Η Κατασκευή της σεγκούνας
Η σεγκούνα ήταν γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια, που ανάλογα με τη διακόσμηση φοριόταν τις καθημερινές, τις γιορτές, νυφιάτικη. Πιο απλή μορφή σεγκούνας είναι η σουκάρδα που φοριόταν τις καθημερινές.
Η σεγκούνα αποτελείται από ένα μονοκόμματο φύλλο στην πλάτη, την μάνα, από ένα φύλλο μπροστά -δεξιά και αριστερά- τα μπροστάρια και από δύο πλαϊνά, που χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη συμπληρώνονται με δύο μικρά τριγωνικά κομμάτια τα λαγκιόλια.
Είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά, ρελιασμένος με βαμβακερό γαϊτάνι. Με το ίδιο γαϊτάνι γίνεται και το ρέλιασμα στο άνοιγμα της μασχάλης. Φαρδιές διακοσμητικές ταινίες από βαμβακερό νήμα στριμμένο σαν κορδονάκι και ραμμένο το ένα δίπλα στο άλλο διακοσμούν τα δύο μπροστινά φύλλα, την περιφέρεια και την πλάτη, που είναι σχεδόν ολόγιομη.
Στα μπροστινά φύλλα, το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις διακοσμητικές ταινίες καλύπτεται με δύο σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, καμωμένα και αυτά από βαμβακερό νήμα.
Στο χωριό μας το κάθε σπίτι είχε πάνω από είκοσι τόπια ύφασμα που τα είχαν υφάνει στον αργαλειό, τις τρούμπες όπως τις έλεγαν και κάποιες από αυτές ήταν ειδικό πανί για σεγκούνες, το σαγιάκι (« σαγίον»).
Για να κατασκευάσουν το σαγιάκι διάλεγαν το καλύτερο άσπρο μαλλί του προβάτου φροντίζοντας να μην υπάρχει ίχνος μαύρης τρίχας. Μετά τον αργαλειό για να γίνει χοντρό και πυκνό το ύφασμα το πήγαιναν σε μαντάνι η το έτριβαν για πολλές ώρες σε χλιαρό νερό ώσπου να μπάσει. Οι εύπορες γλύτωναν όλη αυτή την ταλαιπωρία αγοράζοντας έτοιμο ύφασμα το οποίο λεγόταν σαάκ.
Για την κατασκευή μιας σεγκούνας χρειάζονταν έξι έως οχτώ πήχες πανί. Για την κατασκευή της σεγκούνας υπήρχαν στο χωριό οι μαστόροι. Έκοβαν το ύφασμα σε κομμάτια, τη μάννα (το μονοκόμματο κομμάτι της πλάτης), τα μπροστάρια και με την βοήθεια άλλου ατόμου ή του «δούλου» έφερναν τα κομμάτια ίσα και τα έραβαν. Ο δούλος ήταν μια ταινία από στέρεο ύφασμα με ένα αγκίστρι στην άκρη. Καθισμένος σταυροπόδι ο ράφτης περνά το δούλο κάτω από το γόνατο γαντζώνοντας καλά ένα φύλλο σεγκούνας. Απέναντι έβαζε το άλλο κομμάτι και άρχιζε να ράβει. Το κέντημα που ακολουθούσε ήταν πολύ χρονοβόρο και στις περισσότερες περιπτώσεις το έκαναν μόνες τους και από ένα σημείο και μετά με αγοραστές κλωστές.
Γιάννης Μητάκης