Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ο Ανδρέας και ο Αντριάς

Ο Ανδρέας ήταν ένα ήσυχο, απλό και αγαθό χωριατόπαιδο. Κάποτε λοιπόν, όταν ήταν σε ηλικία γάμου του έκαναν προξενιό για να παντρευτεί μια καλή κοπέλα από ένα διπλανό χωριό.

Ο Ανδρέας δεν είχε αντίρρηση. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στο διπλανό χωριό για να γνωρίσει τη νύφη, παρέα με ένα θείο του.

Η επικοινωνία τότε γινόταν με τα μουλάρια γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα.

Στο δρόμο ο θείος του τον συμβούλευε πως να συμπεριφερθεί και μεταξύ των άλλων του είπε και το εξής,

Όταν μας βάλουν για να φάμε, δε θα πέσεις με τα μούτρα στο φαί και να σε περάσουνε για νηστικό, γι αυτό θα τρως αργά-αργά και όταν εγώ σου πατήσω το πόδι κάτω από το τραπέζι, θα σταματήσεις να τρως και όλοι να σου λένε, φάε γαμπρέ, εσύ θα λες, ευχαριστώ δεν πεινάω άλλο.

Όταν λοιπόν έφτασαν στο σπίτι και ακολούθησαν οι συστάσεις και τα σχετικά κάθισαν να φάνε.

Όμως ο φουκαράς ο Ανδρέας δεν είχε προλάβει να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και η γάτα του σπιτιού περνώντας κάτω από το τραπέζι του πάτησε το πόδι.

Αυτό ήταν. Ο Ανδρέας παράτησε το φαί και όσο κι αν τον παρακαλούσαν όλοι να φάει, αυτός επέμενε.

Ευχαριστώ πολύ χόρτασα. Μάταια τον παρακαλούσε και ο θείος του να φάει, αυτός τίποτα.

Λόγω της βροχής ο νοικοκύρης τους πρότεινε να μείνουν εκεί τη βραδιά αυτή.

Όμως εκείνη την εποχή τα σπίτια συνήθως δεν είχαν πολλά δωμάτια, αλλά ένα μεγάλο που ήταν και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και απ΄όλα.

Έστρωσαν λοιπόν σε μια γωνιά να κοιμηθούν ο Ανδρέας και ο θείος του.

Έξω η βροχή έπεφτε ακόμη ασταμάτητα.

Ο Ανδρέας όμως πείναγε πάρα πολύ, γι αυτό άνοιξε κρυφά το ταγαράκι που είχε μαζί του και στο οποίο είχε ψωμί, τυρί, ελιές κλπ που το είχε μαζί του για το δρόμο και άρχισε να «μασουλάει».

Σε μια στιγμή ξυπνάει ο νοικοκύρης του σπιτιού και ανοίγει την πόρτα για να δει τον καιρό. Βλέπει λοιπόν τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει αλλά όλο και δυνάμωνε και αναφωνεί.

«Ρίξε καημένε Αντριά»

Αντριά λέγανε το μήνα Νοέμβριο, επειδή αυτό το μήνα είναι του Αγίου Ανδρέα.

Τότε ο Ανδρέας, νομίζοντας ότι μιλάει σ΄αυτόν, σηκώνετε από τα στρωσίδια του και λέει στον νοικοκύρη.

«Κι αν ρίχνω κι αν δε ρίχνω, απ΄το ταγαράκι μου».

 

Γιάννης Γιαννούκος

 

 

 

 

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου