Ναυαγίων ναυάγια
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1893
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πελώριο κύμα, πιο λυσσώδες από τα άλλα κορυφώθηκε, όχι μακριά απ΄την ακτή, μανιώδες, παφλάζοντας με δύναμη φοβερή, κτυπώντας κατά του βράχου, αφήνοντας πίσω τους ασθενέστερούς του συντρόφους, ανάλαβε δε αυτό τον αγώνα, σαν να έτρεφε ατομικό πάθος κατά του ελαφρού σκάφους.
Σφοδρότατος άνεμος είχε αρχίσει να φυσά από το δειλινό, συρίζοντας λυσσωδώς σε θάλασσες και στεριές, συσφίγγοντας και περιελίσσοντας εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλοντας δίνες και στροβιλισμούς στο πέλαγος, πεδίο άπειρο άσπονδου πολέμου, όπου δυσδιάκριτο ήταν το ορμητήριο και η κατεύθυνση του εχθρού.
Ο ορίζοντας είχε συσκοτιστεί ήδη πριν δύσει ο ήλιος και ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, κρεμόταν πάνω από το άγρια μαινόμενο πέλαγος, άφωνος απέναντι σε βρυχώμενο, ακίνητος απέναντι σε συνταρασσόμενο, σαν θόλος σκοτεινού τζαμιού επί του δαπέδου του οποίου χορεύουν δερβίσηδες.
Έπειτα κατήλθε λίγο-λίγο η νύκτα, συγχέοντας και συγκαλύπτοντας με την άμετρη μαυρίλα της την αταξία της πλάσης, κρύβοντας επάνω τα αστέρια και κάτω τις ηπείρους και τις θάλασσες.
Τρία άστρα έτρεμαν πάνω προς βορρά, πότε κρυβόμενα, πότε εμφανιζόμενα, έτοιμα να πέσουν στο ατέρμονο κράτος του Ποσειδώνα να ταφούν και άλλα δύο φαίνονταν προς νότο, ετοιμόσβεστα, σαν λύχνοι πενιχρής καλύβας χωρικού σε εποχή αφορίας.
Και τα κύματα φρίσσοντας, χορεύοντας, λυσσώντας, κτυπούσαν με παιδικό πείσμα κατά του βράχου, ηττώμενα αλλά μη καταβαλλόμενα, υπερήφανα σαν να είχαν τη συνείδηση του ισχυρότερου και την πρόγνωση της τελικής νίκης.
Και ένα κύμα πελώριο, φουσκωμένο, εωσφορικό, πλαταγίζοντας, ογκούμενο, σαν να είχε εισέλθει και κρυβόταν μέσα του το δαιμόνιο του μίσους, μοιάζοντας με υγρό κήτος, προτείνοντας αφρούς αντί οδόντων λευκών, συνέλαβε σαν μια πελώρια αρπάγη, από την πρύμνη και από την πρώρα, από την τρόπιδα και από τις δύο πλευρές, το μικρό σκάφος και φέροντάς το, το έριξε στο βράχο, όπου με φοβερή δύναμη και πολύκτυπο πλαταγισμό, ο ασθενής φλοιός κατασυντρίφτηκε, για να πέσει πάλι σε τεμάχια στα πολλά μικρά κύματα, στα οποία διαλύθηκε ακαριαία το ένα, το μεγάλο, τα οποία με φλοίσβο θωπευτικό δέχθηκαν τη βορά τους.
Δεν ήταν τελείως απόκρημνη η ακτή.
Η παραλία αυτή την οποία εδύνατο κανείς κατά την ερεβώδη, την άναστρη και ασέληνη εκείνη νύκτα να την διακρίνει, θα ήταν γλυκιά και φιλομειδής υπό τις ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου, πριν πνεύσει ο άνεμος που εμφύσησε τη μανία του στα κύματα.
Ένας μόνο ψηλός βράχος υπήρχε, απλώνοντας στη θάλασσα τις ρίζες, όπου αμέσως βάθαινε το νερό.
Και για τούτο φάνηκε ότι το κύμα ή ο κρυμμένος σ΄αυτό δαίμονας, είχε εκλέξει το βράχο εκείνο, μεμονωμένο μεταξύ δύο αμμωδών αιγιαλών, επίτηδες, για να συντρίψει κατά των νώτων αυτού το ελαφρό σκάφος.
Όταν το πονηρό πνεύμα μαστίζει, κατά θεία παραχώρηση, τους ενάρετους των ανδρών, καίτοι μαινόμενο και λυσσώντας, μετά φόβου και ακούσιας ευλάβειας εγχωρεί στο έργο.
Αλλά όταν παραδοθούν στην εξουσία του Σατανά κάποιοι των φίλων του, πολλές φορές αυτοί εκείνοι δια των οποίων προ ολίγου καταβασάνιζε και τυραννούσε άλλους πάλι φίλους του ή και εχθρούς του, με άγρια χαιρεκακία εκτελεί το έργο του, το οποίο συνίσταται στο να καταστρέφει και να φονεύει τους ίδιους καλοθελητές του.
Οι επιβαίνοντες στο μικρό τσερνίκι τρεις άνδρες, δεν ήταν βεβαίως ούτε άγιοι ούτε φύσει κακούργοι. Ήταν αμαρτωλοί, που είχαν υποπέσει κατά κόρον στα συνήθη και κοινά σε όλους πταίσματα, ίσως και σε λίγη λαθρεμπορία πλέον μικρής δόσεως ναυταπάτης.
Εντούτοις ο διάβολος δεν είχε λάβει, φαίνεται, μεγάλη δικαιοδοσία, για να βλάψει και στα σώματα τους ανθρώπους.
Ο ένας των τριών, άμα προσάραξαν, είχε κτυπήσει τον αγκώνα και την πλευρά τη δεξιά στο βράχο, μετά αισθανθείς μεγάλο πόνο βυθίστηκε στη θάλασσα, αλλά συνήλθε γρήγορα και επέπλευσε κολυμπώντας στο κύμα, το οποίο φαινόταν έκπληκτο από την καταστροφή την οποία προξένησε και αφού ηρέμησε, φλοίσβιζε ημερότερο γύρω από τα συντρίμματα, σαν θηρίο που γλείφει τα αίματα του ίδιου σπαράγματός του.
Οι δύο άλλοι, οι οποίοι δεν είχαν πνιγεί, άλλα επέπλεαν με μακρούς βραχίονες επί του κύματος, τον άρπαξαν και φέρνοντάς τον, τον αποβίβασαν στην άμμο, που λεύκαζε στο σκοτάδι, όχι μακριά από τον απαίσιο βράχο.
Απ’ αυτή την άμμο της θάλασσας αρχίζοντας, σε πλατιά λωρίδα γης, εκτεινόταν πυκνότατο δασύλλιο πεύκων, στέφοντας την αγκάλη εκείνη της έρημης παραλίας. Ένθεν και ένθεν δύο μαύρες ακτές χαμηλές διακρίνονταν, κολοβές στο σκοτάδι της νύκτας, χάνοντας και το μικρό τους ύψος.
Μπροστά ο μεγάλος πόντος απλωνόταν, ο οποίος φαινόταν δια μιας να έχει κατευνασθεί και επανερχόμενος με υπόκωφη βοή σε γαλήνη κι ενέπνεε το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγοριάς, το οποίο κάμνει τα ανήσυχα γύναια των παραθαλάσσιων κωμοπόλεων, ενώ μία ώρα πριν έτρεχαν νύκτα φέροντες, δέσμες κεριών, ζώνοντας επτάκις τους ναΐσκους με σαράντα οργιές ταινίας κεριού και σημαίνουσες αυτοβούλως τις καμπάνες, για να ξυπνήσουν τον ενωρίς κατακλιθέντα εφημέριο, για να ψάλει παράκληση, αναφωνώντας συγχρόνως: «Παναγιά μ', στο πέλαγο! Παναγιά μ', στο πέλαγο!», μία ώρα ύστερα, όταν πραϋνθεί, λέγω, ο άνεμος και κοπάσει η τρικυμία, τις κάμνει να υποψιθυρίζουν παραμυθούμενες μεταξύ τους, ελληνοπλαστικά και χριστιανοειδωλολατρικά:
«Όποιος πνίγηκε, μετάνιωσε!»
***
Οι τρεις άνδρες αποναρκώθηκαν πάνω στην άμμο, ανεβαίνοντας έως εκεί όπου δεν έφθανε το κύμα που εφορμούσε και υποχωρούσε να βρέχει τα πόδια τους, βρεγμένοι, ριγούντες και τρέμοντες, αισθανόμενοι μεγάλη νύστα.
Ο γεροντότερος των τριών, ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του συντριβέντος πλοίου, μιλούσε περί αναζητήσεως καλύβας κάποιου χωρικού, μήπως βρουν φωτιά και στέγη και παρηγορούσε το γιο του λέγοντας, «ας είναι υγεία και θα κάμουν άλλο τσερνίκι μεγαλύτερο».
Αλλά ο γιος του δε φαινόταν λυπημένος τόσο για το τσερνίκι, όσο για ένα ωραίο φλόκο από λευκό πανί, καινούργιο, τον οποίο προ ολίγων ημερών με τα ίδια του χέρια είχε ράψει και φαινόταν διατεθειμένος να βουτήξει πίσω πάλι στη θάλασσα, με την ελπίδα να βρει το φλόκο.
Επίσης αναστέναζε και για τη μικρή φελούκα, την οποία είχε χρωματίσει προ ημερών ο ίδιος πολύ κομψά και με επιμέλεια, μαύρη και λευκή, ο δε σκληρός που αιφνιδίως έπνευσε άνεμος τους την είχε αρπάξει, πριν προφτάσουν να την ανεβάσουν στο πλοίο, κατά τη στιγμή τους «εξούριασεν» από την Κυρά-Παναγιά.
Γιατί είχαν προσορμισθεί σε κάποια αλίμενη παραλία ερημονήσου, για να φορτώσουν τυριά, αλλά η σοροκάδα με μισό φορτίο τους παρέσυρε έξαφνα, κόβοντας την αλυσίδα της άγκυρας, αρπάζοντας και τη μικρή βαρκούλα.
Ο δε τρίτος, που ήταν ο πραγματευτής, αυτός εκείνος που είχε κτυπήσει βραχίονα και πλευρά στο βράχο, δεν αισθανόταν τόσο πόνο από την πληγή του, αλλά έκλαιγε ενθυμούμενος τη μία και μισή δωδεκάδα των δερματοτυριών, τα οποία είχε φορτωμένα στο πλοίο και τους εξόρκιζε, προτρέποντάς τους να μείνουν ως το πρωί, για να δουν αν δεν ήταν τρόπος να ανακαλύψουν στον πυθμένα της θάλασσας μερικά από τα δεκαοκτώ δερμάτια, τα οποία του κόστιζαν πλέον των δύο χιλιάδων δραχμών, όπως έλεγε.
Αλλά ο νεαρός ναύτης τον επιτιμούσε λέγοντας, ότι δεν ήταν στα καλά του να επιμένει, μετά τόση καταστροφή (αφού το τσερνίκι, στο κάτω-κάτω, άξιζε κάτι περισσότερο από τα δερματοτύρια κι έπειτα, αν δεν του έδιδαν χείρα βοηθείας οι δύο τους, δύσκολα θα γλύτωνε τη ζωή του ανάμεσα στα συντρίμματα του πλοίου και στο βράχο), ότι έπρεπε να ζητήσουν τα τυριά στο βάθος της θάλασσας, τα οποία, αλμυρά ήδη από πριν, θα κατάντησαν να μην μπαίνουν στο στόμα μετά το θαλασσοπότισμα.
Έτσι ο νεότερος παράτησε την ιδέα του να αναζητήσει το φλόκο, ο δε γέρος επανέλαβε εντονότερα, ότι ήταν καιρός να κοιτάξουν αν θα βρουν κάπου ανθρώπινη ψυχή να τους βοηθήσει ή τουλάχιστον μέρος «ν’ απαγκιάσουν».
Σηκώθηκαν, οι δύο οδηγούντες, ο τρίτος αναγκαστικά ακολουθώντας και μετά κοπιώδη έρευνα, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι δύο ακτές ήταν δύσβατες και κρημνώδεις, βρήκαν στο όριο της άμμου, κάποιες ρίζες δένδρων πατημένες, κατά κάποιον τρόπο φλέβες της γης εξέχουσες, κατά την αρχή του δάσους, όπου φαινόταν ότι άρχιζε να χαράσσεται μονοπάτι.
Ο νεότερος, που βάδιζε πρώτος, μπήκε στο μονοπάτι αυτό, στρεφόμενος κατά πλευρό και απλώνοντας το χέρι στον γέροντα, ο οποίος κρατούσε από τον αριστερό βραχίονα τον σύντροφο του και, μόλις διακρίνοντες τα αντικείμενα, πότε σκοντάφτοντας επί ξηρών ξύλων ή λίθων, προχώρησαν για λίγα λεπτά της ώρας μέσα στο δάσος.
Βάδιζαν με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβα χωρικού, τουλάχιστον μαντρί ποιμένα και ότι θα εύρισκαν ψυχή να συμπονέσει στη δυστυχία τους.
Από καιρό σε καιρό, ο νεότερος έκραζε με την τραχεία φωνή του, η οποία ήταν ικανή να απομακρύνει αντί να προσεγγίσει οιανδήποτε βοήθεια:
«Ε! δεν είναι άνθρωποι εδώ;»
Ήταν δε οικτροί, κρύωναν, έπασχαν φρικωδώς, με τα στραγγισμένα αλλά μη στεγνωμένα ενδύματά τους και το στενό, αόριστο, ζοφερό από το διπλό σκότος της νύκτας και του δάσους μονοπάτι, δεν ήταν δρόμος πρόσφορος για να προσπαθήσουν διά της ταχυπορίας να θερμανθούν και να ζωογονηθούν.
Αφού βάδισαν για λίγα λεπτά, διασχίζοντες κατά πλάτος το σύδενδρο μέρος, έφθασαν όχι μακριά από την εσχατιά του δασύλλιου, όπου τα δένδρα άρχιζαν λίγο-λίγο να αραιώνονται.
Εκεί τότε είδαν ασθενές φως, να τρέμει στην πλαγιά του λόφου, καταντικρύ τους, προς το βορειοδυτικό.
Ο γέρος είπε «Δόξα σοι ο Θεός!», ο έμπορος θυμήθηκε τα δερματοτύρια και στέναξε και ο νέος μασούσε τις λέξεις του και κατάπινε τους γογγυσμούς του, ενθυμούμενος το λευκό εκείνο φλόκο τον από καινούργιο αμερικανικό πανί, τον οποίο είχε ράψει ο ίδιος με τα χέρια του προ πέντε ημερών.
Το φως, έδειχνε καλύβα χωρικού που κατοικούσε εκεί, φαινόταν ότι δεν απείχε πολύ, ως μισό μίλι.
Ανάγκη ήταν να βαδίσουν, για να φθάσουν ναυαγοί στον επί της ξηράς εκείνον ασθενή φάρο.
Βαθύ ήταν το σκοτάδι. Καταμπροστά τους ξαπλωνόταν μεγάλη ομαλή πεδιάδα, που φαινόταν μαύρη, μονότονη, άδενδρη, στο σκοτάδι. Θα τη νόμιζε κανείς ως αμμώδη έκταση δεκαπλάσια της άμμου εκείνης την οποία είχαν εγκαταλείψει προ μισής ώρας, παρά τον αιγιαλό, αν δεν ήταν μαύρη, αλαμπής και άστιλπνη.
Φαινόταν μάλλον σαν πεδιάδα μαυρισμένη από πρόσφατο εμπρησμό, πεδιάδα αμμώδης, όπου κάηκαν τα χόρτα και μαύρισε η σκόνη, χωρίς να μείνει στάχτη από καμένα δένδρα ή ότι ραγδαία βροχή είχε μαυρίσει την τέφρα και είχε αφομοιώσει το χώμα με τα ίχνη του εμπρησμού.
Ο γέρος, ο οποίος, αν και δεν ήθελε να το ομολογήσει, πονούσε περισσότερο για το τσερνίκι του, παρά όσο ο έμπορος για τα τυριά του, ίσως κι έπασχε από παλαιούς ρευματισμούς στα πόδια, είχε βαρύνει στο δρόμο και σκόνταφτε συχνά στα διάφορα εμπόδια.
Γι’ αυτό, ο γιος του αναγκάστηκε να αφήσει την πρώτη θέση στο βάδισμα, ερχόμενος δεύτερος και κρατώντας απ΄ τον αριστερό βραχίονα τον προπορευόμενο πατέρα του, για να οδηγεί και να υποστηρίζει το βήμα του, με την αριστερά δε κρατούσε τη δεξιά του ακολουθούντος εμπόρου.
Ο γέρος, καθώς βάδιζε πρώτος, αδυνατώντας να διακρίνει τα αντικείμενα, προέβη, πριν προλάβει και ο γιος του να εξετάσει και αναγνωρίσει το έδαφος και πάτησε επί της μαυρισμένης έκτασης, πριν εξακριβώσει καλά τι πράγμα ήταν.
Παρέσυρε και το νέο, που αναγκάστηκε να προχωρήσει δύο βήματα για να τον συγκρατήσει, αυτός δε συμπαρέσυρε και τον πραματευτή στο επισφαλές βήμα.
Τριπλό μπλουμ ! ακούστηκε έξαφνα.
Είχαν πατήσει και οι τρεις στο νερό.
Φαινόταν το βράδυ εκείνο, ότι το υγρό στοιχείο τους έλκυε, τους κυνηγούσε κατά πόδας, τους διεκδικούσε ως δικούς του.
Έπεσαν και οι τρεις έως το γόνατο στη λάσπη, έως τον βουβώνα στο νερό.
Ο γέρος έπεσε μπρούμυτα, ο νέος γονάτισε πλησίον του, προσπαθώντας να τον κρατήσει απ΄την οσφύ, ο έμπορος έπεσε κατά πλευρά.
Ήταν λίμνη εκτεινόμενη πλατιά, εκείθεν του δάσους, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαν οι ναυαγοί.
Είχε μεγάλο μέγεθος και στο βούρκο της έβοσκαν όχι λίγα χέλια και φώλευαν λοξοπατούντα καβούρια.
Αμέτρητο δε ήταν το πλήθος των αχιβάδων, των οποίων τα κελύφη, κενά και απόζοντα κατά το πλείστον, αποτελούσαν κάπως το ανώτερο του πυθμένα στρώμα, κάτω από το οποίο αβολιδοσκόπητο ήταν το βάθος της λάσπης, επί της οποίας κόλλησαν πέφτοντας οι τρεις ναυαγοί, ο πρώτος επίστομα σκυφτός στον πυθμένα, ο δεύτερος γονατιστός επί του βάλτου, ο τρίτος πλαγίως στο πλευρό.
—Άλλο πέσιμο αυτό πάλι, ψιθύρισε ο γέρος, αφού ο γιος του, μασώντας τις βλασφημίες και κατάρες του, τον σήκωσε με πολύ κόπο στα πόδια του.
— Αυτή τη φορά χτύπησα μαλακά τουλάχιστον, είπε ο πραγματευτής, υπαινισσόμενος το επί του βράχου κτύπημά του, ο πόνος του οποίου τον είχε κάμει να λησμονήσει έως τώρα την ενθύμηση των δερματοτυριών του.
— «Ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται». Μη χειρότερα, δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβε με εγκαρτέρηση ο γέρος ναυτικός.
Την ίδια στιγμή, ενώ με κόπο ξεκολλούσαν από τη λάσπη και στράγγιζαν τα ενδύματα τους, ξηρός κρότος σκανδάλης υψούμενης ακούσθηκε εκεί πλησίον.
Ο νέος στράφηκε και διακρίνει αριστερά, αμυδρά πίσω από τα δένδρα, να διαγράφεται χαμηλή καλύβα, την οποία δεν είχαν παρατηρήσει έως τώρα, ούτε ήταν δυνατόν να την παρατηρήσουν, γιατί από το μονοπάτι, από το οποίο είχαν έλθει, που ήταν πίσω από πυκνή συστάδα δένδρων και θάμνων, δεν ήταν ορατή.
Η καλύβα βρισκόταν παρά την όχθη της λίμνης, βρεχόμενη σχεδόν από το νερό.
Μπροστά από την καλύβα, ο νέος διέκρινε τη στιγμή εκείνη μια σκιά να διαγράφεται, μαύρη, σκυμμένη προς το νερό.
Ο νεαρός ναύτης δεν πίστεψε ότι ήταν φάντασμα, ούτε καν βόσκημα. Απ΄ την ύποπτη δε ησυχία, την οποία τηρούσε η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρό κρότο, φαινόταν ότι δεν ήταν αγρίμι.
Ο νέος εννόησε αμέσως κι έσπευσε να φωνάξει:
— Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!
Η σκιά έκαμε κίνημα, σαν να απέσυρε κάτι και έπειτα τραχεία φωνή ακούσθηκε:
— Ποιοι είστε; τι θέλετε;
— Πέσαμε όξου, απάντησε ο γιος του κυβερνήτη. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι.
Μετά λίγες στιγμές η φωνή είπε:
— Από δω ελάτε.
***
Ο άνθρωπος άναψε φανάρι κι έδειξε το δρόμο στους τρεις ναυαγούς.
— Κι εγώ θάρρεψα πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.
— Πέσαμε μες στο νερό γιατί δε βλέπαμε, είπε ο νέος ναυτικός.
Δεν καταλάβαμε πως ήτανε λίμνη.
Από κάτω σε τρία αδελφωμένα δένδρα, ήταν η επί πασσάλων θεμελιωμένη και με φυλλωσιές πλατάνων στεγασμένη καλύβα του χωρικού, ο οποίος ήταν ο βοηθός και αντιπρόσωπος του εκμισθωτή της λίμνης.
Ο κύριος έλειπε, τους είπε.
Είχε αναχωρήσει αποβραδίς, αφού άναψε το κανδήλι του οικίσκου αντίκρυ, όπου έλαμπε ο φεγγίτης και δεν του είχε αφήσει το κλειδί, ώστε, δυστυχώς, δε μπορούσε να τους περιποιηθεί στην οικία του αφεντικού. Ο επιστάτης ήταν σχετικά νέος χωρικός, λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, καυχησιάρης και φλύαρος. Δεν είχε αρκετά ενδύματα για να δανείσει στους τρεις ανθρώπους, αλλά έδωκε στον ένα φανέλα, στον άλλον πουκάμισο και στον τρίτο μία κάπα. Στο προαύλιο της καλύβας του, πάνω στο σαρωμένο και στιλπνό έδαφος, άναψε φωτιά και οι τρεις άνθρωποι κάθισαν τριγύρω και προσπαθούσαν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους.
Εντωμεταξύ, διηγήθηκαν στο χωρικό πως είχαν ναυαγήσει.
Εκείνος άκουγε τη διήγηση, εκφέρονταςπερισσότερες παρατηρήσεις παρά όσο άκουγε.
Όταν τέλος άκουσε πως, μετά τον διά του δάσους τυφλό και σκοτεινό δρόμο τους, έπεσαν στο νερό της λίμνης, έμφοβος ανέκραξε:
— Επέσατε μέσα στη λίμνη; Θαμάζουμαι πως δε σας εκατάπιε το μάτι της λίμνης!
Οι τρεις άνδρες, με όλη τη δεινοπάθεια και συμφορά, την οποία είχαν υποστεί, βρήκαν ακόμη τη δύναμη να εκπλαγούν και στάθηκαν κοιτάζοντας τον αγρότη με έκφραση άπληστης περιέργειας.
— Το μάτι της λίμνης! ανέκραξε ο πραματευτής.
— Το μάτι της λίμνης βέβαια, επανέλαβε ο αγρότης, είναι μες στη λίμνη βαθιά… κι άμα πέσει κανείς μέσα ή άνθρωπος είναι ή πράμα, δεν έχει να γλυτώσει. . . Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει και το μάτι της λίμνης, βγαίνει τα ίσα στον αφαλό της θάλασσας.
Πολλές φορές οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμα, που το ρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθιά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά πού είν’ εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο;. . .
Εκεί ανάμεσα είναι ο αφαλός της θάλασσας. Εμένα του παραπαππού μου του σχωρεμένου, του είχε πέσει μια φορά ένα κατσίκι, εκεί που πήγε ν’ αρμυρίσει και πνίγηκε μες στη λίμνη. . .
Εζήτησε να βρει το ψοφίμι, μη φάνε τα ψάρια και θεριέψουν και δεν το ηύρε, ούτε στον αφρό ούτε στον πάτο. Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα.
Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης και το είχε ξεράσει πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας...
Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγκούρα του, κει που πήγε να νιφτεί και καθώς ήταν ξερή κι ελαφριά, την επήρε το κύμα και δεν μπόρεσε να τη φτάσει, γιατί, ως που να βγάλει τα τσαρουχάκια του να πατήσει μες στο νερό, η μαγκούρα επήγε μακριά κι ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ’ τον, θα βουλιούσε να πάει παραμέσα στο βούρκο.
Εγώ να ήμουν, θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατί δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι.
Εκείνου του καιρού οι ανθρώποι, οι πρωτινοί, δεν ήξεραν, γλέπεις κολύμπι, τους έπιανε φόβος να μπουν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα με το κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας που πέσατε όξου.
— Μα κι εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελώντας ο νεότερος των ναυαγών.
— Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβε απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ… με το κολύμπι... θα γλύτωνα και το καΐκι.
Ας είναι, τι σας έλεγα;
Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του.
Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίσει, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κι εκρατούσε μια μαγκούρα.
Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήταν η δική του. Τον ερωτά που την ηύρε. Ο βαρκάρης του αποκρίνεται πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά. Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης και την είχε ξεράσει, ο αφαλός της θάλασσας…
Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γέρο-Κωνσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παλιό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με τες τρύπες των καρφιών γεμάτες σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα. Που θελά βρεθεί το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καΐκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πέσει όξου, θά ’πεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη.
Κατά πως φαίνεται, το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης και το μάτι της λίμνης το ξέρασε. . .
Αλήθεια, ξανάπε ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκη να πάρει τον ανασασμό του, που κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
Ο γέρος απάντησε δείχνοντας με τα χέρια:
— Στον κάβο, εδώ κάτου.
Ο αγρότης στάθηκε, σαν να ζητούσε λόγους για να πεισθεί αυτός πείθοντας και τους άλλους, έπειτα επανέλαβε με αμυδρή αστραπή επιθυμίας στα μάτια:
—Και είχατε τίποτε φόρτωμα μες στο καΐκι;
Ο έμπορος, του οποίου την πληγή άνοιγε η ερώτηση, έσπευσε μετά βαθιού στεναγμού να απαντήσει:
— Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ κι εβούλιαξαν.
— Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνο βάσιμης υποψίας ο ποιμένας, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας.
— Δεν μπορεί τουλάχιστον να τα ξεράσει πίσω το μάτι της λίμνης; ρώτησε ακουσίως χαμογελώντας, ερμηνεύοντας την ελπίδα του εμπόρου, ο νεότερος των ναυαγών.
— Δε γίνεται, είπε ο χωρικός, τόσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλει ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης, να ήταν να τα κατάπινε από ένα - ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλει πίσω ο αφαλός.
Ο πραματευτής φαινόταν να επιθυμεί να ρωτήσει κάτι και δίσταζε. Τέλος αποφάσισε, στράφηκε προς το χωρικό και τον ρώτησε.
— Και ξέρεις του λόγου σου, σε ποιο μέρος της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
— Πώς δεν το ξέρω! απάντησε με πεποίθηση ο αγρότης, το ξέρω βέβαια, μα δεν είναι να ζυγώσει άνθρωπος εκεί κοντά, θα τον ρουφήξει χωρίς άλλο το μάτι κι από μακριά ακόμα μπορεί να τον τραβήξει, αν δε φυλαχτεί.
Εμείς το ξέρουμε κι όταν ψάχνουμε για χέλια μες στο βούρκο, φυλαγόμαστε και δε σιμώνουμε καθόλου σ’ εκείνο το μέρος.
Ο πραματευτής έσκυψε απελπισμένος το κεφάλι.
Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρηση, ότι το μέρος όπου είχαν ναυαγήσει, απείχε μίλια από «τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγε ότι βρισκόταν «ο αφαλός της θάλασσας».
Ο χωρικός απάντησε:
— Ναι, είναι μακριά. . . δεν έχει να κάμει. . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι από μακριά τα πράματα άμα πέσει όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .
***
Την επομένη, όταν οδήγησε τους τρεις ναυαγούς στην πολίχνη, ο επιστάτης της λίμνης, αφού ήπιε τρεις μαστίχες, διηγείτο σε ένα καπηλειό όπου τον άκουγαν πολλοί:
— Τι θάμασμα που έγινε πίσω, στην Καναπίτσα!. . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού που έπεσε ψες όξου, τα ρούφηξε ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης. . .
Θα φάμε χέλια παχιά φέτος, παιδιά. . .
Από βδομάδα, σαν αφήσει τ’ αφεντικό, θ’ αρχίσω να τα ψαρεύω. . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι α δε φάγανε. . . του διαόλου τα χέλια, βρε ! Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε .... τα κάμανε τρύπες - τρύπες, κόσκινο… Ούτε ένα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω. . . Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί!
— Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε με θαυμασμό ένας των ακροατών.
— Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης...
Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!
Ο κάπηλος, σαν να ήταν συνεννοημένος μαζί του, έβγαλε ένα ποντικοφαγωμένο τεμάχιο τυροδερματίου και το επέδειξε για να πιστέψουν οι παραβρισκόμενοι.
— Να! όποιος δεν πιστεύει, είπε, μονάχα αυτό το κομμάτι από ένα τουλούμι μπόρεσε να γλυτώσει!
— Αλήθεια, επιβεβαίωσε, παίρνοντας το τεμάχιο του ασκού στα χέρια ο επιστάτης της λίμνης, με το μαχαίρι χρειάστηκε να κόψω το κεφάλι ενός χελιού, για να το γλυτώσω απ’ τα δόντια του, να ακόμη οι δοντιές του!
Κι επεδείκνυε τα ίχνη των δοντιών των ποντικών.
— Ώστε, καλά είναι να κάμουμε τώρα ένα δρόμο ως εκεί ή για τυρί ή για χέλι; είπε ένας των παρεστώτων.
— Α βάρδα μπένε ! θα χάσετε τον κόπο σας. Είναι σήμερα τ’ αφεντικό εκεί.. . είπε ο επιστάτης.
— Και τ’ αφεντικό δε χωρατεύει, υπεστήριξε ο κάπηλος. . .
Δεν το ’χει για τίποτε να σας τουφεκίσει με σκάγια και να πει ύστερα πως σας πήρε γι’ αγριόπαπιες, κι έκαμε γιαγνίς (λάθος).
***
Αίθρια ήταν η φθινοπωρινή ημέρα.
Από το πρωί ο πραματευτής έτρεχε να βρει πορθμέα, ο οποίος να είναι και λίγο βουτηχτής, για να τον συμφωνήσει να αναλάβει την προς ανεύρεση των δερματοτυριών έρευνα.
Αλλά ο πρώτος προς τον οποίον απευθύνθηκε, του ζητούσε τα μισά δερματοτύρια για τον κόπο του, ο δεύτερος του ζήτησε μετρητά τριακόσιες δραχμές και ο τρίτος του ζητούσε απ΄τα δεκαοκτώ δερματοτύρια τα επτά και ακολούθως κατέβηκε έως τα πέντε.
Τέλος συμφώνησε με ένα τέταρτο πορθμέα για τρία δερματοτύρια.
Αλλά όταν ξεκίνησε αυτός να πάει, ήταν ήδη δειλινό.
Το πρωί, ο πρώτος πορθμέας, προς τον όποιον είχε αποταθεί, ο μπαρμπα - Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν συμφώνησε με τον πραματευτή, αποφάσισε να ανασύρει τα δερματοτύρια για λογαριασμό δικό του. Οπότε, παίρνοντας το γάντζο του, έπλευσε στην Καναπίτσα και ψάχνοντας σιγά-σιγά βρήκε και αλίευσε από τα δεκαοκτώ, τα δεκατρία δερματοτύρια.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ευχαριστημένος, ότι δεν έχασε την ημέρα του, ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί από άλλο δρόμο, για να μεταφέρει ασφαλώς στο σπίτι τα δεκατρία δερματοτύρια.
Αλλά την ίδια στιγμή, φθάνει με τη βάρκα του ο μπάρμπ’ Αποστόλης ο Χρυσοχέρης και του ζητεί μερίδιο από τη λεία.
Ο μπαρμπα - Γιάννης αναγκάσθηκε να του δώσει από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τέσσερα.
Πριν απομακρυνθεί ο μπάρμπ’ Αποστόλης, φθάνει ο γέρο-Μανώλης ο Άπαντος και ζητεί και αυτός το μερίδιό του.
Ο μπαρμπα-Γιάννης αναγκάσθηκε να δώσει σ΄αυτόν από τα εννέα δερματοτύρια τα τέσσερα.
Μόλις έφυγε αυτός και παρουσιάζεται ο μαστρο-Κωνσταντής ο Καλαφάτης, που δανείστηκε ξένη βάρκα, για να έλθει και αυτός να ζητήσει το μερίδιό του.
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, συγκατένευε να του δώσει από τα πέντε, όπου του έμειναν, τα δύο, για να κρατήσει και αυτός τρία τουλάχιστον για τον κόπο του.
Αλλά ο μαστρο-Κωνσταντής δεν συμφωνούσε, φωνάζοντας και λέγοντας ότι αδικείται, ότι στους άλλους έδωκε ανά τέσσερα και ότι θα πάει να τον καταγγείλει. Ο μπαρμπα-Γιάννης βιάσθηκε να του δώσει τα τέσσερα, κρατώντας αυτός ένα για τον εαυτό του.
Όταν περί το απόγευμα έφθασε τέλος με τη βάρκα του ο Δημήτρης ο Φτελιός, ο πορθμέας τον οποίο είχε συμφωνήσει ο πραματευτής, οι τέσσερις λεμβούχοι είχαν γίνει προ πολλού άφαντοι.
Ο Δημήτρης ο Φτελιός, με το γάντζο, με την πράγκα και με το καμάκι, αφού επί πολλή ώρα ανασκάλεψε τον πυθμένα της θάλασσας, κατόρθωσε και βρήκε τρία από τα βυθισθέντα δερματοτύρια, όσα ακριβώς του χρειάζονταν για τη συμφωνηθείσα αμοιβή του.
Τα υπόλοιπα, τα είχε παρασύρει ίσως η θάλασσα και δε βρέθηκαν.
Και τούτο ευλόγως συνέτεινε να πιστευτεί από πολλούς η φήμη, την οποία είχε διαδώσει από το πρωί ο επιστάτης της λίμνης, ότι τα δεκαοκτώ δερματοτύρια τα είχε καταπιεί ο αφαλός της θάλασσας, ότι τα είχε ξεράσει το μάτι της λίμνης και ότι τα χέλια τα κατέφαγαν.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης