H Βάπτιση.
Στη Χριστιανική θρησκεία, τα βάπτισμα είναι μυστήριο με το οποίο ο βυθισμένος σε αγιασμένο νερό «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», καθαρίζεται από κάθε αμάρτημα.
Από εδώ πηγάζει και η λαϊκή πίστη, πως οι βαπτιζόμενοι δεν πειράζονται από τα δαιμονικά, όπως και η γνώμη ότι είναι μεγάλο αμάρτημα να πεθάνει κανείς αβάπτιστος και δικαιολογείται η προσπάθεια να βαπτισθεί, έστω και συμβολικά το νεογέννητο.
Στις περιπτώσεις που το νεογέννητο πρόκειται να πεθάνει και δεν προφταίνουν να το βαφτίσουν, γίνεται ο αεροβαπτισμός.
Αν ένα παιδί αβάπτιστο κινδυνεύει να πεθάνει και δεν υπάρχει ούτε παπάς, τότε μπορεί να το βαπτίσει και ένας απλός Χριστιανός.
Παίρνει το νήπιο στα χέρια του και αφού το υψώσει στον αέρα τρεις φορές και πει, «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού (αναφέρεται το όνομά του) εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», το νήπιο τότε λογίζεται ως Χριστιανός.
Αν ζήσει, τότε γίνεται κανονικό βάπτισμα από ιερέα και δίνεται το ίδιο όνομα που δόθηκε στο αεροβάπτισμα. Αν πεθάνει, θεωρείται ως κανονικά βαπτιζόμενο.
Υπεύθυνοι για το θάνατο αβάπτιστου παιδιού, που συνήθως ήταν τα πρόωρα, που έβγαιναν νεκρά από την κοιλιά της μάνας και δεν προλάβαιναν να αεροβαπτιστούν, θεωρούνταν οι γονείς και ο παπάς τους επέβαλε να κάνουν μετάνοιες, να κάνουν λειτουργίες, να μην μεταλαβαίνουν για κάποιο χρονικό διάστημα κ.α.
Τον Νουνό (νονό) ή τη νονά την επέλεγαν οι γονείς, εκτός κι αν κάποιος επιθυμούσε κι ερχόταν στο σπίτι και «ασήμωνε» το παιδί. Αν οι γονείς δεν θέλανε την κουμπαριά, τότε του λέγανε ψέματα πως το παιδί είναι «δοσμένο», δηλαδή ταγμένο σε άλλον νονό.
Το βαπτισμένο παιδί το λέγανε βαφτιστήρι ή βαφτιστικό ή βαφτιστικιά, αν ήταν κορίτσι.
Αν το παιδί βαφτιστεί πριν κλείσει σαράντα μέρες, λένε ότι μοιάζει στο χαρακτήρα με το νονό του.
Κατά την ώρα του μυστηρίου, ο νονός ή η νονά, φτύνουν τρεις φορές στο στόμα του παιδιού και εύχονται σε τι να τους μοιάσει και σε τι να μην τους μοιάσει, αν είχαν κάποια ελαττώματα.
Άλλωστε ο χαρακτήρας του παπά και του νονού έχει επίπτωση στο παιδί, γιαυτό και λέμε «τρελός παπάς σε βάφτισε» ή «τρελός νονός σε βάφτισε» (για άτακτα και οξύθυμα παιδιά) ή «με ξύδι σε βαφτίσανε» για όσους είναι πικρόχολοι και στρυφνοί.
Όταν κάποιο ζευγάρι έχει χάσει στη γέννα η σε μικρή ηλικία παιδιά και για να χάσουν τα ίχνη τους τα δαιμονικά όντα που τους καταδιώκουν και τους πεθαίνουν τα παιδιά, προκειμένου να βρουν νονό, κάνουν το εξής.
Εκθέτουν το παιδί σε ένα σταυροδρόμι, «το ρίχνουν» με το συμβολικό σκοπό να αποχωριστούν, να αποξενωθούν τα παιδιά από την οικογένεια τους και να αποφύγουν έτσι το δαίμονα που τα παρακολουθεί και τους αφαιρεί τη ζωή.
Στην περίπτωση αυτή, τη βάφτιση του παιδιού, αναλαμβάνει ο πρώτος που θα τρέξει να πιάσει το παιδί. Άλλοτε τάζουν να ρίξουν το παιδί στην εκκλησία. Και εδώ νονός θα είναι αυτός που θα βρει και θα πιάσει πρώτος το παιδί.
Για να πετύχει μάλιστα ο σκοπός των γονέων, το «ρίξιμο» πρέπει να κρατηθεί μυστικό. Οποιοσδήποτε όμως και αν είναι ο νονός, η τιμή που του αποδίδεται είναι μεγάλη, όπως και ο δεσμός που ενώνει τις δύο οικογένειες.
Η βάπτιση εξάλλου, θεωρείται θεάρεστη πράξη (ψυχικό), πιστεύεται μάλιστα πως όσα περισσότερα παιδιά βαφτίσει κανείς, τόσο η θέση του στον ουρανό είναι καλύτερη.
Τα πρώτα παιδιά παίρνουν το όνομα των γονιών του αντρόγυνου και μάλιστα προηγούνται τα ονόματα του πατέρα. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει τον πρώτο λόγο ο νονός.
Μερικές φορές οι παππούδες και οι γιαγιάδες, δεν ήθελαν να πάρουν τα ονόματα τους τα εγγόνια τους, γιατί έτσι πίστευαν πως θα πεθάνουν. Γενικά όμως, τα ονόματα παίρνονται από το Χριστιανικό εορτολόγιο.
Ο Νονός αναλαμβάνει τα έξοδα της βάφτισης, λάδι, σαπούνι, πετσέτα, αμοιβή ιερέα, ψαλτών, επιτρόπων και νεωκόρου, φιλοδώρημα της μαμής, ρούχα του μωρού (τα φωτίκια), τα φλουράκια ή σταυρουδάκια που κρεμούσαν με καρφίτσα στους καλεσμένους, «η βάφτιση» όπως την έλεγαν, καθώς και το διχτάρι, που είναι ένα ύφασμα 3-4 πήχες, περασμένο από το λαιμό του νονού, για να ακουμπάει επάνω το παιδί όταν το ντύσουν.
Όταν ο νονός παρέδιδε στη μητέρα το παιδί μετά τη βάφτιση, αυτή του φιλούσε το χέρι.
Το βάπτισμα γινόταν και στο σπίτι, όταν η μητέρα ήταν λεχώνα και γινόταν κανονικά, μιας και μετέφεραν εκεί την κολυμβήθρα και όλα τα απαραίτητα.
Το νερό, μετά το βάπτισμα, το έριχναν σε έναν ειδικό βόθρο στην εκκλησία, που είναι φτιαγμένος ειδικά γι αυτό το σκοπό, ενώ τα ρούχα του παιδιού που ήταν λαδωμένα από το μυστήριο, έπρεπε να πλυθούν στο ποτάμι.
Τα παιδιά που έχουν τον ίδιο νονό λέγονται ψυχαδέρφια, θεωρούνται πνευματικά αδέλφια και απαγορεύεται ο γάμος μεταξύ τους.
Γιάννης Γιαννούκος