Χριστουγεννιάτικη ιστορία από τη Στενή
Το τζάκι στο σπίτι του Θοδωρή τ΄ Γιαννιού (Θεόδωρου Σιμιτζή), είχε πολύ δουλειά εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του 193….στην Κάτω Στενή, την προπαραμονή των Χριστουγέννων.
Οι ανταύγειες της φωτιάς χόρευαν ασταμάτητα κι έκαναν τα τρελά παιχνίδια τους, πάνω στους τοίχους του δωματίου.
Πάνω στην τζιροστιά, μια κατσαρόλα ετοίμαζε κάποιο όσπριο για το δείπνο.
Οι τρεις κόρες του Θοδωρή, η Ελένη (Λαναρίτσα), η Βαγγελιώ και η Κατίνα, ζεσταίνονταν κοντά στη φωτιά ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κατσαρόλα.
Έξω το χιονόνερο ράπιζε σαν μαστίγιο τα πρόσωπα των ανθρώπων, που βιαστικά γυρνούσαν στα σπίτια τους, ενώ ο δυνατός άνεμος πάγωνε περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε με μια αγκαλιά ξύλα στα χέρια που έφερνε από το κατώι, η Παναγιού η Μπουζούλα,
σύζυγος του Θοδωρή.
«Πόψι Θουδουρή, είνι Κριτσμάς» είπε και γυρνώντας στα παιδιά, λέει.
«Ιλάτι να βάνου να φάτι κι ύστιρα να πέσιτ΄ να λαγάσιτι».
Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός ήταν κάπως πιο μαλακός.
Η οικογένεια είχε ξυπνήσει, όταν φωνές ακούστηκαν από την αυλή.
«Θουδουρή ε Θουδουρή».
Στην αυλή, ταλαιπωρημένος, παγωμένος και με εμφανή τα σημάδια της κούρασης και της αϋπνίας ήταν ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας).
«Άντι Θουδουρή, τράβα κάτ΄στουν Αι Γιώρ΄ να φέρς΄ τα πιδιά ».
Και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι, εξήγησε επιτροχάδην τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά.
Ο Σιτιμπούρας -απ΄ ότι είπε- ερχόταν από τη Χαλκίδα μαζί με τη γυναίκα του Μαρία και την κουνιάδα του Παναγιού (Μύξινα).
Βλέποντας τον καιρό να χειροτερεύει, μπήκαν μέσα στο εξωκκλήσι του Αι Γιώργη, μήπως και φτιάξει ο καιρός, αλλά αυτός χειροτέρεψε ακόμα
πιο πολύ.
Όταν είχε νυχτώσει, βλέπουν να μπαίνουν μέσα στο εξωκλησάκι οι τρεις φίλοι, που ήταν μαθητές γυμνασίου στη Χαλκίδα και ερχόντουσαν στο χωριό για τις γιορτές. Ήταν ο Απόστολος Σιμιτζής του Θοδωρή, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης (Κούτσουνος).
Ο Θοδωρής μόλις άκουσε όλα αυτά, ετοίμασε τη Μούλα, πήρε μαζί του και μια καπότα και ξεκίνησε να φέρει τα παιδιά. Τα έβαλε όλα πάνω στη Μούλα, τα τύλιξε με την καπότα και τα έφερε στην Κάτω Στενή.
-Και να τι είχε συμβεί. Οι τρεις φίλοι και συμμαθητές στο Γυμνάσιο Χαλκίδας, λόγω των γιορτών των Χριστουγέννων, αποφάσισαν να έρθουν στη Στενή, με τα πόδια φυσικά, μια και τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία.
Ήταν ο Αποστόλης Σιμιτζής, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης, μαζί με δύο παιδιά από τις Γίδες (Αμφιθέα).
Ξεκίνησαν με βροχή και φορτωμένοι τα ταγάρια τους, γεμάτα με βιβλία, ρούχα άπλυτα κλπ. πήραν το δρόμο για το χωριό.
Όσο προχωρούσαν η βροχή γινόταν χιονόνερο κι ο άνεμος δυνάμωνε. Φτάνοντας στις Γίδες, οι καιρικές συνθήκες ήταν στο πιο επικίνδυνό τους σημείο.
Τα παιδιά από τις Γίδες πρότειναν στους τρεις φίλους μας, να μείνουν εκείνη τη βραδιά να τους φιλοξενήσουν, αλλά δεν το δέχτηκαν.
Φτάνοντας στον «Κατακλυδάρη», διαπίστωσαν ότι η διέλευση ήταν αδύνατη γιατί από την πολύ βροχή το ποτάμι είχε «κατεβασιά».
Άρχισαν λοιπόν να περπατούνε το ποτάμι δίπλα-δίπλα, με κατεύθυνση το χωριό. Όμως οι δυσκολίες μεγάλες. Το χιονόνερο τους ράβδιζε τα πρόσωπα, ο αέρας έκανε δύσκολο το περπάτημά τους και στα οργωμένα χωράφια τα πόδια τους χώνονταν μέχρι το γόνατο.
Σε κάποια στιγμή ο Αποστόλης «κιότεψε» και «κωλόκατσε» πάνω στο οργωμένο, λέγοντας στους άλλους να τον παρατήσουν και να φύγουν.
Όμως αυτοί επέμεναν και με «τα χίλια στανιά» τον έπεισαν να τους ακολουθήσει και κρατώντας τον κάπου-κάπου, έφτασαν στον Αι Γιώργη νύχτα και μουσκεμένοι ως το κόκαλο, όπου βρήκαν τον Σιτιμπούρα.
Αλλά και εκεί τα πράγματα ήταν «σκούρα». Με μουσκεμένα ρούχα, χωρίς κλινοσκεπάσματα και χωρίς φωτιά. Κάπου-κάπου άναβαν κάποιο κερί για να ζεσταθούν.
Την άλλη μέρα, όπως είπαμε, ο καιρός ήταν καλύτερος. Μέχρι να έρθουν οι γονείς του Τάσου και του Στεφανή από την Πάνω Στενή για να τους
πάρουν, οι τρεις φίλοι άλλαξαν, ζεστάθηκαν και έφαγαν.
Μπροστά στο τζάκι, γύρω απ΄ το σοφρά, με τα καβάθια γεμάτα αχνιστά όσπρια, πριν αρχίσει το φαγητό, ο Θοδωρής τ΄ Γιαννιού και οι υπόλοιποι
έκαναν «σταυρό», που για εκείνη τη μέρα είχε διπλή σημασία. Πρώτον για τον άρτον τον επιούσιον και δεύτερον για το αίσιον τέλος της περιπέτειας του γιού τους.
Το γουρούνι ήδη κρεμόταν από το τσιγκέλι και μετά το φαγητό έπρεπε να τεμαχιστεί από τον Θοδωρή, να ξεχωριστούν τα έντερα, τα συκώτια
κλπ. για να αρχίσει η Παναγιού η Μπουζούλα, να φτιάχνει τα λουκάνικα, τις οματιές τον πασπαλά κ.α.
Έξω είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και τα βουνά δεν φαινόντουσαν από την ομίχλη.
Μέσα στο δωμάτιο το τζάκι έκαιγε.
----------
Το περιστατικό αυτό δεν είναι το μοναδικό. Όλα τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο, ερχόντουσαν στις γιορτές με τα πόδια από τη Χαλκίδα.
Οι γονείς τους πήγαιναν με τα ζώα στην αρχή της σχολικής χρονιάς, για να τους βρουν σπίτι και να μεταφέρουν κάποια πράγματα, όπως κλινοσκεπάσματα και διάφορα χρηστικά αντικείμενα για τη διαβίωσή τους. Την επόμενη φορά που κατέβαιναν, ήταν με τη λήξη της σχολικής χρονιάς για να «ξενοικιάσουν» και να μεταφέρουν τα πράγματα στο χωριό.
Όλες τις άλλες φορές έρχονταν με τα πόδια και αν ο καιρός ήταν καλός, ήταν μια διασκέδαση, αν όμως είχε κακοκαιρία ήταν δύσκολα έως
επικίνδυνα.
Αλλά και οι μαθητές πως να χάσουν το ψητό αρνί το Πάσχα, το χοιρινό τα Χριστούγεννα και τα φτιαχτά μακαρόνια τις απόκριες;
Σκληρή και βασανισμένη ήταν η ζωή τους.
Γιάννης Γιαννούκος