Η κατάρα
Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή το 1905 και έμεινε μέχρι το 1921. Από το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί. Περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο την κατάρα που κτύπαγε αυτούς που έκοβαν μεγάλα δένδρα.
Πάει ο Αδάμης
Μια αριά είχε φυτρώσει-ποιος ξέρει από τι χρόνια-στο φρύδι ενός γκρεμού. Κάτω άνοιγε χάβος. Ίλιγγος τον έπιανε τον άνθρωπο, να σκύψει σε αυτό το ζάστανο. Ωστόσο η αριά στεκόταν εκεί αιώνες αλύγιστη. Και ψήλωνε και μέστωνε. Ξεχώριζε το ευγενικό δένδρο από όλα τα γύρω του. Κορμί χυτό. Και τα κλωνάρια του, καθώς γυρίζανε στο σταυρό, δένδρα ξεχωριστά τα νόμιζες, πως είναι το καθένα. Φύλλα δίχρωμα, πράσινα την απάνω μεριά κι ασημί από την ανάποδη. Και βελανίδια πιο μικροκαμωμένα από εκείνα που έχει ο ξάδερφός της, το πουρνάρι.
Όσοι πέρασαν από το δάσος Τήνε προσέξανε και την είπανε κιόλας: μεγάλη αριά, αν και γύρω της πολλές της βγαίνανε στο ανάστημα.
Όταν μπήκανε τα τσεκούρια στο δάσος και φτάσαν ως τη μεγάλη αριά, οι ρίχτες της ρίξανε μια ματιά στη ρίζα κι έπειτα ανασηκώσανε τα μάτια τους αργά αργά και την καλοκοίταξαν ως την κορυφή. Σα να διστάζανε να βαρέσουνε τσεκούρι απάνω στο «παλιό δένδρο».
Ξέρανε πως «τα μεγάλα και παλιά δένδρα είναι στοιχειωμένα κι οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθονται πολύ ώρα από κάτω σε αυτά η να κοιμόνται στον ίσκιο των για να μην πάθουν κακό. Και όταν κόβουν κανένα αυτοί οι ξυλοκόποι και το δουν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής, και δε βγάζουν μιλιά για να μη τους εννοήσει η ψυχή του δένδρου όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί και καθώς είναι αγανακτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση, όταν τον κόβουν βάνουν μια πέτρα, για να εμποδίσει να μην έβγη η ψυχή του δένδρου, τι αλλιώς θα τους κάνει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν πόνους δυνατούς στη μέση».
Ξέροντας αυτά οι ρίχτες είπανε στον Αδάμη, τον αρχηγό τους. «Ας αποφύγουμε. Τι πρόκειται από ένα κλαρί….»
Ο Αδάμης όμως δεν γνωρίζει τι θα πει δισταγμός. «Εμπρός» προστάζει. Και τότε αρχίζουν ένας δεξιά, ένας ζερβά να κατεβάζουνε στου δένδρου το κορμί τα στενά τσεκούρια. Ένας από τους δυο είναι ο ίδιος ο Αδάμης.
Η αριά στέκει αλύγιστη. Στην αρχή τα τσεκούρια πηγαίνουνε βαθιά, γιατί το ξύλο είναι νέο, άσπρο, μαλακό. Όσο όμως προχωρούνε, φτάνουνε σε σιδερόξυλο, που προς το κέντρο τόσο και σκουραίνει τόσο και σκληραίνει.
Οι παλάμες των λοτόμων-κι ας είναι γεμάτες ρόζους-αρχίζουνε να πονούν. Σε κάθε τσεκουριά νιώθουνε να τους έρχεται και μια κτυπιά με στυλιάρι.
Ώρες παιδεύονται. Απόκαμαν, αλλά δε θέλουν να την αφήσουνε την αριά. Το ξύλο δεν το πολυλογαριάζουν.
Αλλά γιατί να φανούνε πως δεν μπορέσανε να τήνε ρίξουνε;. Ο Αδάμης τόχει σε κακό να νικηθεί από ένα κλαρί κι ας είναι η «Μεγάλη Αριά». Κατεβάζει λοιπόν πεισματικά και αλύπητα το τσεκούρι του.
Τώρα σε κάθε νέο χτύπημα ανατριχίλα ξεκινάει από κει που πέφτουνε τα τσεκούρια και χτυπάει από το σταυρό στα διχάλια, περνάει στους κλώνους, χύνεται στα κλωνιά και σβήνει στα φύλλα.
Άρχισε η «Μεγάλη Αριά», να τρέμει αντικρίζοντας τη στερνή της ώρα ή μανίζει, όσο τήνε χτυπούνε πιο δυνατά;
Αλλά να, παραδόθηκε ο ένας λοτόμος. Δεν έχει άλλη δύναμη. Κι ο Αδάμης φαίνεται νάναι στα στερνά του. Σταματάει τις τσεκουριές. Σταίνει το τσεκούρι στο κορμί της αριάς και κοιτάζοντας τον συντροφό του: «για τραβήξου πέρα» του λέει. Και ο ίδιος πηγαίνει πιο πάνω, ανεβαίνει σε ένα βράχι και πιάνεται γερά από ένα κλωνάρι της «Μεγάλης Αριάς». Βάνει τη δύναμή του να σείσει το δένδρο. Θέλει να δοκιμάσει, αν χρειάζονται ακόμη πολλές τσεκουριές, για να τήνε ξαπλώσει την αριά στη γης.
Την είχε κάνει αυτή τη δοκιμή και σε άλλα δένδρα. Κι άμα χρειαζότανε λίγες, πλησίαζε με δυο σάλτους στη ρίζα, κατέβαζε τις τσεκουριές κανονίζοντας κατά που να πέσει το δένδρο κι ύστερα ξεμάκραινε αέρας, κρατώντας με το ένα χέρι την άκρη του στυλιαριού. Στεκότανε τότε και παρατηρούσε στην κορυφή το δένδρο. Μόλις το έβλεπε ν’αρχίζει την καμπύλη του κατά τη γης, άρχιζε κι ο ίδιος να χοροπηδάει σαν μανιακός. Και τη στιγμή που το δένδρο σώριαζε κι ακουγόταν ο αχητός, ο γδούπος, ο Αδάμης έβγανε μια στριγγλή κραυγή και κοίταζε γύρω του σα θριαμβευτής.
Αλλά, όταν πάλευε να ρίξει την «Μεγάλη Αριά», τα πράματα δεν πήγανε με τη συνηθισμένη τάξη.
Καθώς τράβηξε από το κλωνάρι ο Αδάμης, το δένδρο έκανε αλαφρή κλήση κατ’ αυτόνανε.
Έπειτα αμέσως ανασηκώθηκε να σταθεί πάλι στη θέση του όρθιο. Αλλά έβανε πιο πολλή δύναμη και βάισε κατά το αντίθετο μέρος, προς το γκρεμό. Θέλησε να ανασηκωθεί πάλι, αλλά τη στιγμή αυτή το έπιασε ίλιγγος από την άβυσσο, ζαλίστηκε, έχασε την ισορροπία του για πάντα και γκρεμίστηκε στο βάραθρο.
Ο Αδάμης δεν το περίμενε αυτό το βαράθρωμα. Για αλλού την ετοίμαζε τη «Μεγάλη Αριά», να τηνε ξαπλώσει. Κι όπως ήρθε απάντεχα και γρήγορα το ανεθάρρευτο, δεν πρόλαβε ούτε τα χέρια του, ν’απολύσει από το κλωνάρι.
Τόνε σήκωσε λοιπόν η «Μεγάλη Αριά», στον αέρα και τόνε πήρε μαζί της. Έγραψε κι αυτός την καμπύλη, που αναγκαστήκανε, να γράψουνε τόσα και τόσα δένδρα και βρέθηκε λιώμα στην πέρα μεριά στο ζάστανο, ενώ η «Μεγάλη Αριά», είχε σφηνώσει στη ρεματιά τα κλωνάρια κάτω και το κορμί τον ανήφορο.
Πάει κι ο Κατσής
Την ίδια μανία είχε και ο Κατσής. Η ρεματιά ήτανε κατάφυτη από πλατάνια. Θα μπορούσε να κόψει ένα, οποιοδήποτε τύχαινε μπροστά του, να κάνει τη δουλειά του. Όχι! Αυτός ήθελε να κόβει όλο τα μεγάλα, σημαδιακά δένδρα. Έψαξε λοιπόν και βρήκε το καλύτερο. Ένα θεόρατο πλατάνι. Δεύτερο σαν αυτό δεν ξαναγίνεται.
Πως όμως να το κόψει; Η ακτίνα του κορμιού ήταν εφτά πιθαμές! Που να φτάσει το στυλιάρι του τσεκουριού στην καρδιά της πλατάνας! Ούτε και το πριόνι-ο κόφτης-χρησίμευε σε τίποτα. Ήτανε πιο κοντός από τη διάμετρο του δένδρου. Τι πλατάνι ήταν αυτό! Προ κατακλυσμού θα είχε φυτρώσει! Μπρός στην αδυναμία του να το κόψει, στάθηκε ο Κατσής και παίδευε το νου του. Σώνει και καλά να βρει τρόπο να μην του γλυτώσει το δένδρο.
Και σα δεν κατέβαζε τίποτε το μυαλό του, ανέβηκε απάνω σε αυτόνε τον θεμελιωμένο πύργο και στάθηκε στο σταυρό. Τριχαλωτό ήτανε το πλατάνι. Τρία τέλεια δένδρα ανέβαιναν από το σταυρό.
Και καλά να περάσει το δικό του. Να γίνει αυτό που θέλει ο Κατσής! Δεν απόφευγε ο ευλογημένος. Άφησε τόσα δένδρα, που ήτανε στη γης κι άρχισε να κόβει ένα από τα τρία αδέρφια. Κάποια στιγμή βάισε αυτό. Τα πλατανάκια, που είχανε ξεπεταχτεί από τη μεριά, που φάνηκε πως θα πέσει, ανατρίχιασαν. Ούτε ένα δεν θα γλύτωνε. Κάτω από το αβάσταχτο βάρος του αδερφιού που έγειρε, θα ξαπλωνόταν όλα στρώμα γης.
Τα σώσαν ωστόσο τα δυο άλλα που παραστέκονταν. Βάνανε τα κλωνάρια τους και το στηρίξανε το αδέρφι των. Τότε αυτό ξέσυρε κατά κάτω, τίναξε μια του Κατσή και τόνε πέταξε τρία μέτρα μακριά, πάνω στα χοντρόβολα. Ούτε σπάραξε καθόλου αυτός. Κοκαλιασμένο τόνε φέρανε με τις τέμπλες στο σπίτι του.
Κανένας δεν έκανε προκοπή
Εδώ και σαράντα χρόνια μαύριζαν ακόμη στα βόρεια της Κλεισούρας οι κουτσούρες.
Γιώργου Ντεγιάννη
«ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ»