Η Νοσταλγία του Γιάννη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
- Δε μ’ λες, τι κάνουν εκείνα τα μ’ λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;
Την ερώτηση αυτή, απηύθυνε κάθε τόσο ο Γιάννης ο Λιοσαίος στο Σαραφιανό, το χαρωπό και ανοιχτόκαρδο καταστηματάρχη του ωραίου, σχεδόν εξοχικού μαγαζιού, του γέρο-Θωμαδάκη.
Ο γέρος ήταν πατέρας του Σαραφιανού και σαν μαγαζί, χρησίμευε όλο σχεδόν το υπόγειο του ευρύχωρου σπιτιού, συνεχόμενο με μεγάλο κήπο και αυλή, προς την άκρη του χωριού και έχοντας μπροστά του μικρή πλατεία με δύο τεράστιες πλατύφυλλες μουριές.
Ο Σαραφιανός, προσπαθούσε με διάφορους τρόπους, να διασκεδάζει τις περιοδικές αυτές νοσταλγίες του μπάρμπα-Γιάννη του Λιοσαίου.
Του προσέφερε τσιγάρο με καπνό και με λίγο μπαρούτι, όσο για να γίνει ακίνδυνη μικρή έκρηξη, ικανή να τσιροφλίσει τις τρίχες του μουστακιού, τον φίλευε τουρσί από ακρόδρυα «πιμπιράμφον», στυφά και ευώδη, υπόξινα, τον κέρναγε ντόπιο ρακί και του έβαζε κρασί, όσο αρκούσε για να κάμει κέφι ο μπάρμπα-Γιάννης.
Γιατί εύκολα έπαιρνε φωτιά.
Με δυο ποτήρια, ήταν ικανός να φουσκώσει τη γκάιδα και ν΄ αρχίσει να χορεύει ολομόναχος το βουκολικό, από κάτω από τις ολοπράσινες μουριές, μπροστά στο μαγαζί.
Είναι αλήθεια ότι, όσο εύκολα ευθυμούσε, τόσο γρήγορα χόλιαζε.
Μέσα στην ολοφούσκωτη γκάιδα, έπλεε η ευθυμία, στον πάτο της γκάιδας, που αντηχούσε με γογγυσμό, φώλευε η δυσθυμία.
Σε όλη τη ζωή του σχεδόν, άλλο επάγγελμα δεν είχε, παρά να είναι παραγιός - κοπέλι - του Γιάννη του Αργαστιώτη, του μυλωνά.
Αλλά για την ακρίβεια, παραπάνω από 15 φορές υπήρξε παραγιός του και παραπάνω από 15 φορές του έφευγε μέσ’ στη μέση και τον άφηνε μάρμαρο.
Ήταν στραβόξυλο. Στο γόνα το έτρωγε το ψωμί.
Στην ελάχιστη αφορμή θύμωνε, εγκατέλειπε την εργασία και έφευγε.
Ήταν αυτός, 15 χρόνια γεροντότερος από το αφεντικό του, νέο άνθρωπο και πατέρα παιδιών, ενώ αυτός ήταν άγαμος, απόκληρος και ακτήμων.
Δεν είχε «στον ήλιο μοίρα».
Τότε, αφού το δαιμόνιο της μελαγχολίας ξεθύμαινε κάπως, μετά μία ή δύο μέρες, πέρναγε από το μαγαζί του Σαραφιανού και με θλιβερό τόνο τον ρώταγε:
- Δε μ’ λες, τι κάνουν εκείνα τα μ’ λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;
Βεβαίως τα πονούσε ο μπάρμπα-Γιάννης τα μουλάρια εκείνα.
Κι εκείνα τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν πολύ.
Ήταν ο Αράπης, ένα αλογάκι μαύρο, πολύ τρελό και το οποίο δε δεχόταν άλλον άνθρωπο πλησίον του, παρά τον αφέντη και το Λιοσαίο.
Η Μούλα, μεγαλόσωμη, ρωμαλέα με κοκκινωπό τρίχωμα και το Μελαψί, το χαϊδεμένο της κυράς του.
Όλα ήταν πολυβασανισμένα από τη βαριά και μονότονη εργασία του αλογόμυλου και ήταν νευροπαθή και οξύχολα, όσο και ο Γιάννης ο Λιοσαίος.
***
Μια χρονιά, τις μέρες του Πάσχα και πάλι ο Γιάννης είχε φύγει από το μύλο.
Ο Σαραφιανός του έλεγε:
- Δεν κάθισες τουλάχιστον να φας τ’ αρνί;
- Δεν με μέλλει για τ’ αρνί, απάντησε ο Λιοσαίος.
Λυπάμαι εκείνα τα ζα…
Τη Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα, ακόμη και την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής, οπότε γίνεται πολύ ωραίο πανηγύρι και την Κυριακή του Θωμά, που η εκκλησία ψάλλει «Σήμερον έαρ μυρίζει και καινή κτίσις χορεύει» ο Γιάννης ο Λιοσαίος, χόρευε και πήδαγε με τη γκάιδα του, έξω από το μαγαζί του Θωμαδάκη, κάτω από το πυκνό φύλλωμα των μουριών.
Και την ημέρα του Αγίου Γεωργίου «ανέτειλε το έαρ δεύτε ευωχηθώμεν…» είχε γίνει μεγάλη συγκέντρωση, κάτω από τα πελώρια δέντρα, ανδρών και παιδιών και μικρών κοριτσιών, για να απολαύσουν το θέαμα των βουκολικών χορών του Γιάννη και λίγων άλλων αγροδίαιτων νέων και πανηγυριστών, που κατέβηκαν το απόγευμα από το βουνό, όπου είχε εορτασθεί στο εξωκλήσι του ο Άγιος. Ο Λιοσαίος, ενθουσιώδης, φυσούσε δαιμονιωδώς τη γκάιδα, εκβάλλοντας δυνατούς, βαρείς ήχους και γούρλωνε εκστατικά τα μάτια. Τα μάγουλά του και το στόμα του, είχαν γίνει ένα με τη γκάιδα. Ακουμπούσε με την πλάτη του τον κορμό του δέντρου, αντιστύλωνε το ένα του πόδι, έκαμπτε το άλλο και παλλόταν ολόκληρος, σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού, συνοδεύοντας τον εύθυμο πηδηχτό χορό, των νεαρών παλικαριών του βουνού:
«Της μικρής ξανθής τα νάζια,
μώβαλαν πολλά μαράζια.
Στο βουνό, στο μετερίζι,
σκύβ’ η Αθούσα βοτανίζει,
κι η ποδιά της ανεμίζει.»
Τα παιδιά, οι θεατές της ψυχαγωγίας αυτής επευφημούσαν, άλλα με παιδική ειρωνεία και άλλα με αφελή θαυμασμό, το χορό και τη μουσική.
Ο Σαραφιανός, έφερνε γύρους ανάμεσα στο χορό και τον όμιλο, έδινε κέρματα στους χορευτές κι έριχνε πειράγματα στο Λιοσαίο.
- Όμορφα, όμορφα Γιάννη, κοίταξε μη σκάσει η γκάιδα και τότε τι θα γίνουμε!
Ξαφνικά, την ώρα της δύσης του ήλιου, μακρινός θόρυβος ακούγεται.
Χαρούμενα τραγούδια, των οποίων η ηχώ ερχόταν έξω από τα λιβάδια, απ’ όπου πλησίαζε άλλη πολυάριθμη παρέα, από το βουνό, επιστρέφοντας από το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου.
Οι νέοι που την αποτελούσαν, άλλοι πεζοί, άλλοι καβάλα σε γαϊδουράκια, χαρωποί στεφανωμένοι με ρόδα και με παπαρούνες, με κλαδιά πλατάνων και με φτέρες, πλησιάζουν στις δυο μουριές, χαιρετίζουν και άλλοι κάθονται στους σανιδένιους πάγκους, άλλοι με ελεύθερο τρόπο, πιάνονται στο χορό της παρέας του Γιάννη του Λιοσαίου.
Ο ένας απ’ αυτούς, πιέζει με θάρρος το Γιάννη να πιασθεί ο ίδιος στο χορό, χωρίς να αφήσει τη γκάιδα και με το δεξιό χέρι να κρατά το όργανό του, με το αριστερό να κρατιέται από το χέρι του ίδιου, ο οποίος μπήκε δεύτερος και να τον «βγάλει στον κάβο» δηλαδή να σύρει το χορό.
Ο Γιάννης, γελώντας, φιλοτιμήθηκε να ανταποκριθεί στην ιδιοτροπία του εύθυμου νέου και προσπαθούσε όπως μπορούσε, να φυσά τη γκάιδα και να χορεύει συγχρόνως.
Αλλά μόλις έκαμε δύο γύρους, ένας άλλος από τους πανηγυριστές, που είχαν έλθει τώρα, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στο χορό, πλησίασε το Λιοσαίο και του μίλησε με σιγανή φωνή.
***
Ξαφνικά ο Γιάννης, αφήνοντας το χέρι του χορευτή, πετά τη γκάιδα κάτω, τρέχει και γίνεται άφαντος κατά τα λιβάδια.
Οι παραβρισκόμενοι, προς στιγμή έμειναν άφωνοι από την έκπληξη.
Τι είχε συμβεί;
- Τι του είπες Γιώργη; είπε εκείνος απ’ τους πανηγυριστές, που είχε πιέσει το Λιοσαίο να πιασθεί στο χορό, προς τον άλλον, που είχε μιλήσει στο αυτί του Γιάννη.
- Του είπα τι μάθαμε στο δρόμο.
- Και τι σ’ έμελλε;… Να τώρα μας χάλασες τη διασκέδαση.
- Εμείς είδαμε και πάθαμε να τον βάλουμε στο καντίνι, είπε γελώντας ο Σαραφιανός. Έπειτα ρώτησε:
– Μα τι τρέχει;
Κατ’ εκείνη τη στιγμή, ο Γιάννης ο Λιοσαίος, είχε διατρέξει τα λιβάδια, τον πρώτο κάμπο έξω απ’ το χωριό, έφθασε στα Βουρλίδια, την κοιλάδα, τρέχοντας το ρέμα-ρέμα και άρχισε να τρέχει στο βουνό τον ανήφορο.
Όταν έφθασε στα μέρη εκείνα, τα πολύ γνωστά σ΄αυτόν, άρχισε να σφυρίζει ένα σφύριγμα, το οποίο φαινόταν να απευθύνεται σε κάποιο ζωντανό πλάσμα.
Έπειτα μετά το σφύριγμα φώναζε:
- Μούλα! ε, μούλα! σ σ σ σ σ, ε, Μούλα!
Μικρό παραπονετικό χρεμέτισμα, απάντησε στην πρόσκληση αυτή.
Ο Γιάννης έτρεξε και μετά από λίγο, μέσα στη μικρή χαράδρα βρήκε δύο ζώα, τα οποία φαίνονταν ότι προ ολίγου είχαν σταματήσει, ύστερα από βιαστικό περπάτημα.
Ήταν καταϊδρωμένα και ασθμαίνοντα.
Δέχθηκαν το Γιάννη με χαρά, τείνοντα τα κεφάλια και τους λαιμούς τους, για να τα χαϊδέψει. Ήταν η Μούλα και το Μελαψί και τα δύο απ’ τα ζώα του αλογόμυλου. Να τι είχε πει ο Γιώργης στο Λιοσαίο. Τι κάθεσαι Γιάννη; Η Μούλα επηλάλησε … Έριξε μια γυναίκα κάτω. Ο Γιάννης δε ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις, ήξερε ότι ο Γιάννης ο Αργαστιώτης, μ’ όλη την οικογένειά του και με τα τρία μουλάρια του, ήταν πρώτος σε όλα τα πανηγύρια και πόσο μάλλον δεν θα πήγαινε στου Άι-Γιώργη, του λεβέντη και καβαλάρη τη γιορτή; Κατάλαβε λοιπόν, ότι η Μούλα που αναγκάσθηκε να δεχθεί ακούσια βάρος ανθρώπων, είχε ρίξει το φορτίο της και είχε αποσκιρτήσει. Δεν τον έμελλε το Γιάννη για το ανθρώπινο φορτίο, το οποίο είχε απορρίψει με μικρό άλλωστε κίνδυνο το ζώο, τον έμελλε για τη Μούλα, για τον Αράπη και το Μελαψί.
Γι’ αυτό έτρεξε, έφθασε και οδήγησε στο σταύλο τους τα ζώα.
Από τότε ο Γιάννης επανήλθε στον αλογόμυλο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης