Ο. Παλιές λέξεις της Στενής
Όβρωστος:. Ο ανεπτυγμένος σωματικά, ο υγιής, ο δυνατός.
Όκνα:. Τρύπα στο πάνω μέρος του βαρελιού, από όπου έριχναν μέσα το μούστο, αλλά και το ξύλο με το οποίο σφράγιζαν το βαρέλι, μετά το βράσιμο του μούστου.
Oλοτρόυρα:. Γύρω–γύρω. Τριγύρω.
Οματιές:. Χριστουγεννιάτικο φαγητό. Κάτι σαν χοντρό λουκάνικο (από το παχύ έντερο του γουρουνιού), παραγεμισμένο με μπουλουγούρι (πλιγούρι, που ήταν κομμένο στάρι), άσπρο συκώτι και διάφορα καρυκεύματα (απαραίτητα θρούμπι). Τις ψήνανε σε φούρνο ή γάστρα.
Όμπυο:. Το πύον. Παθολογική πυκνόρρευστη ουσία, συνήθως κίτρινη, που περιέχει νεκρά λευκά αιμοσφαίρια και διάφορους μικροοργανισμούς.
Οξαπουδός:. Ο ανεπιθύμητος, ο διάβολος
Οργιά:. Μονάδα μέτρησης, ίση με το μήκος που δημιουργείται με το άνοιγμα των χεριών μας.
Ορμήνια:. Η συμβουλή.
Ορμηνεύω:. Συμβουλεύω.
Ουάι:. Επιφώνημα έκπληξης, επιδοκιμασίας, θαυμασμού (ουάι, τι όμουρφου του σακάκ΄ς). Αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για κοροϊδία(ουάι μαρή, φαίνιτ, του βρακί΄ς). (Ου Γιάν΄ς έφαει ξύλου σήμιρα απ΄ του δάσκαλου, ουάι, ουάι).
Ουϊντίζω:. Ταιριάζω με κάποιον, τα βρίσκω μαζί του, μπορώ να κάνω κολιγιά, μου αρέσει η παρέα του.
Όχτος:. Χαμηλό ύψωμα γης. Χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα.
Γιάννης Γιαννούκος