Διαμερίσαντο τα ιμάτιά μου
Οι λοτόμοι σκαρφαλώνανε στις καλύτερες καστανιές και τις ρογκίζανε. Φτιάναν από τα κλωνάρια, ξυλοδεσιές και παραστόματα. Σκίζανε κατόπι άλλα κλωνάρια και βγάνανε δούγες.
Τα κλωνάρια ωστόσο τους ικανοποιούσανε μόνο με τις δυο των διαστάσεις, με το ύψος και το πάχος. Κάνανε για δούγες, παραστόματα και δέματα. Το φούντι όμως χρειάζεται και τρίτη διάσταση: Πλάτος. Δεν τόχαν αυτό τα κλωνάρια. Αλλά οι λοτόμοι δε δυσκολευτήκανε. Το βρήκανε το κορμί στο κορμί της καστανιάς. Στήνανε σε αυτό ένα στύλο, ανεβαίνανε για να φτάσουν, «τάκιαζαν» πρώτα απάνω, ύστερα κάτω σε απόσταση 1,50μ και περισσότερο, αν έβρισκαν. Όσο μεγαλύτερο το μάκρος τόσο περισσότερα χρήματα θα γυρεύανε.
Κατόπι μπήγανε πλαγιαστά σφήνες, τις βαρούσανε με τον «τσόκο» του τσεκουριού, ως να χωθούνε στο κορμί και ξεσαρκώνανε την καστανιά ανοίγοντας πόρτα, από όπου εύκολα χωρούσανε να μπούνε στη κουφάλα της. Όταν τις είδαν οι χωριανοί αυτές τις πόρτες και τα παράθυρα βαρυκαρδίσανε. Δεν είχανε συνηθίσει να βλέπουνε δέντρα σακατεμένα. Προσωποδείρανε λοιπόν τους λοτόμους και τους χωριανούς, που αγοράζανε ξυλεία. Αλλά κι εκείνοι και τούτοι είχανε να πούνε το λόγο τους: «Να σας δούμε εσάς, τι θα κάνετε αύριο μεθαύριο, όταν χρειαστείτε παραστόματα, βαρέλια ή κάδες για να πατήσετε τα σταφύλια;». Με αυτά τα λόγια τους κομπώνανε, τους αποστομώνανε, γιατί δεν είχανε, τι να απαντήσουν.
Σιγά–σιγά άρχισαν οι χωριανοί, να συνηθίζουνε στην καταστροφή: «Κόβω και κόβεις, σειρά μου, σειρά σου!» Δεν τους αποφαίνεται πια! Βρήκαμε δικαιολογία για τον εαυτό μας.
Αλλά για την εξουσία; Πως θα δικαιολογηθούνε σε αυτή; Δασοφύλακες και δασονόμοι αναστατώθηκαν, αγρίεψαν, όταν αντικρύσανε την καταστροφή.
Ποιόν όμως να πιάσουνε σε τόση περιφέρεια; Και με όλον τούτο το Βλάχο-το δασοφάγο, όπως τόνε βάφτισε ο Γιάννης-τον έχουνε πιάσει αρκετές φορές και το δικαστήριο τον έχει ρημάξει στο πρόστιμο και στη φυλακή. Αυτός όμως, αντί να σωφρονιστεί με τις αυστηρές ποινές, αγριεύει και πέφτει μέσα στο λόγγο όχι πια σαν λαθροϋλοτόμος, να αρπάξει ότι προφτάσει, παρά σαν οχτρός και να χαλάσει ότι αφήσει.
Σα να μην αρκούσε στο χωριό αυτή η πληγή, τους ήρθε και νέα. Οι λοτόμοι αρχίσανε να τροφοδοτούνε με ξυλεία και τα χωριά του κάμπου. Οι χωριανοί το βλέπανε τώρα, πως από το κακό προχωρούνε στο χειρότερο. Αλλά τους βαραίνει όλους η αμαρτία. Καθένας τους είναι κι ένας ένοχος. Ποιος να σηκώσει χέρι κατά τον άλλονε; Ποιος να αναφερθεί στην εξουσία; «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!»
Σε αυτούς ταιριάζει τώρα ο λόγος του Κυρίου.
Έτσι οι λαθροϋλοτόμοι αφέθηκαν ασύδοτοι, να κόβουνε την ημέρα και να κουβαλούνε τη νύχτα.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939