασες σιμά στην αγκαλιά της μάμμης σου, ψιθυρίζοντας ευέλπιδα όνειρα και αναμασώντας μουσικά παραμύθια και την τελευταία στιγμή, πριν αποκοιμηθείς, ρωτούσες παραπονετικά τη μάμμη σου:
― Δε θα πάμε καμίνι, γιαγιά; Πότε θα πάμε καμίνι;
Δεν πρόφθασε η γριά να σου αποκριθεί, ότι αύριο, τώρα, το ταχύ, όταν λαλήσει το ορνίθι, θα σε πάρει να πάτε στο καμίνι και συ αποκοιμήθηκες ήδη. Παρόμοια, στον ψεύτικο προσποιημένο κόσμο όπου μεγαλώσαμε, όταν ρωτάμε χάριν φιλοφροσύνης τον καλύτερο φίλο μας κάτι τι, δεν προσέχουμε στην απάντηση και δεν θυμόμαστε τι μας είπε.
Γιατί το καμίνι, με την κόκκινη λάμψη, ανατέλλει πεισματικά, όταν όλα έχουν δύσει, ο ήλιος προ πολλού βασίλεψε πίσω από το βουνό, η σελήνη, δρέπανο κοφτερό, γυαλιστερό, διαχύνοντας ψύχρα και μελαγχολία, κρύφτηκε πίσω από το ίδιο βουνό, τα άστρα, το ένα μετά το άλλο, πέφτοντας, φευγαλέα, σβήνονται στον άνω βυθό των ακατάληπτων πραγμάτων.
Οι παπαρούνες, αφού έβαψαν με αίμα όλους τους κάμπους και τα χωράφια, τις έκοψαν, τις θέρισαν οι μάγκες, τα αγυιόπαιδα του χωριού και κινδυνεύουν να εξαφανισθούν πριν την ώρα τους, μόνο ο Γιαννάκης ο Απόζερβος, το ζαρωμένο παλιόπαιδο της γριά-Γκαβαλοΐνας, έκοψε παραπάνω από δέκα χιλιάδες απ᾿ αυτά τα κόκκινα στολίδια του κάμπου.
Έλεγες ότι η Άνοιξη, με την κόκκινη χλαμύδα της, είχε πέσει στα χέρια νεαρών ληστών, αρχαρίων, που είχαν όλη τη σκληρότητα της απειρίας, της άρπαξαν με άπληστα χέρια τη στολή της και την καταρράκωσαν, έγδυσαν την παρθένο και την άφησαν γυμνή.
Τα χαμολούλουδα, τα λευκά και κίτρινα ανθύλλια του Απριλίου, αφού είχαν συλλέξει μυριάδες απ΄ αυτά, η γριά-Ραγιάδαινα, η Τσιτσούκαινα και άλλες αρχαϊκές γειτόνισσες, άνθρωποι και ζώα καταπάτησαν τα υπόλοιπα και τα έκαμαν θλιβερά ερείπια του καλοκαιριού.
Τέλος, όταν νύχτωσε, το καμίνι με την αναλαμπή της φλόγας του, κοκκίνισε στο βουνό αντίκρυ και συ, παιδί, κοιμήθηκες στους κόλπους της μάμμης σου, με ονειροπολήματα αίγλης και λάμψης στην κεφαλή σου.
Και δε σε έμελλε για τα βάσανα των ανθρώπων, ούτε για τη σκληρή πάλη της ζωής. Αλλά από τους μαστούς τους στειρευμένους σαν από πέτρα άγονη, ζητούσες να θηλάσεις γάλα, πώμα καινό, σαν άλλη πηγή αφθαρσίας.
Και δεν αναλογίστηκες, πως οι μυθικοί εκείνοι δράκοι, οι Κύκλωπες, που νυχτέρευαν μακριά εκεί, στο όρος, πότιζαν με ιδρώτα τις πέτρες και τα ξύλα και τους κορμούς τους αδρούς, προσπαθώντας με τη φωτιά εκείνη, να παράγουν κάτι χρήσιμο ευτελές πράγμα, για να πάρουν λίγα χρήματα και να θρέψουν και αυτοί μικρούς ανθρωπίσκους, προορισμένους να είναι ισοβίως σκλάβοι άλλων πάλι νεαρών τυράννων.
Ω, ματαιότης!
* * *
Αλλά το Καμίνι αυτό, που θα μιλήσουμε τώρα, ήταν άσπιλο, έκτακτο και μοναδικό…
Ήταν θαλάσσιο καμίνι.
Εκεί, άμα κάμψεις τον κάβο της Μπούτας, της άκρης του λιμανιού, λίγο προς ανατολάς, στην αρχή του πελάγους, κοντά στην Άρκον και την Τρυπ᾿τήν, τις δύο αδελφές νησίδες, που η μία κρύβεται πίσω από την άλλη, όπως κόρη ντροπαλή, φοβούμενη να αντικρύσει των ξένων τα βλέμματα, προσπαθεί να κρυφθεί, πίσω από τους ώμους της μητέρας της και αντίκρυ στο Ασπρόνησο, που οι γλάροι κρώζουν τον πλέον πένθιμο κρωγμό τους, που αντηχεί βαθιά στα θαλάσσια άντρα, στις φωλιές, που κρύβονται τα αγριοπερίστερα με απότομο φτερουγισμό, εκεί που χορεύει συνωθούμενο από τρεις γιαλούς με φλοίσβο και πλαταγισμό το κύμα, εκεί σχηματίζεται μεγάλο επιστεφὲς άντρο, με πλατὺ χάσμα κυκλικό ψηλά, στολισμένο από πλούσια λοφιὰ κουμαριών και σκίνων, κάτω το στόμιο ψηλό, θολωτό, ανοίγεται στο πέλαγος, απ΄ όπου εισρέει ακράτητο το κύμα σε βάθος πάνω από ανάστημα ανδρός, μέσα στο άντρο το ευρὺ, εισπηδά το διαυγές, αλμυρό νάμα, κτυπάει τη μία πλευρά, κτυπάει την άλλη, χορεύει, σκιρτά και φαίνεται σαν να ψάλλει με ιάμβους και ανάπαιστους, σε Δώριο ήχο:
«Η κάμινος, Σωτήρ, εδροσίζετο,
οι παίδες δε χορεύοντες έψαλλον.
Ο των πατέρων Θεὸς ευλογητὸς ει.»
Έτσι καλείται το Καμίνι, αξιοσημείωτο, αξιοθέατο πράγμα, Θεόκτιστο.
Είναι το πρότυπο όλων των καμινιών, το πρόπλασμα και υπόδειγμα αυτών.
Είναι προορισμένο να μην ανάβει, να μην καίει, να μη βγάζει φλόγες, αλλά να δροσίζει καρδιές και οφθαλμούς και μέτωπα ανδρών.
Χάρμα των αλιέων, καμάρι των λεμβούχων, των πορθμέων και ακταιωρών.
* * *
Η Τσούλα, κόρη του Μανδράκια, του βοσκού, φύλαγε τα λίγα πρόβατα του πατέρα της πάνω στη ράχη της Μπούτας, της μακριάς υψηλής λωρίδας που κλείνει το λιμάνι προς ανατολάς.
Όλη η Μπούτα, ήταν το βασίλειο της αθώας κόρης. Την είχε μαυρίσει ο ήλιος από τα μικρά της χρόνια, να τρέχει μαζὶ με το κοπάδι.
Ήταν μόλις επτά ετών, όταν είχε αρχίσει να ακολουθεί τον πατέρα της στο έργο και τώρα ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε γίνει τέλεια βοσκοπούλα.
Ανέβαινε δύο φορές την ημέρα ως την κορυφή, στο μικρό δάσος των πεύκων με το κοπάδι της, κατέβαινε άλλες δύο φορές ως το λαιμό της μικρής χερσονήσου, στη Βρύση, κάτω από τον Άι-Γιώργη, το ωραίο λευκό εξωκκλήσι, σιμά στο γιαλό, διέτρεχε πάνω και κάτω δέκα φορές το μερόνυχτο, όλη τη ράχη της Μπούτας, με τους δύο γιαλούς, τον ένα προς το λιμάνι, αντίκρυ από το λευκό χωριό, τον άλλον προς το πέλαγος έξω.
Και τώρα, την είχε ζητήσει σε γάμο άλλος βοσκός, ο Κώστας της Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, με δύο παιδιά.
Είχε δηλώσει ότι ήθελε να την πάρει χωρὶς προίκα, της έδινε μάλιστα και είκοσι γίδια ως κοριτσιάτικο. Ο πατέρας της φάνηκε πρόθυμος να τη δώσει.
―Απρόντο, τσούπα, της είπε, αλέστα και μη τσινιάζεις. Ντούρμα γαμπρός έρχεται γυρεύοντα, σαν τ᾿ μπούφ᾿ του π᾿λί, σού ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Εμ προικιὰ δε γυρεύει, εμ κοριτσιάτικο σου δίνει…
Τι άλλο θέλεις, κορίτσι;… Τι κάνει πως έχει άνθρωπος δύο παιδάκια;…
Τι σε πειράζει σένα; Όπως θέν᾿ έεις τα γίδια θέν᾿ έεις κι τα πιδιά…
Θροφὴ θέλ᾿ν τα γίδια, θροφὴ κι τα πιδιά, φύλαμα τα γίδια, φύλαμα κι τα πιδιά…
Ένα πράμα είναι… Ταχιά να στολιστείς κι να πάμε ντουγρού στου καλύβ᾿ τ᾿ γαμπρού, να σας στεφανώσω.
Ομοίως και η γριά-Ντούκαινα, η θεία της Τσούλας - επειδή η μάννα της κόρης δεν ζούσε - τη νουθέτησε και της είπε:
―Όμορφα, όμορφα… καλορίζικα, πλια, παιδάκι μ᾿… οι παντρειές είναι από Θεού. Καλός κι άξιος είναι ου γιος τς Γαρουφαλίνας… θ᾿ αναθρέψεις πλια κι τ᾿ αρφανά, είναι ψυχικό… Όμορφα, όμορφα, πλια!
Η Τσούλα άκουσε τις δύο νουθεσίες, αλλά δεν κατάλαβε τίποτε.
Της φάνηκε σαν βόμβος από σφηκοφωλιά να μπήκε από το ένα αυτί της και ότι ο άνεμος σύριζε στην οπή του σπηλαίου, όπου είχε καταυλίσει μία χειμωνιάτικη νύκτα τα πρόβατά της.
Απομακρύνθηκε ακολουθώντας μηχανικά την αγέλη. Δεν είχε αισθανθεί ως τώρα τους παλμούς της καρδιάς της. Μόνο μία φορά είχε συναντήσει στο γιαλό τον ανατολικό προς το πέλαγος, ένα νεαρό ναύτη, που είχε βγει από τη βαρκούλα και της είχε ζητήσει γάλα.
Ο ίδιος της είχε προσφέρει μία ωραία μεγάλη κογχύλη, χρυσίζουσα, που απέπνεε το άρωμα της θάλασσας. Άλλοτε τον είχε ακούσει, πότε κατά τη γλυκιά ώρα του πρώτου ύπνου, πότε στη μυστηριώδη χαραυγή της ανατολής του αυγερινού, ενώ καταυλιζόταν στο στόμιο του σπηλαίου με τα πρόβατά της, με σοβαρή μελωδική φωνή να τραγουδεί:
«Ξύπνα, γλυκειά μ᾿ αγάπη, κι η νύχτα είναι βαθειά·
κι η βάρκα μας προσμένει στην ακροθαλασσιά.»
* * *
Την ημέρα εκείνη, ύστερα από τη διπλή παραίνεση του πατέρα της και της θείας της, η βοσκοπούλα στο δρόμο, καθώς ακολουθούσε το κοπάδι ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους της ψηλής ακρογιαλιάς, έφθασε μέχρι το χείλος του θαλάσσιου Καμινιού.
Πολλές φορές η Τσούλα είχε πλησιάσει στο χάσμα αυτό του πελάγιου άντρου και είχε σκύψει και κοιτάξει άπληστα κάτω στο βυθό τον κυκλικό, με τις πλευρές του βράχου από τη μία και από την άλλη μεριά, με το ανοικτό στόμιο όπου χόρευαν εύθυμα και μελωδικά τα κύματα.
Και τώρα πάλι, καθώς σταμάτησαν τα πρόβατά της και βοσκούσαν, η κόρη στάθηκε σύρριζα στο χάσμα του κοίλου βράχου και κοίταζε και σχημάτιζε ασυνάρτητες, άσκοπες φράσεις μέσα στο νου της.
«Να είναι τάχα, βαθιά κάτω το κύμα;… Κι αν πέσει κανείς θα πλέψει ή θα χτυπήσει;… Μπορεί να δώσει κανεὶς ένα πήδημα από δω;… Πόσα μπόϊα είναι τάχα;»
Κάθισε και κοίταζε επίμονα κάτω.
«Κοίταξε, τι όμορφος πού ᾽ναι ο γιαλός!
Τι γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ομορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!… Τι όμορφη που ήταν κι εκείνη η κοχύλα που μου χάρισε έναν καιρό ο…»
Στάθηκε και δεν ήθελε να προφέρει το όνομά του.
Έπειτα με πείσμα και αποφασιστικά το πρόφερε: «… ο Νίκος!»
Την ίδια στιγμή, ω θαύμα! Ένας ναύτης με τη βαρκούλα του εισέπλευσε μέσα στο Καμίνι. Ήταν αυτός, ο Νίκος, ο γιος του καπετὰν Σύρραχου, που είχε χαρίσει την ωραία επίχρυση κογχύλη στην Τσούλα.
Ο Νίκος, μόλις είδε την κόρη - φαινόταν ότι την είχε δει από πρωτύτερα, - πλησίασε στο χάσμα του Καμινιού και φώναξε:
― Τσούλα, ψυχή μου! Να, πάρε αυτό! Μη βιάζεσαι να πηδήσεις κάτω!
Και της έριξε μία ανεμόσκαλα μεταξωτή, τυλιγμένη σπειροειδώς. Έπειτα με φωνή χαμηλότερη, που αρκούσε για να ακούεται πάνω στο χείλος του χάσματος, εξηγήθηκε. Τσούλα, αγάπη μου! σε παντρεύουν; Τα έμαθα όλα!… Πάρε αυτή τη σκάλα που σου έριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά και τα δύο τ᾿ αρπάγια της στη ρίζα του χονδρού σκίνου!… Καλουμάρισέ την κάτω, βάλε τα πόδια σου και κατέβα κάτω… μη φοβάσαι!… ειδεμή, θέλεις ν᾿ ανεβώ εγώ; Η Τσούλα απάντησε: Κατεβαίνω, Νίκο!… δεν φοβούμαι. Και μετά λίγα λεπτά της ώρας, η ωραία βοσκοπούλα έπεσε στην αγκαλιά του νεαρού ναύτη.
Ο γάμος τελέσθηκε την ίδια μέρα το βράδυ στο χωριό.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης