Ο Αβασκαμός του Αγά
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όμοιο με νεκρικό κρανίο σκελετού που μόλις έχει εκταφεί, με τις κόγχες κενές οφθαλμών, με τη μύτη φαγωμένη, φοβερό θέαμα, σκέλεθρο γυμνό και παγωμένο, φαντάζει από μακριά το μικρό τζαμί του ερημωμένου χωριού.
Έχει μόνο μία πορτούλα χαμηλή, καταχωμένη, χωρίς θυρόφυλλα στο μέσον και δύο χαλασμένα παράθυρα από τη μία και από την άλλη πλευρά.
Ψηλά, από το Μπαρμπεράκι, το περήφανο ύψωμα, όπου ξυρίζει από παντού το πρόσωπο ο άνεμος, από ανατολάς και βορρά και δυσμάς και από όπου απλώνετε αχανής η θέα στο γαλάζιο λαμπερό πέλαγος και στην απελεύθερη της Θεσσαλίας γη και στα σκλαβωμένα χώματα της Κασσάνδρας, από κει φαίνεται το έρημο χωριό, το κτισμένο κάποτε πάνω σε θαλασσόπληκτο βράχο ψηλό, φαίνεται και το άχαρο τζαμί, με τις δύο στρογγυλές τρύπες του δεξιά και αριστερά και με τη μεγάλη μακρουλή τρύπα του στο μέσον και δίπλα του υπάρχει ψηλό το κονάκι, με τρεις τοίχους ακόμη όρθιους, με τη στέγη πεσμένη κάτω, λείψανα περασμένων αιώνων.
Και σκιές περιφέρονται ακόμη τριγύρω εκεί και παλιές αναμνήσεις ζωντανεύουν και φαντάσματα στην ερημιά θρηνούν και ο Βοριάς σφυρίζει ανηλεής στα ερείπια τα μαυρισμένα και στα δένδρα τα κυρτωμένα κατά τη ράχη του βουνού, σαν οδοιπόροι σκυφτοί, ασθμαίνοντες στον ανήφορο.
Όταν δύο ή τρεις φορές το χρόνο, από την άλλη άκρη του νησιού, τη νότια, έλθουν άνθρωποι να επισκεφθούν το έρημο χωριό και οι γυναίκες διασκορπιστούν στα ερείπια, πηγαίνοντας από αγριοσυκιά σε αγριοσυκιά, ψάχνοντας να βρουν αρνό ώριμο, για να βάλουν στα ήμερα σύκα του κάμπου και τα παιδιά, όσα έτρεξαν πίσω τους στην εκδρομή, οι μοσχομάγκες του τωρινού καιρού, αρχίσουν να τρέχουν γύρω-γύρω στα ερείπια και να σκαρφαλώνουν επάνω σε άγριες μουριές, αφού βάψουν τα χέρια και τα χείλη με τα κόκκινα μούρα και χορτάσουν την κοιλιά τους και βάλουν και στον κόρφο τους, τότε σκορπίζονται τρέχοντας εδώ κι εκεί και βρίσκουν διασκέδαση στα πηδήματα, στις κυλίστρες και στις ηχούς, οπού περιγελούν με τις φωνές τους την ερημιά και τα φαντάσματα.
Και πολλά από τα παιδιά, απόκοτα, αναρριχώνται στην οροφή, από πάνω από το θόλο του πενιχρού τζαμιού και μιμούνται με κωμικό τρόπο, με άτακτες φωνές το κήρυγμα του Χόντζα, το οποίο ποτέ τους δεν άκουσαν.
Είχαν τύχη.
Τότε τα φαντάσματα φεύγουν και οι σκιές αποπλανιούνται και το παράπονο της ερημιάς χάνεται μακριά, σε τελευταίο πνιγμένο στεναγμό, βυθιζόμενο στο κύμα. Και τα θαλασσοπούλια και τα όρνεα του βράχου, ψηλώνουν το πέταγμά τους και βουτούν κάτω στη σπηλιά ή χάνονται στο αχανές του αιθέρα.
٭٭٭٭٭
Και όμως, το κονάκι αυτό κατοικείτο μία φορά και στο τζαμί εκείνο, αντηχούσε κάποτε προσευχή στον Αλλάχ και προσκύνημα γινόταν συχνά με όλους τους τύπους.
Είναι αλήθεια, ότι ένας μόνο Αγάς υπήρχε για τον τύπο, σε όλο το χωριό, το οποίο πλήρωνε ετησίως κατ’ αποκοπή 2 ή 3 εκατοντάδες γρόσια στην Πύλη.
Ο τελευταίος Αγάς, ο οποίος ήλθε λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση, είχε μαζί του το χαρέμι του, αποτελούμενο από μία σύζυγο και από μία σκλάβα. Μετά απ΄αυτόν, περί τους χρόνους της εθνικής εξέγερσης, ήλθε μόνο ένας Τσαούσης και πλέον τίποτα.
Αυτός λοιπόν, ο προτελευταίος Οθωμανός που ήρθε, ερχόταν από Θεσσαλία.
Ήταν ήμερος, πράος άνθρωπος. Μιλούσε ελληνικά. Έπαιρνε δώρα, όσα του έδιναν και συχνά ζητούσε και περισσότερα από τους κατοίκους.
Είχε ύφος σοβαρό, προστατευτικό και ψυχρά φιλόφρον. Φαινόταν ίδιος με γητευμένο ερπετό, του οποίου είχαν βγάλει τα δόντια.
Ζούσε ειρηνικά με τους ανθρώπους, αυτός και το χαρέμι του.
Κάθε πρωί κατέβαινε από το κονάκι, φορώντας τον τζουμπέ του και τα τσόχινα υποδήματά του, άνοιγε την πόρτα του τζαμιού, έμπαινε, ανέβαινε σε ένα τραπέζι, σιμά στο παράθυρο, πρόβαλλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και έψαλλε πολύ σιγά το πρωινό κήρυγμα, το «Λα, Αλλά ιλ Αλλά», στρεφόμενος προς το πέλαγος, σαν για να το εμπιστευθεί στους ανέμους και ας το φέρουν αυτοί στη Σταμπούλ ή στη Μέκκα ή αλλού, όπου ήθελαν.
Διότι χότζας ποτέ δεν υπήρξε άλλος, αλλά αυτός ο κατά καιρούς Αγάς, έκαμνε τον χότζα στον ίδιο τον εαυτό του. Ούτε υπήρξε ποτέ μιναρές, αλλά το ψηλό παράθυρο αναπλήρωνε την έλλειψη αυτή.
Έπειτα, έκαμνε ή όχι τη γονυκλισία του, χτυπούσε ή όχι, δύο ή περισσότερες φορές το μάρμαρο του εδάφους με το μέτωπό του, σχεδόν αμέσως μετά το Λα Αλλά, έβγαινε, κλείδωνε την πόρτα, ανέβαινε πίσω στο κονάκι, άναβε τη μεγάλη τσιμπούκα και συνήθως διευθυνόταν στο Κιόσκι, όπου ήξερε ότι θα αντάμωνε δύο ή τρεις χασομέρηδες, σαν αυτόν προεστούς του χωριού, με τις πλατιές ανοικτές χειρίδες των λευκών υποκαμίσων, με τις μακριές κεντητές ζώνες, για να κάμει κουβέντα. Λακριντί σοϊλέ.
Τον έβλεπαν που περνούσε οι παπάδες της γειτονιάς, οι εφημέριοι του ενός εκ των δύο ενοριακών ναών και εναλλάξ λειτουργοί των σαράντα παρεκκλησίων της πολίχνης, που κάθονταν απολείτουργα έξω από το μικρό μαγαζί του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού και έπιναν το πρωινό ρακί τους.
Ο Αγάς τους χαιρέτιζε, με τρόπο ευσεβάστου οίκτου και προχωρούσε.
Τον έβλεπαν και οι καλές νοικοκυράδες, όσες κουβαλούσαν πρωί τις αλειψές πίττες τους στο φούρνο, τον οποίο κολλούσε η Γαρουφαλιά η Ξινού, λίγο παραπέρα από το τζαμί.
Τον έβλεπε και η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, μία καλή χριστιανή, από την οποία όλες οι άλλες, δύο πράγματα φοβούνταν, τη γλώσσα της και το μάτι της.
Μία φορά, έλεγαν, είχε κατορθώσει να χωρίσει ένα ανδρόγυνο, επάνω στο γάμο, ενώ τα στέφανα ήταν έτοιμα και η νύφη στολισμένη και οι καλεσμένοι είχαν μαζευτεί στο σπίτι και οι παπάδες ήταν έτοιμοι να φορέσουν τα πετραχήλια τους.
Με ένα λόγο τον οποίο είπε η Σειραϊνώ η Παντούσα στο αυτί της πεθεράς, της μητέρας του γαμπρού (και ο λόγος εκείνος θα ήταν βέβαια διαβολή κατά της νύφης), κατόρθωσε να ματαιωθεί ο γάμος.
Άλλη φορά, ενώ μικρή βρατσέρα έπλεε αντίκρυ στο πέλαγος, πλοίο καινούργιο καλά αρματωμένο, ωραία χρωματισμένο, η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, που αγνάντευε με άλλες γυναίκες από το ύψος του βράχου, δεν μπόρεσε να χωνέψει το θαυμασμό της και ανέκραξε:
—Μπα! αυτό το καΐκι. Χαρά στη μορφιά!
Μόλις είπε το λόγο και αμέσως, απίστευτο να το λες - αλλά όμως το διηγούνταν όσοι το είδαν με τα μάτια τους - όλη η αρματωσιά του πλοίου έπεσε με τριγμό και το καΐκι έμεινε ξυλάρμενο, κούτσουρο, φερόμενο εδώ κι εκεί από τα κύματα. Αλλά η υπόθεση έμοιαζε μάλλον με επίγραμμα, παρά με διήγηση πιστευτή.
٭٭٭٭٭
Ενώ ο Αγάς με το σαρίκι του και με τη μακριά τσιμπούκα του, περνούσε έξω από το φούρνο, οι γυναίκες, όσες χασομερούσαν μία ώρα στη μικρή αυλή, έως ότου έλθει η στιγμή να φουρνίσουν τα ψωμιά τους, τον έβλεπαν και μουρμούριζαν σύντομες φλυαρίες μεταξύ τους:
— Όμορφος αγάς.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Γερός βοριάς.
— Είδατε το χαρέμι του;
— Όχι.
— Είναι μπουλωμένη ως τα μάτια.
— Η χανούμισσα.
— Η καντίνα του, πω, πω!
— Κι η σκλάβα του.
— Δεν βγαίνει ποτέ όξ’ απ’ το σπίτι.
— Η Φατμέ, η σκλάβα του, κατεβαίνει κάποτε.
— Είδες τι μούτρο! Αράπισσα, να χαθεί!
— Μαύρη, κατάμαυρη.
— Και τα δόντια της φαγγρίζουν.
— Καλός φαίνεται, ως τόσο.
— Κακός και ψυχρός.
— Όσο χαμόγελο, τόση κακία.
— Όσο και να πεις, Τούρκος είναι.
— Σκυλί.
— Μα καλοκαμωμένος, καημένη.
— Όμορφος άνθρωπος.
— Τον σήκωσε το χωριό μας.
— Καλό αέρι.
— Θέλετε, είπε έξαφνα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, θέλετε να σας τον κάμω εγώ να τα ξεπλύνει σ’ ένα μήνα;
Οι γυναίκες στάθηκαν σιωπηλές προς στιγμήν.
Η Γαρουφαλιά η φουρνάρισσα, που κρατούσε τη στιγμή εκείνη την πάνα, ακούγοντας, άφησε το φούρνο μισοπανισμένο, στράφηκε και είπε:
— Τι, μάγια θα του κάμεις, μαθές;
— Χαρά στο, λέει! είπε άλλη.
— Σε καλό σου, θεια-Σειραΐνα!
— Τι σας μέλει εσάς; Μάγια, ναι… όχι. Ξέρω εγώ τι σας λέω.
Οι γυναίκες δεν ήξεραν τι να πουν.
— Δεν το πιστεύω αυτό, είπε μία.
— Καλύτερα να λείπει.
— Τι μας μέλει;
— Κι ανίσως λείψει ένας Τούρκος και δυο, η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται εύκολα, είπε αναστενάζοντας μια γριά.
— Θα δείτε, είπε μόνον η θεια-Σειραΐνα.
٭٭٭٭٭
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, περί το βασίλεμα του ήλιου, η θεια-Σειραϊνώ παραμόνευε στο δρομίσκο εκείνο, μεταξύ του φούρνου και του μικρού μαγαζιού του μπάρμπ’ Αναγνώστη του Τσιπωτού.
Τη στιγμή εκείνη ο Αγάς, κρατώντας κάτω απ΄τη μασχάλη του σβηστό το τσιμπούκι του, επέστρεφε από μικρό περίπατο τον οποίο είχε κάμει στον ακρινό δρομίσκο, σιμά στα χαμηλά τείχη του χωριού και διευθυνόταν στο κονάκι για να δειπνήσει.
—Αξάμ χαΐρολσουν, Αγά μ’, του λέγει θαρραλέα η θεια-Σειραϊνώ η Παντούσα, η οποία είχε ακούσει κάποτε λίγες τουρκικές λέξεις από το στόμα του μακαρίτη του άνδρα της, που ταξίδευε πολλές φορές σε τουρκοπληθή μέρη και τις θυμόταν. Καλησπέρα, απάντησε ελληνιστί ο Αγάς, κοιτάζοντας αυτήν έκπληκτος. Τι θέλεις; Έχεις κανένα παράπονο να μου πεις; Εγώ, παράπονο; Ούτε παράπονο, ούτε πεσκέσι (την τελευταία λέξη εμάσησε καλά, ώστε να μη την ακούσει ο Αγάς), Αγά μου. Έτσι ήθελα να σε καλησπερίσω. Είχα καιρό να σε ιδώ.
—Καλοσύνη σου, είπε χαμογελώντας ο Αγάς.
—Βλέπω ότι αχάμνηνες.
—Πώς;
—Αδυνάτισες πολύ, να μην αβασκαθείς, Αγά μου.
Δεν σ’ εσήκωσε το χωριό μας.
—Αλήθεια;
—Αδύνατος, εχλώμιανες πολύ. Που να μη σ’ αβασκάνω.
Κερί μοναχό είσαι. Εσώθηκες στον απάν’ κόσμο.
—Στάι-φουρτά! πρόφερε ο Αγάς.
—Κίτρινος σαν το φλωρί, Αγά μου, έφεξε το προσωπάκι σου.
—Αλλάχ! Αλλάχ!
—Να κοιταχτείς, Αγά μου. Δεν σε σηκώνει τ’ αέρι εδώ.
Κοίταξε μην τα ξεπλύνεις, κακότυχε, στα ξένα.
Αυθόρμητα ο Τούρκος σήκωσε το τσιμπούκι του, αισθανθείς επιθυμία να μετρήσει τη ράχη της απαίσιας μάντιδας.
Αλλά η θεια-Σειραϊνώ είχε απομακρυνθεί δέκα βήματα και ξεγλίστρησε και κρύφτηκε πίσω από την πρώτη γωνία του δρομίσκου.
٭٭٭٭٭
Το βράδυ εκείνο, ο Αγάς κοιτάχθηκε πολλές φορές στον καθρέπτη.
Είχε νυχτώσει ήδη και το φως των κεριών στον οντά και η συγκίνηση από τις μαντείες της χρησμωδού, έκαμνε να φαίνεται χλωμός ο ίδιος στον εαυτό του.
Άπλωσε το χέρι στο τραπέζι, αλλά δεν είχε όρεξη να φάει.
Γέμισε το τσιμπούκι του, αλλά δεν είχε όρεξη να καπνίσει.
Στράφηκε προς την Χανούμη τη γυναίκα του.
—Είναι αλήθεια, Χανούμ, ότι εχλώμιανα, αδυνάτισα, τώρα τελευταία;…
Η Χανούμισσα τον κοίταξε εξεταστικά.
— Φαίνεται να χλώμιανες;… Είσαι πολύ καλά.
Να πιεις δυο γλυκά σερμπέτια. Θα σου κάμω αύριο το πρωί χαλβά και μπογάτσα να φας. Να σου κρεμάσω κι ένα χαϊμαλί φυλαχτικό για να μη σε πιάνει το μάτι.
Η Φατμέ, η σκλάβα, που μπαινοέβγαινε εκτελώντας διάφορες υπηρεσίες, πότε για να βάλει φωτιά στο τσιμπούκι του αφέντη της, πότε για να βάλει ένα προσκέφαλο ορθό στο πάνω μέρος του σοφά για να ακουμπήσει εκείνος, πότε για να του βγάλει τα τερλίκια από τα πόδια, άκουσε το διάλογο και ακούσια στράφηκε.
— Και συ τι λες Φατμέ, δεν μπόρεσε να μην τη ρωτήσει ο Αγάς, είναι αλήθεια πως εχλώμιανα; Άλλαξε η όψη μου;
Η Φατμέ, βρίσκοντας την ευκαιρία, ίσως για να εκδικηθεί για τις ξυλιές που είχε φάγει συχνά, απάντησε:
— Αφέντης δικός μου χλώμιανε… μελάνιασε… έγινε μαύρος σαν το τομάρι το δικό μου.
Η Χανούμη άρπαξε το παπούτσι της και το εκσφενδόνισε κατά πρόσωπο της σκλάβας, η οποία εντωμεταξύ είχε στραφεί και είχε βγει από τον οντά.
٭٭٭٭٭
Από την ημέρα εκείνη, ο Αγάς γινόταν χλωμός και αδύνατος και η όρεξή του κοβόταν.
Έγινε μελαγχολικός και στυγνός και απαίσιος.
Είχε το τσιμπούκι σβηστό πάντοτε κάτω απ΄τη μασχάλη, έτοιμος να το σηκώσει σε κάθε αντιλογία, σε κάθε περιττή ερώτηση, κατά της πλάτης αυτών που μιλούσαν μαζί του.
Η Σειραϊνώ η Παντούσα είχε γίνει άφαντη από το χωριό.
Η ίδια φοβήθηκε απ΄αυτό που είχε κάνει.
Φοβήθηκε την ίδια γλώσσα της, το ίδιο μάτι της.
Φαίνεται ότι και άλλοι τη φόβισαν.
Η γερόντισσα, η οποία είχε πει προ ημερών ότι «η Τουρκιά δεν ξεπαστρεύεται», της είπε:
—Θα σε κρεμάσουν παιδί μου. Ποιος θα σε υπερασπισθεί; Θαρρείς πως θα σου το χαρίσουν, που είσαι γυναίκα; Μια σφυρίχτρα αυτός να παίξει, θα δεις να κολλήσουν χιλιάδες Τούρκοι, από πέρα κι από πάνω (έδειχνε τη δυτική και τη βορεινή στερεά) να κοκκινοβολήσει το καημένο το νησί μας.
Η θεια-Σειραϊνώ, σηκώθηκε νύκτα κι έφυγε από το χωριό. Έλεγαν ότι κρύφτηκε σε μέρος πολύ ασφαλές. Σε μία σπηλιά οπού είχε δεύτερη κρυφή διέξοδο επάνω από το βουνό και όπου ψυχή δεν την ήξερε, μόνο ένας βοσκός ανεψιός της, που της έφερνε ψωμί κάθε τρεις μέρες.
Είναι αλήθεια, ότι δεν έπαθε τίποτε και επέζησε μέχρι το 1865.
Ενενήντα ετών πλέον, διηγείτο η ίδια το συμβάν.
٭٭٭٭٭
Επί δύο εβδομάδες ακόμη, ο Αγάς έβγαινε κάθε πρωί από το κονάκι, κατέβαινε στο τζαμί και έψαλλε ακόμη το Λα Αλλά, έπειτα πήγαινε στο Κιόσκι.
Ρωτούσε ένα έκαστο των προεστών, με τους οποίους έκανε ομιλία:
—Είναι αλήθεια πως εχλώμιασα; πως αδυνάτισα;
—Δεν έχεις τίποτε Αγά μου, του έλεγαν. Είσαι ολίγον αδύνατος, αλλά δεν πρέπει να έχεις μεγάλη συλλογή. Ρίξε το έξω. Γλήγορα θα δυναμώσεις πάλι. Εδώ το αέρι σε σηκώνει, είναι γερό.
Τέτοιες απαντήσεις του έδιναν. Ούτε μπορούσαν να του απαντήσουν αλλιώς, γιατί ήταν έτοιμος να σηκώσει το τσιμπούκι.
Την τρίτη εβδομάδα, ο Αγάς άρχισε πλέον να μη βγαίνει από το κονάκι.
Δεν είχε πλέον δύναμη. Είχαν κοπεί τα ήπατά του. Δεν μπορούσε ούτε να αγγίξει τα πιάτα επάνω στο τραπέζι.
Μάταια η Χανούμισσα διπλασίαζε τις περιποιήσεις της. Και η Φατμέ η Αράπισσα, δεν τολμούσε πλέον να πει ότι ο αφέντης της ήταν μαύρος, όπως το δέρμα το δικό της.
Είναι αλήθεια ότι ήταν χλωμός σαν κερί και λευκός σαν σεντόνι.
٭٭٭٭٭
Από δύο εβδομάδες, ο ασθενής δεν μπόρεσε να κατεβεί στο τζαμί.
Την πέμπτη εβδομάδα, από τη χρησμολογία της γυναίκας εκείνης, ένα πρωί, κατέβαλε γενναίο αγώνα και κατέβηκε.
Σύρθηκε μέσα στο τζαμί. Η Φατμέ, που τον ακολουθούσε, τον βοήθησε ν’ ανεβεί στο τραπέζι.
Πρόβαλε το κεφάλι από το παράθυρο και άρχισε να ψάλλει το «Λα Αλλά ιλ Αλλά, Αλλά Αχβάρ Μωχαμέτ ρεσούλ λ’ Αλλά».
Το έψαλλε με όλη τη δύναμή του και το κήρυγμα αντήχησε κάτω στα κύματα του πελάγους. Και πέρα ο έρημος, απόκρημνος και κοίλος βράχος του ακρωτηρίου, το επανέλαβε με πένθιμο τόνο.
Όταν κατέβηκε από το τραπέζι, αισθάνθηκε μεγάλη κούραση.
Κάθισε τρέμοντας πάνω στο ίδιο το τραπέζι και ακούσια άνοιξε το Κοράνιο, το οποίο βρισκόταν εκεί.
Κατά παράδοξη σύμπτωση, στη σελίδα οπού το άνοιξε, το βλέμμα του έπεσε στα εδάφια τούτα του Γ΄ κεφαλαίου ή της Γ΄σουράτης:
«Ο άνθρωπος αποθνήσκει τη βουλήσει του Θεού, κατά το βιβλίον, εν ω γέγραπται ο χρόνος της διαρκείας της ζωής αυτού».
Ζαλίσθηκε, έφερε το χέρι στο μέτωπο, έκλεισε τα μάτια.
Τα άνοιξε πάλι και διάβασε:
«Ο Θεός έτρεψεν υμάς εις φυγήν, από προσώπου των εχθρών υμών…»
«Και αν μείνητε οίκοι, εάν ο θάνατός σας είναι γεγραμμένος εις το βιβλίον, θ’ αποθάνετε. Το βέλος, το οποίον φεύγετε εις τον πόλεμον, θα έλθει να σας εύρει».
Έτριξε τα δόντια, έσφιξε τη γροθιά και λυσσούσε, γιατί δεν μπορούσε να πολεμήσει υπέρ του Ισλάμ, να σφάξει απίστους.
Φυλλολόγησε το βιβλίο και βρήκε το εξής εδάφιον στην Β΄ σουράτην:
«Ω! σεις, οι πιστοί! Πολεμήσατε τους απίστους, τους κατοικούντας εις τα σύνορά σας, κτυπάτε τους απίστους όπου τους εύρητε, πολεμήσατέ τους μέχρις εξαφανίσεως παντός πειρασμού και μέχρις ενότητος της θρησκείας του μόνου Θεού».
Μετά τούτο, ο Αγάς, υποστηριζόμενος από τη Φατμέ, ανέβηκε πίσω στο κονάκι, μπήκε στον οντά του, ξαπλώθηκε στο μαλακό ντιβάνι του και δεν σηκώθηκε πλέον.
Η Σειραϊνώ η Μάντισσα είχε προείπει, ότι δεν έμελλε να σαραντίσει.
Πράγματι ο Αγάς πέθανε την τριακοστή ενάτη ημέρα από της μαντείας και πέθανε από τη μαντεία, από την υποβολή, από τον αβασκαμό εκείνης της γυναίκας. Πέθανε, γιατί ήταν άρρωστος.
Και τον Άρρωστο, τον χρόνιο, των 444 ετών ασθενή, ποιος θα τον αβασκάνει;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(Με τη φράση. Τον χρόνιο άρρωστο των 444 ετών, ο συγγραφέας προφανώς εννοεί τη Βόρειο Ελλάδα, η οποία από της αλώσεως έως τη συγγραφή του διηγήματος, συμπληρώνονταν 444 περίπου χρόνια και ήταν ακόμη υπό τον τουρκικό ζυγό.)