Μυλωνάδες
Χτισμένοι μέσα σε ειδυλλιακά τοπία, που μόνο σε περιγραφές παραμυθιών μπορείς να συναντήσεις ήταν χτισμένοι οι νερόμυλοι. Βαθύσκιωτα πλατάνια, εύφορα περιβόλια, έδιναν την όψη ενός επίγειου παράδεισου. Η βοή του νερού και ο ήχος που έβγαζε το βογκητό των μυλόπετρων γέμιζαν το ρέμα του Λήλα. Οι άκρες των ποταμιών είναι γεμάτες από υπολείμματα νερόμυλων.
Η προσφορά τους ήταν τεράστια για αρκετές εκατοντάδες χρόνια στην διατροφή των κατοίκων, όσο και στην κοινωνική ζωή. Στους νερόμυλους όσοι πήγαιναν να αλέσουν έμεναν εκεί ώσπου να πάρουν σειρά και να τελειώσουν το άλεσμα. Φιλοξενούνταν αρκετές ημέρες κι έτσι οι μύλοι ήταν τόποι κοινωνικής συναναστροφής. Φιλόξενοι οι μυλωνάδες, ένα επάγγελμα που χάνεται στην παραδοσιακή του μορφή, ήταν σημαντικά πρόσωπα στην εποχή τους και ο κινητήριος μοχλός της αγροτικής οικονομίας.
Στο βάθος διακρίνεται το σπίτι και ο μύλος της Σταματάρας
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς ερήμωναν, μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τα σκαρκατζούλια. Οι μύλοι των χωριών της Δίρφης είναι όλοι ελληνικού (ανατολικού) τύπου, με την οριζόντια φτερωτή η οποία χρειάζεται πολύ λιγότερο νερό από τους μύλους ρωμαϊκού τύπου, με την κάθετη φτερωτή και τα ενσωματωμένα κουβαδάκια που έπρεπε να βυθιστεί μέσα στο νερό.
Όσο κι αν ψάξαμε στην περιοχή δεν βρήκαμε μύλο ρωμαϊκού τύπου. Ο πιο κοντινός βρίσκεται στα Ψαχνά, ο μύλος του Καϊάφα. Άγνωστο από ποια περίοδο υπάρχουν οι μύλοι στην περιοχή και ποιο ήταν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αν κρίνουμε από κάποιες αγορές που έγιναν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, το πιθανότερο από όλα είναι πολλοί μύλοι να ανήκαν κάποιοι σε μοναστήρια και κάποιοι άλλοι σε Τούρκους. Δυο μύλοι της Στενής ανήκαν σίγουρα στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Ο μύλος του Θανασά που βρισκόταν στη γέφυρα της Κάτω Στενής, μιας κι από εκεί τον έκαναν αγορά και ο μύλος του Καλορκ(γ)ού (Καλογερικού) κάτω από του Βουτανιού. Από την παράδοση γνωστοί παλιοί μύλοι της περιοχής χτισμένοι επί της τουρκοκρατίας είναι ο μύλος του Πάνω Πισσώνα μέσα στο τσιφλίκι του Μόστρα, ο οποίος δούλευε με νερό από τα Έρια, ο μύλος της Σταματάρας, ο οποίος επί τουρκοκρατίας λεγόταν μύλος του Μπολολιά και ο μύλος του Λωτού ο οποίος πιθανόν ήταν μύλος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι. «Στο μύλο και στον καφενέ μην το πεις» λέει μια παλιά παροιμία, πράγμα που δείχνει και ποια ήταν τα κοινωνικά κέντρα της εποχής.
Η δέση Μυλόπετρα από παλιό νερόμυλο
Οι μύλοι ήταν τόποι συγκέντρωσης για όλους τους κατοίκους των χωριών. Αυτοί που ήθελαν να αλέσουν έμεναν ακόμα και αρκετές ημέρες ώσπου να πάρουν σειρά, οι ζευγολάτες, οι κυνηγοί, οι περιβολάρηδες, οι περαστικοί όλοι σταμάταγαν στο μύλο για να κουβεντιάσουν, να μάθουν τα νέα. Οι μυλωνάδες είχαν έντονη κοινωνική ζωή και είχαν και την φήμη «μπερμπάντηδων», καλαμπουρτζήδων και καταφερτζήδων.
Η αρχιτεκτονική
Πέτρινα χτίσματα με πέτρα όχι τόσο καλή συνήθως, μιας που την έπαιρναν από το ποτάμι και είχε λειανθεί από το νερό. Μονό κτίσμα συνήθως, με ένα μικρό δωματιάκι δίπλα κτισμένο για να μένει ο κόσμος που περίμενε τη σειρά του ή και ο μυλωνάς για να προσέχει το μύλο και τη νύχτα που ο μύλος δούλευε.
Σε πολλές περιπτώσεις ο μυλωνάς είχε δίπλα και το σπίτι του, τον φούρνο και τα περιβόλια του, μιας και το νερό υπήρχε άφθονο.
Η λειτουργία
Η δέση: Είναι το σημείο του ποταμού που οι μυλωνάδες έφτιαχναν φράγμα για να συγκεντρώσουν το νερό.
Η δέση μπορεί να απείχε από τον μύλο και 200 αλλά και 500 μέτρα αν ήταν ανάγκη. Πέτρες, ξύλα, χώμα, κλαδιά, ήταν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι μυλωνάδες για να συγκεντρώσουν το νερό του ποταμού.
Η αμπολή (υδραύλακας, μυλαύλακας):
Οι μυλωνάδες από το σημείο που μάζευαν το νερό, άνοιγαν αυλάκια με τα οποία οδηγούσαν το νερό στο μύλο. Συνηθισμένη εικόνα ο μυλωνάς ή η γυναίκα του με την τσάπα να καθαρίζουν την αμπολή για να μη βρίσκει το νερό εμπόδια και να μην ανακόπτεται η ορμή. Δυο φορές την εβδομάδα οι μύλοι δεν λειτουργούσαν για να ποτίζουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι των χωριών τα περιβόλια τους, συνήθως Πέμπτη και Κυριακή, από ήλιο σε ήλιο. Το βράδυ ο μυλωνάς μετά τη δύση του ήλιου μάζευε το νερό κλείνοντας όσες καταπότες των περιβολιών δεν είχαν κλειστεί καλά. Το νερό με φυσική ροή έφτανε πάνω από το μύλο πέρναγε τον κάναλο και έπεφτε με δύναμη στα βαρέλια.
Κάναλος: Ξύλινο λούκι ή κάποιες φορές και πέτρινο που οδηγούσε το νερό στα βαρέλια (χοάνη). Πριν από τον κάναλο υπήρχε συνήθως μια ξύλινη σήτα για να κρατάει τα περιττά πράγματα που μετέφερε το ποτάμι.
Χοάνη ή βαρέλα: Μέσα από ξύλινα βαρέλια ή χτιστό με πέτρες τοίχο από 7 έως και 15 μέτρα ύψος (κρέμαση) πέρναγε το νερό και σαν καταρράχτης πέρναγε με δύναμη το σιφούνι. Όσο μεγαλύτερη ήταν η κρέμαση τόσο πιο ορμητικά ήταν τα νερά και τόσο πιο γρήγορα δούλευε ο μύλος
Τα ξύλινα βαρέλια τα έφτιαχναν συνήθως οι βαρελάδες ενώ τα τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκαν με τα φθηνά μεταλλικά βαρέλια τα οποία ποτέ δεν ευχαρίστησαν τους μυλωνάδες οι οποίοι πίστευαν ότι έχαναν σε πίεση. Τα βαρέλια κατέληγαν στο Σιφούνι. Από ένα μικρό άνοιγμα από 5 έως και 10 πόντους πέρναγε το νερό και εκτινασσόταν με δύναμη πάνω στη φτερωτή.
Το ζουριό
Το μέρος όπου γύριζε η φτερωτή και έκανε παφλασμό το νερό το έλεγαν το ζουριό
Η καλαχίδα Η φτερωτή
Φτερωτή
Ένα στρογγυλό σίδερο που στη μέση είχε ένα κατακόρυφο σίδερο ή ξύλο σαν αδράχτι ή τετράγωνο το οποίο περιέστρεφε με δύναμη την μυλόπετρα. Συνδέεται με τη χελιδόνα ένα μακρουλό σίδερο με μια τρύπα στη μέση που είναι προσαρμοσμένο στο κάτω μέρος της πάνω πέτρας και το γυρίζει
Το κάθετο ξύλο ή σίδερο συνδεόταν με τη χελιδόνα οποία εφάρμοζε στην πάνω μυλόπετρα και την κινούσε.
Μυλόπετρες
Δυο, η μια σταθερή από κάτω και η άλλη αυτή που κινούσε η φτερωτή. Είχαν το σχήμα τροχού. Η μια μυλόπετρα τριβόταν πάνω στην άλλη και στη μέση (αφαλός) έριχναν οι μυλωνάδες τον καρπό για να αλεστεί. Οι μυλωνάδες με το μυλοκόπι, ένα ειδικό εργαλείο, χάλκευαν τις μυλόπετρες για να τις κάνουν τραχιές και να κόβεται πιο εύκολα το άλεσμα, ακόμα και μια φορά την ημέρα, όταν ο μύλος είχε πολύ δουλειά. Σε περιπτώσεις που οι μυλωνάδες ήθελαν να κάνουν εργασίες στις πέτρες και επειδή το βάρος τους ήταν ασήκωτο ζήταγαν τη βοήθεια άλλων δυο ή τριών ατόμων. Είχαν ένα μεγάλο κούτσουρο στην άκρη εκεί γύριζαν την πέτρα και τη χάραζαν.
Φ…
Όσο πιο συχνά χάραζαν τις πέτρες τόσο πιο γρήγορα χρειάζονταν αντικατάσταση γιατί όπως έλεγαν «έλιωναν». Οι μυλόπετρες που δούλευαν συνεχώς δεν άντεχαν πάνω από πέντε χρόνια. Αγόραζαν τις πέτρες τις κουβάλαγαν στο μύλο και αναλάμβαναν μόνοι τους να τους δώσουν το στρογγυλό σχήμα που χρειάζονταν. Τις παλιές πέτρες τις πέταγαν και όπως εξηγούσαν ενώ όταν τις έβαζαν χρειάζονταν τρία ή τέσσερα άτομα, τις λιωμένες τις κουβάλαγε και ένα άτομο.
Γύρω από τις μυλόπετρες προεξείχε λεπτή ξύλινη κατασκευή για να μη φεύγει το άλεσμα
Kαλαχίδα
Τα γεννήματα έπεφταν από μια σκάφη την καλαχίδα .Μεγάλη σκάφη κρεμασμένη με τέσσερα χερούλια, η οποία ήταν πολύ φαρδιά στην κορυφή και στένευε προς τα κάτω Το σημείο που έβγαινε ο καρπός το έλεγαν γλώσσα από το σχήμα του. Τη γλώσσα την κράταγε το βαρδάρι, ένα ξύλο σαν αδράχτι το οποίο ακούμπαγε στον αφαλό στο κέντρο της μυλόπετρας. Φρόντιζε να πέφτει το σιτάρι σε σταθερή ποσότητα. Το βαρδάρη ακούμπαγε την πέτρα έκανε αρκετό θόρυβο εξ ου και η γνωστή παροιμία για τους πολυλογάδες «Το στόμα του κάν σα του βαρδάρ΄» Αφού αλεθόταν ο καρπός έπεφτε σαν αλεύρι σε ένα καδί την αλευροθήκη ή γούρνα ή κουρίτα όπου οι μυλωνάδες από εκεί το μάζευαν με ένα ξύλινο φτυάρι.
Το βαρδάρι
Tο τιμόνι
Ανάλογα τον καρπό αλλά και αν ήθελαν χοντρό ή ψιλό άλεσμα οι μυλωνάδες με μια μανιβέλα ανέβαζαν ή κατέβαζαν την πάνω μυλόπετρα για να αυξήσουν ή να μειώσουν την τριβή. Για το σιτάρι κατέβαζαν την μυλόπετρα αλλά για την φάβα τα ρεβίθια και τις ζωοτροφές ανέβαζαν τη μυλόπετρα, αλλά αυτά μαζεύονταν μια φορά το μηνά και τα έκαναν όλα μαζί γιατί μύριζαν
Σε δύσκολες περιόδους, ειδικά την Κατοχή, που δεν έφτανε το σιτάρι, άλεθαν όλα τα δημητρικά τα ανακάτευαν και έκαναν το σμιγάδι από το οποίο έφτιαχναν ψωμί. Επίσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνηθισμένο συμπλήρωμα της διατροφής ήταν και η μπομπότα, ψωμί από καλαμπόκι.
Σταματήρα Μυλοκόπι
Η σταματούρα (σταματήρα):
Το «φρένο» του μύλου. Ένας ξύλινος μοχλός ο οποίος εμπόδιζε το νερό να σταματάει τη φτερωτή. Ήταν ένα ξύλο κάθετο το γύριζαν, σκόρπαγε το νερό και δεν έφερνε γύρω τη φτερωτή
Το νερό έφευγε από την φτερωτή μέσα από μια έξοδο και έπαιρνε μέσα από την αμπολή το δρόμο του πάλι για το ποτάμι.
Στην Πάνω Στενή οι μύλοι ήταν χειμωνιάτικοι. Άλεθαν μόνο το χειμώνα και για λίγο όσο είχε αρκετό νερό. Της Μαυροπλιάς ο μύλος και των Ζερβαίων
Στην Κάτω Στενή του Θανασά ο μύλος συνεταιρικός, τον οποίο πήραν από το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Χειμωνιάτικος μύλος και αυτός.
Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στέφανου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
Κάτω από του Βουτανιού ο παλιός μύλος του Καλουρκού (Καλογερικού), ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο τον οποίο όπως έλεγαν είχαν δει στη μεγάλη πλημμύρα να καθαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του για να μην καταστραφεί ο μύλος.
Πιο κάτω ο μύλος του Τσιγκαράκη ιδιοκτησίας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη, και του Αγγελή Βασιλείου.
Του Κυράνα ο μύλος ιδιοκτησίας Χαράλαμου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας), πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος.
Γιάννης Μητάκης