Ο Κολιός ο Τρομάρας και οι ήρωες της Μικρασίας
Μετά από έναν αιώνα ζωής, εκατό ολόκληρα χρόνια, μας άφησε ο συμπαθής συμπατριώτης μας, ο γέροντας Νίκος Ζέρβας, πιο γνωστός με την προσωνυμία, ο Κολιός ο Τρομάρας.
Άνθρωπος ηθικός, πράος, καλοσυνάτος, έζησε όπως όλοι οι σύγχρονοί του, τη σκληρή και στερημένη ζωή και τα τελευταία χρόνια μόνος, χωρίς τη συντροφιά της γυναίκας του.
Όμως ποτέ δεν του έλειψε το χαμόγελο και η χαρούμενη διάθεση. Με τις εύθυμες ιστορίες, τα αθώα πειράγματα και τα χωρατά του, σκόρπιζε το γέλιο και την ευθυμία σε όλους μας, αλλά και στους τουρίστες, που πουλούσε τσάι και ρίγανη, για να ενισχύει την πενιχρή σύνταξη του Ο.Γ.Α.
Χτυπητή αντίθεση με μας τους νεότερους, που ενώ δεν μας λείπει σχεδόν τίποτα, κουβαλάμε πάντα το άγχος της σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας.
Επίσης ήταν προικισμένος με μια πολύ γερή, σιδερένια κράση. Μέχρι που πέθανε, δεν ήξερε τι θα πει γιατρός και στο περπάτημα δεν του παράβγαιναν ούτε οι δεκαοκτάρηδες.
Επιθυμία και χαρά του Κολιού ήταν να προσφέρει παρά να ζητά και η προσφορά του προς την πατρίδα ήταν αξιόλογη.
Κληρωτός του 1919 έλαβε μέρος από την αρχή μέχρι το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας με το βαθμό του δεκανέα. Διακρίθηκε σε όλες τις μάχες που έλαβε μέρος και τίμησε το βαθμό του, τον εαυτό του και την Ελλάδα.
Για τον ηρωισμό που επέδειξε, ο διοικητής του τάγματος τον ρώτησε αν ήθελε να τον προτείνει για να προαχθεί στο βαθμό του λοχία.
«Μα ΄γω δεν ξέρου γράμματα, πως θα γίνου λουχίας;» απάντησε ο Κολιός.
Αγνοί, άδολοι άνθρωποι, ήξεραν μόνο να προσφέρουν και δεν ήθελαν να επωφεληθούν σε κάτι, που νόμιζαν ότι δεν τους ανήκει.
Για την περίοδο αυτή, ο Κολιός είχε πολλές αναμνήσεις και πάντα του άρεσε να διηγείται διάφορες εύθυμες κυρίως ιστορίες, μεταξύ των οποίων και το εξής περιστατικό.
-Κάποτε σε ένα στρατόπεδο, ο λοχαγός έδωσε στον Κολιό δύο αλυσίδες, με την εντολή να πάει στο κρατητήριο για να δέσει δύο κρατούμενους. Στο κρατητήριο που πήγε, βρήκε τον Καράγκο από τη Στενή και τον Τάγκα από το Μίστρο, οι οποίοι μόλις τον είδαν του είπαν./
«Συ ίσι ρε Κουλιό; Δε π΄στεύουμ να μας δέσεις;».
Μ΄αν δε σας δέσου, θα δές΄μένα ου λουχαγός» απάντησε ο Κολιός.
Κατάλαβαν οι κρατούμενοι τη δύσκολη θέση του Κολιού και του είπαν.
-«Καλά τότε ρε Κουλιό. Μη μας δένς όμους σφιχτά».
Αφού τους έκανε το χατίρι και τους έδεσε χαλαρά ο Κολιός, άρχισαν και οι τρεις να συζητάνε με νοσταλγία διάφορες αναμνήσεις από τη Στενή, το Μίστρο κι όλη την περιοχή και από τις συναντήσεις τους όταν έκαναν ζευγάρι στο Σκουντέρι και στο Μιστριώτικο. Μετά άρχισαν τα αλληλοπειράγματα μεταξύ τους, τα χωρατά και τα γέλια.
Εδώ πιθανόν να προκύπτουν μερικά ερωτηματικά και θα πρέπει να κάνουμε τις ανάλογες διευκρινήσεις.
Ποιοι ήταν ο Καράγκος και ο Τάγκας; Ήταν και αυτοί δύο από τους χιλιάδες ήρωες-στρατιώτες, που με κίνδυνο της ζωής τους, πολέμησαν με σθένος σε πολλές νικηφόρες μάχες της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Ποιο ήταν το παράπτωμα που διέπραξαν; Δεν το διευκρίνισε αυτό ο Κολιός. Αλλά απ΄ότι καταλάβαμε, θα βγήκαν κρυφά χωρίς άδεια καμιά βόλτα να ξεσκάσουν και να πειράξουν στο δρόμο καμιά όμορφη Τουρκοπούλα. Μπορεί όμως να άρπαξαν καμιά κότα να την ψήσουν, για να «λαδωθεί το άντερό τους» από την ξηροφαγία του στρατοπέδου.
Γιατί όμως για τέτοια μικροπαραπτώματα τιμωρήθηκαν τόσο αυστηρά;
Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει ο στόχος της Μικρασιατικής εκστρατείας, να φτάσουμε στην «κόκκινη μηλιά» έπρεπε να υπήρχε απόλυτη, σιδερένια πειθαρχία.
Γιατί ο Καράγκος και ο Τάγκας δεν στεναχωρήθηκαν για τη σκληρή τιμωρία τους, αλά την αντιμετώπισαν με χωρατά και γέλια;
Δεν στεναχωρήθηκαν γιατί ήξεραν από πιο μπροστά τι τους περίμενε. Πως αν τους έπαιρναν χαμπάρι, θα τους έβγαινε η βόλτα και η κότα ξινή.
Η κράτηση δε διήρκεσε πολύ, γιατί οι ανάγκες του πολέμου ήταν επιτακτικές. Μόλις βγήκαν από τα σίδερα, ο Τάγκας και ο Καράγκος, μαζί με τον Κολιό και τους άλλους στρατιώτες, με την ίδια ψυχική διάθεση, χωρίς να τους λείψουν τα χωρατά και τα γέλια, πολέμησαν ηρωικά και κυνήγησαν τις τουρκικές τσέτες πέρα από το Σαγγάριο.
Πιθανόν σε μερικούς να φαίνεται κάπως υπερβολικό, πως είναι δυνατόν κάποιος, όσο θαρραλέος και να είναι, να έχει ευχάριστη ψυχική διάθεση και να μην αισθάνεται δέος κατά τη διάρκεια μιας μάχης που κινδυνεύει η ζωή του.
Αντί για απάντηση, αναφέρω το παρακάτω περιστατικό, ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε, όπως μου το είχε διηγηθεί κάποιος γέροντας από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, που είχε λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Σε κάποια μάχη, μια τούρκικη σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι κάποιου Ρουμελιώτη στρατιώτη. Αυτός αντί να προφυλαχτεί, σηκώθηκε όρθιος και γελώντας είπε στους άλλους. «Ρε τον κιαρατά! Παρά λίγου να μ΄αφήσ΄στουν τόπου». Ταυτόχρονα σημάδεψε, πυροβόλησε και έριξε τον Τούρκο καταγής.
Κάποιος άλλος, για να τον πειράξει του είπε. «Ήμαστι κι μεις τ΄χιροί. Αν σι σκότωνι τι χρώσταγαμ΄να σι κ΄βαλάμι στουν ώμου τόσου δρόμου μέχρι του στρατόπιδου;» και αμέσως όλοι στο χαράκωμα ξέσπασαν στα γέλια.
Αυτή η νοοτροπία και το ψυχικό σθένος των παλιών, ίσως να μην μπορούν να την κατανοήσουν τα νέα παιδιά, που με την παραμικρή παρατήρηση νιώθουν καταπίεση και ψυχολογικά προβλήματα. Αλλά και οι σημερινές μορφωμένες μαμάδες, που μοναδική ένια τους είναι να μη στεναχωρηθεί το παιδί τους, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παλιές αγράμματες μανάδες. Αυτές οι μανάδες, πραγματικές Σουλιώτισσες, ένιωθαν υπερήφανες και καμάρωναν για τα παιδιά τους που πήγαιναν στον πόλεμο. Αν κάποια ένιωθε πόνο για τον αποχωρισμό, δεν το έδειχνε, για να μην εκτεθεί στις άλλες, να μην ντροπιάσει το παιδί της. Ακόμα κι όταν την έπνιγε ο πόνος, αναλογιζόμενη μήπως δεν ξαναδεί το παιδί της, δεν μπορούσε ούτε στο σπίτι της να δακρύσει. Έπρεπε να πάει να κρυφτεί στο κατώι για να μην την δει ο άντρας της και την αγριέψει, γιατί το κλάμα δεν ταίριαζε στους γάμους, αλλά μόνο στις κηδείες.
Όταν αποφασίστηκε η Μικρασιατική εκστρατεία και κλήθηκαν οι πρώτες κλάσεις, οι κληρωτοί από όλη ην Ελλάδα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα με χαρά και ενθουσιασμό. Παράτησαν τα αλέτρια και τις τσάπες, τα κοπάδια και τις στρούγκες και έστησαν χορούς στα χοροστάσια των χωριών τους και ξεκίνησαν να καταταγούν τραγουδώντας, σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι.
Στη Στενή ο χορός έγινε στη Βρυσίτσα και μαζεύτηκε όλο το χωριό, για να δουν και να καμαρώσουν τους κληρωτούς που θα χόρευαν.
Η Ζωή του Γερακίνη (του Γκριτζάλη), μικρό κορίτσι τότε, θυμόταν αυτούς που χόρευαν. Τον Παπαβαγγέλη με το πανωβράκι και τον κούκο, τον Ποστόλη τού Κατσανά, το Μητσάλη, τον Κεραμιδά και πολλά άλλα παλικάρια, που είχαν σχηματίσει τρεις γύρους στο χορό.
Μετά το χορό ξεκίνησαν πεζή για τη Χαλκίδα, με τις ευχές των συγγενών, των φίλων και όλου του χωριού. Στο δρόμο ακολούθησαν την πορεία Καμπιώτες, Βουναΐτες και Γιδιώτες. Από τη δεξιά μεριά είχαν ξεκινήσει Λουτσαΐτες, Καθενιώτες και Παλιουριώτες και από την αριστερή μεριά Πουρνιώτες, Θεολογίτες και Μιστριώτες, για να συναντηθούν όλο μαζί στην Πολυτήρα και τα Χάνια, που τους περίμεναν οι Πισσωνιάτες.
Την ίδια ώρα σκαρφάλωναν σαν αγριοκάτσικα τη Ράχη οι κληρωτοί των βορεινών χωριών, ξάντησαν από το Στατόρι οι Στροπωνιάτες και οι Λαμαριώτες και από του Ρόκη το Κοτρώνι οι Κουτουρλομετοχιάτες.
Αυτή τη φορά όμως δε στάθηκαν στη Στενή να ξαποστάσουν λίγο, να πάρουν μια ανάσα, αλλά τράβηξαν κατευθείαν στη Χαλκίδα να καταταγούν. Βιάζονταν να μπουν στην πρώτη αποστολή, γιατί ανησυχούσαν να μη συμπληρωθεί από τα κοντινότερα χωριά και αυτοί να μην προκάνουν. Γιατί δεν ταίριαζε σ’ αυτούς τους ορεσίβιους να μη γευτούν αυτοί πρώτοι τη χαρά της νίκης και να τους προλάβουν οι καμπίσιοι. Μετά από λίγες μέρες, όλος ο ανθός της Ελλάδας, τα παιδιά του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου, του Μάρκου Μπότσαρη, ξεμπάρκαραν στα παράλια της Μικράς Ασίας, για να συνεχίσουν τη δόξα του 1821 και του 1912. Και ακολουθώντας τα χνάρια του Μεγαλέξανδρου, άρχισαν μια επική, μεγαλειώδη εκστρατεία, τη Μικρασιατική εκστρατεία, που αρκετούς αιώνες είχε να γνωρίσει ο Ελληνισμός. Προχώρησαν μέχρι την καρδιά της Μικρασίας και ταπείνωσαν ολόκληρη Οθωμανική αυτοκρατορία. Αν αργότερα ο Εθνικός διχασμός, αυτή η αιώνια κατάρα της φυλής μας, οι σκοπιμότητες και τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, αλλά και η προδοσία μετέτρεψαν το Μικρασιατικό θρίαμβο στη Μικρασιατική καταστροφή, αυτό δε μειώνει το μεγαλείο της Μικρασιατικής εκστρατείας, ούτε τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
Γυμνοί, ξυπόλητοι, νηστικοί, χωρίς επαρκή οπλισμό, πολεμώντας σε ξένη χώρα με πολυάριθμο εχθρό, αυτά τα αγράμματα παιδιά, έγραψαν με την αυτοθυσία και το αίμα τους σελίδες δόξας και έδειξαν σε όλον τον Κόσμο τη μεγαλοσύνη της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας πέρα για πέρα τους παρακάτω στίχους του Κωστή Παλαμά.
«Η μεγαλοσύνη ενός έθνους
-Δεν μετριέται με το στρέμμα
-Με της καρδιάς το πύρωμα
-μετριέται και με το αίμα».
Σήμερα, μετά και το θάνατο του Κολιού του Τρομάρα. Αλλά και του Κώστα Μαστρογιάννη αργότερα, οι ήρωες της Μικρασίας έχουν εκλείψει.
Αρκετοί όμως ήταν κι αυτοί που σκοτώθηκαν τότε και δε γύρισαν πίσω. Το Ελληνικό κράτος, μετά τα συντρίμμια της Μικρασιατικής καταστροφής δεν είχε το κουράγιο, όχι μόνο να τιμήσει τους νεκρούς, αλλά ούτε και να τους καταγράψει για να τους αποδώσει στην ιστορία.
Όσο ακόμα υπάρχουν οι μνήμες, θα πρέπει ο δήμος σε συνεργασία με πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής να πληροφορηθούν από τους γεροντότερους και τους πλησιέστερους συγγενείς και να καταγράψουν τους νεκρούς. Χρέος μας είναι να τιμήσουμε αυτούς, που νέα παιδιά τότε, χάθηκαν στα βάθη της Μικρασίας, πολεμώντας για το μεγαλείο της Ελλάδας.
Κώστας Γιαννούκος