Στην Άγια Αναστασά
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πέντε άνδρες είχαν κατεβεί στο Πρυΐ, μία Κυριακή του Ιουλίου του έτους 1875 και απ’ τους πέντε αυτούς, οι τρεις ήταν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.
Αλλά απ΄ τους τρεις, ο πρώτος ισχυριζόταν, ότι το σωζόμενο εκεί ερείπιο ήταν ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυριζόταν ότι ήταν χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήταν λουτρό ρωμαϊκό και ο τρίτος επέμενε, ότι ήταν, το πολύ, αρχοντικό μέγαρο, δηλαδή πύργος βενετικός, επικαλούμενος για να ενισχύσει τη γνώμη του και το όνομα Πρυΐ, το οποίο έλεγε, σχηματίστηκε εκ του Πυργί, κατά μετάθεση γραμμάτων.
Του τελευταίου τη γνώμη, ασπαζόταν απροκάλυπτα και ο δημοδιδάσκαλος του χωριού, ο οποίος συμμετείχε στην εκδρομή και είχε αναγνωρισμένη ειδικότητα στην ετυμολογία.
«Το άιντε είναι απ’ το άγε δη, το αρή, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είναι απ’ το αρίστη, το βρε είναι απ’ το μώρε, (μωρέ-μ’ρέ-μβρε-μπρε) βρε».
Και εκτόξευε κεραυνούς αγανάκτησης κατά εκείνων, οι οποίοι ζητούν τουρκική παραγωγή για τις λέξεις, ενώ είναι τόσο εύκολο, έλεγε, να βρίσκουμε παντού ρίζα ελληνική.
Ιδού πως συνέβη το πράγμα.
Ο δήμαρχος της πολίχνης, που είχε εκλεγεί πριν ένα χρόνο για δεύτερη φορά, είχε φιλοτιμηθεί να καλέσει σε τραπέζι, επάνω, στον Προφήτη Ηλία, τους τρεις αρχαιολόγους και μαζί μ΄αυτούς και μερικούς άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχε ανέβη με γαϊδουράκια από την αυγή το μεγάλο ανήφορο, κάποιων εκατοντάδων μέτρων ύψους, που φαινόταν στους αγαθούς νησιώτες τόσο ψηλός, όσο και ο Κίσσαβος.
Έφθασαν στον Άγιο Ηλία με την ανατολή του ήλιου και αφού δροσίστηκαν κάτω απ’ την εξαίσια φυλλωσιά των μεγαλοπρεπών πλατάνων και ήπιαν νερό απ’ την πλουσιοπάροχη βρύση, που πότιζε όλη τη μαγευτική κοιλάδα με τα διαυγή της νερά, οι μεν άλλοι στρώθηκαν κάτω από τα πλατάνια και παρακολουθούσαν με βλέμμα θωπευτικό το ολοένα ροδίζον αρνί στη σούβλα, περιμένοντες οσονούπω να απολαύσουν ως «προφταστήρα» το ορεκτικό κοκορέτσι, οι δε πέντε απ’ τη συνοδεία, ανέβηκαν ξανά στα γαϊδουράκια και διευθύνθηκαν στο Πρυΐ.
Ανέβηκαν στο ψήλωμα του βουνού και απ’ εκεί κατηφόρισαν δεξιά, διέτρεξαν την τοποθεσία την αποκαλούμενη «τ’ Μανώλ’ η σουφριά» και μετά πορεία μιας ώρας, έφθασαν στο Πρυΐ.
Στράφηκαν δυτικότερα προς τα αριστερά, προχωρώντας σε ισκιωμένο δρομίσκο, κάτω από αδελφωμένες δρυς και φτελιές και τέλος έφθασαν στο παλιό ερείπιο.
Ο συνοδός των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε κατά τα φαινόμενα, το αξιότερο υποζύγιο από όλους τους υπόλοιπους, ένα ψηλό γαϊδούρι, εύρωστο, πλατυκόκκαλο και υποκοκκινίζοντα το τεφρό τρίχωμά του.
Και όμως, αντί να τρέχει πρώτος, ερχόταν τελευταίος απ’ όλους τους συνοδοιπόρους.
Το γαϊδούρι, φαινόταν να αδιαφορεί για τα κτυπήματα, όσα του έδιδε στα νώτα ο αναβάτης, με τη ράβδο του πρώτα, μετά με αυτό το σχοινί του καπιστριού.
Φαινόταν ότι δεν είχε φάει καλά το χόρτο του ή το άχυρό του ή ότι ήταν αποφασισμένος να πεισμώσει με κάθε τρόπο τον αναβάτη.
Όσο αυτός κτυπούσε, τόσο οκνότερο γινόταν εκείνο.
Κάποιες φορές, δοκίμαζε να τον ερεθίσει κάτω από την κοιλιά με τα παπούτσια του.
Όλα μάταια.
Και ήταν θαύμα, πως κατόρθωνε να μη χάνει από τα μάτια του, τους πολλά βήματα προπορευόμενους τέσσερις άνδρες, εκ των οποίων τους δύο τους ακολουθούσαν και οι αγωγιάτες τους.
Αυτοί έβλεπαν αδιάφοροι το βάσανο του τελευταίου αναβάτη, ο οποίος άλλωστε, δεν καταδεχόταν να τους φωνάξει σε βοήθεια.
Τέλος, έφθασε και αυτός στο μέρος που ήταν το σωζόμενο ερείπιο.
Μετά την επίσκεψη που έγινε και τις απόψεις τις οποίες εξέφεραν οι τρεις σοφοί, περί του τι να ήταν και κατά ποια εποχή να είχε κτισθεί το ερείπιο, εκφράζοντας τη λύπη τους για τους αρμόδιους, που δεν έχουν διατάξει να ανασκαφεί ο χώρος εκείνος, η μικρή συνοδεία ξεκίνησε, επιστρέφοντας για να συναντήσει τα υπόλοιπα μέλη της εξοχικής εκδρομής.
Οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος, είχαν φθάσει προ πολλού στον Άγιο Ηλία και είχαν φάει το κοκορέτσι και είχαν πιει ανά δύο μαστίχες και ήδη μετέβησαν στο σπληνάντερο (ήταν ένδεκα η ώρα πριν το μεσημέρι), ο δε πέμπτος της συνοδείας, μένοντας πολύ πίσω δεν είχε φανεί ακόμη.
Πέρασε μία ώρα και είχαν στείλει τους δύο αγωγιάτες πίσω για να τον αναζητήσουν, όταν ξαφνικά τον βλέπουν θριαμβευτικά να καταφθάνει καβάλα στο γαϊδούρι του, που έτρεχε σαν ατμάμαξα τη φορά αυτή και ερχόμενος όχι από δυτικά, απ’ όπου τον περίμεναν όλοι να εμφανισθεί, αλλά από ανατολικά, από το αντίθετο μέρος, σαν να ερχόταν δηλαδή από την πολίχνη.
Τίποτα δεν είναι πιο απίθανο από την απλή αλήθεια.
Όλη η συνοδεία τότε, δεν ήθελε να πεισθεί ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμε επίτηδες, για να τους εκπλήξει.
Και όμως, να τι είχε συμβεί.
Ο εύρωστος όνος, καταλαβαίνοντας φαίνεται, την αδυναμία του αναβάτη, το είχε παρακάμει τη φορά αυτή, αφού μάλιστα ήταν και ανήφορος στην επιστροφή.
Δεν ήθελε καθόλου να βαδίσει.
Πήγαινε με βραδύτητα χελώνας.
Οι τέσσερις λόγιοι είχαν προπορευθεί τόσο, ώστε ο πέμπτος συνοδός τους έχασε και δεν τους έβλεπε πλέον, ούτε τους άκουε.
Δεν άργησε πολύ να καταλάβει, ότι είχε χάσει το δρόμο και είχε στραφεί, αυτός ή ο όνος του, ανατολικότερα, προς ένα βαθύ ρέμα, υγρό, σύδενδρο, σκιερό, ανάμεσα σε δύο ψηλές κορυφές.
Εκεί αναγνώρισε το μέρος.
Ήταν το «Κρύο Πηγάδι».
Είχε βαρεθεί να κτυπά ανώφελα το γαϊδούρι και με τους μηρούς μουδιασμένους, πέζεψε και κρατώντας το καπίστρι με το αριστερό, το ραβδί με το δεξιό, δοκίμασε, αν θα ανάγκαζε το γαϊδούρι του να βαδίσει προς τα πίσω. Εκεί, με το λεπτό ραβδί του, χωρίς να το σκεφθεί, κέντησε το ζώο κάτω από το σαμάρι πίσω, στα νεφρά.
Τότε αμέσως ο όνος πήρε τέτοιον απίστευτο δρόμο, ώστε ο νέος ξαφνιάσθηκε και λίγο έλειψε να του φύγει το καπίστρι από το χέρι.
Τότε λοιπόν, βρήκε «τον σφυγμόν» του γαϊδουριού.
Ανέβηκε ξανά, και «πού σε σφάζ’, πού σ’ πονεί;» άρχισε να κεντά αλύπητα και το ονάριο έτρεχε σαν βαποράκι. Αναγνωρίζοντας το δρόμο, ο αναβάτης στράφηκε δεξιά και μέσα σε λίγα λεπτά, από το ανατολικό μέρος, έφθασε καλπάζοντας στον Προφήτη Ηλία, έφθασε δε ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία, ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης, περίτεχνα, λιάνιζε το ψητό και στρωνόταν κάτω από τα πελώρια δένδρα, η από φτέρες και φυλλωσιές πλατάνου, ευώδης τράπεζα.
Αλλά ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης, δεν ήξερε μόνο να ψήνει στη σούβλα και να λιανίζει το σφαχτό, ήξερε να διηγείται και πολλά χρονικά απ’ το βίο των ποιμένων και των αιγοβοσκών κατά το Πρυΐ, όπου εκεί είχε ανατραφεί και αυτός.
Ένα απ΄αυτά είναι και το παρακάτω.
***
Ο Γιάννης ο Κούτρης, ήταν ψηλός, σαράντα ετών, άτριχος στο πρόσωπο, αρχίζοντας ήδη να ρυτιδιάζει, όμοιος με γριά και είχε συλλάβει το έτος εκείνο (δηλαδή πριν δύο σχεδόν μήνες), για το Πάσχα, τολμηρό σχέδιο.
Οι ποιμένες των Καλυβιών, που αποτελούσαν ολόκληρη συνοικία, εκκλησιάζονταν στον Αι-Γιάννη της Κ’στοδουλίτσας, οι γιδοβοσκοί των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, λειτουργούνταν στον Άγιο Χαράλαμπο. Οι άμοιροι οι βοσκοί της Κεχρεάς, τ’ Αι-Κωνσταντίνου, τ’ Αι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήταν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα».
Ο Γιάννης ο Κούτρης, τον οποίο αποκαλούσαν και «Γιάννης η Γριά!», ζήλευε πολύ το δεύτερο εξάδελφό του, το Γιάννη το Λαδίκα, που έκανε τον επίτροπο στον Άι-Γιώργη της Κ’στοδουλίτσας και σε όλα τα εξωκλήσια που τελούνταν πανηγύρεις, αρπάζοντας από τα μανουάλια τα συνημμένα σε ογκώδεις δέσμες μισοκαμμένα κεριά, πατώντας αυτά με τα τσαρούχια του για να τα σβήσει, κάτω στις πλάκες του εδάφους του ναού, με την πρόφαση ότι ήταν φόβος μη λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν’ αποκαούν.
Ο ίδιος έβγαζε και έκτακτο δίσκο, περιερχόμενος τις τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγοντας εράνους «για να φτιαστούν οι εκκλησιές».
«Ήταν τάχα, Θεός να μας σχωρέσει και παστρικά τα χέρια του;»
Όλα αυτά κινούσαν την αντιζηλία του Γιάννη του Κούτρη.
Από την καθαρή εβδομάδα, του είχε έλθει η ιδέα και καθ’ όλη την τεσσαρακοστή τη μελετούσε.
Μελετούσε να αποσπάσει από το εκκλησίασμα του Αγίου Χαραλάμπου, το Γιώργη τον Τρυγολόγο με τη φαμίλια του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και γιο και τους Μαυροδημαίους, τέσσερις αδελφούς με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, να τους σύρει προς το Πρυΐ, στο κατάμερο το δικό του κι εκεί, μαζί με τους υπάρχοντες τρεις ή τέσσερις άλλους γιδοβοσκούς, να καλέσουν ιερέα, για να γιορτάσουν μόνοι τους το Πάσχα.
***
Όσο δυνατός και αν ήταν στην ετυμολογία ο διδάσκαλος, για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή, ένα πράγμα παραδόξως λησμονούσε, ότι το ερείπιο εκκαλείτο από το λαό Αγία Αναστασιά.
Ανατολικά ήταν το σωζόμενο τμήμα του τοίχου, καμπύλο προς τα έξω και φυσικά το εκλάμβανε κανείς ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού.
Μόνον ότι ήταν από πέτρες μεγάλες και όγκους μαρμάρου ορθογώνιου σχήματος, λευκών, ομαλώς κατεργασμένων και κατά τα άλλα έμοιαζε με τα λείψανα των πελασγικών τειχών.
Το τοιχίο τούτο, ήταν ψηλό όσο το ανάστημα ανδρός και στεκόταν όρθιο ακόμη.
Άλλα λείψανα του κτιρίου δε φαίνονταν και δύσκολα μπορούσε κανείς να υποθέσει το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμό της οικοδομής.
Παρόλα αυτά το αποκαλούσαν Αγία Αναστασιά.
Μέσα απ’ το μικρό τείχος δε φαινόταν θυσιαστήριο. Δεν υπήρχε ίχνος από επίχρισμα ή τοιχογραφία ή άλλο γνώρισμα. Αλλά από δω, ίσως, πριν οκτώ ή δέκα αιώνες, να ανεπέμπετο στο θρόνο του χριστιανικού Θεού, ο καπνός του θυμιάματος και ίσως, να προσφερόταν επί βωμού μη σωζόμενου, η λογική και άχραντος θυσία, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, όστις ιερεύς όντας του Θεού του Υψίστου «εξήνεγκεν άρτους και οίνων», όπως λέγει η Γραφή.
Αγία Αναστασιά ονομαζόταν.
Ίσως τα παλιά χρόνια να ήταν ναός της Περσεφόνης ή της Εκάτης της φαρμακίδος και οι χριστιανοί, οι φυσικοί κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρίας, τον βάπτισαν, μετονομάζοντας σε ναό της Φαρμακολύτριας, κατ’ αντίφραση ή της Ρωμαίας, απλώς λόγω ετυμολογικής σχέσης.
Και ο παπ’-Αγγελής, τον οποίο είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να πάει να τους λειτουργήσει την ημέρα του Πάσχα, αγνοούσε σε ποια από τις δύο ομώνυμες ήταν καθιερωμένος τα παλιά χρόνια ο ναός.
Διότι υπάρχουν δύο Άγιες Αναστασίες, η Ρωμαία και η Φαρμακολύτρια.
Αλλά, μη βλέποντας θυσιαστήριο, ούτε καντήλια, ούτε εικόνες και μη γνωρίζοντας από υπαίθρια λειτουργία (τόλμημα το οποίο θα του φαινόταν σαν επάνοδος στην ειδωλολατρία), ζήτησε με αφελή συλλογισμό, να πείσει τους άξεστους αιγοβοσκούς, ότι το καλύτερο θα ήταν, να πάνε να λειτουργήσουν στην Αγία Άννα, που ήταν κοντά.
«Κι η Αγία Άννα, είπε, είναι μισή Αγία Αναστασιά».
Αλλά ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απάντησε, ότι αυτοί «δεν ήθελαν να κάμουν μισή Ανάσταση, αλλά Ανάσταση σωστή».
Οι αιγοβοσκοί πίστευαν, ότι η Αγία Αναστασιά είναι αυτή η ίδια η Ανάσταση.
Και βεβαίως δεν μπορούσαν να ξέρουν περισσότερα απ’ το γέροντα εκείνο ιερέα, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε πριν από χρόνια, αν η Αγία Κυριακή ή η Μεταμόρφωση είναι μεγαλύτερη γιορτή, απάντησε αδίστακτα, ότι «η Αγία Κυριακή είναι μεγαλύτερη, διότι εορτάζεται κάθε εβδομάδα, ενώ η Μεταμόρφωση, μόνο μια φορά το χρόνο είναι».
Και μήπως πολλοί, ακόμα και σήμερα, δεν νομίζουν ότι ο λαμπρός ναός της του Θεού Σοφίας είναι προς τιμήν της μεγαλομάρτυρας Αγίας της 17ης Σεπτεμβρίου;
***
Ο Γιάννης η Γριά, δεν ήθελε μόνο να γιορτάσει με τους άλλους ποιμένες της περιοχής του χωριστά την Ανάσταση, στο μέρος του, αλλά επιθυμούσε και να τελεσθεί η Ανάσταση αυτή, όχι στην άλλη εκκλησία, αλλά στην Αγία Αναστασά.
Αφού παλιά ήταν εκκλησία, αφού ο χώρος ήταν καθιερωμένος για λατρεία Χριστού, γιατί τάχα να μη λειτουργείται;
Μάταια ο παπ’-Αγγελής ξόδευε όλη τη λίγη μάθησή του και την έμφυτη λογική του, για να τον πείσει ότι ζητούσε παράλογα.
Ο αιγοβοσκός έμεινε αμετάπειστος.
-Πώς θα λειτουργήσω βλοημένε, σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγε ο ιερέας.
Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ’ απ’ τ’ αστέρια;
-Και μήπως η Ανάσταση δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγε ο βοσκός.
Έχουν, ας πούμε, εκκλησιές καλοχτισμένες, με πλάκες και με κεραμίδια και βγαίνουν, κατάλαβες, απ’ την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάσταση κι εμείς που δεν έχουμ’ εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ’ Ανάσταση σ’ ένα ξέσκεπο μέρος, που ήταν μια φορά κι έναν καιρό, κατά πως λένε, εκκλησιά;
Ο ιερέας τον κοίταξε με αμηχανία προς στιγμή, έπειτα το βλέμμα του φωτίσθηκε, σαν να του ήλθε ιδέα και είπε:
-Κάμνουν Ανάσταση όξου απ’ τις εκκλησιές, ναι, μα λειτουργία;
Πώς θα λειτουργήσουμε;
-Απάνου στα μάρμαρα, που ήταν μια φορά τ’ Άι-Δήμα, ας πούμε.
-Μα δεν είναι Αγία Τράπεζα εγκαινιασμένη.
-Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συνγκαινιασμένη;
-Το Πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθεί μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθεί κι εγκαινιασθεί πάλι.
Επιτέλους, ο παπ’ Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβούν στην Αγία Άννα, η οποία δεν απείχε πολύ και ήταν κι αυτή, κατά δεύτερο λόγο, γειτόνισσά του, όπως καυχιόταν ο αιγοβοσκός, λέγοντας ότι την Αγία Αναστασιά «την είχε γειτόνισσα».
Αλλά ο αγαθός ιερέας δεν έπειθε ο ίδιος τον εαυτό του, ότι μπορούσε χωρίς να κατακριθεί, να λειτουργήσει και στην Αγία Άννα.
Ο ναΐσκος είχε τη στέγη του, το θυσιαστήριο να εισέχει έγκτιστο στον τοίχο και η Πρόθεσις καλυπτόταν από δύο σπιθαμές χώμα και πέτρες, που είχαν πέσει από το ύψος της κόγχης, το εικονοστάσιο ήταν ορθό ακόμη, αλλά οι θυρίδες του έχασκαν έρημοι χωρίς εικόνες και τα δύο παράθυρα του βόρειου και του νότιου τοίχου, έφεγγαν και αυτά άφρακτα και ο άνεμος βούιζε μπαίνοντας και βγαίνοντας μέσα απ’ αυτά.
Έμοιαζε με γριά ξεδοντιασμένη, με τις κόγχες των ματιών κενές, με τα αυτιά να βουίζουν από ήχους χαρούμενων φωνών παιδιών, που χλεύαζαν σκληρά την αδυναμία της.
Δεν υπήρχε ούτε καντήλι αναμμένο από τάξιμο ευλαβούς προσκυνήτριας, ούτε μανουάλι να διαχέει παρήγορο φως, στις μαυρισμένες μορφές των ακρωτηριασμένων στους τοίχους λίγων αγίων.
Το παρεκκλήσι, ήταν αφιερωμένο κάποτε στο Γενέσιον της Θεοτόκου κι εκκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, από άλλους δε Αγία Άννα.
Αλλά ο παπ’-Αγγελής δίσταζε, αν και με απ’ αλλού δανειζόμενες εικόνες και με αναρτώμενα πρόχειρα κανδήλια, επιτρεπόταν να τελέσει λειτουργία εκεί.
Τέλος, ο ιερέας βρήκε μια μέση λύση και την ανακοίνωσε στο Γιάννη τον Κούτρη.
-Ας είναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάσταση στην Αγία Αναστασιά, είπε και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας και τις λαμπάδες σας αναμμένες και πηγαίνομε κάτου στην Παναγία την Δομάν και σας λειτουργώ εκεί.
-Στην Παναγιά την Δομά;… μα είναι μακριά.
-Ως πόσο;… Σε μισή ώρα φθάνουμε.
-Είναι, να ’χω τ’ν ευκή σ’, παπά, πάρα πάν’ από μια ώρα.
-Δεν θα είναι πάρα πάν’ από τρία τέταρτα. Όλ’ η νύχτα δική μας είναι.
Έχουμε καιρό να φθάσουμε.
Ο Γιάννης ο Κούτρης υποχώρησε, μη έχοντας να κάμει διαφορετικά.
Ο ιερέας έβαλε ευλογητό στο ύπαιθρο, φορώντας μαύρο επιτραχήλιο και άρχισε να αναγιγνώσκει την παννυχίδα και το «Κύματι θαλάσσης», όλα διαβαστά.
Έπειτα άναψε στο θυμιατό μοσχολίβανο, θυμίασε τους παραβρισκόμενους όλους και κάνοντας απόλυση, έβγαλε το μαύρο επιτραχήλιο, φόρεσε άλλο μενεξεδή, μεταξωτό και λευκό φελόνιο (όλα αυτά τα έβγαλε από το δισάκκι που είχε τα ιερά του) και αφού άναψε λαμπάδα, στράφηκε προς το λαό και άρχισε να ψάλλει μελωδικά το «Δεύτε λάβετε φως».
Μετά έψαλε, «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ».
Και αφού άναψαν τις λαμπάδες όλοι, ανάγνωσε το Ευαγγέλιο και δοξάζοντας την Αγία Τριάδα, άρχισε με μεγάλη και βροντώδη φωνή, να ψάλλει το Χριστός Ανέστη, αντιψάλλοντας και του γιου του, παιδιού δώδεκα ετών, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός στην εκδρομή. Ωραία και γλυκιά ήταν η σκηνή, μέσα στο ερείπιο εκείνο, του μεγαλομάρμαρου και επιβλητικού στην όψη, λαμπρυνόμενου από το τρέμον από την πνοή της αύρας της νυκτερινής, φως πενήντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερή, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών που υψώνονταν περήφανα, με τα κλωνάρια τους στις κορυφές σαν στέμματα, με τα τρέμοντα φύλλα, που ακτινοβολούσαν σαν χρυσές φολίδες, από τη λάμψη των κεριών, με σκιές και σκοτεινά κενά ανάμεσα στα κλαδιά, όπου φανταζόταν κανείς ότι παραμονεύουν αόρατα πνεύματα, που υπήρξαν παλιά, Δρυάδες εύσωμες και Ορεστιάδες λυγερές, που κατοικούσαν ελεύθερα ανά τους πυκνούς δρυμώνες και σήμερα, μεταμορφωμένες σε νυκτερινά τελώνια και μη τολμώντας να προβάλουν στο φως των αναστάσιμων λαμπάδων, αναθαρρήσαντες κάποιον καιρό απ’ τη φυγάδευση του χριστιανικού Θεού, από το καλλιμάρμαρο ίδρυμα και τώρα με θάμβος βλέπουν την αναζωπύρωση των πασχαλινών πυρσών και οσφραίνονται την οσμή του χριστιανικού μοσχολίβανου στα βάθη του δρυμώνα.
***
Ενώ ο ιερέας έλεγε με ομαλή φωνή τα ειρηνικά και ευχόταν υπέρ της ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ., πίσω από τον πρώτο πελώριο κορμό της χιλιετούς δρυός, τον οποίο τρεις άνδρες ενώνοντας τις οργιές, μόλις κατάφερναν να αγκαλιάσουν, ακουγόταν μικρός διάλογος, μεταξύ τριών ή τεσσάρων αιγοβοσκών, εκ των οποίων ο πρώτος, ο Γιάννης ο Κούτρης, έλυνε, απαντώντας στις απορίες των άλλων:
-Ντουγρού, ντουγρού;
-Ταμάιμα.
-Μονοκοπανιά;
-Τα ίσα, ζερ.
-Σ’μ Παναϊά τ’ Ντομάν;
-Ντούρμα, παπάς έτσ’ είπε.
-Του ρέμα-ρέμα;
-Δε-θε-πάμι;
-Θε-πάμι, ζερ!
Αλλά ο διάλογος αυτός διακόπηκε από τη φωνή του ιερέα, ο οποίος εντωμεταξύ έβγαλε τα άμφια, και φώναξε στο ποίμνιό του.
«Είστ’ έτοιμοι; Πάμε!»
Δύο απ’ τους αιγοβοσκούς, έσπευσαν να φορτώσουν τα ιερά, ως και τα καλάθια των εκκλησιαζόμενων που είχαν εορτάσιμα εφόδια, σε πέντε ή έξι γαϊδουράκια, ο ιερέας ανέβηκε στο έβδομο και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατώντας τις λαμπάδες τους αναμμένες, με το αριστερό, προσπαθώντας, με το δεξιό, να σκεπάσουν τη φλόγα από την πνοή της απόγειας αύρας, οι άλλοι ανάψανε μικρά φαναράκια και ξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορρά, έπειτα στράφηκαν ανατολικότερα, περνώντας μέσα από κακοτοπιές στις οποίες δεν άντεχαν άλλα πόδια, παρά μόνο τα δικά τους, ελαφρά πατώντας με τα τσαρούχια, που περιβάλανε τα ευκίνητα πόδια τους, πιέζοντας τα γαϊδουράκια να τρέχουν, σύροντας μάλλον αυτά στο δρόμο, τοποθετούμενοι από αριστερά σαν έμψυχα δίκρανα, για υποστήριξη των φορτωμένων υποζυγίων στα απόκρημνα μέρη.
Δύο ή τρεις απ’ αυτούς, με τις κάπες τους, έρχονταν τελευταίοι, με συριγμούς και ακατανόητα μονοσύλλαβα, οδηγώντας τα κατσίκια τους, με τα μικρά ερίφια, που με χαριέστατα σκιρτήματα έτρεχαν κοντά στις μητέρες τους, βελάζοντας ερωτηματικώς, στα οποία οι κατσίκες απαντούσαν αόριστα, μη μπορώντας να εξηγήσουν την ασυνήθιστη νυκτοπορία.
Η σελήνη είχε ανατείλει πριν τα μεσάνυχτα και ο δίσκος της, λίγο υπέρυθρος, πότε φαινόταν πίσω απ’ τις κορυφές ψηλών δένδρων, πότε κρυβόταν ανάλογα με τους ελιγμούς της πορείας, πίσω απ’ το βουνό.
Και οι θάμνοι, σείονταν παντού απ’ όπου περνούσε η πομπή και τα έντομα εξεγείρονταν παράωρα απ’ τον ύπνο τους και μερικά μυγάκια εξορμώντας, πετούσαν φαιδρά γύρω από τις αναμμένες λαμπάδες, υποβοΐζοντας, καίοντας τα φτερά τους ή καταστρέφοντας μετά τελευταίου βόμβου την εφήμερη ύπαρξή τους, στην επαφή τους με τη φλόγα.
Και τα νυχτοπούλια, έφευγαν φοβισμένα από σχίνο σε κουμαριά, από αιμασιά σε δένδρο, προσθέτοντας το ελαφρό θρόισμα των πτερύγων τους στο αβρό αρμονικό φύσημα της αύρας της πρωινής.
Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα στους φράκτες, λευκή, μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάσταση και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της άνοιξης που ξάπλωνε τη μυροβόλο κόμη της ανά τους αγρούς, διέχυναν ζωηρότερη κατά τη νύκτα την ευωδία τους στον αέρα. Και η αργυρή αμμόσκονη των άστρων λιγόστευε επάνω, καθ’ όσον υψωνόταν η σελήνη και το αηδόνι ακουγόταν, να μινυρίζει βαθιά στο μυχό του δάσους και ο γκιώνης, μη δυνάμενος να διαγωνισθεί προς τη λυγερή αδελφή του, έπαψε προς το παρόν το θρηνώδες άσμα του.
***
Είχαν κατέβει ήδη πολύ βαθιά, κάτω στο ρέμα και αντίκρυ τους έβλεπαν μακριά το πέλαγος, μια κυανή οθόνη, αμυδρή επαργυρωμένη από τις ακτίνες της σελήνης.
Ακούστηκε δε μετά από λίγο, βαθύς παφλασμός, σαν χειμάρρου που έπεφτε με γδούπο από τους βράχους, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος.
Ήταν το ρέμα της Παναγίας της Δομάν, από τα νερά του οποίου, είκοσι νερόμυλοι υδρεύονταν παλιά και πολλές εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτές αιμασιές ποτίζονταν από το δροσερό νερό του.
Εκεί αντίκρυ, βρισκόταν στην άκρη της θάλασσας, το παλιό φρούριο, το οποίο ήταν κάποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γίνει φωλιά για κουκουβάγιες και ορμητήριο γλάρων.
Στο αστείρευτο ρέμα της Παναγίας της Δομάν οφειλόταν η ευδοκίμηση κάθε φυτείας και κάθε βλάστησης κατά τους παλιούς εκείνους χρόνους.
Ήταν ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ’-Αγγελής και οι αιγοβοσκοί του, έφθασαν στην Παναγία την Δομάν.
Το μικρό εξωκλήσι ήταν κτισμένο κάτω από συστάδα πελώριων δένδρων, περιβαλλόμενο γραφικά απ’ αυτά και σκεπαζόταν φιλόστοργα από τα κλωνάρια τους.
Ο ναΐσκος ήταν πενιχρός, αλλά διατηρούταν και ήταν λειτουργήσιμος. Ήταν δε απ’ τα λίγα ναῒδρια, όσα σώζονταν όρθια από την παλιά εποχή. Γείτονές του, χαμηλότερα προς τα θάλασσα, ήταν παλιά, εντός της κοιλάδας της συνεχόμενης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, ως τέσσερις δωδεκάδες.
Οι περισσότεροι ήταν σήμερα ερείπια.
Η Παναγία του Δομάν, απλή αναπαράσταση της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλόμενη, σαν με στεφάνι από τον αειθαλή κόσμο των πελώριων δένδρων της, στεκόταν ακόμη ορθή και φαινόταν να λέει προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, καταβληθέντες από τον κάματο της από τόσων αιώνων πορείας:
«Παρηγορηθείτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!»
Η ευσεβής τάση του λαού, που ζητούσε, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκλησιών ανά τα όρη και τις κοιλάδες, να παρηγορηθεί για τη στέρηση των τόσων παλαιών ιερών και βωμών του, λησμονώντας τους παλιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, επικράτησε της αυστηρότερης και δογματικότερης θεωρίας, κατά την οποία απαγορεύονταν στους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί.
Ακριβέστεροι δε μερικοί ερμηνευτές του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, αρνούνταν να λειτουργήσουν σε εξωκλήσια.
Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερο της θεωρίας και ο λαός, δουλεύοντας, τυραννούμενος, φτωχός, αγροδίαιτος, διασπαρμένος σε κωμοπόλεις και χωριά, μη έχοντας πόρους να κτίσει μεγάλες και λαμπρές εκκλησίες, έκτισε πολλές και πενιχρές.
Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικότερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχρή προσφορά της χήρας, δεχόταν και του φτωχού λαού του τον ευσεβή φόρο, καθώς δέχτηκε εκείνης τα δύο λεπτά.
***
Εν ριπή οφθαλμού, φωταγωγήθηκε το παρεκκλήσι και οι βοσκοπούλες άναψαν πάμπολλα κεριά στα δύο μανουάλια και ανάβοντας φωτιά στο απάνεμο, έξω απ’ τη θύρα, έστησαν μεγάλη χύτρα και ετοίμαζαν τη σούπα. Δύο απ’ αυτές, νεόνυμφες, φόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια τους και τα βαβουκλιά τους με τα κεντητά προμάνικα και τα τ’ λουπάνια τους τα λευκά.
Και ο ιερέας, βρήκε τον καιρό, φόρεσε όλη την ιερατική του στολή και ο γιος του, ο συλλειτουργός, έψαλλε τον κανόνα.
Ο Γιάννης ο Κούτρης, αφού πραγματοποίησε το όνειρό του, του να παρίσταται στην εκκλησία ως επίτροπος, πρωτοστατούσε στο άναμμα και σβήσιμο των κεριών, πατώντας αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον ξάδελφό του το Γιάννη το Λαδίκα και ο οποίος στεκόταν δεξιά στο χορό σαν προεστός, με τόση σοβαρότητα, ώστε βλέποντας κανείς αυτόν, θα τον νόμιζε ψάλτη, που δεν έψελνε από ιδιοτροπία.
Τη στιγμή εκείνη, μπαίνοντας στο ναΐσκο η δώδεκα ετών κόρη του, το Κουμπώ, που ήταν πριν έξω κοντά στη φωτιά και επιστατούσε στο κόχλασμα της χύτρας, του λέει στο αυτί:
-Αφέντ’, έρχουντι κόσμους.
-Ποιοι και ποιοι; είπε ξαφνιασμένος ο Κούτρης.
-Έρχουντι ο Δημητράκης τς Κώτσινας, μαζί με τη γυναίκα τ’ Ασ’μηνιώ κι ο Γιάννης τς Κ’στάλους κι ο μπαρμπα-Γιώργης…
Ποιος μπάρμπα-Γιώργης;
-Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’.
Σαν κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο στα αυτιά του Γιάννη του Κούτρη.
-Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’! επανέλαβε μηχανικά και εξακολούθησε να ρωτά τη θυγατέρα του, σαν να ήξερε αυτή:
-Τι, δεν κάμανε Ανάστασ’ στουν Αι-Χαράλαμπου;
Γιατί απορούσε πώς ξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ.
Αυτός έκανε αυτοδικαίως τον προεστό στον Άγιο Χαράλαμπο, τι να συνέβη τάχα και γιατί δεν πήγε στο ναό του Αγίου;
Μήπως του αφαίρεσαν το προστ’λίκι απ’ εκεί;
Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, γιατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίζοντας να κάμει φέτος χωριστή Ανάσταση με τους γείτονές του, στο κατάμερο το δικό του;
Για να απαλλαχθεί από το φορτικό θέαμα του δεύτερου ξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, στον Αι-Γιώργη της Κ’στοδουλίτσας ή αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, στον Αι-Χαράλαμπο, όπου έκαμαν και οι δύο τον προεστό και τον επίτροπο, ο καθένας στο κατάμερό του, ανάβοντας και σβήνοντας τα κεριά, ψιθυρίζοντας επιδεικτικά στο αυτί του ιερέα από τη βόρεια θύρα του ιερού βήματος, περιφέροντες ελεύθερα δίσκο, με την επωδό «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάνοντας «κ’μάντο, σε ούλα τα πάντα», εντός κι εκτός του ναού.
Και τώρα, αφού κατόρθωσε να ψαλεί η Ανάσταση στην Αγία Αναστασά, στο ύπαιθρο, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους κουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασά στην Παναγίαν Δομάν, με τις γυναίκες τους, με τα παιδιά τους, με τα κοπάδια τους, με τα κατσικάκια, που βέλαζαν σπαρακτικά γύρω από τις γίδες, έμελλε πάλι να καταδικασθεί να υποστεί την πρωτοκαθεδρία αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, ως γεροντότερου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα.
Ποια δικαιώματα;
Ας έβγαζε τες μπολέτες του να τις διαβάσουν!
Κι οι δύο, τάχα, ας πούμε, γράμματα δεν ήξεραν, αλλά ήταν ο παπ’-Αγγελής εκεί, νά ΄χουμε την ευχή του, που θα τις διάβαζε…
Η δουλειά του ήταν να διαβάζει…
Αλλά όχι! δεν παραχωρούσε τα πρωτεία. Θα έκανε πως δεν τον είδε και θα κοίταζε, ντουγρού προς το άγιο βήμα, χωρίς να στραφεί ούτε στιγμή προς δυσμάς, σαν θεοφοβούμενος που ήταν, να ακούσει με προσοχή τη λειτουργία του.
Είχε το δίκιο του, βρισκόταν στο κατάμερό του…
Αλλά εδώ ο Γιάννης ο Κούτρης πάγωσε, ο παλμός του σταμάτησε προς στιγμήν. Δε βρισκόταν στο κατάμερό του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβεί σε ξένο κατάμερο…
Α! κι αυτός ο παπ’ Αγγελής, που επέμενε μη θέλοντας να λειτουργήσει στην Αγία Αναστασά…
Εκεί, αδιαφιλονίκητα, ο Κούτρης θα ήταν στο κατάμερό του.
Αλλά εδώ, στην Παναγίαν την Δομάν βρισκόταν ακριβώς, στο κατάμερο του Αγίου Χαραλάμπους, στη δικαιοδοσία τ’ Γιώργη τ’ Παναγιώτ’!
Τι να κάμει;
Και αυτός «ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’», κατάλαβες, δεν ήταν κανείς τυχαίος, εξασκούσε ισχύ και γοητεία στο πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων.
Και να, μπήκε ήδη στο παρεκκλήσι.
Ήταν ψηλός, εύσωμος, ωραίος άνδρας, με εύγραμμο το πρόσωπο και με κανονικούς χαρακτήρες.
Ήταν ως εξήντα ετών, αλλά μόλις άρχιζαν, στην πλούσια μαύρη κόμη του, κάποιες τρίχες να λευκαίνουν εδώ κι εκεί.
Είχε φθάσει την πρώτη στην αρχή του αιώνα εξέγερση, την του 1808.
Είχε μιλήσει με το Σταθά, είχε προσφέρει με τα ίδια του τα χέρια κοκορέτσι στο Βλαχάβα, είχε στρατευθεί υπό τον Νικοτσάρα. Και όλο το ήθος του, η όψη του, οι τρόποι, οι κινήσεις του και τώρα ακόμη μετά σαράντα χρόνια, κατά τη στιγμή που έμπαινε στο ναΐσκο, φαινόταν ότι ήταν στα νεύματα και τις χειρονομίες, μετάφραση ή μιμική παράσταση του παλιού δίστιχου:
«Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει,
γιατί είν’ λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα».
Ο Κούτρης, όταν αισθάνθηκε ότι έμπαινε, διαβλέποντας τη σιλουέτα του να εισέρχεται στον ναΐσκο, με όλη την απόφαση που είχε να μη στραφεί να τον δει, έστρεψε ακούσια το κεφάλι του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
Ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, αφού ασπάσθηκε τις εικόνες, ήλθε και στάθηκε πίσω απ’ τον Κούτρη, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να προσποιηθεί ότι δεν τον είδε.
Άλλωστε ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’ δεν του έδωσε καιρό να σκεφτεί, γιατί σκύβοντας στο αυτί του, άρχισε με πονηρό μειδίαμα να του λέει:
- Μ’ πήρις απ’ του κατάμερου του Γιώργη τουν Τρυουλόου, μ’ πήρις κι τς Μιχουγιανναίοι, πατέρα κι γιο, μ’ πήρις κι τς τέσσιρις Μαυρουδ’μαίοι κι απουμείναμι λιουστοί στουν Άι-Χαράλαμπου.
Ι παπάς ι αῑχαραλαμπίτ’ς λείπ, ξερ’ς, είναι στουν Κουτσκιά μέσα, στα χουριά.
Ι παπάς απ’ μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλσι να ’ρθει, γιατ’ είμαστι λίοι, κι δε μαζουνώμαστι πουλλοί, για να βγάλει τουν κόπου τ’, ας πούμε.
Ι παπάς απ’ τουν Αι-Γιάννη τς Τρεις Ιεράρχοι, ι άλλους, είναι φημέριους, γιατί τουν παπ’ Αγγιλή, που ’ταν απ’ όξου, μας τούνε πηρις.
Κουντέψαμι ν’ απομείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμε σε ποια εκκλησά θελά πάτι ν’ αναστήσιτι. Τότις κι εγώ είπα, ας σ’ κουθώ να πάου πίσου, ζ’ Κιχριά, μπέλες κι τς βρω π΄θινά, σι κανένα ξουκκλήσ’ κι πιρνώντας απ’ ν Δουμάν, σα ξαγναντήσου του Κάστρου, θε καταλάβου, μαθέ, σα διω π’θινά φέξου, ανισώς κ’ είναι σι κανένα ρημουκκλήσ’ τ’ Καστριού κι ανασταίνουνε.
Μα δεν τό’ λπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε σ’ Δουμάν, μες στου κατάμερό μ’!
Από την εξήγηση αυτή, κατάλαβε, λίγο αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα σχέδιά του και τις ενεργειές του, όσο μακρύτερα έφευγε απ΄το Γιώργη τ’ Παναγιώτ’ και την προεστοσύνη του, τόσο σιμότερα πήγαινε και σ΄αυτόν και στο κατάμερό του.
Γιατί δεν αρκεί να φεύγει κανείς, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να ξέρει προς ποιο μέρος να κατευθυνθεί.
Δεν είχε, παρά να του παραχωρήσει τα πρωτεία κι εκείνος άλλωστε του τα πήρε, πριν αυτός του τα παραχωρήσει.
***
Περί τα χαράματα, έληξε η λειτουργία και ο ουρανός κοκκινίζοντας εκεί προς ανατολάς, έσμιγε με τη θάλασσα, γαλάζια απλωμένη κάτω, η δε σελήνη χλώμιασε και τα λίγα άστρα, ένα-ένα έσβηναν τρέμοντα στον αιθέρα.
Και η αυγή ανέτειλε με όλη την πορφυρή αίγλη καλλωπίζοντας με γλυκό κοκκίνισμα, βουνά, κοιλάδες και δάση. Φάνηκε δε τότε, να αποβάλει τη μυστηριώδη της νύκτας περιβολή και να αναδειχτεί σε όλη την καλλονή της, η μαγευτική θέση της Παναγίας Δομάν.
Δεξιά, το ψηλό βραχώδες και τεμνόμενο από πυκνόφυτες χαράδρες βουνό, που κατέληγε στην κρημνώδη ακτή του Κουρούπη.
Αριστερά, λόφοι, κοιλάδες και δάση γραφικά εναλλάσσονται στο βλέμμα.
Αντίκρυ, ο γυμνός βράχος του κάστρου που αποπνέει άγριο μεγαλείο, με τα δύο μπροστά του πετρώδη νησάκια και πέρα, πέλαγος αχανές, φωσφορίζοντας στις πρώτες ακτίνες του αναδυόμενου ήλιου και στο βάθος του ορίζοντα, προς βορράν, η Χαλκιδική με τους τρεις λαιμούς της, απ’ τους οποίους εξέχει σαν βαθμίδα τιτάνιας σκάλας προς ανάβαση στον ουρανό, ο λευκόφαιος κώνος του Άθω με την κορυφή στα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιο με τις αναρίθμητες κοιλάδες του και με τη θεσπέσια βλάστησή του και πέρα απ’ αυτό, η κορυφή του Κίσσαβου, σαν κεφαλή μπηγμένη σε ξένο κορμό.
Και το ρέμα της Παναγίας Δομάν δεν έρεε πλέον όπως πριν, με βαθύ παφλασμό στη βραχώδη κοιλάδα, αλλά με την ανατολή της ημέρας, το νερό έρρεε μουρμουρίζοντας, μαλακά κυλιόμενο, επάνω στα βρύα και στα αγριοσέληνα, γιατί ξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.
Τέλος, φάνηκε του ήλιου η πρώτη ακτίνα και αναδύθηκε από τη θάλασσα, μία πύρινη φεγγοβόλα γραμμή του λαμπρού αστεριού.
Και την ιδία στιγμή ακούσθηκε πρώτη μεγάλη κι επιβλητική φωνή, ο κλαγασμός του αετού, χαιρετώντας την ανατολή του ήλιου πάνω στο βουνό, από την άφθαστη και απάτητη πάνω στους απότομους βράχους φωλιάς του.
Και δεύτερη χαιρετιστήρια φωνή ακούσθηκε, ο κακκαβισμός του γερακιού και ο κρωγμός του επάνω στο βουνό, σε μία ψηλή χαράδρα του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω.
Και τρίτη φωνή, χαιρέτισε το λαμπρότατο άστρο της ημέρας, ο τιτιβισμός της πέρδικας και της τρυγόνας στη μέση της κοιλάδας.
Και τελευταία, αμέσως χαιρέτισε με το κελάηδημα του την ανατολή του ήλιου το γλυκό χελιδόνι, που ξαναβρήκε κι εφέτος τη φωλιά του άθικτη, στα ιερά σκηνώματα του οίκου του Κυρίου και στα καλύβια των χωρικών και στα σπίτια των αγαθών ανδρών της πόλης.
Και ακροτελεύτιοι δειλοί κελαϊδισμοί ακούσθηκαν των μικρών πουλιών πάνω στους θάμνους, εκ των οποίων το ένα μόλις μισοκελαηδούσε και στεκόταν αποφασιστικά προσκολλημένο με τα λεπτά πόδια του πάνω στο κλαδί, ενώ το άλλο, ψάλλοντας προς αυτό τον έρωτά του, πετούσε ολόγυρά του, στεκόταν προς στιγμή στο κλαδί, ορμούσε προς αυτό, το φιλούσε, το παρακαλούσε, κελαηδώντας, εκλιπαρώντας και πάλι κελαηδώντας.
Τότε και τα κατσικάκια, αισθάνθηκαν το θάλπος της ημέρας, άρχισαν τα σκιρτήματά τους, χαρούμενα στην επαφή του χόρτου, παίζοντας και πηδώντας γύρω απ’ τις μητέρες τους, προσπαθώντας να βρουν με το ρύγχος τους το μαστό τους και δεν ήξεραν, ότι η λεπίδα του σφαγέα γυάλιζε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιο…
***
Εκεί, κάτω από τα ψηλά δένδρα, των οποίων τα κλωνάρια, με κάμπιες και με θυσάνους τριχοειδών φύλλων στολισμένα, σείονταν από την πρωινή αύρα, πάνω από το ρέμα, που κυλούσε ψιθυριστά το διαυγές νάμα του κάτω στην κοιλάδα, κάθισαν ευχάριστα όλοι οι βοσκοί με τις ποιμενίδες και τις βοσκοπούλες τους, στρώνοντας άφθονες φτέρες και παχιά φύλλα και άρχισαν να διαμελίζουν τα ευωδιάζοντα στη σούβλα αρνιά και τα ερίφια. Έφαγαν και ευφράνθηκαν όλοι και αφού ο παπ’-Αγγελής ευλόγησε, όπως έπρεπε, τη φλάσκα, τη μετεβίβασε, μεγάλη, υπόχλωρη ακόμη, που κρατιόταν με κόκκινη δερμάτινη λωρίδα, κακαρίζοντας και φυσώντας ακατάληπτους ήχους από μέσα, στα χέρια του εκ δεξιών του καθήμενου πρώτος της ομάδας, του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, ο οποίος σηκώθηκε και μίλησε στην ομήγυρη: Κ’στος ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου Κύριους! Ζει κι βασιλεύει! Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κι τ’ χρόν’ νά ’μαστι καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρισι το πετραχήλι σ’!
Έπειτα, στράφηκε προς τον Κούτρη:
-Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου!
Ίσως η φράση αυτή, ήταν υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα.
Αλλά ο Κούτρης απάντησε με ετοιμότητα:
-Κι πάντα καλώς να ’ρχισι, μπαρμπα-Γιώργη!
Ο παπ’-Αγγελής, δε μπόρεσε να μη γελάσει και οι άλλοι τον μιμήθηκαν.
Ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, έδωσε τη φλάσκα στον Κούτρη που καθόταν αντίκρυ του και αυτός ήπιε, χαιρετίζοντας το Γιώργη.
Μετά την τρίτη περίοδο της φλάσκας, ουδεμία πλέον αισθανόταν αντιπάθεια προς το Γιώργη, αλλά αδελφώθηκαν όλοι τους.
Και ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, στον οποίο οι πολεμικές αναμνήσεις επανέρχονταν διαυγέστερες μετά το γεύμα, άρχισε να διηγείται στην ομήγυρη τον ηρωικό θάνατο του Νικοτσάρα.
- «Τρία καράβια ήτανε στα νερά της Κασσάνδρας, με τα φουσάτα του Νικοτσάρα και του Σταθά.
Του Σταθά το καράβι ήταν ολόμαυρο, μαύρες οι πάντες, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά, το είχε τάξιμο, να μην τ’ ασπρίσει, πριν μπει νικητής μέσα στη Σαλονίκη.
Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσω να γυρίσουν για ν’ αράξουνε.
Η αρμάδα η τούρκικη ηύρε το ρέμα της θάλασσας και το ρέμα-ρέμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ’ το πλάι.
Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθηκαν.
Ήταν παλληκάρια, που δεν πιστεύω να στάθηκαν άλλοι, τους γνώρισα εγώ πολύ καλά.
Ο καπετάν Σταθάς, μου χάρισε ένα μαμέ κεχριμπαρένιο, να φουμάρω το τσιμπ’κάκι μου, για να τον θυμούμαι καμιά φορά κι ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιαγμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ’ εύρισκε, μόλεγε:
«Τι έχουμε, ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;»
«Όρεξη νά ’χεις, καπετάνιε μου, τόλεγα εγώ, θέλεις να σου φτιάσω;»
Και τρεις φορές, εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι.
Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ’ εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, αλλά έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε.
Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ’ ασκέρι, ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι ο Σταθάς.
Και σαν τους έριξαν οι Τούρκοι τρεις κανονιές, άναψε το τουφέκι κι άρχισε το τόπι να δουλεύει, το καράβι του Νικοτσάρα πιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακές γειτόνισσες που μαλώνουν και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά.
Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του, έσπασε τους γάντζους κι έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου κι εγλύτωσε το καράβι του απ’ τα δόντια του θεριού.
Μα την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας και το μπουλούκι το ρωμέικο εφώναζε, βρίζοντας την πίστη των Τούρκων, ένα βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα κι εχώθηκε στην κοιλιά του και τον ελάβωσε βαθιά.
Μα το παλληκάρι το καλό, είναι παλληκάρι και στο θάνατό του.
«Μ’ έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ΄την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ’ το στόμα, επρόφτασε κι είπε: «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά κι ακουμπήστε με απάνω στο κατάρτι… για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος… για να μην το μάθουν κι οι δικοί μας και δειλιάσουνε».
Καθώς τους είπε, το κάμανε και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι… κι οι Τούρκοι βλέποντας απ’ αντίκρυ, ετρόμαζαν κι ελέγανε: ”Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!”
Ο καπετάνιος ο Τσάρας! Ο καπετάνιος ο Τσάρας!
Κι οι δικοί μας, απ’ τ’ άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κι εστάθηκαν ανδρειωμένοι κι έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα.
Κι όταν η αρμάδα έγινε άφαντη, τότε το έμαθαν κι εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ’ άντερά του, για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του για να μη φύγει. Κι ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι κοντά στην άμμο, στο γιαλό και τότες του βγάλανε και τραγούδι:
«Κι εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν,
επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμα».
Τέτοια διηγούταν, αλλά με πολλές τροπές φωνηέντων και συγκοπές συλλαβών, ο μπαρμπα-Γιώργης τ’ Παναγιώτ΄ και με βαθύ στεναγμό τελείωσε το λόγο του.
Και οι αιγοβοσκοί τον άκουγαν με θαυμασμό και ο παπ’-Αγγελής, ακούοντας με προσοχή, αισθάνθηκε ένα δάκρυ να υγραίνει το μάγουλό του.
***
Αλλά ο Γιάννης ο Κούτρης, σαν για να παρηγορήσει τον μπαρμπα-Γιώργη, κατά του οποίου δεν μνησικακούσε πλέον, γιατί του πήρε τα πρωτεία, σηκώθηκε και λύνοντας το γαϊδουράκι του, το οποίο έβοσκε ήσυχα στο λιβάδι, άρχισε να κάνει κάτι παιγνίδια δικά του.
Συγχρόνως δε ο γιος του ο Θοδωρής, δεκαπέντε ετών, σαν για να συνοδεύσει με μουσική τους αγώνες του πατέρα του, πήρε το σουραύλι του και άρχισε να συρίζει απλό και μονότονο ήχο.
Εντωμεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης, είχε ανεβεί στο γαϊδουράκι του, βάζοντας σάγιασμα αντί σέλλας και πηγαίνοντας αργά, δήθεν με σοβαρότητα, επέβαλλε στο ζώο να κάνει κάτι βηματισμούς, κατά μίμηση και παρωδία των πολεμικών ίππων.
Και ο Γιάννης ο Κούτρης, πότε στεκόταν γονατιστός πάνω στο σάγιασμα, πότε ξάπλωνε στη ράχη του ζώου, πότε κρατιόταν απ’ τη χαίτη με το ένα πόδι επάνω, με το άλλο κάτω στη γη, πότε χανόταν κάτω από την κοιλιά του ζώου, πότε έπεφτε απ’ το κεφάλι μέχρι τα γόνατα μεταξύ των τεσσάρων ποδιών του γαϊδουριού κι ενώ έλεγες, ότι τώρα έπεσε και ότι το γαϊδούρι θα τον πατήσει, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού, βρισκόταν πάλι στη ράχη του ζώου.
Τέτοιους μιμικούς αγώνες ήξερε να εκτελεί ο Γιάννης ο Κούτρης.
Τίποτε περισσότερο δε χρειαζόταν για να γελάσει επί πολλή ώρα με ευθυμία η ομήγυρη όλη.
Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης, άφησε το γαϊδουράκι του ήσυχο και ο μπαρμπα-Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, σαν για να ευχαριστήσει το Γιάννη, είπε απευθυνόμενος προς αυτόν, προς επισφράγιση του συμποσίου, την τελευταία της ημέρας πρόποσή του, η οποία ήχησε υπόκωφα, σαν να εξήλθε από τον πάτο της φλάσκας, η οποία άρχισε ήδη, να κακαρίζει και να φυσά.
-Κι τ’ χρόν’ μι του καλό να σας βρω!
Ο Γιάννης ο Κούτρης απάντησε:
-Καλώς να ’ρθείς, μπαρμπα-Γιώργη μ’!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης