Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Οι Λίρες του Ζάχου

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1908

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Στη γειτονιά μας, γωνιά με γωνιά με το πατρικό μου σπίτι, είχε κατοικήσει το 18… ο Ζάχος της Στάμαινας, πρώην ναυτικός, ως 45 χρόνων, που πριν λίγους μήνες είχε γυρίσει απὸ την Αμερική.

Κατοίκησε μαζὶ με μία νεαρή, ισχνή, κοντή γυναίκα, την οποία είχε πάρει απὸ το προάστιο του Πέρα Μώλου, απὸ το νησί το αντικρινό.

Εντούτοις, πριν λίγες μόλις εβδομάδες, είχε στεφανωθεί στο χωριό με μία άλλη, αλλά το συνοικέσιο αυτό, καθώς ειπώθηκε, ναυάγησε…

Θυμόμουν από παιδί το Ζάχο, το θορυβοποιό και οινοπότη και καλόκαρδο.

Καταγόταν απὸ την οικογένεια της Πασσίνας, έτσι συνήθως αποκαλούταν η μάννα του.

Θαρρώ πως ήταν αυτή δεύτερη εξαδέλφη του πατέρα μου.

Ήταν πράγματι απλοϊκή γυναίκα και είχε πεθάνει με πολλούς καημούς στο στήθος.

Είχε πολλούς καλόγηρους στην οικογένειά της.

Ο αδελφός της παπα-Γεράσιμος, που βίωσε σε μονύδριο του τόπου μας, έφαγε κάποτε, καθώς έχω ακούσει, σαράντα βότσια καλαμπόκια ωμά, αγνοώ αν μετά από στοίχημα ή χωρὶς στοίχημα.

Ο παπα-Καισάριος, άλλος αδελφός της, είχε χρηματίσει επὶ πολλά χρόνια, Προηγούμενος στη Μεγάλη Λαύρα στον Άθω.

Αυτός, αν και ως προεστός ιδιόρρυθμου μοναστηριού, είχε δική του περιουσία, αρνιόταν να δίδει χρήματα στους συγγενείς του, λέγοντας ότι «τα καλογηρικά γρόσια γίνονται φίδια και σας τρώνε…»

Ο σύζυγός της, που επέζησε λίγο μετά απ΄αυτήν, ο μπαρμπα-Στάμος της Στάμαινας, είχε σκαρώσει κάποτε εταιρικά γολέτα μαζὶ με ένα φίλο του, τον καπετάν Κοσμά, στον Πίσω Αρσανά, στου Τσίφερη, κάτω απὸ τα ερημικά και ανεμοδαρμένα μνημούρια του χωριού, στο ρίζωμα του βράχου του θαλασσόπληκτου.

Αλλά τον έβγαλε απ᾿ έξω ο συνέταιρός του και δεν τον αναγνώρισε ως συμμέτοχό του στο σκάφος, άμα επέστρεψε απὸ τη φυλακή όπου είχε πάει και να για ποια αφορμή.

* * *

Ο μπαρμπα-Στάμος είχε ανακαλύψει σε ένα γιαλό, ως ένα μίλι αντίκρυ, κοντά στην Καναπίτσα, 12 έως 15 βαρέλια χωμένα στην άμμο, γεμάτα εκλεκτό αγγλικό ρούμι, που αναμείγνυε τη νύκτα το άρωμά του με το ιώδιο του γιαλού.

Εκεί τα είχε κρύψει προσωρινά ο γέρο-Τσαρούχας, κυβερνήτης μεγάλης τρεχαντήρας.

Ο γέρο-Στάμος, μη έχοντας καρδιά να προδώσει, σκέφτηκε να γίνει μοιραστής και μεριδιούχος στα βαρέλια και κύλισε ή έσπρωξε έως τη βάρκα του, με την οποία είχε πλεύσει έως εκεί, όσα κομμάτια μπόρεσε αυτός και ο κωπηλάτης του.

Αλλά τότε αυτός, ο Στεφανής ο επικαλούμενος Γρούτσος, του λέει:

― Να σ᾿ πω, να σ᾿ πω, μπαρμπα-Στάμο, μπορούμε να δέσουμε με το σκοινί, το σκοινὶ καμπόσα ρουμ… ρουμ… ρουμιοβάρελ᾿ ακόμα;

― Τι λες, βρε παιδί;

― Αυτό π᾿ σ᾿ λέω, σ᾿ λέω, μπα… μπαρμπα-Στάμο. Μπορούν να πλέ… να πλέψουνε τα βαρέλια κ… κ… κοντά ᾽π᾿ τ᾿ βάρκα.

Ο μπαρμπα-Στάμος το είχε σκεφθεί ακόμη πρωτύτερα, πριν το πει ο βραδύγλωσσος ο Στεφανής. Αλλά δεν θα το έκανε, αν δεν του το έλεγε άλλος.

― Μα θα βουλιάξουν βρε παιδί, είπε ακόμη. Γεμάτα τα βαρέλια θα πάνε στον πάτο.

―Ένα, δύο, απάντησε ο Στεφανής, θα τα δέ… τα δέσουμε σφ… σφ… σφιχτά, σιμὰ κοντὰ καὶ τς μπ… μπάντες τς β… τς βάρκας.

Τα πάμε πίσω απὸ το Μύτικα, στο Σκλ… Σκλ… στο Σκληθρί.

Και έδειχνε τη μικρή προβλήτα, το ακρωτήριο της μικρής αγκάλης του γιαλού.

― Κει θα πάμε, να τα φουντάρουμε, είπε. Στο κ… κ… στο κατατόπι που ξέρω εγώ… να τα δέσουμε σύρριζα… σφ… σφιχτά, κοντά τς μπάντες.

― Θα τα φουντάρουμε ή θα μας φουντάρουν; είπε στενάζοντας ο γέρο-Στάμος.

Βρισκόταν αρκετό σχοινὶ στην πλώρη της βάρκας. Είχαν πάει για να κατεβάσουν δύο ή τρία στραβόξυλα απὸ το βουνό, ακόμη και για να παραλάβουν δύο γίδια απὸ το κοπάδι του Ντανάκια, που έβοσκαν σε κείνα τα μέρη.

Αλλά αφού ανακάλυψαν τυχαία τα βαρελάκια εντωμεταξύ, ξέχασαν και την ξυλεία και τα βοσκήματα.

Κοπίασαν πολὺ να εκτελέσουν το πείραμα, το οποίο είχε υποβάλει ο Στεφανής, αλλά τίποτε δεν κατόρθωσαν. Τέλος, ύστερα απὸ τόσες αργοπορίες, τους πήρε η μέρα, αποκαλύφθηκαν και ύστερα απὸ υποδικία μηνών καταδικάζονταν σε μακρά φυλάκιση, ο γέρο-Τσαρούχας, ο Στάμος κι ο Στεφανὴς ο Γρούτσος.

Όταν βγήκε ο Στάμος απὸ τη φυλακή, ο σύντροφός του δεν τον ανεγνώρισε πλέον ως συνιδιοκτήτη της σκούνας.

Κι εκείνος είχε αδελφό καλόγηρο, τον παπα-Διονύσιον, Προηγούμενον εις την Μονὴν του Δοχειαρίου.

* * *

 

Κοντά στον παπα-Καισάριο, στις υπώρειες του ιερού Άθωνος, είχε πάει πολύ νέος ο ανεψιός του Γιάννης, πρωτότοκος γιος της Πασσίνας.

Αυτός, ο παπα-Γιάσαφος όπως ονομάστηκε, αναδείχθηκε μέγας Κελλιώτης και πραγματευτής στις Καρυές, πλούσιος, ταξιδευτής και ζώντας με πολυτέλεια.

Αυτός, αφού είχε δώσει αρκετά στον πατέρα του, έδωσε όχι λίγα και στους δύο αδελφούς του.

Στο Χρήστο, το δευτερότοκο, έδωκε για να κάμει βρατσέρα ν᾿ αρμενίζει και στο Ζάχο, το νεότερο, έδωκε για να κάμει μαούνα να ξεφορτώνει τα καράβια.

Μέσα σε λίγο χρόνο, ο Χρήστος έφαγε τη βρατσέρα και ο Ζάχος έφαγε τη μαούνα - ίσως γιατί φοβήθηκαν μη φαγωθούν απ᾿ αυτὰ τα δύο πράγματα, κατὰ την προφητεία του θείου τους και πρόλαβαν να τα φάνε - πράγματα άψυχα, κατὰ το φαινόμενο, αλλά κινούμενα και τρίζοντα φοβερά.

Και μετά από λίγο, όταν ο παπα-Γιάσαφος πέθανε νέος ακόμη, ο Χρήστος ήταν στη φυλακή, νομίζω, για χρέη, ο δε Ζάχος, αφού ξέκαμε τη μαούνα, πήγε στην Αμερική.

* * *

Μετά από χρόνια, ο Ζάχος γύρισε απὸ την Αμερική. Γεροντοπαλίκαρο, ακμαίος ακόμη και φέροντας τη λάμψη εκείνη, την οποία όλοι οι δικοί μας προσλαμβάνουν, όταν διαμείνουν λίγα χρόνια στις χώρες εκείνες.

Επανερχόμενος, βρήκε το πατρικό σπίτι στη θέση που βρίσκει ο αγρότης το χωράφι του μετά από αιφνίδια πλημμύρα, αφού ο ίδιος κοιμήθηκε στη σπηλιά, τα σύνορα παραμερισμένα, το χώμα προσαμμωμένο, τα φύτρα ξεριζωμένα.

Η μόνη διαφορά ήταν, ότι ο Ζάχος είχε δει τα σημεία της οργής να σχηματίζονται στον ορίζοντα και είχε δει τους οιωνούς της καταιγίδας να περιίπτανται στον αέρα και θα έπρεπε να μαντεύσει τη θεομηνία, πριν πάει να κοιμηθεί στη σπηλιά.

Αλλά δεν είχε δύναμη να την μαντεύσει.

* * *

Είχε ακουσθεί, ότι είχε φέρει λίρες απὸ την Αμερική, όπως και δολάρια, ο Ζάχος.

Και ακουγόταν πράγματι σε όλη την αγορά και δεν άργησε να ακουστεί σε όλο το χωριό,  15ο μεταλλικός κρότος. Ο νέος έκαμε παρέα με μερικούς φίλους του, παλιούς και νέους καφεπώλες, κουρείς και καπήλους. Έπαιρναν όλα τα μαγαζιά αράδα, για να μην αφήσουν κανένα παραπονεμένο, τα δικά τους και τα ξένα. Πιοτά, κρασιά, καφέδες, λεμονάδες, βιολιά, λαλούμενα. Τέσσερα πακέτα καπνό την ημέρα και πολλούς ναργιλέδες, όλα ο Ζάχος. Οι δύο φούρνοι της παραθαλάσσιας αγοράς, ο του μπαρμπα-Μάρκου του Βούργαρη και της Κουτσοστέργαινας, ήταν γεμάτοι από τα γιουβέτσια και τα σπληνάντερα του Ζάχου και της παρέας του.

Τέλος, η φήμη είχε την ηχώ της, ο κρότος έφερε τον αντίκτυπό του.

Μία γεροντοκόρη από τον Επάνω Μαχαλά, αρχοντοξεπεσμένη, καπετανοπούλα, ορφανή, που η οικογένειά της είχε δει άλλοτε ευτυχίες, άκουσε προτάσεις πανδρολόγων, προξενητριών και φίλων, που της παρίσταναν με μιμικό τρόπο ποιος ήταν ο ήχος των λιρών του παλιννοστήσαντος απὸ την Αμερική Ζάχου. Εκείνη τον ήξερε μόνο απὸ τις αναμνήσεις και τις περιγραφές της μητέρας της.

Μετά όχι πολὺ, η κόρη - ή μάλλον η μάννα της - αποφάσισε «να κατεβεί από τη σκάλα της» και να δεξιωθεί τον ερχόμενο όψιμο γαμπρό.

Ο αρραβώνας συνήφθη, τα «μπασίδια» του αρραβωνιαστικού έγιναν - οι λίρες της Αμερικής βαστούσαν ακόμη - και μετά τρεις εβδομάδες τελέστηκε ο γάμος. Γάμος μεγαλοπρεπής, καίτοι νυκτερινός - πανηγυρικός και θορυβώδης - όπως συνήθιζαν στο Μαχαλά των παλαιών εύπορων εμποροπλοιάρχων.

Όλοι οι καλεσμένοι ξεφάντωσαν, χόρεψαν, πήδησαν ως το πρωί, τραγούδησαν, με δύο ζυγιὲς βιολιά και λαγούτα.

Αλλά όταν τη χαραυγή, μετά ένα γύρο έξω, γύρω από τη μικρή πλατεία και το βράχο, η παρέα γύρισε κατὰ το σπίτι για να τραγουδίσει τα «πιστρόφια», δύο απ΄τους ζωηρότερους, οι οποίοι προηγούνταν των μουσικών κατά κάποιον τρόπο σημαιοφόροι, βλέπουν μία σκιά να κρύβεται δειλά πίσω από τη γωνία ενὸς χαλάσματος οικίας, σαν φάντασμα.

Ο πρώτος των δύο τον αναγνώρισε. Ήταν ο Ζάχος.

― Τι τρέχει, γαμπρέ;

― Τίποτε, απάντησε εκείνος συστελλόμενος πίσω από το ερείπιο.

Έτσι βγήκα.

―Δεν επλαγιάσατε;

―Ακόμα.

Ο Ζάχος κινήθηκε, σαν να πήγαινε προς το σπίτι της νύφης.

Έπειτα, όταν κρύφθηκε πίσω από ένα κτίριο, έστριψε προς άλλο δρόμο.

Η παρέα των καλεσμένων οπισθοδρόμησε προς τον κατήφορο του βράχου, έπειτα διαλύθηκε.

* * *

Τρεις μήνες ύστερα, ο Ζάχος ήλθε και κατοίκησε στο γειτονικό μας σπίτι.

Η γυναικούλα την οποία είχε φέρει από τον Πέρα Μώλο, ήταν απλή, μειλίχια, ντροπαλή.

Έλεγε καλημέρα στις γειτόνισσες και δεν έπιανε άλλη ομιλία.

Ποικίλες διηγήσεις είχαν κυκλοφορήσει, ως προς την περίπτωση και το επεισόδιο που επακολούθησε ευθὺς μετά το γάμο του Ζάχου.

Σχεδόν κανεὶς δεν είπε ότι αυτός δε θέλησε τη νύφη. Πιστεύτηκε μάλλον ότι η κόρη τον έδιωξε, αλλά κανείς δεν ήξερε το γιατί.

Όχι ωτακουστής αλλά διαβάτης, λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει ο Ζάχος - διότι ο Ζάχος αρρώστησε και πέθανε κι η ξένη γυναικούλα, αφού τον προέπεμψε πενθούσα μέχρι τον τάφο, μάζωξε τα φορέματά της, η πτωχή κι επέστρεψε στον τόπο της, στον Πέρα Μώλο - απλός, λέγω, διαβάτης, συνέβη ένα βράδυ να ακούσει και αν ήθελε και αν δεν ήθελε, τον εξής διάλογο μεταξὺ του Ζάχου κι ενὸς μπαρμπέρη φίλου του απ΄την παλιά παρέα, ανάμεσα σε ένα στενό μεταξὺ δύο σπιτιών, στην αμυδρή ανταύγεια του μακρινού φανού, τον οποίο μας έβαλε το χειμώνα εκείνον ο πρωτόβγαλτος Δήμαρχός μας.

― Μα γιατί, καημένε Ζάχο; ρωτούσε ο μπαρμπέρης, ο οποίος φαινόταν κάπως πιωμένος.

― Για τς γάτας τ᾿ αυτί, απαντούσε ο Ζάχος, ο οποίος φαινόταν ένα βαθμό περισσότερο πιωμένος απὸ το φίλο του.

― Μα θα μου πεις! επέμεινε ο φίλος. Ο κόσμος τό ᾽χει τούμπανο. Έλα, δα, καημένε.

―Ο κόσμος… να σκάσει! είπε με θυμό ο Ζάχος.

Και τι ξέρει ο κόσμος τι του γίνεται;

― Τι έτρεξε λοιπόν;

― Τι να τρέξει…

Ο Ζάχος σταμάτησε απότομα και άρχισε να μιλάει γρήγορα και με σιγανή φωνή:

―Ακούς, βρε αδελφέ! Αυτή, πριν πλαγιάσουμε, ήθελε, κατάλαβες, να της δώσω τις λίρες! Να πιάσει τις λίρες, να τις μετρήσει και να τις κρατήσει, να τις έχει στα χέρια της. Για τις λίρες μου, κατάλαβες, με είχε πάρει. Μα που λίρες; Οι λίρες είχαν στραγγίσει, πριν γίνει ο γάμος. Μήπως ήταν βρύση, μαθές;

― Λοιπόν;

― Το λοιπόν, σα δεν είχα λίρες, μ᾿ έδιωξε. Αυτό ήταν όλο.

Ο φίλος κούνησε με οίκτο το κεφάλι. Έπειτα μυστηριωδώς ρώτησε:

― Και δε μου λες, αυτή που έχεις τώρα, την έχεις με στεφάνι;

Ο Ζάχος ανυπόμονος απάντησε:

― Μη ρωτάς!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου