.5. Γενάρης
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα παιδιά έβγαιναν και πάλι για τα κάλαντα.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει,
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο χωριό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις
Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα τραγούδια δεν ηξεύρω.
Και σαν δε ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα
κι έλα κόψε μας την πίτα.
Κάλαντα Αγ. Βασιλείου
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω,
Αν είσαι εσύ γραμματικός πες μας την αλφαβήτα
και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί, χλωρούς βλαστούς πετάει
κι απάνω στα ξεβλάσταρα, περδίκια κελαηδούνε
δεν είν' περδίκια μοναχά, μόν' είν' και περιστέρια.
Τα περιστέρια φύγανε και πάν' στην κρύα βρύση
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη τους, ν' αγιάσουν την κυρά τους.
Ν' ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ' άσπρο περιστέρι,
σαν τ' αηδονάκι που λαλεί το Μάη, το καλοκαίρι
και χώσε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσια δώσ' τα μας, φλωριά μην τα λυπάσαι
κι αν εύρεις το μισόφλουρι, κέρνα τα παλικάρια
κέρνα τα, αφέντη μ' κέρνα τα, να σ' πούνε στην υγειά σου
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Χρόνια Πολλά.
Με το που άλλαζε ο χρόνος πήγαιναν στις βρύσες όπου νίβονταν, κατόπιν έπαιρναν αμίλητο νερό έριχναν μέσα σπόρους για να τρέχει η σοδειά όπως το νερό. Μεταγενέστερα εκτός από τους καρπούς έριχναν και κέρματα. Γύριζαν σπίτι τους μαζί με το νερό και ράντιζαν το σπίτι.
Κάποιοι άλλοι κατέβαιναν στο ποτάμι έριχναν μέσα σπόρους και αργότερα και χρήματα έπαιρναν το νερό μαζί με άμμο και ένιβαν με αυτά τα πρόσωπα όλης της οικογένειας.
Σε άλλα σπίτια η νοικοκυρά με την αλλαγή του χρόνου σταύρωνε όλη την οικογένεια με τη μουτζούρα του σντράφτου.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά οι περισσότερες νοικοκυρές έδιναν μεγάλη σημασία στο καλημέρισμα. Αν κάποιος ξένος πήγαινε σπίτι τους εκείνη την ημέρα πίστευαν ότι η κλώσα δεν θα βγάλει καλά πουλιά. Επίσης για τον ίδιο λόγο δεν πήγαιναν λίγα δάκρια στο σπίτι τους. Για να βάλουν δάκρια μέσα στο σπίτι έπρεπε να είναι σε αρκετή ποσότητα. Το δάκρυ είναι το ζουμπούλι που βγαίνει στις Δακριές στην περιοχή δίπλα στον Παλιόπυργο. Το μεσημέρι μαζί με το φαγητό το οποίο ήταν συνήθως κότα και χοιρινό έκοβαν τη βασιλόπιτα. Ένα καρβέλι ψωμί με τέσσερα καρύδια στις άκρες και ένα στην μέση στο κέντρο του σταυρού φτιαγμένου με ζυμάρι.
Του Σταυρού.
Ήταν η ημέρα που το προζύμι γινόταν χωρίς μαγιά. Αντί για μαγιά έβαζαν το βασιλικό που έδινε ο παππάς και το ψωμί γινόταν.
Τα σκαρκατζούλια
Κοντά στα ποτάμια και ειδικά στους έρημους μύλους ζούσαν οι καλικάτζαροι. Δαιμονικά όντα τα οποία ενέπνεαν φόβο ανέβαιναν το δωδεκαήμερο για να τρομάξουν και να παιδέψουν τους ανθρώπους. Είναι πλάσματα που φοβούνται το φως και τη φωτιά. Περιγράφονται μαλλιαρά, άσχημα, ζημιάρικα, κατεργάρικα και ανόητα, γι' αυτό μπορεί κανείς εύκολα να τα ξεγελάσει. Οι νοικοκυρές πρέπει να σταματήσουν να πλέκουν την Πρωτοχρονιά, πριν έρθουν τα σκαρκαντζούλια, γιατί αν αυτά βρουν βελόνα της τρυπάνε τον πισινό
Πες το γριά και ξαναπέστο
«Κλούμπα γριά», έλεγαν οι καλικάτζαροι και βουτούσαν τη γριά μέσα στο νερό του ποταμού. «Κλούμπα να πδήσουμ και να παραπδήσουμ».
Η φουκαριάρα η γριά για να κερδίσει χρόνο τους έλεγε πως φτιάχνει το μαλλί. «Μια τα γνέθω μια τα λουναρίζου κι μια τα στρίβου»
« Πες το γριά και ξαναπέστο» έλεγαν οι καλικάτζαροι οι οποίοι παίδευαν τη γριά για να τους πει μια ιστορία. Η γριά δεν ήξερε καμιά ιστορία και για να κερδίσει χρόνο έλεγε πάλι τα ίδια. «Μια τα γνέθω, μια τα λουναρίζου κι μια τα στρίβου,παιδάκι'μ» . «Τι λουνάρα, τι μνάρα, τι μπάλουμα στου κώλου, γριά. Πέστο και ξαναπέστο γριά». Η γριά κέρδισε τον χρόνο που ήθελε έως τις 1 που λάλησε ο πρώτος πετεινός και έφυγαν τα σκαρκατζούλια.
Του Σταυρού
«Ο παπάς με το σταυρό
Η παπαδιά με το θερμό»
Του Σταυρού ο παπάς γυρνάει τα σπίτια με τον αγιασμό του και διώχνει τα σκαρκατζούλια. Είναι η ημέρα που τα παιδιά έκαναν μπάνιο για να καθαριστούν από το «μόλεμα» που μπορεί να τους είχαν κάνει.
Την παραμονή των Φώτων τα παιδιά έβγαιναν για να πουν το τραγούδι.
Των Φώτων
Α΄
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στ' αφέντη μας
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας, η Παναγιά
με τα σημητριόλια στα δάκτυλα
τον αφέντη Αϊ-Γιάννη παρακαλεί
να βαφτίσει Θεού παιδί
και να ημερώσει θεού ψυχή.
Β΄
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στον αφέντη μας
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
είναι η Παναγία, η Δέσποινα
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί
-Άγιε μ', Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ανήμερα τα Φώτα όλοι παίρνουν το αγιασμένο νερό και το πάνε σπίτι. Ένα μπουκαλάκι μένει στο εικονοστάσι όλο τον χρόνο ενώ με το υπόλοιπα ραντίζουν το σπίτι ,τα ζώα τα σπαρτά.
«Τα Καλήσπερα»
Ας τον καλησπερίσουμε και τούτο τον αφέντη
που 'ναι καλός κι ευγενικός κι από καλούς ανθρώπους.
Εδώ κοιμάτ' ο αφέντης μας κι ήρθα να τον ξυπνήσω.
Φέρτε του μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και δυο κλωνιά βασιλικό για να ξυπνήσ' ο αφέντης.
Αφέντη μ' αφεντάκι μου, πέντε φορές αφέντη
πέντε κρατούν το μαύρο σου και δέκα την ασκάλα
και δεκαοχτώ περικαλούν, αφέντη καβαλίκα.
Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις
κι όπου πατήσει τ΄ άλογο πηγάδια, φανερώνει,
πηγάδια, κι ασπροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
τριγύρω γύρω στις αυλές, βασιλικό μαζεύεις
βασιλικό και βάλσαμο, κομμάτι μαντζουράνα.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Γιάννης Μητάκης