Ο Αμερικάνος
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί, έμοιαζε το βράδυ εκείνο, με βάρκα, κατά τα φαινόμενα φουρτουνιασμένη, που έπλεε δεξιά και αριστερά με τον καιρό, κτυπημένη από τα κύματα στη μία πλευρά, με το νερό να εισδύει από την κουπαστή και να ραντίζει τους δυστυχείς επιβάτες, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται απασχολημένοι, δίνοντας και λαμβάνοντας προστάγματα σε ακατάληπτη γλώσσα, ο μεν υπεύθυνος να χειρίζεται μετά βίας το πηδάλιο, ο δε λύνοντας και δένοντας τα ιστία, βοηθώντας με το κουπί του και όλοι μαζί να τρέχουν από την πρύμνη στην πλώρη, καταφοβίζοντας τους ποιο άπειρους απ’ τους επιβάτες, οι οποίοι βρεχόντουσαν από το αφρισμένο κύμα, οσφραινόμενοι και γευόμενοι την άλμη της θάλασσας.
Ξημέρωναν τα Χριστούγεννα και ο καθένας από τους πελάτες επιθυμούσε να κάμει τα ψώνιά του.
Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες, έτρεχε εμπρός, πίσω, κερνούσε νοθευμένα τους πελάτες, πουλούσε ξίγκικα στους αγοραστές, με την τρικυμία σκορπισμένη στην όψη και τη γαλήνη ταμιευμένη στην καρδιά, γοητευμένος από τις φωνές των θαμώνων, ενθουσιασμένος από τον κρότο των κερμάτων, που έπεφταν από την επάνω τρύπα, όπως τα πουλιά στην παγίδα, στο καλά κλειδωμένο συρτάρι του.
Το παιδί, ο δεκαπεντάχρονος Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν πρόφταινε να γεμίζει φιάλες απ’ το βαρέλι, να κακοζυγίζει βούτυρο απ’ το πιθάρι, να βγάζει μέλι απ’ το ασκί, με την ποδιά ψηλά στο στήθος δεμένη και ξελαρυγγιαζόταν να φωνάζει «αμέσως!» σε οκτώ διαφορετικούς τόνους και ύψη, λέξη την οποία με τον καιρό είχε κατορθώσει να κολοβώσει σε «αμές!» έπειτα να το συντμήσει σε «μες!» και τέλος να το απλοποιήσει σε «ες!»
Σε μία γωνία του μαγαζιού, μια παρέα από πέντε άνδρες κάθονταν κι έπιναν τη μαστίχα τους, πριν διαλυθούν και πάνε στα σπίτια τους για το δείπνο. Ήταν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, που περίμεναν την κατάδυση του Σταυρού για να αποπλεύσουν και καλωσόριζαν ένα συνάδελφό τους εκείνο το βράδυ, που έφτασε αισίως με τη σκούνα του, τον καπετάν Γιάννη τον Ιμβριώτη. Έκαμαν όλοι με τη σειρά τα μουσαφιρλίκια, έπειτα ο καπετάν Γιάννης, θέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Μετά κάθε ένας απ’ τους φίλους προθυμοποιήθηκε να κάμει για δεύτερη φορά τα μουσαφιρλίκια και πάλι ο καπετάν Ιμβριώτης ξανάκανε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ βρίσκονταν και μιλούσαν ζωηρά περί πραγμάτων του επαγγέλματός τους, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών.
Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο λεπτομερώς τα του τελευταίου ταξιδιού του και είπε ότι, χωρίς να φταίει, λόγω δυστροπίας των τουρκικών αρχών, αναγκάσθηκε να παραμείνει επί ημέρες στο Βόλο, όπου είχε προσεγγίσει για μερική εκφόρτωση.
-Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
-Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ρώτησε ένας απ’ τους φίλους του.
-Δε θέλησε να ξεμπαρκάρει, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’ σαφίρη στο σπίτι και δε θέλησε.
-Και για πού πάει;
-Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ρώτησα, δε θέλησε να μου πει.
-Και τι δουλειά έχει εδώ;
-Τι άνθρωπος είναι;
-Πώς σου φάνηκε; διασταυρώνονται οι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένια κι έχει αφημένες μόνο τρίχες από κάτω απ’ το σαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος, τα λίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε.
Τις περισσότερες φορές συνεννοηθήκαμε, με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
-Σου είπε τ’ όνομά του;
-Στα χαρτιά τον πέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
Τη στιγμή εκείνη, ο καπετάν Γιάννης, ο οποίος καθόταν με την πλάτη στον τοίχο, βλέποντας προς την πόρτα, ξαφνικά φώναξε:
-Α! να τος!
Όλοι στράφηκαν προς την πόρτα.
Είχε εισέλθει άνθρωπος ψηλός, καλοφορεμένος, ως σαράντα πέντε ετών, ωραίος, ανοιχτοπρόσωπος, ξυρισμένο μουστάκι και γένια, εκτός από λίγες τρίχες κάτω από το πηγούνι και προς το λαιμό, με παχιά χρυσή καδένα στο στήθος, απ’ την οποία κρεμόταν μικρό εγκόλπιο και μερικοί βόλοι χρυσού. Ποιας φυλής, ποιου κλίματος ήταν, δύσκολα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Φαινόταν σαν να απόκτησε κατά κάποιον τρόπο επίχρισμα επί του προσώπου του, σαν μια προσωπίδα κάποιου άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, κάτω απ’ την οποία κρυβόταν η αληθινή καταγωγή του. Βάδιζε με βήμα αβέβαιο, ρίχνοντας βλέμμα ακόμα αβεβαιότερο προς τα γύρω απ’ αυτόν πρόσωπα και πράγματα, σαν να προσπαθούσε να κατατοπισθεί που ήταν.
* * *
Ενώ πριν από τη δύση του ήλιου αρνήθηκε, όπως έλεγε ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθεί στην πολίχνη, άμα νύχτωσε, παρακάλεσε το ναύτη που είχε μείνει στο πλοίο, ο οποίος, επειδή δεν ήταν ντόπιος, δεν είχε που να πάει κι έμεινε φύλακας της σκούνας, να τον αποβιβάσει στην ξηρά. Ο ναύτης υπάκουσε.
Ο ξένος άφησε την αποσκευή του, αποτελούμενη από τρεις μεγάλες κασέλες, στο θάλαμο της πλώρης και εξήλθε.
Άμα αποβιβάσθηκε, βρέθηκε στην παραθαλάσσια αγορά και κοίταξε δεξιά-αριστερά, σαν να μη γνώριζε που βρισκόταν. Έξω στο ύπαιθρο, άνθρωποι δεν ήταν, γιατί ήταν δριμύ ψύχος με τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου 187… Κοίταξε μέσα σε δύο ή τρία καπηλειά και καφενεία, έπειτα σε δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, όπως συνηθίζεται στα χωριά. Αλλά δε φάνηκε ευχαριστημένος, σαν να μην τα αναγνώριζε κι εξακολούθησε το δρόμο του. Ανέβηκε στη μικρή πλατεία, μπροστά από το ναό των Τριών Ιεραρχών. Εκεί φάνηκε ότι αναγνώρισε το μέρος και δεν έκαμε το σταυρό του, άμα είδε την εκκλησία, αλλά στο σκοτάδι έβγαλε το καπέλο του και πάλι το φόρεσε, σαν να συνάντησε παλιό φίλο και τον χαιρετούσε. Έπειτα κοίταξε αριστερά, είδε το μικρό οινοπαντοπωλείο του Μπέρδε και πλησίασε. Στάθηκε για λίγες στιγμές και κοίταξε μέσα.
Τελικά μπήκε.
* * *
Είναι αλήθεια, ότι δεν είχε δει τον πλοίαρχο Ιμβριώτη, ο οποίος, αν και έβλεπε προς την πόρτα, κρυβότανε εν μέρει απ’ τους συναδέλφους του, με τους οποίους συνέπινε και είχαν στραμμένα τα νώτα προς την πόρτα κι επιπρόσθετα από άλλο όμιλο ανδρών, που ήταν όρθιοι και έπιναν, μπροστά από τον πάγκο, στον οποίο ήταν τοποθετημένες οι φιάλες με τα ποτά.
Εάν τον είχε δει, ίσως δεν θα έμπαινε στο μαγαζί.
-Να ο Αμερικάνος, επανέλαβε ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, δείχνοντας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
Οι τέσσερις εμποροπλοίαρχοι, έστρεψαν τα μάτια προς τον νεοεισελθόντα και τον κοίταξαν με μεγάλη προσοχή.
-Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξε ο Ιμβριώτης, αποφάσισες βλέπω και βγήκες.
Ο ξένος έκαμε σημείο χαιρετισμού με το χέρι.
-Πλήιζ κάπτην (ορίστε καπετάνιε), είπε ένας απ’ τους εμποροπλοιάρχους, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ο οποίος είχε κάμει δύο ταξίδια στον ωκεανό, μέχρι Λονδίνο και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικές φράσεις.
-Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απάντησε ευγενικά ο ξένος και έριξε μία δεκάρα στο ταμείο, λέγοντας στο παιδί μόνον τη λέξη αυτή: «ρουμ!».
Και παίρνοντας στα χέρια το ποτήρι του, για να μη δείξει ότι απέφευγε συστηματικά τους ανθρώπους, πλησίασε προς την παρέα και είπε ελληνικά, με κάποια παχυστομία και δυσκολία σχετικά με την προφορά.
-Ευχαριστώ κύριοι, δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
-Τι λέει; είπε συνοφρυωμένος ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος άκουσε κι έσπευσε να επανορθώσει την παρανόηση.
-Με συμπάθιο, κύριε, είπα να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
-Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπε ο καπετάν Ιμβριώτης, που κατάλαβε τι ήθελε να πει.
- Α! ναι, κουβέντα, είπε ο ξένος, ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπε ο Κουρασάνος, σολοικίζοντας αγγλιστί το: από που έρχεσαι;
-Στην ώρα εδώ ήρθα, απάντησε ο Αμερικάνος, ύστερα δεν ξέρω κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Δεν κάθεσαι σινιόρε; είπε ο Ιμβριώτης, πού θα βρεις καλύτερα;
-Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
-Να κάμεις σπάτσιο;
-Α, ναι, σπάτσιο, είπε ο ξένος, ναι, βλέπω, σαν δεν πει ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
Έκανε νεύμα αποχαιρετισμού και στράφηκε προς την πόρτα.
Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά τη συζήτηση αυτή, σε μεγαλύτερο πέλαγος άγνοιας, από όσα πριν είχαν συμπεράνει απ’ τις εξηγήσεις του συναδέλφου τους Ιμβριώτη.
* * *
Βγαίνοντας απ’ το καπηλειό ο ξένος, διευθύνθηκε προς την κολώνα που βρισκόταν απέναντι από το ναό των Τριών Ιεραρχών, στην οποία έδεναν παλιά τα πλοία που παραχείμαζαν στο λιμάνι. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά και τέλος το προσήλωσε επίμονα σε ένα μικρό σπίτι, το οποίο κοίταξε επί πολύ ώρα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί και να αναγνωρίσει κάτι.
Τέλος μπήκε σε στενό δρομάκι που διέσχιζε τη συνοικία κι έγινε άφαντος.
Εάν εντούτοις, τον παρακολουθούσε κάποιος, θα έβλεπε ότι, αφού προχώρησε λίγα βήματα, στράφηκε ψηλότερα και ανήλθε, τέσσερα σπίτια πάνω από το μικρό σπιτάκι, το οποίο επίμονα κοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο σπιτιών σχηματιζόταν κάποιο κενό που ήταν εν μέρει θαμμένο από λείψανα δύο τοίχων.
Φαινόταν ότι ήταν χάλασμα, ερείπιο σπιτιού που είχε προ πολλού κατεδαφισθεί. Ο ξένος, αφού κοίταξε τριγύρω, να δει μήπως τον παρατηρούσε κανείς, εισήλθε δειλά στο χάλασμα εκείνο, που στη γωνία των δύο τοίχων φαινόταν κάποια ημικυκλική εσοχή μαυρισμένη, σαν να υπήρχε τζάκι εκεί παλιά.
Μπήκε ασκεπής, κρατώντας το καπέλο στα χέρια, γονάτισε και στήριξε το μέτωπο στις ψυχρές πέτρες της γωνίας εκείνης και αφού έμεινε επί τρία λεπτά γονατιστός, σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε αργά.
* * *
Αφού έφτασε πιο κάτω, στάθηκε στη μέση του δρομίσκου, που δεν ήταν μακριά από το σπίτι το οποίο πριν φαινόταν ότι κοίταζε. Στάθηκε και αφού έριξε βλέμμα ολόγυρα, για να δει μην τον παρακολουθεί κανείς, τέντωσε το αυτί του. Τι άκουγε άραγε;
Ίσως άκουγε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διάφορες διευθύνσεις, σαν λάλημα χειμερινών πουλιών, τραγούδια των παιδιών της γειτονιάς, τα οποία επισκεπτόμενα τα σπίτια, έψαλλαν τα Χριστούγεννα.
Εδώ ακούγονταν οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.»
Πιο πέρα αντηχούσε:
«Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.»
Και αλλού:
«Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.»
Φωνές αθώες, φυσικές, απλές, αληθινές, χαρωπές, φωνές παιδικής χαράς και ευθυμίας.
Αίφνης ο ξένος αναγκάσθηκε να παραμερίσει, γιατί δύο παιδιά, απ΄τα οποία το ένα κρατούσε και φανάρι, που μόλις είχαν κατεβεί από μία σκάλα, έρχονταν προς τα εδώ. Γύρισε λίγα βήματα πίσω, προς το μέρος όπου είχε έλθει. Τα παιδιά ήλθαν κοντά και ούτε καν τον παρατήρησαν. Ανέβηκαν τη σκάλα εκείνου ακριβώς του σπιτιού, το οποίο είχε κοιτάξει για πολύ ώρα ο ξένος.
Βλέποντας αυτό, έκαμε κίνηση και στράφηκε πίσω πάλι, με ζωηρό ενδιαφέρον.
Στάθηκε και έτεινε το αυτί του.
Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα.
-Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;
Μετά μία στιγμή ακούστηκαν από μέσα βήματα, ανοίχθηκε η πόρτα και μια γριά με μαύρη μαντήλα εμφανίστηκε και είπε με θλιβερή φωνή:
-Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε και σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
Τους έβαλε μία πενταρίτσα στο χέρι και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστημένα, γιατί χωρίς άλλο κόπο, πάρα μόνο το ανέβασμα και το κατέβασμα της σκάλας, κέρδισαν μία πεντάρα.
Ο ξένος, αόρατος από κάποια γωνία, είδε τη ρυτιδωμένη εκείνη μορφή και άκουσε αυτήν την πικραμένη φωνή. Περίεργο δε ήταν, ότι άφησε στεναγμό ανακουφίσεως, φάνηκε σαν να χάρηκε.
Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποία, χωρίς να συλλογισθεί πολύ, έβαλε σε ενέργεια.
Αφού κλείσθηκε η πόρτα και η γριά έγινε άφαντη, τα παιδιά κατέβηκαν τη σκάλα ανταλλάσσοντας κάποιες λέξεις.
-Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξήντα πέντε.
-Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπε ο άλλος, ο οποίος ήταν κάσσα.
-Από ογδόντα λεπτά.
-Δε θα μοιραστούμε κι τ’ ν πεντάρα αυτ’ νής τσ΄ γριάς;
-Ναι, θα τ’ νε μοιραστούμε, βρε Θανάσ’, ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους κι τ΄ν πεντάρα τ’ νε παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια και τα μοιραζόμαστε.
-Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θα πάρουμε;
Έξαφνα ο ξένος παρουσιάσθηκε μπροστά στα παιδιά, προτείνοντας το χέρι του και δείχνοντάς τους ένα τάλιρο.
Τα παιδιά, τα οποία δεν είχαν δει άλλοτε άνθρωπο ξυρισμένο γένια-μουστάκια, εξαφανίσθηκαν και το ένα, που κρατούσε το φανάρι, άφησε μικρή κραυγή, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη βροντούσε, ετρέπετο σε φυγή.
Τότε ο Θανάσης, υποπτευόμενος ότι, αν έφευγε ο Γληόρης, ίσως την επομένη θα κρυβόταν και δεν θα του έδινε λογαριασμό, άφησε το φανάρι κατά γης και ήταν έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα.
Με ετοιμότητα τότε ο Αμερικάνος, πρόφτασε να δείξει στο φως του φαναριού το τάλιρο, το οποίο είχε στο χέρι και να πει:
-Στάσου, πάρε αυτό ντόλλαρ.
Διχασμένο μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδί στάθηκε, απορώντας τι να κάμει και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψη του φαινόταν κάπως φοβισμένη.
-Δυο λόγια να μου πεις θέλω, είπε ο ξένος, αυτό το σπίτι, που πήγατε απάνου, ποιος ζει;
Το παιδί δεν κατάλαβε καλά.
-Τι λες μπάρμπα; είπε αρχίζοντας να παίρνει θάρρος.
Ο ξένος έβαλε στο χέρι του το τάλιρο και προσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
-Επήγατε τώρα απάνω σπίτι, η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει σ΄ αυτό το σπίτι;
Το παιδί δυσκολευόταν να εννοήσει. Εντούτοις, αφού έλαβε το τάλιρο, κάθε φόβος έπαψε να υπάρχει.
-Εδώ απάνου, είπε, είναι η θεια-Κυρατσού, μας έδωκε και μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
-Η θυγατέρα της, απάνου μαζί της είναι;
-Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
-Είναι παντρεμένη η θυγατέρα της;
-Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη, μα δε φαίνεται να ’χει άνδρα.
-Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι, μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε, ως τώρα.
Και το παιδί, παίρνοντας το φανάρι του, έφυγε τρέχοντας, σφίγγοντας στην παλάμη του το τάλιρο, μη εμπιστευόμενος να το βάλει στην τσέπη, έτρεχε δε να βρει το Γληόρη, να του ζητήσει το μερίδιό του.
Ο ξένος δεν δοκίμασε να τον εμποδίσει.
* * *
Μετά απ’ αυτά, ο Αμερικάνος απομακρύνθηκε και κατέβηκε στην παραθαλάσσια αγορά, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, κοίταξε σε ποιο απ’ αυτά ήταν λιγότεροι θαμώνες και μπήκε σε ένα, όπου ένα μόνο άνθρωπο είδε, τον καφετζή.
Ο γέροντας, πρόσφατα ξυρισμένος, με το μουστάκι στριμμένο, με τη βράκα κοντή, με ψηλά υποδήματα, με την ποδιά καθαρή, ετοιμαζόταν, φαίνεται, να κλείσει, αλλά άμα είδε τον Αμερικάνο να μπαίνει, τον κοίταξε με περιέργεια.
Αυτός παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίχνοντας μια δεκάρα πάνω στον πάγκο.
Βλέποντας ο μπάρμπ’ Αναγνώστης τη δεκάρα, θέλησε να του επιστρέψει την πεντάρα, αλλά ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!» και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, για να κλείσει την πεντάρα όπως νόμιζε, αλλά ο ξένος έριξε στο τραπέζι και άλλη δεκάρα.
«Δε θα ξέρει ρωμέικα, ως φαίνεται», συλλογίσθηκε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης και για να δοκιμάσει του απεύθυνε το λόγο:
-Τώρα, νεοφερμένος είστε;
-Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
-Του καπετάν Γιάννη, του Ιμβριώτη;
-Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμεις ποντς;
-Μετά χαράς, είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
Και προσπαθώντας να ανακαλέσει στη μνήμη του τις αρχαίες γνώσεις του, δοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν άναβε και έτσι το προσέφερε όπως-όπως στον ξένο.
Αυτός δεν έκαμε παρατήρηση και έριξε αργυρό σελίνι στο τραπέζι.
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης το πήρε.
-Πόσο πάει αυτό;
-Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπε ο άγνωστος.
Ο γέροντας άνοιξε το συρτάρι του και κοίταζε, αν θα είχε αρκετά κέρματα για να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε περισσότερα από ογδόντα λεπτά σε δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εντούτοις δεν του επέτρεπε η συνείδησή του να κοροϊδέψει τον πελάτη και είπε:
-Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
-Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπε ο ξένος.
-Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας.
Αυτό θα πάει πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα.
Αύριο μου δίνετε είκοσι λεπτά.
-Κράτησε το σίλιν, δε θέλω ρέστα.
Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης έμεινε έκπληκτος, κοιτάζοντας για πολύ ώρα τον ξένο.
Αλλά τη στιγμή εκείνη μπήκε μια παρέα από τρεις ανθρώπους, που στάθηκαν μπροστά στον πάγκο και διέταξαν να τους δώσει από ένα ποτό.
Ο ένας από τους τρεις που ήταν μεθυσμένος, τραγουδούσε:
«Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…»
Ο δεύτερος, με γυμνό το στήθος και ξυπόλητος, με τέτοιο κρύο, άρχισε να κοιτάζει επίμονα τον ξένο.
-Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, μουρμούρισε μασημένα.
Αυτοί ήταν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και τελάληδες. Τριμελής φαιδρή συντεχνία, περνώντας τον καιρό τους να πίνουν το βράδυ, ότι κέρδιζαν την ημέρα. Ο τραγουδιστής, αλλάζοντας ξαφνικά ρυθμό και ήχο, επανέλαβε:
«Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.»
-Εβίβα, παιδιά! και τσούγκρισαν με θόρυβο τα ποτήρια.
Και ο άλλος, ο γυμνόστηθος και ξυπόλυτος, δεν έπαυε να κοιτάζει επίμονα τον άγνωστο.
Και ο πρώτος, εξακολούθησε να τραγουδάει:
«Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
με τι τα ’χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!»
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκε βαρύ βήμα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε επάνω στο σπίτι, η οποία φραχτή με σανίδωμα έκοβε μία από τις γωνίες του καφενείου. Και στο πάνω μέρος του σανιδώματος, κάτω από το πάτωμα, ανοίχτηκε ένα παραθυράκι και ένα κεφάλι με άσπρο σκούφο, με λευκό μουστάκι και με χονδρούς χαρακτήρες, πρόβαλε απ’ το παραθυράκι.
-Μα πόσες φορές στο είπα, Αναγνώστη, εξήλθε απ’ το παραθυράκι και απ’ το κεφάλι που φάνηκε, χονδρή φωνή, συμπληρώνοντας τους χονδρούς χαρακτήρες, δε θα βάλεις γνώση; Χαλνάς την ησυχία των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και τι ώρα είναι τώρα;
Ήταν οκτώ και μισή. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, πήρε το λόγο και με κωμική σοβαρότητα, είπε:
-Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση.
Δεν το καταδεχόμαστε ΄μείς να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
-Σώπα εσύ, ζω! φώναξε ο Αναστάσης.
-Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, είπε ο καφετζής.
-Τέτοια τίμια μούτρα! κάγχασε από το παραθυράκι ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσιριμόνιες μαζί τους.
-Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε καπετάν Αναστάση, η αφεντιά σου βλέπω, μας προσβάλλεις, είπε ο αχθοφόρος.
Και με σιγανή φωνή μουρμούρισε:
-Το νοίκι το θέλεις σωστό και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά, μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα στο πληρώσει;
-Σωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπε ο ευσυνείδητος καφετζής, άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
Το κεφάλι με τον άσπρο σκούφο εντωμεταξύ είχε γίνει άφαντο από το παραθυράκι, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ετοιμάσθηκε να κλείσει.
Οι τρεις αχθοφόροι βγήκαν κρατούμενοι απ’ τα χέρια και τραγουδώντας.
Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού με το κεφάλι και είχε βγει πριν απ’ αυτούς, αλλά ο καφετζής τον φώναξε και του είπε:
-Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
-Δεν έχω ύπνο, είπε ο ξένος, εγώ θα φέρω γύρο και ύστερα βλέπουμε.
-Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.
* * *
Τη φορά αυτή ο Αμερικάνος, διευθύνθηκε στη συνοικία εκείνη από άλλο μικρότερο δρόμο, έβλεπε το σπίτι εκείνο, το οποίο ήταν το αντικείμενο της έγνοιας του, απ’ την άλλη πλευρά, τη νοτιοδυτική. Αντίκρυ από το μικρό σπίτι, κοντά σε κάποια γωνία γειτονικού σπιτιού, υπήρχε ένας σωρός από ξύλα και πέτρες, βρισκόμενος εκεί ποιος ξέρει πριν από πόσα χρόνια που είχε κατεδαφιστεί το σπίτι ή κατέρρευσε σαν ερείπιο. Στην από κει πρόσοψη του σπιτιού, έφεγγε μικρό παράθυρο με το ένα φύλλο κλειστό, με το άλλο ανοικτό και από το τζάμι μπορούσε κανείς να δει το εσωτερικό, ανεβαίνοντας σε κάποιο ύψωμα.
Βλέποντας ο ξένος ότι ο δρόμος ήταν έρημος και ούτε σκιά διαβάτη φαινόταν, ανέβηκε στο ύψος του σωρού εκείνου και με παλμό καρδιάς κατασκόπευσε τα μέσα του σπιτιού. Αντίκρυ του τζαμιού του μικρού παραθύρου, που είχε το ένα παραθυρόφυλλο ανοικτό, ήταν το τζάκι, με μικρή φωτιά, με ένα δαυλό να σπινθηρίζει, με το κανδήλι αναμμένο μπροστά στις ιερές εικόνες εκεί ψηλά.
Κοντά στο τζάκι καθόταν μια γυναίκα, νέα ακόμη όπως φαινόταν και στήριζε το κεφάλι της στα χέρια της, συλλογισμένη, θλιμμένη. Κινούσε δε τα χείλη και η φωνή της ψιθύριζε κάτι και ο ψίθυρος αποτελούσε ελαφρό μινύρισμα τραγουδιού με ασθενή φωνή, καθαρή και παρθενική, αλλά μαραμένη και στα αυτιά του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο αυτοί στίχοι:
«Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…»
Ο ξένος αισθάνθηκε πόνο στην καρδιά και δάκρυ στα βλέφαρα.
Του ήρθε τότε απότομα να κατεβεί από το σωρό, να τρέξει και να ανέβει στο σπίτι, για να κάμει τι;
Κι αυτός καλά δεν ήξερε.
Παρόλα αυτά κρατήθηκε.
Την ίδια στιγμή ακούσθηκε ελαφρός κρότος στο πάτωμα, τριγμός, σαν να ανέβαινε κάποιος την εσωτερική σκάλα, σαν να κλεινόταν κάποια καταπακτή. Άλλη γυναίκα, κυρτή, με μαύρη μαντήλα, γερόντισσα, ήλθε κοντά στο τζάκι και αφού γονάτισε μπροστά απ’ αυτό, έριχνε ξύλα στη φωτιά. Ήταν αυτή που είχε δώσει την πεντάρα στα δύο παιδιά και τα έδιωξε.
- Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο…
Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε;
Δε σ’ τα ’λεγα εγώ;
Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα;
Στα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις.
Του Μυγδαλιώ τς Μάχους κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’ νέριο τσ΄ έχεις εσύ;
Ο ξένος ήταν όλος αυτιά και φαινόταν παραδόξως να καταλάβαινε τι έλεγε η γριά, μάλλον από έμπνευση και συνείδηση παρά από τα λίγα ελληνικά όσα φαινόταν να ξέρει.
Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στην άκρη του δρόμου. Δύο άνθρωποι έρχονταν προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να κατεβεί από τη σκοπιά του και να απομακρυνθεί.
Έφτασε στο τέλος του δρομίσκου και αφού στράφηκε δεξιά, βρέθηκε πάλι στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό των Τριών Ιεραρχών.
* * *
Το μικρό καπηλειό, απ’ το οποίο άρχισε η παρούσα διήγηση, ήταν ανοικτό ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιφρονούσε και τα μικρά κέρδη, δεν απαξίωνε καμιά πεντάρα, ούτε δίλεπτο.
Τα ονόμαζε αυτά «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα ονόμαζε «παραγαδίσια». Ότι βγάλει κανείς, έλεγε ή με συρτή ή με πεζόβολο, καλό είναι. Περιποιόταν τον κλητήρα και τους χωροφύλακες, κερνούσε νερωμένο κρασί την περίπολο ή πολιτοφυλακή της νύχτας και του επέτρεπαν να έχει ανοικτά και ως τις ένδεκα, βρίσκοντας μάλιστα μεγαλύτερη ζέστη να κάθονται εκεί, παρά να τριγυρίζουν στην πολίχνη και να κρυώνουν.
Την ώρα εκείνη, ο κάπηλος στεκόταν στο ταμείο του και μετρούσε δεκάρες, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα.
Το παιδί, ο Χρήστος, με την ποδιά σχεδόν κάτω από τις μασχάλες δεμένη, κοιμόταν όρθιος, κουνώντας το κεφάλι του, σαν μικρή δίκωπη φελούκα, που κινούταν από ελαφριά νοτιά στην πλευρά της αγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον ξύπναγε απότομα το χτύπημα του ποδιού του κάπελα, επαναλαμβάνοντας με δυνατότερη φωνή τις διαταγές των θαμώνων για κεράσματα.
Και τότε, κινούταν σαν υπνοβάτης, κερνούσε, έπαιρνε τις δεκάρες, τις έριχνε μηχανικά στο ταμείο κι επιστρέφοντας εξακολουθούσε τη συνέχεια του ύπνου.
Με ορχηστρικό θόρυβο, με φωνές και αλαλαγμούς, μπήκε στο καπηλειό η εύθυμη συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλης, μετά την αποπομπή της απ’ το καφενείο του μπάρμπ’ Αναγνώστη.
Ο ένας από τους τρεις, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδόνας την καταγωγή, υποκρινόταν την αρκούδα και χόρευε, ο δεύτερος, εκείνος ο οποίος πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκανε τον αρκουδιάρη. Απόκριες, ναι μεν, δεν ήταν ακόμη, αλλά αφού αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άι Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα και μετά τα Φώτα μπαίνει το Τριώδι.
Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, γυμνόστηθος, ξυπόλυτος, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένο λίγο κάτω απ’ το γόνατο, ίσως απ’ τη μακρά συνήθειά του να θαλασσώνει για την εκφόρτωση των πλοιαρίων, δεν έπαυε από του να συλλογίζεται τον Αμερικάνο.
«Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
Αλλά να, μπήκε μετά από λίγο κι εκείνος, ο οποίος ήταν το αντικείμενο του διαλογισμού του.
Διευθύνθηκε στον πάγκο, διέταξε ρούμι κι έριξε αργυρό σελίνι.
Ο Μπέρδες το πήρε.
-Πόσα πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομία αδιαφορίας και είπε:
-Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
-Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπε ο κάπηλος, αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
-Άι ντον΄τ κέαρ, μουρμούρισε ο Αμερικάνος.
Και έπειτα ελληνικά είπε:
-Δε με μέλλει εμένα αυτό.
Ο Μπέρδες του επέστρεψε ενενήντα πέντε λεπτά.
Εντούτοις, ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαψε να κοιτάζει τον άγνωστο.
Τη στιγμή εκείνη στράφηκε προς αυτούς που ήταν μέσα στο καπηλειό και είπε μεγαλοφώνως:
-Βρε παιδιά, θυμάστε κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
* * *
Μόλις άκουσε το όνομα τούτο ο ξένος, ανασκίρτησε και στράφηκε άθελά του προς τον ομιλούντα.
Εντούτοις κρατήθηκε, προσπάθησε να δείξει αδιαφορία και κάθισε σε κάποια γωνιά του καπηλειού. Άναψε πούρο και κάπνιζε.
Κανείς δεν απάντησε στην ερώτηση του αχθοφόρου.
Ο Βαγγέλης εξακολούθησε:
-Που να θυμάστε σεις! Είστε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω.
Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού κι εκείνος τότε θα ήταν ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον γνώριζα. Πέθαναν με τον καημό του Γιάννη τους κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ερείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους, εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήταν έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γιος τους έριξε πέτρα πίσω του.
Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο και στην Αμέρικα!
Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
-Και ποια είχε; ρώτησε με αδιαφορία ο κλητήρας της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νύχτας.
Ο ξένος άκουγε με πολύ προσοχή, αλλά απέφευγε να στρέψει το βλέμμα προς τον ομιλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και πέρασαν δυο-τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές και τιμημένη ήταν και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε.
Έτυχε μια μέρα να τη δω, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι, όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
-Έλα, άφ’ σε τα αυτά, Βαγγέλη, είπε αυστηρά ο κλητήρας της δημαρχίας, δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσια.
-Έχεις δίκιο μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο αχθοφόρος, μα δεν το είπα για κακό.
Η όψη του Αμερικάνου φαιδρύνθηκε και ακτίδα ευτυχίας, διαπέρασε το επίχρισμα εκείνο και την κατά κάποιον τρόπο προσωπίδα, περί της οποίας είπαμε στην αρχή, λαμπρύνοντας το πρόσωπό του.
Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με το χωροφύλακα και τους δύο πολίτες φρουρούς, με τα τουφέκια τους, σηκώθηκε και είπε απευθυνόμενος προς τον κάπηλο:
-Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια παιδιά, δεν είναι αποκριές.
Τι μέρα ξημερώνει αύριο;
Κλείσε γλήγορα Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά.
Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί τάχα; ρώτησε δείχνοντας τον Αμερικάνο.
-Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο Βαγγέλης, του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει.
Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, πρόσθεσε παίζοντας τα μάτια στον κλητήρα, αν θέλει μέρος να κοιμηθεί, έχει και παραέχει.
-Τι τρέχει; ρώτησε μυστηριωδώς ο κλητήρας.
-Είναι από δω, ντόπιος, του είπε στο αυτί ο Παχούμης.
-Και πώς το ξέρεις;
-Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
-Και ποιος είναι;
-Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
-Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλητήρας και βγήκε.
Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη, είχαν πάψει το τραγούδι και ετοιμάζονταν να φύγουν.
Αλλά έξαφνα ο Βαγγέλης, πλησιάζει τον Αμερικάνο και του λέει με σιγανή φωνή:
-Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
Ο ξένος δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη.
Αλλά μεταξύ του αντίχειρα και του μέσου της δεξιάς βρέθηκε να κρατάει μία αγγλική λίρα.
Την έριξε αμέσως στην παλάμη του Βαγγέλη με τόση προθυμία και χαρά, σαν να ήταν αυτός που έπαιρνε και όχι αυτός που έδινε.
* * *
Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας, ξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα για να πάνε στην εκκλησία, της οποίας οι καμπάνες κτυπούσαν δυνατά, πόσο εξεπλάγησαν, βλέποντας το σπίτι της φτωχής χήρας, εκεί όπου δεν δέχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα, αλλά τα έδιωχναν με τις φράσεις, «δεν έχουμε κανένα» και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτο, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τα τζάμια να αστράφτουν, με την πόρτα συχνά να ανοιγοκλείνει, με δύο φανάρια αναρτημένα στον εξώστη, με ελαφρώς διερχόμενες σκιές, με χαρούμενες φωνές και θορύβους.
Τι τρέχει; Τι συμβαίνει;
Δεν άργησαν να πληροφορηθούν.
Όσοι δεν το έμαθαν στη γειτονιά, το έμαθαν στην εκκλησία.
Και όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία, το έμαθαν από αυτούς που γύρισαν στο σπίτι την αυγή, μετά την απόλυση της θείας λειτουργίας.
Ο ξενιτεμένος γαμπρός, που απουσίαζε είκοσι χρόνια, που δεν έστειλε επιστολή επί δέκα χρόνια ώστε να χαθούν τα ίχνη του, που δε συνάντησε συμπατριώτη του, που δεν είχε μιλήσει από δεκαπέντε χρόνια ελληνικά, που είχε γυρίσει πολλά μέρη στο Νέο Κόσμο, είχε εργασθεί σαν υπεργολάβος σε μεταλλεία και σαν επιστάτης σε φυτείες και ξαναγύρισε με χιλιάδες τάλιρα στον τόπο της γεννήσεώς του, όπου ξαναβρήκε ηλικιωθείσα μεν, αλλά ακμαία ακόμη, την πιστή του μνηστή.
Ένα μόνο είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, το θάνατο των γονέων του.
Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθηση ότι θα είχε πανδρευθεί προ πολλού, εντούτοις διατηρούσε αμυδρή ελπίδα.
Όσο όμως πλησίαζε στην πατρίδα του, τόσο δίσταζε να ρωτήσει απ’ ευθείας για τη μνηστή του, μη δίδοντας γνωριμία σε κανένα από τους πατριώτες του, όσους τυχόν συνάντησε άμα έφθασε στην Ελλάδα.
Προτιμούσε να αγνοεί τι έγινε η μνηστή του, μέχρι την τελευταία στιγμή, κατά την οποία θα αποβιβαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του και θα προσερχόταν σε ευλαβή επίσκεψη στο ερείπιο, όπου ήταν άλλοτε η πατρώα οικία του.
* * *
Μετά τρεις ημέρες, την Κυριακή μετά την του Χριστού Γέννηση, τελούνταν, με κάθε χαρά και σεμνότητα, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα χρόνια, φόρεσε, για λίγες στιγμές, χρωματιστή «πολίτικη» μαντήλα, για να ασπασθεί τα στέφανα.
Και την παραμονή του Αγίου Βασιλείου το απόγευμα, καθισμένη στον εξώστη, ακούσθηκε να φωνάζει προς τους διερχόμενους ομίλους των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα:
-Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης