Μια ψυχή
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
«Την αποφάσισ’ ο γιατρός», μου είπε με σκληρή αναλγησία, θλιβερότερη από κάθε ψυχικό σπαραγμό, ο δεκαέξι ετών έφηβος.
Ήταν περί τα μέσα του μηνός Μαΐου του έτους 188…
Ο ήλιος έκαιγε ήδη υπερβολικά και στις τέσσερις μετά μεσημβρία, βγήκα να ζητήσω λίγη δροσιά κάτω από τη γιγαντιαία λεύκα, που σκίαζε μέρος της στενής πλατείας.
Από εκεί είχα δει να περνά το Μήτσο και τον φώναξα.
Όταν ήλθε κοντά μου, με άφωνο βλέμμα τον ρώτησα, τι νεότερα περί της ασθενούς.
Και μου έδωκε την απάντηση που ανέφερα ανωτέρω.
Εγώ δε επανέλαβα υποψιθυρίζοντας προς τον εαυτό μου, σαν να ήταν ακατάληπτες για μένα οι λέξεις εκείνες:
«Την αποφάσισ’ ο γιατρός!»
Και μετά μια στιγμή απάντησα, φτιάχνοντας ακούσια δεκαπεντασύλλαβο :
- «Του έχω χάρη του γιατρού, παιδί μου, να γιατρεύει…»
Και άρχισα να ανακυκλώνω στο νου, απαίσιες σκέψεις για τους γιατρούς και την ιατρική.
Ακούσια δε θυμόμουν τη χυδαία ακυρολεξία κάποιων γύναιων του αθηναϊκού όχλου:
«Η δείνα κυρία, η κουμπάρα, είναι άρρωστη με δύο γιατρούς, με τρεις γιατρούς», το οποίον είναι σαν να έλεγαν: «Τον δείνα, όπου απέθανε, τον έθαψαν με πέντε παπάδες, με δύο δεσποτάδες».
Έπειτα πάλι, οι λογισμοί μου επανέρχονταν στην οικογένεια αυτή, την πάμπτωχη, την ορφανή, με τους δύο γιους τους όμοιους με τους γιους πολλών άλλων οικογενειών της μεσαίας τάξης στην Αθήνα, ούτε γράμματα να μπορέσουν να μάθουν αρκετά, ούτε για χειρονακτική εργασία να είναι ικανοί, ούτε για εμπορία επιτήδειοι και λυπόμουν, λυπόμουν την πτωχή χήρα μητέρα, τη νέα ακόμη, η οποία έως τώρα ως μόνη παρηγοριά είχε αυτό το άμοιρο κορίτσι, αυτή τη δεκατεσσάρων ετών κόρη.
Ήταν ωραία, έξυπνη, με λεπτότατους χαρακτήρες, με τη μακριά κόμη καστανή, με την ποδιά πάλλευκη, με το ανάστημα ανεπτυγμένο ήδη.
Ήταν φιλομαθής και προκομμένη παιδίσκη και πρώτευε στα χειροτεχνήματα, σε όλη την «Εταιρεία», όπου φοιτούσε.
Ήταν φαιδρή και καλόγνωμη και πάντοτε χαμογελούσε και ποτέ δεν παράκουσε στο θέλημα της μητέρας της ή της μάμμης της και τώρα… την αποφάσισ’ ο γιατρός!
***
Με την πρώιμη νεανική απάθεια, με την οποία μου το ανήγγελε ο Μήτσος, μπορούσε κανείς να συμπεράνει για το βαθμό της φιλοστοργίας που έτρεφε προς την αδελφή του… ή μάλλον προς τη μητέρα του.
Άλλοτε έλεγαν: Την εσημάδεψ’ ο χάρος.
Τώρα λένε: Την αποφάσισ’ ο γιατρός!
Ήταν περί τα τέλη Μαΐου.
Στις έξι η ώρα το απόγευμα φθάσαμε στο κοιμητήριο, το Α΄ της πόλης.
Λίγοι ήταν προπομποί.
Ο από τη μητέρα θείος της κόρης, ο μόνος αληθινός προστάτης της οικογένειας, ηγείτο της πομπής.
Πένθιμος ήταν ο στέφανος των λευκάνθεμων, στέφανος γάμου και θανάτου, βαυκαλιστική ήταν η ψαλμωδία του ιερέα, λικνιστική και του φέρετρου η κυματοειδής κίνηση.
Κοιμήσου, λευκό πλάσμα ! Ποιος μπορεί να σε ξυπνήσει από τον ύπνο σου αυτόν; Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου.
Η μητέρα δεν συνόδευε, είχε μείνει σπίτι, κατά τη νεότερη συνήθεια.
Συνόδευαν μόνον ο Τάσος και ο Μήτσος, οι δύο αδελφοί.
Ακολουθούσε επάνω σε άμαξα και η γριά, ψηλή, πάνω από εβδομήντα ετών, ακολουθούσε και ο ογδόντα ετών παππούς της μικρής.
Εκεί στον τάφο, ο θείος έκλαψε και έβαλε σπαρακτικές κραυγές με λυγμούς.
Η γριά σπόγγιζε και αυτή τους στερευμένους οφθαλμούς της.
Φώναξε την εγγονή της να σηκωθεί από τον τάφο, να μεγαλώσει.
Αυτή ήλπιζε να αξιωθεί να την παντρέψει. Είχε όρεξη, με όλα τα γηρατειά, να χορέψει στο γάμο της.
«Και τώρα τι είν’ αυτά που μου έκαμες;».
Ποιος θα της βελονιάσει τώρα την κλωστή της; Ποιος θα της ανάψει φωτιά; «Και ποια θα χτενίζει, ποιας τα μαλλιά θα πλέκει κάθε πρωί η μητερούλα σου;
Αυτά καρτερούσα εγώ, Αγγελικούλα μου;»
Τι να το κάμει αυτή τώρα το καλάθι της νεκρής, το μικρό;
Και ποια θα ξυπνά τώρα πρωί-πρωί, τα χαράματα; Ποια θα της ψήνει τον καφέ;
Και ποια θα βάζει ένα αυγό και δύο κουλούρια μες στο καλαθάκι, για να πηγαίνει στο σχολείο;
«Και πώς θα περνώ εγώ τώρα τον καιρό μου; Ποιος θα μου κρατεί συντροφιά, της γερόντισσας; Και όσα χρόνια έχω να ζήσω, πώς θα τα περάσω;
Αχ! Αγγελικούλα μου! Αυτά ήλπιζα εγώ;».
«Δεν έπαιρνε εμένα ν’ αφήσει σένα!», μουρμούρισε και ο γέρος, ο οποίος είχε βγει προχθές από το οφθαλμιατρείο. Είχε υποστεί εγχείρηση στο μάτι, για να ανακτήσει το φως του και να βλέπει καλά να βρει το δρόμο για τον άλλο κόσμο.
Και την κατέβασε στον τάφο.
Κατά τη σπαρακτική εκείνη στιγμή, στεκόμενος εξ ανατολών, έβλεπα αντίκρυ την κεφαλή της.
Τη μακρότατη καστανή κόμη της, την είχαν κόψει. Το πρόσωπό της πελιδνό, μενεξεδή, με δύο κύκλους γύρω μελανούς.
Το βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού της δεν ήταν καλά προσαρμοσμένο, είδα το λευκό του οφθαλμού αλαμπές, στυγνό, απαίσιο. Το στόμα της ανοικτό.
Στην κίνηση της υψώσεως της σορού πρώτον, έπειτα της καταβιβάσεως αυτής, μου φάνηκε το μικρό εκείνο παρθενικό στόμα, το οποίο από της νηπιακής ηλικίας της μου ήταν γνωστό, μου φάνηκε ότι άφηνε άρρητο στεναγμό και η θέση της κεφαλής ήταν ως ονειρευόμενου σε έκσταση.
Οποία ριγηλή, μυστηριώδης, άφατος εντύπωση!
Πτωχή Αγγελικούλα!
***
Το τετράγωνο δωμάτιο είχε τα παράθυρα ανοικτά!
Είχαν αφαιρέσει τις κουρτίνες, άφησαν μόνο τα έπιπλα, ένα τραπέζι, τρία καθίσματα, ένα μικρό καναπέ και το κρεβάτι, το κρεβάτι επί του οποίου είχε εκπνεύσει η Αγγελικούλα. Μετακόμισαν από κει το στρώμα και τα σκεπάσματα. Τις σανίδες τις σκέπασαν με απλό λευκό σεντόνι. Προς το βόρειο τοίχο, στη θέση που ήταν το προσκέφαλο, η κυρία Ευφροσύνη, η μητέρα της Αγγελικούλας, έβαλε ένα μεγάλο ποτήρι με νερό και λάδι και άναψε το φυτίλι. Ήταν τούτο η κανδήλα, η προσφερόμενη στη μνήμη της νεκρής και η σχετιζόμενη άλλωστε με την κοινή δοξασία, κατά την οποία η φεύγουσα ψυχή, τρυφερή νοσταλγός, αρέσκεται να επιστρέφει στα μέρη, από τα οποία έφυγε.
Τότε, εάν διψάσει, θα βρει να πιει.
Σαράντα ημέρες διαρκεί η περιπλάνηση αυτή της ψυχής, οδηγούμενης από τον φύλακα άγγελο, σαράντα ημέρες έμελλε να καίει εκεί ακοίμητη και η επιμνημόσυνη κανδήλα.
«Ο Άγγελος, ως λέγουν, της ύστατης
πορείας ξεναγός, επαναφέρει
την φεύγουσαν ψυχήν εις τα γνωστά της
και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη…
Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως
του βίου μου το άχθος προς το μνήμα,
κατάδικος, ως η ψυχή φονέως
η σύρουσ’ από του λαιμού το θύμα.
Ποία σκληρά την θύραν μου χειρ κρούει;
Οστών ως θραυομένων είν’ ο κρότος.
Τοιούτον κρότον πώς το ούς ακούει;
Τοιούτον πώς το όμμα πλήττει σκότος;
Τα έτη μου απώλεσα εις μάτην.
Παρείδον την στιγμήν μου την υστάτην.
Εις μάτην τας φαιδράς, τας γλυκυτέρας
ηρίθμησα του βίου μου ημέρας…
«Και αν μαζί σου υπερβώ τα νέφη,
κι εις του Θεού η χείρ σου αν με φέρει,
το πνεύμα μου οπίσω επιστρέφει
και θεατής της γης να μείνει χαίρει.
Ως ξένος εν τω μέσω γης ερήμου
ζητεί τον προ πολλού ταφέντα οίκον,
της προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου
αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον.»
Και η μητέρα, δεν έπαυε να κλαίει βλέποντας την κανδήλα αυτή, η οποία συχνά, με όλη την συχνή προσθήκη ελαίου, έφθινε και έτρεμε, έτοιμη να σβήσει και άφηνε τον ήχο εκείνο τον απερίγραπτο, τον όμοιο με στοναχή ψυχής βασανιζόμενης, υπενθυμίζουσα τον γλυκύ και θρησκευτικό στίχο του Λαμαρτίνου:
Comme la harpe d’or pendue a Son autel,
Je chanterai pour Lui jusqu’à ce qu’ ll me brise.
Το τρίτο βράδυ, μετά την ταφή της μικρής, η μητέρα, πριν να κατακλιθεί, άφησε τη συνοδεία της στη μικρή αίθουσα του σπιτιού και μπήκε στο νεκρικό θάλαμο, για να δει αν έκαιγε καλά η κανδήλα και για να της βάλει λάδι.
Στη μικρή αίθουσα, της κρατούσαν συντροφιά η αδελφή της η άγαμη, η ενήλικη δεσποινίς Μαρίνα και η γριά μητέρα τους.
Η γριά, η οποία έσωζε πολλά απ΄τα δόντια της, αφού έφαγε τηγανητό ψάρι και αυγό (συνήθεια είναι να μη κρεοφάγουν επί πολλές ημέρες μετά το θάνατο μέλους της οικογένειας, στις τηρούντες τα παλαιά έθιμα ελληνικές οικογένειες), ύστερα άρχισε να μασά λίγα αμύγδαλα κι επειδή δεν υπήρχε οίνος, σωζόταν όμως από την εσπέρα της παρηγοριάς (της του νεκρώσιμου δείπνου μετά την κηδεία), σωζόταν, λέμε, λίγη μαστίχα, η γριά εζήτησε να της δώσουν να πιει για να ξεπλύνει τα δόντια της.
Και στην παρατήρηση της κόρης της, της Μαρίνας, που είπε ότι δεν πίνουν μαστίχα μετά το δείπνο, η γριά απάντησε, ότι στη Ρωσία, όπου είναι καλοί χριστιανοί, έχει ακουστά της, ότι άλλο από ρακή δεν πίνουν.
Προσφέρθηκε η μικρή φιάλη και η γριά, σιγά-σιγά, ρούφηξε τρία μικρά ποτήρια.
Έλεγε ότι της επόνει η ψυχή της και της έκαμνε καλό…
Ο Τάσος ο πρωτότοκος των γιων της κυρίας Ευφροσύνης έλειπε.
Είχε βγει μετά το δείπνο και δεν επέστρεψε ακόμη.
Ο άλλος, ο Μήτσος, είχε κατακοιμηθεί.
Και αυτός είχε ζητήσει να βγει, αλλά η μητέρα τον παρακάλεσε να μείνει, να μην αφήσει τις τρεις γυναίκες μόνες τους.
Ο Μήτσος της έκαμε τη χάρη, αλλά μετά από λίγο κοιμήθηκε. Είπε ότι «νυστάζει, άμα κάθεται στο σπίτι».
Είπαμε ότι η Ευφροσύνη μπήκε στο νεκρικό θάλαμο.
Μπήκε μόνη της.
Οι φωνές της γριάς, η οποία λογομαχούσε εκείνη τη στιγμή με τη νεότερη κόρη της, ήταν σαν συνοδεία προς αυτήν.
Πλησίασε στο κρεβάτι.
Εκεί βλέπει, ότι γύρω απ΄την αναμμένη κανδήλα μία ψυχή - πεταλούδα - τριγύριζε γύρω από το ποτήρι που φεγγοβολούσε.
Ήταν ωραία, μικρή, χρυσόφτερη…
***
- Ά ! να πάλι η πεταλούδα, ψιθύρισε η χαροκαμένη μητέρα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά αυτή. Ήταν τρίτη βραδιά που έβλεπε την πεταλούδα.
Την είχε δει την πρώτη νύκτα, γύρω στα μεσάνυκτα, όταν είχαν φύγει οι συγγενείς της, αφού τελέσθηκε η παρηγοριά και αυτή μένοντας μόνη με τους δύο γιους της, που εκείνη τη στιγμή ξεντύνονταν για να κοιμηθούν, μπήκε στο δωμάτιο, για να βάλει λάδι στη νεκρική κανδήλα.
Τότε είδε την πεταλούδα να πετά γύρω-τριγύρω στην αναμμένη κανδήλα, χωρίς να πλησιάζει πολύ στη φλόγα.
Την έβλεπε επί ένα λεπτό της ώρας περίπου και έπειτα αίφνης έγινε άφαντη.
Η Ευφροσύνη κοίταξε ατενώς την πεταλούδα, χωρίς να αποσπά το βλέμμα της και από τη φλόγα.
Βεβαίως η πεταλούδα δεν κάηκε.
Αν καιγόταν, θα το έβλεπε.
Και όμως έγινε άφαντη. Τι είχε γίνει;
Η τεθλιμμένη μητέρα περίμενε επί ένα τέταρτο όρθια εκεί, εωσότου ο πρωτότοκος γιος της, υποπτευόμενος ότι η μητέρα του, που αργοπορούσε εκεί θα έκλαιγε (και ήταν φόβος μη βάλει τις φωνές και του χαλάσει την ησυχία), ήλθε ως την πόρτα με το νυχτικό πουκάμισο.
- Μα τι κάνεις εκεί; της λέει.
- Τίποτε, παιδί μου, τώρα έρχομαι, απάντησε η μητέρα.
Και βγήκε κλείνοντας την πόρτα και σιγοψιθυρίζοντας προς τον εαυτό της:
«Αχ ! ψυχή παραπονεμένη!».
Εννοούσε βεβαίως ότι η πεταλούδα εκείνη ήταν η ψυχή της κόρης της.
Τη δεύτερη βραδιά, όταν οι συγγενείς της έφυγαν, μπήκε και πάλι στο θάλαμο το νεκρικό.
Και πάλι είδε την πεταλούδα. Αλλά μόλις την είδε και ακαριαία έγινε άφαντη.
Περίμενε για πολύ ώρα!
Δε φάνηκε πλέον. «Αχ! ψυχή μου! αχ! πουλί μου! μου εκάκιωσες», είπε με δάκρυα η βαρυπονούσα μητέρα, «με βλέπεις και μου φεύγεις, μου αγρίεψες, παιδί μου! Αχ! να ’ναι όμορφα τα όνειρα σου εκεί που κοιμάσαι, Αγγελικούλα μου, μάτια μου!».
Την τρίτη νύκτα, ενώ η γριά έπινε τη μαστίχα και φιλονικούσε με τη νεότερη κόρη της (είχαν μείνει περιμένοντας την επάνοδο του Τάσου, για να τις συνοδεύσει ως το σπίτι τους, γιατί ο γιος της γριάς, ο θείος ο οποίος ηγείτο στο πένθος κατά την κηδεία, δεν είχε έλθει, πιστεύοντας ότι ο Τάσος θα οδηγούσε νωρίς στο σπίτι τη μάμμη και τη θεία του και ήταν ήδη μεσάνυχτα), η Ευφροσύνη λοιπόν μπαίνοντας, είδε και πάλι την πεταλούδα.
Την είδε επί τρία λεπτά και πλέον τη φορά αυτή.
Αίφνης η πεταλούδα, ενώ η μητέρα είχε σκύψει στην κανδήλα για να βάλει λάδι, πλησίασε παραδόξως στο στόμα της περιαλγούς μητέρας, έπειτα στους οφθαλμούς και στα αυτιά της. Έπειτα έφερε τρεις γύρους γύρω από το λαιμό της.
Η μητέρα έτεινε τα χείλη, ζητώντας μέσα στην παραφροσύνη της να την φιλήσει, αλλά η πεταλούδα απομακρύνθηκε φοβισμένη…
Όλα αυτά τα διηγούταν ύστερα σε πολλές γυναίκες, παρουσία και μερικών ανδρών η κυρία Ευφροσύνη.
Εμείς γράφουμε ότι ακούσαμε.
***
- Μη φεύγεις, μη φεύγεις ψυχή μου! ψιθύρισε εκτός εαυτού η μητέρα.
Η πεταλούδα, η οποία είχε πετάξει μία οργιά επάνω προς την οροφή, κατέβηκε (απίστευτο πράγμα!) στην κανδήλα και ήπιε απ΄ το λάδι…
Η Ευφροσύνη δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ορμέμφυτα ήθελε μάρτυρες, για να πιστέψει ότι έβλεπε.
- Μαρίνα! Εφώναξε, Μαρίνα! έλα ’δω.
Η Μαρίνα ήλθε τρέχοντας.
- Τι θέλεις;
Αλλά η πεταλούδα είχε γίνει άφαντη.
- Τι είναι; επανέλαβε η νέα.
- Τίποτε.
- Πώς τίποτε;
Η Ευφροσύνη έβλεπε αλλόφρων τους τοίχους και την οροφή, ζητώντας να ανακαλύψει κάπου την πεταλούδα, τη μικρή ψυχή.
Αλλά πουθενά δε φαινόταν αυτή.
- Γιατί μ’ εφώναξες; επέμενε πάλι η Μαρίνα.
- Κύριε ελέησον! είπε η Ευφροσύνη κάνοντας το σημείο του Σταυρού.
Τώρα ήταν εδώ, τώρα έφυγε.
- Ποιος έφυγε;
- Κανένας.
- Μην ετρελάθηκες, αδελφή μου; Σε καλό σου, είπε φοβισμένη η Μαρίνα.
Η Ευφροσύνη άφησε στεναγμό!
Και προς τον εαυτό της σιγοψιθύρισε:
«Γιατί μου φεύγεις, ψυχή μου; Γιατί μου αγρίεψες; Δεν με αγαπάς; Αχ! τι τρελή που είμαι!
Μου έφυγες, για πάντα».
- Τι μουρμουρίζεις μέσα σου; ρώτησε η Μαρίνα.
- Τίποτε.
- Χριστέ και Παναγιά! έκραξε κάνοντας το σημείο του Σταυρού και η Μαρίνα. Και κοίταξε έντρομη την αδελφή της, υποπτευόμενη ότι αυτή πράγματι δεν θα ήταν καλά στα μυαλά της.
- Δεν ετρελάθηκα αδελφή, όχι, απάντησε τώρα μόλις, στην προτέρα αναφώνηση της αδελφής της η Ευφροσύνη. Ησύχασε, δεν είναι τίποτε.
Μην ειπείς τίποτε της γριάς.
- Μα τι σου συνέβη;
- Σου το λέγω άλλη φορά! Πάμε τώρα.
Και βγήκαν και οι δύο από το νεκρώσιμο θάλαμο.
Η Ευφροσύνη δεν ξαναείδε πλέον τη μικρή χρυσόφτερη πεταλούδα, αν και για πολύ καιρό, κάθε βράδυ, έρχονταν η μητέρα της και η αδελφή της να της κάμουν συντροφιά και αυτή δεν έπαψε να εισέρχεται περί τα μεσάνυκτα στο νεκρικό θάλαμο, για να προσθέτει λάδι στην επιμνημόσυνη κανδήλα.
Αλλά η Μαρίνα έκτοτε επέμενε να την συνοδεύει κάθε νύκτα σε αυτήν την επίσκεψη.
Έμενε στη μικρή αίθουσα μόνη η γριά, που ήταν πολύ πικραμένη, έλεγε και της επόνει η καρδούλα της.
Και όσο της επόνει, τόσο αύξανε τη δόση της μαστίχας.
Αλλά η ωραία χρυσόφτερη πεταλούδα δεν φάνηκε πλέον και είχε πετάξει στην αιωνιότητα η μικρή αθώα ψυχή.
– Ψυχή χωρίς Έρωτα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης