Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1914
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όπως το διηγούνται, όσοι το έζησαν ως ενήλικες στην Αθήνα του 1870, ένας από τους νεκρούς ληστές στο Δήλεσι, που τους έφεραν στην Αθήνα το Μάιο, είχε πρόσωπο παράδοξα χαρωπό και γελαστό.
Την ώρα που τον τουφέκιζαν τα αποσπάσματα, το παλικάρι εκείνο της Ρούμελης, που παραμόνευε πίσω από πυκνούς θάμνους και βράχους, ίσως επειδή το ταμπούρι του, του φαινόταν πολύ ασφαλές, ποιος ξέρει τι είχε σκεφτεί ή τι σοβαρό είδε ή τι αστείο άκουσε από κάποιο γειτονικό σύντροφό του και γέλασε, όπως γελούν οι άνθρωποι.
Συγχρόνως, ακαριαία, του ήρθε το βόλι.
Τον βρήκε σε καίριο σημείο, στο λαιμό και τον άφησε στον τόπο.
Μετά από δυο μέρες, οι σκοτωμένοι, πέντε ή έξι, μεταφέρονταν στην Αθήνα.
Στο πρόσωπο του νέου εκείνου, όλοι οι φρικιαστικοί περίεργοι, είδαν χαραγμένο το γέλιο.
Ούτε πρόφτασε ο ευτυχισμένος άνθρωπος να αισθανθεί την πικρία του θανάσιμου κτυπήματος, αλλά ο θάνατος του ήρθε μυστηριώδης, γλυκός, πριν τον πόνο.
***
Ο Γιάννης του Λέκκα, νέος είκοσι χρονών, φαινόταν να χαίρεται ιδιαίτερα, όταν του έλεγαν ότι θα ερχόταν εκείνο το χρόνο για να τον πάρει στρατιώτη το περιοδεύον Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Άρχισε αμέσως να κάνει βήματα, λέγοντας «εν γυο, εν γυο» και ήταν όλος γέλια και χαρά.
Αλλά όταν ήρθε πράγματι η Στρατολογική Επιτροπή, προς μεγάλη χαρά του Δημάρχου και έμειναν άλλοι στη Δημαρχία, άλλοι στο ξενοδοχείο – ο Θεός να το κάνει – και άλλοι στα σπίτια μερικών, ο Γιάννης, χωρίς να πάψει να γελά, έχασε την ενδόμυχη ευθυμία και το θάρρος και αρνήθηκε απότομα να παρουσιαστεί μπροστά στην Επιτροπή.
Στύλωνε τα πόδια του, στύλωνε το κορμί του, έκλαιγε και φώναζε, «δεν πάω, δεν πάω».
Και όταν οδήγησαν τον υπίατρο στο σπιτάκι της Λέκκαινας και δοκίμασε να δει και να εξετάσει τον κληρωτό, ο Γιάννης έπεσε σε μια γωνιά, μαζεύτηκε, κουβαριάστηκε, σταύρωσε σφιχτά τα χέρια του, έσφιξε τον αφαλό του, λύγισε τα πόδια του με τα γόνατα ως τον αφαλό και αρνήθηκε να υποστεί την εξέταση του γιατρού.
Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να τον κηρύξει «βλάκα» και να τον απαλλάξει χωρίς παραπέρα ενόχληση.
- Όμως ο Γιάννης, δεν έλειπε ποτέ από καμιά αγρυπνία στα ξωκλήσια, όταν πηγαίναμε στα πανηγύρια, κάνοντας αρχή από το ξεκίνημα της άνοιξης, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και μέχρι το στρώσιμο του φθινόπωρου και πριν μπει ο χειμώνας.
Πρώτα στην Παναγία της Αγαλιανούς, όπου η ψυχή μας μοσχοβολούσε λουλούδια και νάρκισσους και λευκά άνθη της αγράμπελης. Μετά στην Παναγία την […], όπου έτρεχε με μουρμούρισμα και ρόγχο το ρέμα της Ζωοδόχου, κάτω στους μυστηριώδεις καταρράκτες με τα κρεμάμενα πολυτρίχια και τους αναρριχώμενους κισσούς, μέσα από τους υγρούς βράχους, στα πολύφυλλα γερμένα δέντρα. Και στον Αϊ-Γιώργη, όπου οι τόσες νύφες του χωριού, που έρχονταν άλλες με τις βάρκες και άλλες από την ξηρά, έκαναν λιτανεία, στολισμένες με κεντητά μανίκια, μεταξωτές ποδιές και χρυσούς ποδόγυρους. Και στα Πέντε Αδέλφια, όπου τα αγκαλιασμένα γέρικα δέντρα καλύπτουν τη βρύση και στεγάζουν το φτωχικό ναό με το θεσπέσιο άλσος τους. Και στον Αϊ-Γιάννη το Μυρωδίτη, όπου τα τελευταία αηδόνια καλούσαν τα κοτσύφια να τα διαδεχθούν και το κελαρυστό νερό που ανέβαινε από το βαθύ Δασκαλειό, ανάβλυζε από τη ρίζα της γριάς βελανιδιάς, που με το θρόισμα των ανεμοδαρμένων φύλλων των κλαδιών της, διηγιόταν τις αναμνήσεις των αιώνων.
Πόσα οικογενειακά γλέντια είχαν γίνει παλιά, κάτω από το πυκνό φύλλωμα των κλαδιών της, πόσα άκακα ερωτικά ζευγάρια είχαν βρει κάποτε καταφύγιο στη σκιά της.
Και μετά στον Άγιο Ηλία και στον Άγιο Παντελεήμονα και στην Παναγιά την Πρέκλα και στην Παναγιά του Καρδάση και στην άλλη Παναγιά του Αραδιά και στον Αϊ-Γιάννη του Κάστρου και στον άλλο Αϊ-Γιάννη του Μετοχιού και στον Αϊ-Δημήτρη και στον Άι-Ασώματο του Αγγελή και τέλος, στην Παναγιά την Κουνιστριώτισσα, που όλη η σεμνότητα και όλη η χάρη, συνενώνονταν με γαλήνη και κάθε γόνατο έκλινε μπροστά στη θεία γαλήνια πολιούχο :
«Διανέμοις των χαρισμάτων την σην γαλήνην, Θεοτόκε, την ψυχήν μου».
***
Όλα ευωδίαζαν άνοιξη και απλότητα και χαρά.
Ο Γιάννης έμπαινε στο παρεκκλήσι γελώντας, τον οδηγούσε η μάνα του - χήρα με το μοναχογιό της - να «χαιρετίσει», δηλαδή να φιλήσει την εικόνα στο προσκυνητάρι, τη φιλούσε γελώντας, μετά πήγαινε στ’ αριστερά του χορού κι έστεκε δίπλα στην άκρη στο ανατολικό στασίδι, δυο βήματα από τη βόρεια πύλη, όπου οι γυναίκες έφερναν τυλιγμένα με πετσέτες τα πρόσφορα και έγραφαν τα ονόματα, δηλαδή τα έγραφε ο παπάς καθ’ υπαγόρευση, στέκοντας στο άνοιγμα της πόρτας, με το μολυβοκόντυλο, κρατώντας φύλλα διπλωμένου χαρτιού πάνω στο βιβλίο των Αποστόλων ή το Ψαλτήρι:
«Γιώργο, Γιώργο και του πλοίου με τους συμπλέοντες, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ο παπάς έγραφε Ν.Ν.), Κυρατσούλα, Σειραΐνα, άλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.) Κωνσταντή, Κωνσταντή (Κ.Κ.), συζύγου, τέκνων, γονέων και αδελφών αυτών».
Εκεί έστεκε ο Γιάννης και άκουγε γελώντας την υπαγόρευση των γυναικών, τις επαναλήψεις και το φίλημα του χεριού του παπά.
Τέλος, όταν άρχιζε η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξακολουθούσε να γελά με τις αντιφωνίες των διάφορων νεαρών ψαλτών και με τις οξυφωνίες του παπά.
Συνήθως άντεχε όρθιος για ώρες, μετά καθόταν στο σκαλοπάτι του Αγίου Βήματος κάτω από την τελευταία αριστερή εικόνα (που ήταν συνήθως του αγίου του ναού).
Η μάνα του, που τον είχε μοναχογιό, συχνά έταζε και παρακαλούσε τους αγίους «να τον κάνουν καλά».
Όμως φαίνεται ότι αυτός ήταν αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πολλούς άλλους και οι άγιοι δεν έκριναν ότι συνέφερε να του δώσουν εκείνο που η μάνα του ονόμαζε «την υγειά του», δηλαδή την ελευθερία να κάνει κακουργήματα με επίγνωση.
***
Η ψαλμωδία συνεχιζόταν όλη τη νύχτα. Πενήντα ή εκατό άντρες και παιδιά – συνήθως είχαν παραφάει και είχαν παραπιεί – κοιμόνταν έξω, ανάμεσα στα σκίνα και οχτώ ή δώδεκα γυναίκες και τρεις γέροι στα στασίδια ή στις πλάκες του ναού, κοιμόνταν καθιστοί.
Κάπου κάπου ακουγόταν το ροχαλητό του παπά μέσα απ’ το Άγιο Βήμα.
Ο ψάλτης μισονύσταζε κι έκανε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι κι ο γέρο-Δημητρός, ο νεωκόρος και επίτροπος των ξωκλησιών, χωρίς ο νους του ν’ αποσπάται απ’ το παγκάρι και τα κεριά, έπαιρνε «δυο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι.
Ο Γιάννης, άγρυπνος, δεν έπαυε να γελά.
***
Κάτω, στη μικρή πόλη, που ο Γιάννης ήταν η ευθυμία και η χαρά των σπιτιών, ο ίδιος γελούσε με περισσότερο θόρυβο απ’ όλους, όταν συναντούσε έναν από τους περιπλανώμενους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του ή το Ζαχαρία τον Κούκκο ή τον Τάσο το Νικολή ή το Ματώ από τον Απάνω Μαχαλά, τότε άνοιγε πραγματικά η καρδιά του.
Γελούσε ασυγκράτητα και δε μπορούσε «να μαζέψει το στόμα του».
Ήταν σαν να έλεγε:
«Χαίρομαι, αδελφέ μου, που σε βλέπω τέτοιο, οι άλλοι που γελούν μαζί μας είναι πολύ χειρότεροι».
Και στα ξωκλήσια, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, συνήθως ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα, πάντοτε ή ο γέρο-Δημήτρης ο Ηπειρώτης, ο νυχτοβάτης ή ο πάτερ Ιωακείμ, ο άστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλητος και ξεσκούφωτος.
Όταν τον έβλεπε ο Γιάννης, αισθανόταν ιδιαίτερη ευθυμία και μελετούσε την όψη του.
Ο Ιωακείμ στεκόταν στην άλλη γωνιά του τέμπλου, δεξιά και συνήθως του έδιναν οι ψάλτες να διαβάσει το Ψαλτήρι. Ο Γιάννης δε χόρταινε να τον κοιτάζει και γελούσε, γελούσε με ηδονή ανείπωτη. Και όταν δεν ήταν πανηγύρι, ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως στην εξοχή. Είχε η μάνα του μικρούς ελαιώνες και χωραφάκια κι ο φτωχός νέος, φαίνεται ότι έκανε τις γεωργικές αγγαρείες και τις βοηθητικές εργασίες, με όλη την αδυναμία του. Αλλά και τότε, όταν περνούσε από το ξωκλήσι, ξεπέζευε, έδενε στη ρίζα ενός θυμαριού το γαϊδούρι και έμπαινε στο εκκλησάκι. Εκεί έβγαζε άναρθρες κραυγές, θέλοντας να μιμηθεί τους ψάλτες και κάποιες φορές έβαζε χέρι στα εικονίσματα και τα κατέβαζε κάτω για να τα ξεσκονίσει όπως ήθελε.
Άλλοτε έβγαζε τα πορτόφυλλα της Ωραίας Πύλης και άρχιζε να τα πελεκά με το κλαδευτήρι που είχε.
Πότε τα έβαζε ξανά στη θέση τους, πότε τα άφηνε κάτω στο έδαφος, όπου τύχει.
***
Η Μαλάμω του μπαρμπα-Δημητρού, σύζυγος του Γιώργη του Πολύζου, ήταν απαράμιλλη στη θρησκευτική ευλάβεια.
Άλλη δεν ήταν σαν κι αυτή, να τρέχει διαρκώς σ’ όλα τα ξωκλήσια, ν’ ανάβει τα καντήλια, πότε με λάδι δικό της, πότε εκ μέρους άλλων πλουσιότερων γυναικών.
Είχε μεταφέρει στις πλάτες της πέντ’ έξι παλιοσάνιδα που της έδωσαν, για να επισκευάσει τη στέγη του ναού του Χριστού στο Κάστρο.
Η Μαλάμω, για ευκολία, τα ακούμπησε προσωρινά έξω από το Κάστρο, πριν από το φοβερό χάσμα της παλιάς γέφυρας, στο κάτω σκαλί της ιλιγγιώδους, φαρδιάς, κυκλικής και πλατιάς σκάλας.
Ήταν μεσοβδόμαδα.
Η Μαλάμω έλεγε μέσα της:
«Χριστιανός δε θα βρεθεί να τα κλέψει».
Κι όμως βρέθηκε.
Ψηλά από το μικρό ετοιμόρροπο καλύβι, εκεί που ήταν ένα παλιοχώραφο ανάμεσα στα ρουμάνια και έβοσκε πέντ’- έξι ψωραλέες γίδες ο Νικολός ο Μπασιόλης, παρατηρούσε για ώρα πολλή από μακριά, σαν να την κοίταζε στα μάτια και μουρμούριζε μεγαλόφωνα μέσα απ’ τα δόντια του:
«Πού να τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παλιοσάνιδα;»
Την επόμενη μέρα, η Μαλάμω είχε δουλειά στο σπίτι της, κάτω στο χωριό, τρεις ώρες δρόμο. Την τρίτη μέρα δεν ευκαιρούσε ο σύζυγός της, που ήταν λιγάκι χτίστης και αγωγιάτης και γεωργός. Την άλλη ήταν Σάββατο κι η Μαλάμω κατάφερε το σύζυγό της, να πάνε μαζί με το μουλάρι, να κουβαλήσει αυτός άμμο και ασβέστη από μια ανεμοδαρμένη έπαυλη, όχι πολύ μακριά απ’ το Κάστρο, να μπουν κουβαλώντας τα σανίδια που είχαν μείνει έξω, να φτάσουν στο ναό του Σωτήρα, αυτή ν’ ασβεστώσει κι εκείνος ν’ ανεβεί στον τοίχο, πατώντας στις σκαλωσιές και στους πλαϊνούς τοίχους με τις φαγωμένες πέτρες, να καρφώσει τα σανίδια στο ξέσκεπο μέρος της στέγης και να τα σοβατίσει με το χαρμάνι που θα ζύμωνε με τα υλικά που επρόκειτο να μεταφέρει.
***
Φτάνουν στα πρόθυρα του Κάστρου, κοντά στο βάραθρο, κοιτάζει η Μαλάμω.
Τα σανίδια έλειπαν.
Έκανε πολλούς σταυρούς, απόρησε, αγανάκτησε.
– Το λοιπόν, πού τα ‘χεις τα σανίδια; ρώτησε ο Πολύζος.
– Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ’ ακούμπησα.
– Πού είναι τα, λοιπόν;
– Πού ‘ν’ τα; Να κοπεί το χεράκι του όποιος τα πήρε.
– Δε σου ‘πα εγώ, ευλογημένη, να μην κάνεις μισές δουλειές;
Ή να περιμένεις έπρεπε ν’ αδειάσω να τα κουβαλήσω με το μουλάρι ή αφού τα ‘φερες, νά ‘κανες ένα κόπο να τα πας ως μέσα στην εκκλησιά.
– Και ποιος ξέρει αν δεν τα βρούμε μες στην εκκλησιά, είπε η Μαλάμω, με εύκολο θάρρος για να παρηγορηθεί. Έλα Χριστέ μου, καμιά καλή χριστιανή θα ήρθε χτες προχτές ν’ ανάψει τα καντήλια και τη φώτισ’ ο Θεός και τα κουβάλησε.
– Μακάρι!
Ο Πολύζος ξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώο, έδεσε το ζώο του, ανέβασε με πολύ κόπο πρώτα το σάκο της άμμου και μετά τη σκάφη με τον ασβέστη στην ψηλή φοβερή σκάλα, μετά ανέβηκε η γυναίκα του με το καλαθάκι της που είχε λάδι, κεριά και λίγα τρόφιμα.
Μετά φορτώθηκε αυτή τον ασβέστη, ο άντρας της πήρε την άμμο και το καλαθάκι, πέρασαν τη σιδερένια πύλη και μπήκαν στο παλιό έρημο χωριό.
Μετά από δέκα λεπτά, έφτασαν μπροστά στην εκκλησιά.
Ξεφορτώθηκαν και κάθισαν να ξαποστάσουν.
Της φάνηκε της Μαλάμως, ότι άκουγε κάτι σαν χαλαρή και άρρυθμη ψαλμωδία μέσ’ από την εκκλησιά.
Δεν πίστευε στ’ αυτιά της.
Πλησίασε στην πόρτα, την έσπρωξε.
Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
Ακούγονταν τώρα πιο καθαρά οι παράφωνες ψαλμωδίες.
– Ωχ, Θε μου, τι να ‘ναι; είπε η Μαλάμω. Έλα, Πολύζο, να δεις και ν’ ακούσεις.
Η πόρτα είναι κλειδωμένη από μέσα.
Πλησίασε ο άνθρωπος, χτύπησε, έσπρωξε με δύναμη. Μάταια.
Η πόρτα ήταν πράγματι μανταλωμένη.
– Τι πειρασμός είν’ αυτός, έκραξε η Μαλάμω χτυπώντας τα χέρια της.
Τα σανίδια λείπουν απ’ έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη κι ουρλιάσματα άχαρα ακούγονται από μέσα.
Τι να ‘ναι αυτό; Μπαίνουν τάχα και στις εκκλησιές πειρασμικά πράγματα;
Απ’ όλο αυτό το ακατανόητο βουητό του ήχου που ακουγόταν, η ακοή τους ξαφνικά ξεχώρισε δυο ή τρεις φορές τις λέξεις «Χριστός Ανέστη».
– Χριστός Ανέστη, επανέλαβε η Μαλάμω.
Κι ακόμα τώρα πέρασε η μεσοσαρακοστή.
Ήταν πράγματι το Σάββατο της τέταρτης εβδομάδας των Νηστειών.
– Μην πηγαίνει αλά φράγκα αυτός που είναι μέσα; Είπε ο Πολύζος.
– Στοιχειό θα είναι, ξορκισμένος οξαποδώ, απάντησε η Μαλάμω.
– Κανένας μουρλός θα είναι, είπε ο Πολύζος. Ας δούμε.
Μην είν’ εκείνος ο Γιάννης της Λέκκαινας;
Χτύπησε πάλι δυνατότερα την πόρτα. Μετά κοίταξε τον τοίχο κι έδειξε σχεδόν δυο οργιές πιο ψηλά το μικρό φεγγίτη με το χρωματιστό γυαλί, που φώτιζε την εκκλησία από τη δεξιά πλευρά.
– Να μπορούσα ν’ ανεβώ κει πάνω, είπε. Έλα βοήθα, Μαλάμω, να στοιβάξουμε πέτρες πολλές, να τις στερεώσουμε, για ν’ ανεβώ ως εκεί.
– Δε φωνάζουμε μια; είπε η Μαλάμω, αλλά δεν ακούστηκε ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Άρχισαν να ξεκολλούν λιθάρια από τα ερείπια των παλιών σπιτιών εδώ κι εκεί.
Όταν μάζεψαν αρκετά λιθάρια, άρχισε ο Πολύζος να τα στοιβάζει σε σωρό.
Αλλά τότε ανέλπιστα ακούστηκε ο κρότος του μάνταλου ή μοχλού που σέρνεται κι ένα δυνατό γέλιο ακούστηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
Ήταν πράγματι ο Γιάννης του Λέκκα.
Υποδέχτηκε με παιδικά γέλια τη γυναίκα και τον άντρα της.
– Α! Εσύ ‘σαι, μωρέ μαγεμένε! είπε η Μαλάμω, γιατί δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουμε;
Ο Γιάννης απάντησε με νέα γέλια.
Κοίταξαν προς την πόρτα και είδαν μέσα.
Ο Γιάννης είχε ανάψει στα μανουάλια όλα τ’ απόκερα, όσα είχε βρει εκεί, είχε χύσει το λάδι απ’ τα καντήλια, είχε αδειάσει όλο το λαδικό που βρήκε στο ντουλάπι της βορειοδυτικής γωνιάς, είχε κατορθώσει ν’ ανάψει σαν πυροφάνι μόνο δυο καντήλια από τα επτά οκτώ μπροστά στο τέμπλο και στο προσκυνητάρι κι ευχαριστιόταν ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη», όπως αυτός ήξερε.
Είχε βαρεθεί τη Σαρακοστή, λαχταρούσε το Πάσχα και άρχισε να το γιορτάζει προκαταβολικά.
Αφού γέλασε αρκετά, η Μαλάμω έσβησε τ’ απόκερα, προσπάθησε να σκουπίσει τα χυμένα λάδια και μετά σκεφτόταν ν’ αρχίσει το ασβέστωμα.
Είχε ήδη λησμονήσει τα χαμένα σανίδια.
Αλλά ο Πολύζος είπε :
– Και πού ειν’ τα σανίδια, Μαλάμω;
– Πού ‘ν’ τα, μαθές; απάντησε η γυναίκα.
Τυχαία και δίχως να ελπίζει η γυναίκα στράφηκε στο φτωχό παιδί και τον ρώτησε :
– Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά;
Το άκακο παιδί απάντησε μόνο.
– Κουβάλας.
Αυτός πράγματι είχε συναντήσει το Γιάννη προχτές, την ώρα που κουβαλούσε τα κλοπιμαία.
Του έδωσε δυο ξυλιές προκαταβολικά και τον φοβέρισε να μη μαρτυρήσει τίποτε.
Ο Γιάννης απάντησε με το παγωμένο γέλιο του.
Είχε ξεχάσει και τις ξυλιές και τη φοβέρα.
Την επόμενη μέρα βρήκε η Μαλάμω τα κλοπιμαία.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης