Απόλαυσις στη γειτονιά
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος.
⭐⭐⭐
- Ετελείωσε;... αλήθεια;
- Τώρα ξεψύχησε.
- Και τον εμεταλάβανε;
- Θα τον θάψουν με παπάδες;
- Έζησε ως δεκαπέντε ώρες.
Από παράθυρο σε αυλόπορτα, από εξώστη σε δώμα, από χαμόγειο σε ανώγειο, πετούσαν το πρωί οι πτερόεντες αυτοί διάλογοι μεταξύ των γειτονισσών. Και μεγάλη περιέργεια εφέρετο ελαφρά στον αέρα.
- Η άμοιρη η μάννα! κλαίει και δέρνεται.
- Ο πατέρας, ο έρμος, λείπει.
- Και δεν του ντελεγραφούνε νάρθει;
- Είπαν πως του ντελεγραφήσανε.
- Που βρίσκεται;
- Στη Λειβαδιά, μούπαν ή στο Λιδωρίκι.
- Στα Σάλωνα, όχι στην Λειβαδιά!
- Στην Σαντορίνη, όχι στα Σάλωνα!
- Η δόλια η μαννούλα τα τραβά όλα.
- Και δε λυπήθηκε τα νιάτα του;... Δεκαοχτώ χρονών παιδί, ακούς εσύ!
- Και τι μορφόπαιδο! τι σεμνό και συλλογισμένο περπατούσε!
- Ακόμα δεν ίδρωνε το μουστάκι του! Κι έκαμε τη ζωή του χαλάλι!
- Στην κοιλιά είχε χτυπηθεί;
- Στο στομάχι, παραπάνω, στο στήθος, κοντά στο βυζί.
- Στο υπογάστριο, όχι στο στήθος!
- Με μαχαίρι;
- Με μαχαίρι.
- Δεν ήξευρε να χτυπηθεί, το ελάχιστο, στο πόδι! είπε η μία.
- Στο σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
- Απάνω, στο Αστεροσκοπείο.
- Στο Θησείο, καλέ, όχι στο Αστεροσκοπείο!
- Κι έζησε δεκαπέντε ώρες;
- Μάλιστα, από εψές το δειλινό, ως τα σήμερα το πρωί.
- Και τι να λιμπιστεί; Το επήρε κατάκαρδα, ως τόσο.
- Κείνο το κορίτσι το μελαχρινό!
- Είδες μαύρη που ήταν, μα νόστιμη, αλήθεια.
- Τι είναι; τι είναι; ρώτησε μία άνιφτη, αχτένιστη, η οποία τώρα ακόμη βγήκε από το υπόγειο δωμάτιο, όπου κατοικούσε.
- Να, ο Μιχαλάκης που σκοτώθηκε.
- Ποιος Μιχαλάκης;
- Κείνο το παιδί της κυρίας Βασιλειάδους, που περνούσε από δω.
- Α! ο Μιχαλάκης, της κυρίας Βασιλειάδους; και γιατί σκοτώθηκε;
- Εσύ μονάχα δεν είσ’ από δω; Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι, γιατί σκοτώθηκε;
- Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο...
- Και ποιαν αγαπούσε;
- Θα τον θάψουν, λέει, με παπάδες; Έδωκε ο Μητροπολίτης την άδεια;
- Να, ο παπα-Γρηγόρης του είπε: δεν σε μεταλαβαίνω αν δεν ξαγορευθείς...
- Κι εκείνο τι είπε;
- Μπόρεσε και μίλησε;
- Κι εκείνο του είπε: Κανένας δεν φταίγει, παπά μου, εγώ μονάχος μου το έκανα. Εφταξούσιος δεν ήμουν; Εφταξούσιος βέβαια.
- Και τόχε πάρει κατάκαρδα; Λένε πως την αγαπούσε από μικρή.
- Από δώδεκα χρονών την αγαπούσε. Δώδεκα χρονών εκείνος, ένδεκα αυτή.
- Και το φώναζε, το είχε μεγάλο μεράκι.
Ή θα την πάρω, μητέρα μου, ή θα σκοτωθώ.
- Το είπε και το΄κανε.
- Τι αίσθημα!...
- Μα εκείνη δεν τον αγαπούσε; πήρε καιρό να ρωτήσει η άνιφτη, η τελευταία που βγήκε από το ισόγειο, προς την αυλόπορτα, όπου στέκονταν δύο ή τρεις γυναίκες, ενώ άλλες τρεις ή τέσσερις ανταποκρίνονται προς αυτές, ψηλά από μπαλκόνια ή παράθυρα, σαν χελιδόνες στις φωλιές τους, κάτω από τα γείσα των στεγών.
- Τι μορφόπαιδο! κρίμα!
- Τώρα, έχει φύγει από τη γειτονιά η μικρή εκείνη.
- Νανία την έλεγαν, θαρρώ ή πως την έλεγαν; Ανιψιά της κυρία-Παναγιώτους, που την έχει πάρει ψυχοπαίδα, επειδής είναι άκληρη.
- Α! της κυρία-Παναγιώτους;
- Μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά.
Μάτια που έσφαζαν.
- Να που έσφαξαν ένανε.
- Έχει φύγει από δω απ' το μαχαλά με τη μητέρα της, είναι πέντ’ έξι μέρες.
- Με ποια μητέρα της; με τη θεια της, την ψυχομάννα της.
- Και πού κοντά κάθισαν τώρα;
- Ποιος ξέρει; Στη Νεάπολη, ψηλά επάνω.
- Στο Κολωνάκι, όχι στη Νεάπολη!
- Κι εκείνη δεν τον αγάπαε; ρώτησε πάλι η ακτένιστη.
- Εκείνη κοίταζε πολλούς, είχε αργολάβους. Έκανε αργολαβίες με το μεροκάματο
- Δεν θα είναι παραπάν’ από δεκάξι χρονών κορίτσι.
- Ως δεκαεφτά θα είναι.
- Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...
- Θα πάει τάχα να κλάψει στην κάσα του;
- Θα πάει στον τάφο του να κλάψει;
- Και πότε θα τον θάψουν;
- Θα τον ξενυχτίσουν τάχα; ή σήμερα το δειλινό θα τον παν’;
- Μα ετελείωσε για τα καλά; Είπαν, πως ψυχομαχούσε.
- Ξεψύχησε καλέ, τον αλλάζουν. Θέλετε να τον ζωντανέψετε πίσω;
- Αχ! η μάννα η άμοιρη!
***
Αριστερά, στην πρώτη καμπή του δρόμου, σε ένα στενό δρομάκι, υπήρχε μικρό κομψό σπίτι, που ανήκε στην οικογένεια του νέου που αυτοκτόνησε.
Η οικογένεια κατοικούσε στο ισόγειο.
Ο θάλαμος, που είχαν ξαπλωμένο το νεκρό, είχε δύο παράθυρα μισάνοικτα προς το δρόμο.
Έξω, στο πεζοδρόμιο, γύρω στο παράθυρο, σχηματιζόταν πυκνό ημικύκλιο από γυναίκες, παιδιά του δρόμου, γείτονες και διαβάτες.
Ο νεκρός απλωμένος στην κλίνη στο μέσον, δύο λαμπάδες έκαιγαν, η μητέρα εξακολουθούσε να κλαίει σπαρακτικά. Οκτώ ή δέκα πρόσωπα, οικείοι ή συγγενείς, στέκονταν όρθιοι γύρω από την κλίνη. Τέσσερις ή πέντε γυναίκες κάθονταν ολόγυρα.
Κάθε διαβάτης στεκόταν έξω για να δει. Οι γυναίκες της γειτονιάς, μη χορταίνοντας να βλέπουν, σφούγγιζαν διαρκώς τα τόσο εύκολα δάκρυα. Ακούγονταν ψιθυρισμοί.
- Ωχ! Κρίμα στο νέο!
- Δε λυπήθηκε τα νιάτα του!
- Πώς άλλαξε το πρόσωπό του!
- Σαν να κοιμάται είναι!
- Να, τώρα θα μας μιλήσει!
- Να μίλαε της μητέρας του, να την παρηγορήσει!
- Δεν τον έπαιρνε ξώψυχα!
- Δεν ήξερε να μη χτυπήσει δυνατά!
- Δεν το έκανε καλύτερα με ρεβόλβερο, μπορούσε να μην τον έπαιρνε καλά η σφαίρα.
- Δεν έπαιρνε τίποτις από το φαρμακείο να πιει, να του δώσουνε αντιφάρμακο! είπε μία.
- Δεν κατάπινε τίποτα σπίρτα, να του δίνανε γιατρικό να τα ξέρναε! είπε άλλη.
- Ωχ! Κρίμα ’ς!
- Αχ! η δόλια η μαννούλα!
***
Πάνω σε μία ταράτσα στέκονταν το πρωί της άλλης μέρας, τρεις νεαρές γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κορίτσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία γεροντότερη.
Η ταράτσα έβλεπε σε κάποια γειτονική αυλή, αντίκριζε δε πλαγιότερα λίγο προς τη δυτική θύρα, την νοτιοδυτική γωνία και το μικρό κωδωνοστάσιο του ενοριακού ναού της συνοικίας.
- Να, τον φέρνουνε!
- Είναι κόσμος κάμποσος!
- Να το καπάκι, να τα φανάρια, να κι ο Σταυρός!
- Να κι οι παππάδες!
- Πού είναι η κάσα;
- Ω, λουλούδια και κακό, νά τος, νά τος!
- Πού΄ναι τος, μαμά; Πού΄ναι τος;
Και το μικρό κορίτσι αναρριχιότανε προσκολλώμενο στον τοίχο της ταράτσας, σκύβοντας άπληστα, με κίνδυνο να πέσει.
- Δε φαίνεται καλά, είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
- Σταθείτε, καλέ, στην άκρη!...
- Να, τον πάνε μες στην εκκλησιά!...
- Καλά-καλά δεν τον είδαμε.
- Εγώ δεν είδα, μαμά!...
- Θα τον ιδούμε τώρα που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
- Στο κάτω νεκροταφείο δεν θα τον παν’ ;
- Μπορεί να τον παν’ και στο απάνω, μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
- Κόσμος που μπαίνει μες στην εκκλησιά!
- Να ο αδελφός του, με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
- Πού΄ναι, μαμά, πού΄ναι;
- Να, τώρα πάει μέσα...
- Πάνε μέσα όλοι και δεν είδαμε τη μάννα του.
- Που να ιδείς, τόσος κόσμος!
- Αχ! η δόλια του η μαννούλα!... Πως δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν είν' εδώ.
- Η έρμ' η μάννα τα τραβά όλα!
Ακούστηκε κλάψιμο παιδιού, που ερχόταν από τον θάλαμο δια μέσου της πόρτας προς την ταράτσα.
- Ο γιός σου κλαίει, Σταματούλα!
- Τι να το κάμω; Ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα, δεν θα ιδώ τίποτα, ας κλάψει!
Φάνηκε κάποια κίνηση ανθρώπων γύρω από στις δύο θύρες του ναού, την δυτική και την πλάγια, άνθρωποι εισέρχονταν δρομαίως ή εξέρχονταν.
- Τι είναι, καλέ; Τ’ είναι;
- Κάτι τρέχει, τι να είναι;
- Μην ήρθε ο πατέρας του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
- Μα του ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε να΄ρθει;
- Μην ελιγοθύμησε η μάννα του;
- Γιατί τρέχει έτσι ο κόσμος;
- Μην έπεσε κανένα παιδί απ' το γυναικωνίτη;
Σα φωνές ακούω, κλάϊματα.
- Απ' το γυναικωνίτη;
- Η κουμπάρα η Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά, δε βαστούσε, ήθελε να ιδεί, έγκυος με το παιδί στην αγκαλιά…
- Μην της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικωνίτη;
- Τι λες, καλέ; Πώς σου φάνηκε αυτό;
- Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ' τον ψάλτη για να ιδούνε...
Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικωνίτη.
- Ακόμα τρέχουν!... Η μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε...
Αυτό θα είναι!
- Ακούστε να σας πω!... μην ήρθε κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
- Και μην έπεσε απάνω στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
- Ποιός να ξέρει!... Νά ΄ξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
- Από πού να μάθει κανείς!...
- Να, ο μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Το μικρό κορίτσι είδε ανάμεσα στο πλήθος, έξω απ΄το ναό, ένα συγγενή της μητέρας της να στέκεται και άρχισε να φωνάζει ακράτητα:
- Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Αλλά εκεί όπου στεκόταν ο καλούμενος, φυσικά υπήρχαν πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης, δεν θα έφθανε ν' ακουστεί.
- Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς;... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τον φώναζε για να έλθει, να τους πει τι είχε συμβεί μέσα στο ναό και πόθεν η κίνηση εκείνη, την οποίαν τους φάνηκε ότι παρατήρησαν.
Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβεί τίποτε και βέβαιον είναι, ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξερε τίποτε να τους πει και αν ακόμη άκουγε τις φωνές της μικρής ανεψιάς του.
- Μα γιατί δεν ακούει, καλέ; κουφός είναι;
- Να, τώρα τον ανησπάζονται, είπε η γριά ησυχάσατε, τώρα θα βγουν, άρχισαν κι ανησπάζονται.
- Πώς το ξέρεις;
Βγαίνουν ένας-ένας απ' την εκκλησιά, ανησπάζονται και βγαίνουν...
Τώρα θα τον βγάλουν.
- Θα τον βγάλουν γιαγιά, γλήγορα;
- Τώρα, σε λιγάκι.
Ακούστηκαν και πάλι τα κλάματα του παιδιού, κάτω ακριβώς από την ταράτσα.
- Σταματούλα, δεν ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίει!
- Ας κλάψει, ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
- Να, τώρα θα βγουν έξω.
- Μα γιατί άργησαν;
- Αργούν πολύ.
- Αχ! πότε θα βγουν;
- Θα τον ιδούμε, μαμά; θα τον ιδώ κι εγώ;
- Τώρα θα βγουν.
- Μα πως αργούν ακόμα;
- Να τώρα πήραν στα χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
- Να, βγαίνουν.
- Να οι παπάδες!
- Να, τώρα θα βγει το λείψανο!
- Πούναι το, μαμά; πούναι το;
- Να!
- Ωχ! μαύρος, μαύρος που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα, πως μαύρισε!
- Εγώ δεν βλέπω, μαμά!... μαμά!
- Να, εκεί, βαστάξου καλά, μη σκύβεις.
- Αχ! καημένα νιάτα! κρίμα ’ς! κρίμα ’ς!
- Η άχαρη η μαννούλα του!
- Να την! κείνη η ντελικάτη, η μαυροφόρα, μπαίνει μες στο αμάξι μαζί με άλλες δύο...
- Πού είναι την, μαμά;...
- Τώρα μπήκε μες στην καρότσα, πάνε!
- Αχ! μαύρη μαννούλα!
- Κρίμα ’ς τα νιάτα του!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
Και το βάσανο του άτυχου νεκρού έμελλε σε λίγη ώρα να τελειώσει.
Έφυγε με την ελπίδα να βρει σε άλλο κόσμο λιγότερη περιέργεια.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης