Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις
«Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;».
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς ερήμωναν τα βράδια μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τους καλικαντζάρους ή τις νεράιδες.
Όποιος πιει και ξεδιψάσει
απ’ της νύμφης το νερό
λύπη δεν τον ξαναγγίζει
στη ζωή ποτέ ξανά
Όποιος αν την κρυφακούσει
γίνεται ξανά παιδί
Όποιος ξόρκια αν της κλέψει
γίνεται ο πιο σοφός
Όπως κι αν την ονομάσεις
είναι η καλή κυρά
Η νεράιδα που δεν πήρα
το μαντήλι μια φορά
Ήθελα να με αγαπήσει
και μου πήρε τη λαλιά
Πανάρχαιες δοξασίες από την εποχή των μύθων. Πράγματι πίστευαν ότι όποιος ξεδιψάσει από τις πηγές που κατοικούν οι νύμφες δεν τον αγγίζει ποτέ ξανά η λύπη. Όποιος μάθει τα μυστικά από τις καλές κυράδες γίνεται πάλι παιδί. Όποιος κλέψει τα ξόρκια από τις νεράιδες γίνεται σοφός.
Οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στους νερόμυλους και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των Φώτων που αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Πότε άνοιγαν τα σακιά με τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το λάλημα του πετεινού αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
Ιστορίες με μυλωνάδες
«Όλο εσύ στο μύλο, καλά σ’ έκανε κι ο μυλωνάς»….
Οι μυλωνάδες είχαν τη φήμη μπερμπάντηδων και γυναικάδων και για αυτό το λόγο πολλές γυναίκες αποφεύγανε να πάνε μόνες τους στο μύλο. Έχουν διασωθεί πολλές ιστορίες όπως η πάρα κάτω με τη σκανταλιάρα αλέστρα:
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Δεν θέλεις.
Μετά από λίγες ημέρες
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Θέλεις.
-Αμ’ και πριν ήθελα αλλά ήσουν συναχωμένος.
Ο μυλωνάς και ο ληστής
Οι μυλωνάδες φημίζονταν επίσης για την εξυπνάδα τους. Ο παππούς μου ο μυλωνάς διηγούνταν την πάρα κάτω ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό ένας άγριος ληστής πήγε να ληστέψει ένα μυλωνά νομίζοντας ότι είναι μόνος του στο μύλο. Χτύπησε την αμπαρωμένη πόρτα φωνάζοντας «Ποιος είναι εδώ;». Ο έξυπνος μυλωνάς κατάλαβε για ποιο πράγμα πρόκειται και ετοιμόλογα απάντησε: «Ο Πάνος, ο Πανούλιας, τα δυο παιδιά του Πάνου, εγώ κι ο μυλωνάς». Ο ληστής νομίζοντας ότι έχει να κάνει με έξι άτομα φοβήθηκε και έφυγε.
Ο μυλωνάς κι ο διάολος.
Για τους μυλωνάδες τα μυστικά του επαγγέλματος ήταν ιερά και δεν τα έλεγαν σε κανέναν παρά μόνο στα παιδιά τους. Ο κόσμος ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς κάνουν τα φράγματα στο ποτάμι ή πώς συνταιριάζουν τους μηχανισμούς του μύλου. Τους θεωρούσαν μάγους ή συνεταίρους του διαβόλου.
Κάποτε ένας μυλωνάς προσπαθούσε να συνταιριάξει καινούρια λιθάρια για το μύλο του, αλλά δεν τα κατάφερνε. Φώναξε 2-3 μυλωνάδες από τα γύρω χωριά, αλλά και πάλι οι μυλόπετρες δεν ταίριαζαν. Τελικά απογοητευμένος είπε:
-Όλους τους φωνάξαμε δεν φωνάζουμε και το διάολο;
-Πηγαίνω να τον φέρω και έφυγε. Κάπου συνάντησε το διάολο, του εξήγησε τι τον ήθελε και εκείνος του απάντησε:
-Πήγαινε και έρχομαι.
Ο μυλωνάς επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε τους άλλους και περίμεναν. Με αρκετή καθυστέρηση φάνηκε ο διάολος καβάλα σε έναν κόκορα στον οποίο είχε φορέσει γκέμια σαν να ήταν άλογο. Μόλις τον είδαν οι μυλωνάδες άρχισαν να γελάνε βροντερά. Ο διάολος θύμωσε, γύρισε και έφυγε. Ο ιδιοκτήτης του μύλου πήρε κρυφά το διάολο από πίσω και περίμενε. Σε λίγο τον άκουσε να μονολογεί και να φωνάζει όλος νεύρα: «Δεν νογάνε οι κερατάδες να βάλουν πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα και μετά να δέσουν τα λιθάρια και κορόιδευαν εμένα»! Αφού άκουσε ο μυλωνάς, χωρίς να μιλήσει, επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε και τους άλλους και έδεσαν τις πέτρες με τον τρόπο που έλεγε ο διάβολος και ο μύλος λειτούργησε. Την άλλη μέρα ο διάβολος πήγε στο μύλο και μεταξύ αυτού και του μυλωνά, σύμφωνα με τον μύθο, διεξήχθη ο κατωτέρω διάλογος:
Διάβολος: Ήρθα να πάρω το μερτικό μου.
Μυλωνάς: Και ποιος είσαι εσύ που μου γυρεύεις μερτικό;
Διάβολος: Χθες με κρυφάκουσες όταν έλεγα «πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα» και έτσι έφτιαξες το μύλο.
Το τι έγινε παρακάτω κι αν πλήρωσε, μόνο ο μυλωνάς κι ο διάολος ξέρουνε. Εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ.
---
Μια ιστορία με πολλές ομοιότητες έχει διασωθεί στη Βόρειο Εύβοια. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, το μύλο τον έφτιαξε ο Χριστός και οι μαθητές του. Τα έφτιαξαν όλα τέλεια, το μόνο που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν ήταν να πέφτει μόνο του το σιτάρι στις μυλόπετρες. Επισκέφτηκε το μύλο ο διάολος, καθισμένος ανάποδα σε ένα γάιδαρο και μόλις μπήκε μέσα είδε τους μαθητές να ρίχνουν με τις χούφτες το σιτάρι στις μυλόπετρες. Ο διάολος έσκασε στα γέλια και έφυγε κρατώντας την κοιλιά του. Ο Χριστός έστειλε τους μαθητές του να ακολουθήσουν το διάβολο που γέλαγε και έλεγε: «Ρίχνουν το σιτάρι με τα χέρια, δεν νογάνε να βάλουν ένα ξύλο να σβαρνάει και να πέφτει το σιτάρι μόνο του». Για αυτό στη βόρεια Εύβοια πίστευαν ότι τον μύλο μπορεί να τον έφτιαξε ο Χριστός, αλλά έβαλε την ουρά του και ο διάολος. Γι’ αυτό έλεγαν «Όσες βόλτες φέρνει το λιθάρι, τόσα διαόλια έχει μέσα ο μύλος».
Της μυλωνούς ο κώλος
Ένα καλοκαίρι πήγε να αλέσει σε κάποιο μύλο ένας δάσκαλος. Κάθισε στο πεζούλι που ήταν πασπαλισμένο με αλεύρι και περίμενε την σειρά του για να αλέσει. Δίπλα του είδε κάτι σημάδια σαν γράμματα και προσπαθώντας να τα διαβάσει συλλάβισε δυνατά:
-Αυτό πρέπει να είναι Θ (θήτα), το άλλο πρέπει να είναι Ο (όμικρον), αλλά αν ήθελε να γράψει Θωμάς το Θω δεν γράφεται με όμικρον.
Ο μυλωνάς τον άκουσε που μονολογούσε και του είπε:
-Δάσκαλε, καλά πρέπει να τα λες του λόγου σου, αλλά μη γυρεύεις ορθογραφία από της μυλωνούς τον κώλο, επειδή γνώριζε ότι η μυλωνού του κυκλοφορούσε χωρίς βρακί και είχε καθίσει νωρίτερα στο πεζούλι που ο δάσκαλος προσπαθούσε να διαβάσει τα σχήματα!
Παραμύθια
Στη Στενή υπάρχουν αφηγήσεις και για τα τρία μοτίβα των παραμυθιών με καλικαντζάρους, που κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Και τα τρία έχουν σχέση με μύλους. Το πρώτο είναι το κοριτσάκι που στέλνεται στο μύλο από την κακιά μητριά, το δεύτερο αφορά τη γέννα της καλικαντζαρούς και τη μαμή και τρίτο και τελευταίο αφορά τον έξυπνο μυλωνά και τον καλικάντζαρο. Στις αφηγήσεις αυτές οι ήρωες σώζονται είτε από φωτιά είτε από το λάλημα του κόκορα. Στην ιστορία με το μυλωνά σχεδόν λυπάσαι τον αγαθιάρη καλικάντζαρο ο οποίος ήταν πολύ φιλικός με το μυλωνά. Ακόμα και στο χωριό μας οι διαφορές των αφηγήσεων στο ίδιο παραμύθι είναι αρκετές μιας και ο κάθε αφηγητής προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν. Τα παραμύθια που ακολουθούν μας τα διηγήθηκε η Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
Η Μάρω, η Μάμπω, η Πλούμπω και η Σαρτζαμέγκλα
Η Μάρω είναι μια παραλλαγή του παραμυθιού της Μάμπως και της Κάλως, της Πλούμπως κ.λπ. που έχουν διασωθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μια πολύ ωραία αφήγηση έχει διασωθεί και στον γειτονικό μας Θεολόγο. Το παραμύθι λέγεται «Η Σαρτζαμέγκλα» και όπως έλεγαν οι παραμυθάδες του χωριού, σημαίνει μάλλον κοπέλα ή κορίτσι στην γλώσσα των καλικαντζάρων. Επίσης ένα άλλο στοιχείο που προστίθεται σε κάποιες τοπικές αφηγήσεις είναι το λάλημα του κόκορα. Το πρώτο λάλημα είναι από άσπρο κόκορα και δεν το φοβούνται οι καλικάντζαροι, το δεύτερο από μαύρο κόκορα που επίσης δεν φοβούνται και το τρίτο από κόκκινο κόκορα που το φοβούνται και εξαφανίζονται.
Η ΜΑΡΩ
Μια φορά κι έναν καιρό
πίναν οι γάιδαροι νιρό
πάω κι εγώ εκεί κουντά
για να πιώ καμιά χουφτιά
κι αρχινίσαν την κλωτσιά!
Δρόμο παίρνω, δρομ’ αφήνου
διψασμένος θ’ απομείνου.
Αρχή του παραμυθιού: καλησπέρα στην αφεντιά σας
Πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με την κόρη της, την όμορφη και καλόκαρδη Μάρω. Μέρες γιορτών και στο σπίτι είχαν μείνει από αλεύρι και έπρεπε να φτιάξουν τα γλυκά. Νωρίς έφτασε η Μάρω στο μύλο, αλλά η αράδα ήταν μεγάλη. Ώσπου να φτάσει η σειρά της είχε πια βραδιάσει. Αφού άλεσε φόρτωσε το γαϊδουράκι της και πήρε τον δρόμο για το χωριό. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τον μύλο πετάχτηκαν μπροστά της τα σκαρκατζούλια και την περικύκλωσαν απειλητικά.
-Πες μας ποιους αγαπάς από μας και ποιανούς θέλεις: τους ξουρισμένους ή τους αξούριγους;
Η Μάρω φοβήθηκε, αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Όλους σας θέλω και όλους σας αγαπάω.
-Τι θέλεις να σου δώσουμε; Πες μας Μάρω, πες μας!
-Θέλω μίρτζα νόρτζα.
- Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα…. φώναζαν τα σκαρκατζούλια για να μην ξεχάσουν τι τους είχε ζητήσει!
Επέστρεψαν και της γέμισαν με φλουριά το μισοάδειο τσουβάλι με το αλεύρι.
-Τι άλλο θέλεις; Πες μας Μάρω, πες μας!
Πες μας Μάρω, τι θέλεις να σου φέρουμε;
Η Μάρω φοβήθηκε και πάλι αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Θέλω μια βελόνα με δυο κώλους.
-Μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους…..
Φυσικά και δεν υπήρχε τέτοια βελόνα! Έψαχναν και έψαχναν και τότε η Μάρω βρήκε ευκαιρία να φύγει. Δεξιά το ένα σακί αριστερά το άλλο και αυτή στη μέση σκεπασμένη με ένα σεντόνι.
Όταν κατάλαβαν τα σκαρκατζούλια ότι τους κορόιδεψε και ξέφυγε έτρεξαν να την προφτάσουν.
-Από τη μια είναι το ένα σακί από την άλλη το άλλο σακί και στη μέση το πανωγόμαρο. Η Μάρω που είναι; Πού’ναι η Μάρω; Πού είναι;
Τότε λάλησε ο πετεινός και εξαφανίστηκαν.
Η Μάρω έφτασε σπίτι και εξιστόρησε τα πάντα στη μητέρα της.
Η μητέρα της Μάρως για να ξεχωρίσει τα φλουριά από το αλεύρι ζήτησε από την κακιά και κουτσομπόλα γειτόνισσα το κόσκινο. Η πονηρή γειτόνισσα σκέφτηκε ότι για να θέλει το κόσκινο τέτοια ώρα η γειτόνισσα κάτι συμβαίνει. Άλειψε το κόσκινο με μέλι και όταν της το επέστρεψε βρήκε κολλημένο ένα χρυσό φλουρί. Πίεσε την γειτόνισσα να της πει πού βρήκε το φλουρί και αυτή αναγκάστηκε να πει την αλήθεια. Την άλλη νύχτα η γειτόνισσα έστειλε στο μύλο τη δική της κόρη, που ήταν πιο κακιά κι από την ίδια. Πήγε λοιπόν στο μύλο και στο γυρισμό την περικύκλωσαν τα σκαρκατζούλια.
-Πες μας ποιανούς από μας θέλεις και ποιανούς αγαπάς;
Τους ξουρισμένους ή τους αξούριστους;
-Κανέναν σας δεν θέλω και κανέναν δεν αγαπάω. Είσαστε όλοι άσχημοι και σιχαμένοι! Φέρτε μου μίρτζα νόρτζα!
Τα σκαρκατζούλια τότε θύμωσαν, της έσφαξαν το γαϊδούρι και της τύλιξαν τον λαιμό με τα άντερά του. Κι όσο αλεύρι είχε το σακί της το έριξαν πάνω της. Έτσι γύρισε η κακιά γειτονοπούλα σπίτι της κι έτσι απότομα τελειώνει και το παραμύθι μας!
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς.
Η ΜΑΡΟΥ
Πριν πουλλά χρόνια σένα χωριουδάκ’ έζγι μια μάννα μι τ’κόρητς. Όμουρφ’ κι καλή κουπέλα. Η κατακαλή τ’ χουριού. Τσ’γιουρτάδις είχαν ξιμίν’π αλεύρι.
-Αι Μάρου σίρι στου μύλου ν’άλέισς. Νουρίς ιν’κομα, θα προυλάβς προυτού νυχτώσ΄.
Φόρτουσ’ του γαιδούρ’ η Μάρου δυό σακιά μσογιμάτα και κίνσι κατά του μύλου. Νουρίς έφτασ’ αλλά η αράδα ήταν μιγάλ’. Ως νάρθ’ η σειράτς είχι βραδιάσ’.
-Κάτσι Μάρω φέις του προυί, να σ’στρώσου δα, τσούπι η μυλουνού.
Η Μάρου σκέφτιταν τ’μάνατς. Τι θα σκέφτιταν ούτ’ έπαθ’.
Φουρτών’ του γαιδούρ κι κίνσε κατά του σπίτ’.
Κ’ δά σαπέρα, πιτάγντι τα σκαρκατζούλια. Ήταν πουλλά κι χοροπήδ’γαν γύρου γύρου απ’του γαιδούρ’. Η Μάρου τρόμαξ’ αλλά άρχσ’ να σκέφτιτ.
Τα σκαρκατζούλια λύσαξαν γύρου γύρου.-Πες μας, Μάρου πές μας, ποιανούς από μας αγαπάς, τσ ξουριζμένς ή τσ αξούργους. Ποιοί ίνε οι πιο όμορφ’ που μας οι ξουρζμέν ή οι αξούργ’;
Ουλνούς σας αγαπάου κι ουλνούς σας θέλου, είστι ουλ καλοί κι όμορφ’.
Φχαριστήθκαν τα ξοποδώ.-Τι θέλς να σ’δώσουμι.-Μίρτζα νόρτζα, μίρτζα νόρτζα θέλου να μ’δώσιτι. Μίρτζα νόρτζα λεν τα σκαρκατζούλια τα φλουριά. Ίδις έξυπν’ η Μάρου;
-Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, έλιγαν τα σκαρκατζούλια για να μη ξεχάσνε. Άκσε να δεις! Ινώ ίνε μουρλά κι βλαμένα κι ξεχνάνι εύκουλα, γιαυτό λεν του ίδιο πράμα πολλές φορές κι όταν ιν να βρούν κατ’του βρίσκνε. Πως γίνιτ’ αυτό κανένας δεν μπουρεί να του καταλάβ’. Η Μάρου προυχόραε με το γαιδράκ’ μπας κι γλιτώσ αλλά αυτοί την πρόκαμαν όξω που το χουριό. Τς γέμσαν του ένα μισουγιουμάτου τσβάλ μι φλουριά.
Τα σκαλικάτζούρια άρχσαν πάλι.
-Πες μας Μάρου, πες μας τι άλλου θέλς; Η Μάρου σκέφτκι τι να ζητήσ’π΄ να μη μπουρούν να του βρούνι για να προυφτάς να πάει στου χουριό.
-Θέλου μια βελόνα με δυο κώλς.
-Μια βιλόνα με δυο κώλς, μια βιλόνα με δυο κώλς, άρχισαν πάλι τα σκαρκατζούλια για μη του ξεχάσνι. Που να τ’ βρούνι, σάμπουτς υπάρχνι;
Όσου έψαχναν η Μάρου έβαλ΄ πάνουτς ένα σιντόνι για να μη φαίνιτ’. Τα σκαρκατζούλια μιτά απού πουλύ ώρα κατάλαβαν ότι η Μάρω τα κουρόιδευ.
Τόφτασαν του γαιδούρ λίγου όξου π’ του χουριό.
Απ’τ΄ μια μιριά του ένα σακί, απ’ τ΄ν άλλ΄τ’άλλο σακί. Που παν’ του παναγώμαρου. Η Μάρου που ίνι;
Τότες λάλσι ου πετνός κι έγιναν άμουρα.
Η Μάρου έφτασ’ σπίτ κι τα ξήγσι ούλα στ’ μάνα τς.
Η μάνα τς για να ξιχουρίς τα φλουριά π’ τ’αλεύρ’ πήγι στ γειτόνσα κι ζήτσι του κόσκνου. Η γειτόνσα ήταν κι κακιά και πουνηρή. Σκέφτκε ότ’ για να ζτάει τέτοια ώρα του κόσκνο η γειτόνσα κάτ’τρέχ’. Άλειψ’του κόσκνου μι μελ’κι μόλις του πήρε πίσου βρίκι ένα φλουρί κουλμένο πάν’.
Πίγι στ γτόνσα, τν έπριξ’ κι αυτή αναγκάστκι να τα’ τα πει ούλα. Τν άλλ’ μέρα η γτόνσα έστλι τν κόρη τς στου μύλου ν’αλέσ’ για να πάρ’ κι αυτή φλουριά. Η κόρτς ήταν πιο κακιά κι απ’ την ίδια. Πίγι, άλισ’ κε γύρναϊ σπίτ’. Νας πάλι τα σκαρκατζούρια να χοροπδάν γύρου γύρου.
-Ποιοι από μας σ΄αρέσνε; Οι ξουρζμένοι ή οι αξούργ’, τ’ρώτσαν τα σκαρκατζούλια.
-Ποιανούς από μας αγαπάς;
-Κανένα σας δεν αγαπάου κι είστι ούλ’ άσχημ’κι σχαμένοι! Φέρτεμ μίρτζα νόρτζα!
Ρε ντιπ μυαλό στου κεφάλι’ τ’ δεν είχι αυτό του κουρίτσι.
Τότες τα σκαρκατζούλια τσούσφαξαν του γαιδούρ’ κι τα πέρασαν τα άντιρα τ’ γαϊδάρ’ στου λιμό. Τσούρξαν κι τάλεύρ’ που πάν και έτσ’ τν έστλαν στ’ μάννατς.
Τα σκαρκατζούλια και η μαμή Σοφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού έτοιμη να γεννήσει στο μύλο της Μαυροπλιάς (εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια Μύλος στην Πάνω Στενή). Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα (Σοφία Παπαναστασίου-Νικολάου 1866-1962, πρακτική μαία). Αυτή βγήκε έξω με ένα δαδί γιατί φοβόταν. Τα σκαρκατζούλια φοβούνται τη φωτιά. Μπροστά η μαμή με το δαυλί και πίσω τα σκαρκατζούλια που δεν ζύγωναν και πολύ έφτασαν στο μύλο. Η μαμή τους έβγαλε έξω για να την ξεγεννήσει. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’έξω. «Άμα κάνει αγόρι λίρες και φλουριά, άμα κάνει κορίτσι άντερα και κοιλιές». Η καλικαντζαρού γέννησε κορίτσι. Η μαμή φοβήθηκε και έβαλε ένα κέρινο τσουτσούνι. Τύλιξε καλά το μωρό για να μην φαίνεται. Άνοιξε την πόρτα, τους είπε ότι είναι αγόρι και να μην ανοίξουν τις φασκιές. Πήρε τα φλουριά και έφυγε. Από τη χαρά τους τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθηκαν και άνοιξαν τις πάνες. Το κερί είχε παγώσει και ξεκόλλησε. Τα σκαρκατζούλια πήγαν τότε έξω από το σπίτι της μαμής και φώναζαν. «Ψεύτικα τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά». Η μαμή πήρε ένα δαυλί βγήκε έξω και τα σκαρκατζούλια εξαφανίστηκαν.
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς
Τα σκαρκαντζούλια κι η μαμή Σουφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρουμένη κι ήταν έτοιμ’ να γιννήσ’ στου μύλου τσ Μαυρουπλιάς. Πήγαν’ τα σκαρκατζούλια στ’ μαμή Σουφίτσα λέει, αυτή βγήκε όξου με το δαυλί γιατί φουβόταν. Αν βγαίν’ς μι δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι. Μπρουστά η μαμίτσα με το δαυλί με πίσω τσ’ καλικατζάρους, δε ζυγώναν πουλύ αυτοί, φτάσαν’ στο μύλου. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξου κι μπήκι να ξιγηννήσ’. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’ όξου «Άμα κάν’ αγόρι, λίρις και φλουριά, άμα κάν’ κουρίτσι, άντιρα κι κλιές». Η καλικαντζαρού γέννσι κουρίτσι. Η μαμίτσα φουβήθκε κι έβαλ’ ένα τσουτσούν’ που’ κιρί. Τύλξε καλά του μουρό να μη φαίνετ’. Άνξι στα σκαρκαντζούλια, τσ’ λέει «αγόρ’ είνι» και τσ’ λέει να μην ανοίξνε τα φασκιά ως να πάει σπίτ’. Πήρι τα φλουριά κι έφγε. Τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθκαν απ’ τ’ χαρά τσ’ κι αν’ξαν τς΄πάνες. Έλα π’ το κηρί είχι παγώσ’! Ξικόλσε, του κηρί, πάει. Τα σκαρκατζούλια λύσσαξαν τώρα. Κάν’νε στου σπίτ’ τσ μαμίτσας κι έσκουζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κιρένια τα ψουλιά, κάρβνο τα φλουριά.» Η μαμίτσα βγαίνει όξου μ’ ένα δαυλί και χάθκαν τα σκαρκαντζούλια
Ου έξυπνους μυλουνάς
Ήταν ένας μυλουνάς π΄ δε φουβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκ΄γε αλλά δε πίστιυι. Αυτός δεν είχι δει ποτέτ. Μια χρουνιά είπι να ψησ’ του γρούν και νάρθνε τν άλλ’ μέρα του σόι κι οι φίλοι τ’ να φάνι. Ήταν Χριστούγινα. Άναψι φουτιά, έβαλ’ του γρούν στ’ σούβλα κι άρχισ’ να του γυρνάει. Ως τν άλλ’ μέρα θα ΄χε ψθεί. Όπως γύρναε τ’ σούβλα γυρνάει του κιφάλι’τ κι τι να δει; Ένα σκαρκατζούλ’ είχι πιράς΄ ένα βατράχ’σε ένα καλάμ’ και κάθιταν δίπλα τ’.
-Να ψήσου κι εγώ το βατραχάκιμ’. Χουρίς να τουν ρουτίσ’ έβαλ’ του βατράχ’ στου λίπους τ’ γρουνιού κι άρχσ’ να του ψήν’. Λιγουρέυιταν όμους του γρούν τ’ μυλουνά. Του κριάς τ’γρουνιού αρέσ΄στα σκαρκατζούλια. Τούπιφταν τα σάλια. Ου μυλουνάς τουν τήραϊ και σκέφτιταν τι να κάν’. Του σκαρκατζούλ’ ήθιλ΄κι κβέντα.
-Πως σι λένε; ρώτσι του μυλουνά; Ου μυλουνάς ήταν έξυπνους.-Ου ιαυτός μου μι λένι.
-Ουραίου όνουμα ίπι του σκαρκατζούλ. Ου μυλουνάς όσου τουν τήραϊ να μαγαρίζ’ του γρουν τόσου θύμουν’. Βτάει απ’τα νεύρατ’τ’σούβλά και τ΄τρυπάει του πουδάρι. Ως να καταλάβ’ του έξουπουδω τι έγιν΄, φόρτουσ΄του μλάρ΄ δυο σακιά αλεύρ’ ανέβκι κι αυτός έβαλ’ ένα σιντόν’ πάνου τ’ κι λάκσε κατά του χουριό ου μυλουνάς.
Ο σκαλκάτζαρος έβαλ΄τς φουνές.-Τριχάτι αδέρφια, τριχάτι μι μσέρεψαν.
–Ποιος στου έκαν’άυτό;
-Ου ιαυτός μ’.
Γέλαγαν κι κουρόιδιυαν τ΄αλλα σκαρκατζούλια. Ώς να καταλάβνι τι ίχι γίν’ πέρασ’η ώρα. Έτριξαν κι πρόλαβαν’ του μυλουνά έξου π’ του χουριό.
-Διξά σακί, ζιρβά σακί, πανουγώμαρ’ του σιντόν’, ου μυλουνάς που ίνι; Χουρουπήδαγαν γύρου γύρου τα σκαρκατζούλια ώς να σκόσνι του σιντόν’. Του μ’λάρ ίχι μπει στου χουριό. Άρχσι τα ρεκατά ου μυλουνάς. -Βγικάτι όξου χουριανοί μι κνηγάν τα σκαρκατζούλια. Βγήκαν ούλ’ οι χουριανοί μι δαυλιά, λάλσι κι ου πιτνός και τα σκαρκατζούλια έγναν άμουρα. Που να ξανακαθήσ’ νύχτα στου μύλου!
Ο έξυπνος μυλωνάς
Ήταν ένας μυλωνάς που δεν φοβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκουγε πολλά, αλλά δεν πίστευε τίποτα από αυτά. Αυτός δεν είχε δει ποτέ του. Μια χρονιά είπε να ψήσει το γουρούνι και να έρθουνε την άλλη μέρα το σόϊ και οι φίλοι του να φάνε. Ήταν Χριστούγεννα. Άναψε φωτιά, έβαλε το γουρούνι στη σούβλα και άρχισε να το γυρνάει. Έως την άλλη ημέρα θα είχε ψηθεί. Εκεί που έφερνε γυροβολιά το χοιρινό στη σούβλα, γυρνάει το κεφάλι του και τι να δει; Ένας καλικάντζαρος που κρατούσε στο χέρι του ένα βάτραχο καρφωμένο σε μια βέργα και καθόταν δίπλα του.
-Δεν σε πειράζει να ψήσω κι εγώ βάτραχό μου; Και χωρίς να περιμένει απάντηση έβαλε τον βάτραχο στο λίπος του γουρουνιού και άρχισε να τον ψήνει. Λιγουρευόταν όμως και το γουρούνι του μυλωνά. Στα σκαρκατζούλια αρέσει το κρέας του γουρουνιού. Του έπεφταν τα σάλια.
Ο μυλωνάς κοιτούσε αποσβολωμένος τον καλικάντζαρο να λιπαίνει το βάτραχο με το κρέας του χοιρινού του που ψηνόταν και να το μαγαρίζει. Σκεφτόταν πώς να αντιδράσει, ενώ ο καλικάντζαρος γλυκοκοίταζε το χοιρινό, μιας και ήταν πιο νόστιμο από το βάτραχό του και είχε όρεξη για κουβέντα.
-Πώς σε λένε;
Ο μυλωνάς ήταν έξυπνος
-Με λένε ο εαυτός μου!
-Ωραίο όνομα, λέει ο καλικάντζαρος. Ο μυλωνάς όσο τον έβλεπε να μαγαρίζει το γουρούνι τόσο θύμωνε. Βουτάει από τα νεύρα του την σούβλα και του τρυπάει το ποδάρι. Ώσπου να καταλάβει το έξω από δω τι έγινε, φόρτωσε το μουλάρι δυο σακιά αλεύρι, καβάλησε το μουλάρι έριξε κι ένα σεντόνι πάνω του και έφυγε για το χωριό.
Ο καλικάτζαρος μόλις συνήρθε έβαλε τις φωνές: «Αδέλφια τρέχτε να με σώσετε»!
Έτρεξαν οι καλικάτζαροι…
-Τι έγινε ποιος σε πείραξε;
-Ο εαυτός μου!
Βάλανε τα γέλια οι υπόλοιποι και ώσπου να καταλάβουν τι είχε γίνει είχε περάσει ή ώρα. Κυνήγησαν το μυλωνά και τον πρόλαβαν κοντά στο χωριό.
-Από δεξιά σακί, από αριστερά σακί και πανωγόμαρα σεντόνι, ο μυλωνάς πού είναι;
Χοροπηδούσαν γύρω γύρω οι καλικάντζαροι ώσπου σήκωσαν το σεντόνι.
Το μουλάρι εν τω μεταξύ είχε μπει στο χωριό. Βάζει τις φωνές ο μυλωνάς: «Βγαικάτε έξω χωριανοί! Με κυνηγάνε τα σκαρκατζούλια»!
Τότε βγήκαν έξω από τα σπίτια όλοι οι χωριανοί με δαυλιά λάλησε κι ο πετεινός και οι καλικάντζαροι εξαφανίστηκαν. Που να ξαναμείνει ο μυλωνάς νύχτα στον μύλο!
Αποφθέγματα
Οι μύλοι και οι ιστορίες τους άφησαν πίσω τους και πολλές παροιμίες…
«Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας». Η αράδα στο μύλο ήταν νόμος απαράβατος. Εξαίρεση για αλλαγή σειράς αποτελούσε μόνο όταν επρόκειτο να αλεστεί σιτάρι για ψωμιά του γάμου.
«Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε».
«Στο μύλο και στον καφενέ μην το πεις» εννοώντας πως ό,τι λέγεται στον μύλο δεν μένει ποτέ μυστικό.
«Όλοι κλαίνε τα χάλια τους κι ο μυλωνάς τη δέση». Συνήθως δυο φορές την εβδομάδα ο μυλωνάς έκανε συντήρηση του μυλαύλακα.
«Με κουβαλητό νερό μύλος δεν αλέθει».
«Αυτά να τα λες εκεί που γυρνάει ο μύλος». …εκεί δηλαδή που από τον θόρυβο δεν σε ακούει κανένας.
«Τα βάσανά μου είναι πολλά, τρεις μύλοι δεν τ’ αλέθουν».
«Χαλασμένοι μύλοι, σβησμένοι φούρνοι».
«Ζυμοφούρνιζε Διαμάντω - φέρε αλεύρι κασιδιάρη (απάντηση γυναίκας στον τεμπέλη άντρα της που είχε την αξίωση να τον τρέφει αυτή).
«Στο τέλος παίρνει ο μυλωνάς το ξάϊ».
«Όποιος έχει αλέσει χαίρεται, που αλέθει τραγουδάει, κι όποιος να αλέσει καρτερεί του κώλου του τραβάει». Αναφέρεται στην χαρά κάποιου που έχει τελειώσει ένα δύσκολο έργο, στην χαρά αυτού που προχωράει το έργο και στην αγωνία αυτού που δεν έχει ξεκινήσει ακόμα.
«Η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες». Αφορά αυτούς που θέλουν να φανούν ανώτεροι από ό,τι πραγματικά είναι.
«Γίνεται μύλος». Λέγεται όταν σε ένα μέρος χαλάει ο κόσμος από τη φοβερή φασαρία σαν το θόρυβο του μύλου από το γύρισμα της μυλόπετρας, τον κρότο του νερού, τις συζητήσεις των πελατών και το αδιάκοπο χτύπο του βαρδαριού.
«Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Λέγεται για τους ανθρώπους που στην εμφάνιση είναι καλοί αλλά κατά βάθος κακοί.
«Όποιος αέρας κι αν φυσά ο μύλος πάντα αλέθει». Οι επιτήδειοι που είναι κερδισμένοι σε κάθε κατάσταση.
« Σαν την κάτω πέτρα του μύλου». Τεμπέλης όπως η κάτω πέτρα που δεν κουνιέται.
«Της μυλωνούς είν’ ο καημός να βάλει μαύρο ρούχο». Λέγεται για να εκφραστεί ο καημός του καθενός για τις συνθήκες εργασίας του.
«Πολλή βουή στο μύλο μας και το αλεύρι λίγο». Πολλή φασαρία για το τίποτα.
«Η ζυμώτρια επαινιόταν και ο μύλος εκαυχιόταν». Λέγεται για αυτούς που εκμεταλλεύονται άλλων επιτυχίες.
«Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντάει ο μύλος». Παραπλανητικά φαινόμενα.
«Των μυλωνάδων τα παιδιά πεθαίνουν από δίψα». Το νερό άφθονο, η δουλειά πολλή, αδιαφορία για τα παιδιά.
«Ας αλέθει ο μύλος κι ας μουγκρίζει ο χοίρος» ή «ο μύλος να γυρίζει κι ο σκύλος ας γαυγίζει». Κάνε την δουλειά σου κι άσ’ τους να λένε.
«Έβαλε το νερό στ’ αυλάκι». Λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που έβαλαν στη ζωή τους κάποια τάξη, σειρά και βρήκαν κάποια αποκατάσταση.
«Πάει το στόμα του σαν βαρδάρ’». Λέγεται για κείνους που συνεχώς ομιλούν και ασταμάτητα φλυαρούν όπως ακούγεται το βαρδάρ’ να χτυπάει πάνω στην μυλόπετρα.
Αινίγματα Δύο βουβάλια μουγκρίζουνε να βγάλουν άσπρο χώμα. Τι είναι; (ο αλευρόμυλος)
Γύρω-γύρω κάγκελα και στη μέση αλέθει ο μύλος. Τι είναι; (το στόμα με τα δόντια)
Χίλιοι πάνε κι έρχονται και συναπαντιούνται. Τους λιώνουν τα κορμιά τους και τους αλλάζουν το όνομά τους. (Το σιτάρι που αλέθεται και γίνεται αλεύρι).
Δημοτικά τραγούδια
Μαριωρή του Μυλωνά
χάλασ’ο μύλος δε γυρνά
ένα δόντι όλο σπάει
και το άλεσμα χαλάει
Μαριωρή, βρε Μαριωρή
χάλασ’ ο μύλος, δεν μπορεί
ούτε στρίβει ούτε αλέθει
κι όλο μας χαλάει το κέφι
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Η συγγραφή του βιβλίου έχει βασιστεί σε αφηγήσεις της Μαρίας Ντούρμα-Μητάκη τόσο στο ιστορικό του μύλου όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά και την λειτουργία του νερόμυλου. Γεννήθηκε το 1937 και μεγάλωσε στο μύλο κι έμεινε εκεί έως το 1961. Στο μόνο που δεν μας ικανοποίησε ήταν σε αφηγήσεις για νεράιδες, ξωτικά και άλλα … μεταφυσικά φαινόμενα. Όπως μας είπε αν και μεγάλωσε στον μύλο ποτέ δεν είδε κάτι από αυτά.
ΠΗΓΕΣ
Δημήτρη Σέττα Οι νερόμυλοι Α.Ε.Μ
Γιάννη Γιαννούκου Το ξεχειμώνιασμα στη Στενή Διρφυακά
Γιάννη Γιαννούκου Επαγγέλματα στη Στενή Διρφυακά Νέα
Γεωργία Καρδιόλακα Τα παραμύθια της Στενής Διρφυακά
Δημήτρης Γιαννούκος Το Χρονικό της Στενής