Ν. Παλιές λέξεις της Στενής
Νερομάνα:. Πηγή νερού που αναβλύζει και τρέχει άφθονο.
Νεροκράτης:. Αυτός που ρυθμίζει το μοίρασμα του αρδευτικού νερού. Κανονίζει δηλαδή με ποια σειρά θα ποτιστούν τα περιβόλια.
Νευροκαβαλίκεμα:. Πόνος που προέρχεται από μετατόπιση των τενόντων και των μυών του σώματος.
Νισάφι:. Έλεος, φτάνει, αρκετά. «Νισάφι πια» «φτάνει πια».
Νιτερέσι (το):. Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον. «Δεν έχει καλό νιτερέσι», καλούς λογαριασμούς
Νταβάνι ή Ντάβανος:. Μεγάλη μύγα της οικογένειας των ταβανιδών. Το τσίμπημά του είναι πολύ δυνατό. (Αφήνιασε το μουλάρι γιατί το τσίμπησε ντάβανος). Το πέταγμά του είναι γρήγορο και κάνει μεγάλη «βουή». Γιαυτό το λόγο λοιπόν είναι δύσκολο να τα σκοτώσεις. Όταν λοιπόν κάποιος δεν έχει απασχόληση ή δουλειά, λέμε γι αυτόν ειρωνικά ότι «βαράει νταβάνια».
Νταβανιά:. Δέντρο, που πάνω στα κλαδιά του, έκαναν τα αυγά τους τα νταβάνια Εκεί δημιουργείτο μια φούσκα σαν μικρό αυγό και από κει έβγαιναν τα «νταβάνια».
Υπάρχει και τοπωνύμιο «Νταβανιά» μεταξύ της «Γούρνας» και στις «Κληματαριές», όπου εκεί έχει πολλές νταβανιές.
Νταβαντούρι:. Φασαρία, δυνατός θόρυβος
Νταβάς:. Μικρό στρογγυλό ταψί με ψηλά χείλη, που συνήθως έχει δύο χέρια για να το κρατάμε.
Νταβνραντίζω:. Τραντάζω, κουνώ κάτι επανειλημμένα και με ρυθμό. Είμαι γεμάτος ζωή και υγεία, βρίσκομαι σε οργασμό. Και είμαι νταβραντισμένος, έχω σφρίγος, είμαι δραστήριος, έχω ακμαιότητα, σφριγηλότητα, ευρωστία, αλκή, ρώμη.
Νταγλαράς:. Υπερβολικά ψηλός και άχαρος άνθρωπος. Κρεμανταλάς, μαντράχαλος, μαγκλαράς.
τάλα
Νταλαβέρι:. Εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία ή εμπορική κίνηση, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων.
Ντάλαρος:. Μικρό ξύλινο βαρελάκι, στο οποίο έβαζαν τυρί ή ελιές.
Νταμπλάς (ο):. Συγκοπή, συμφόρηση.
Ντάνα:. Αντικείμενα βαλμένα με σειρά, το ένα πάνω στ΄ άλλο.
Νταραβίρα (νταρβίρα):. Χειροποίητο πνευστό μουσικό όργανο, που το έφτιαχναν συνήθως οι τσοπάνηδες. Το υλικό του ήταν από ξύλο και ενώ το σχήμα του ήταν περίπου σαν της φυσαρμόνικας (πλακέ), το φυσούσαν από το ένα άκρο της σαν τη φλογέρα. Και με την βοήθεια των δακτύλων που ανοιγόκλειναν τις τρύπες που είχαν ανοίξει πάνω στο ξύλο, έβγαζε τον ήχο της.
Νταρντάνα:. Γυναίκα ψηλή, εύσωμη, παχιά. Γυναικάρα, αντρογυναίκα.
Νταρντάνιασα:. Έχει ψύχρα πολύ και με έπιασε τρέμουλο από το κρύο (νταρντάνιασα από το κρύο).
Ντελβές:. Το κατακάθι που μένει στον πάτο, όταν έχουμε πιει τον καφέ.
Ντερέκι:. Ο ψηλός και δυνατός.
Ντερλίκωσα:. Έφαγα με απληστία, χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το φαΐ.
Ντερμπεντέρης:. Αυτός που έχει λεβέντικη και ανοιχτόκαρδη συμπεριφορά. Λεβεντόπαιδο, παλικάρι.
Ντέρωμα:. Όταν σηκώνω και τεντώνω τα χέρια μου την ώρα που ξυπνάω ή μετά από πολύ ώρα σκύψιμο ή από νύστα κ.λπ.
Ντρένια:. Η γίδα που έχει κοκκινωπό χρώμα.
Ντιριέμαι:. Κοντοστέκομαι, διστάζω, δυσκολεύομαι, κομπιάζω, συστέλλομαι.
Ντιπ:. Καθόλου, τίποτα, τελείως (δεν έχω ντιπ ψωμί), (δεν καταλαβαίνω ντιπ), (είναι ντιπ για ντιπ χαζός).
Ντιστύλι (ντιστύλ΄):. Ξύλινο ραβδί, με το οποίο αναστυλώνει κανείς κάτι. Κλαδιά δέντρων, κλήματα και γενικά φυτά που έχουν αδύνατους κορμούς.
Ντιστύλωμα:. Όταν σφιγγόμαστε, πατώντας γερά τα πόδια μας στη γη, για να σηκώσουμε κάποιο βάρος. (Μη ντιστλώνισει πουλύ γιατί θα σι πιάσ΄ η μέσησ΄), (άντι, ντιστλώσ΄ λίγου να παραμιρίσουμι του ντουλάπ’).
Ντορβάς:. Μικρός οδοιπορικός σάκος, που κρέμεται με λουρί από τον ώμο. Επίσης μικρός σάκος, γεμάτος με ζωοτροφή, που δένεται κατάλληλα στο λαιμό των ζώων, ώστε να μπορούν να τρώνε.
Ντορής:. Άλογο με πυρόξανθο, κοκκινωπό τρίχωμα.
Ντουγρού:. Κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση.
Ντουέν:. Εργαλείο αλωνίσματος. Είχε μήκος 80 έως 90 εκατοστά και πλάτος 30 έως 35 εκατοστά. Από κάτω είχε σιδεράκια σαν λεπίδες. Μπροστά και πίσω ήταν εφαρμοσμένες σανίδες, για να στηρίζει τα πόδια του ο αναβάτης. Επίσης μπροστά και πίσω, δημιουργούσε «μύτη». Στη μπροστινή μύτη είχε χαλκά για να προσδένεται στο ζώο.
Ντουμσάρα (ντουμουσάρα):. Η προβατίνα που μένει πίσω από το κοπάδι.
Ντούρμα:. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το «γιατί», ενίοτε και το «μαθές». (Μην τρέχεις στη βροχή, ντούρμα θ΄ αρρωστήσεις), (πρόσεξε στις σκάλες, ντούρμα θα πέσεις).
Ντούρος:. Όταν παίζαμε βόλους (βολάκια) ή γκαζές (γυαλένιες) και ο αντίπαλος έλεγε τη λέξη «ντούρος», έπρεπε να ρίξουμε το βόλο, χωρίς να απλώσουμε το χέρι μας. Επίσης ντούρο λέμε και το γερό, το δυνατό.
Ντουρός ή τουρός:. Μονοπάτι μέσα στο χιόνι, που ανοιγόταν από αυτούς που περνούσαν πρώτοι μετά το πέσιμο του χιονιού και πάνω σ΄ αυτά πατούσαν και οι υπόλοιποι και κυκλοφορούσαν. Η δημιουργία ντουρού ήταν χρήσιμη, γιατί το χιόνι στη Στενή έκανε πολλές μέρες να λιώσει.
Ντράβαλα:. Φασαρίες, μπλεξίματα.
Ντράλα:. Ζαλάδα, σκοτούρα, ίλιγγος.
Ντρένιος ή δρένιος:. Ο δρύινος, αυτός που είναι από ξύλο δρυός (βελανιδιάς). Αυτός που δεν έχει συνείδηση, μυαλό, συναίσθηση.
Ντρίλι:. Βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντρόμτσα:. Στο αλεύρι, έριχναν λίγο-λίγο νερό, το ανακάτευαν και όταν γινότανε, λίγο πιο αραιό από το ζυμάρι, το τρίβανε με τις χούφτες και έπαιρνε περίπου το σχήμα του ξινού τραχανά. Έπειτα το ρίχνανε σε χουχουλαστό νερό, με λίγο λάδι και αλάτι και το ανακάτευαν συνέχεια για να μην κολλήσουν μεταξύ τους τα «ντρόμτσα» (να μην χουρμπουλιάσουν). Το λέγανε και κουρκούτι.
Νυχιάς, (ανχιάς):. Τις μέρες που κάνει παγωνιά και είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε στο ύπαιθρο (γεωργοί, κτηνοτρόφοι), οι παλάμες των χεριών μας και ειδικά οι άκρες των δαχτύλων, παγώνουν πολύ (ξυλιάζουν),σε σημείο που να μην μπορούμε να εργαστούμε και συνήθως τα ζεσταίνουμε βάζοντάς τα ανάμεσα στις μασχάλες μας ή φυσώντας τα με την ανάσα μας (τα χουχουλιάζουμε).
Γιάννης Γιαννούκος