Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Τα Κρούσματα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Γενικό προσκύνημα των κυμάτων, καθολική σύναξη όλων των βρυχηθμών των ανέμων και όλων των αλαλαγμών των καταιγίδων, ήταν ο σκοτεινός και φαλακρός, ο ψηλός και στητός βράχος.

Παλάτι της ερημιάς και της σιγής, θρόνος βαθιάς μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, πάνω στον οποίο ήταν κτισμένο κάποτε το παλαιό, το κατερειπωμένο σήμερα χωριό.
Δεν υπήρχε κύμα του θρακικού πελάγους και των κόλπων της Χαλκιδικής, δεν υπήρχε κύμα βγαλμένο απ΄τη Μαύρη Θάλασσα και την Προποντίδα, διωγμένο απὸ τους κόλπους και διυλισμένο δια μέσου των πορθμών, αποπτυσμένο απὸ τους αφρούς του πελάγους και εξορυγμένο απὸ τα απύθμενα βάθη του πόντου, τα κάτω από τον καταπληκτικό Άθωνα, το οποίο να μην ερχόταν να φιλήσει τα κράσπεδα του μαύρου τιτάνιου βράχου.
Υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα, σε ύψος που σου δημιουργούσε ίλιγγο και σκοτοδίνη και ήταν κάποτε γεμάτος ψυχές και φωνές και τώρα ήταν έρημος γεμάτος ερείπια.
Και δύο μεγάλοι αιγιαλοὶ δεξιά και αριστερά απλώνονται κάτω, στα θεμέλια δύο φοβερών κρημνών.
Ο ένας σπαρμένος με βράχους, κομμένους σε σχήματα πρανή και κωνοειδή, σαν λείψανα παλαιάς γιγαντομαχίας, σωζόμενα στο πεδίο της μάχης, στρωμένος με χαλίκια άσπρα, κόκκινα, μαργαρώδη, επίχρυσα και με άμμο σκουρόχρωμη, πεντακάθαρη και η άμμος κυρτώνεται διὰ μιας και ο βυθός απότομα βαθύνεται, ο κολυμβητής, αν θα τολμήσει να επιβεί στο κύμα, έλκεται προς τη σύρτη τη βαθιά, τη λευκή και πρασινίζουσα και γαλανή, που είναι σαν λίκνο του μικρού Τρίτωνα και παστάδα της μελαγχολικής Σειρήνας, όπου αφρός και πόντος, όπου κύμα και άβυσσος, χαρούμενα παίζουν διάφορα και ενίοτε επικίνδυνα παιχνίδια.
Δεξιά, προς ανατολάς, αντικρίζει κανείς το μεγάλο βράχο, σε δέκα πρυμνήσια εναέρια απόσταση με την ακτή του Κουρούπη, τη λευκή και κυρτή, όπου φαντάσματα και δαίμονες, που σπάνια είναι ορατοί, δεν παύουν να κυλούν τεράστιες πέτρες, απὸ τη σάρα και τον κρημνό τον κατηφορικό.
***
Το πρωί, πολλές φορές πλησιάζουν απὸ το πέλαγος ψαράδες με τη βάρκα, για να πιούν και να γεμίσουν τα βαρέλια. Και το νερό όλη την ημέρα μένει ψυχρό και παγωμένο μέσα στα βαρέλια, κατὰ Ιούλιο μήνα, κάτω από τις φλέγουσες ακτίνες του ήλιου απὸ τις οποίες ψήνονται πεταλίδες και πορφύρες και στρείδια επάνω στο μικρό φάτνωμα της πλώρης της βάρκας.
Αλλά ανίσως τη νύκτα κάποιοι ψαράδες, ριψοκίνδυνοι, τολμήσουν να πλησιάσουν για να πάρουν νερό από τη δροσερή βρύση τη μαγική, κάτω στα κράσπεδα της ακτής, επὶ της χαμηλής πέτρας που χρησιμοποιείται ως προβλήτα, τότε βρόντος και πάταγος ριγηλὸς αντηχεί απὸ τον κρημνό επάνω και πέτρες και βράχια τρομακτικά κυλιούνται κατερχόμενα κατὰ των κεφαλών των ψαράδων… Τότε μόλις αυτοί προφταίνουν να κάμουν το σταυρό τους και να τραπούν σε φυγή…
Οι πέτρες εκείνες θα ήταν ικανές και αυτομάτως να κυλιούνται απὸ τον κρημνό εκείνο... πόσο μάλλον όταν αόρατες δυνάμεις δαιμονίων τις σπρώχνουν προσκολλώμενοι στο ολισθηρό μέρος της ακτής, όπως συνήθως προσκολλώνται στο ασθενὲς μέρος, σε έρωτες και μίση, εξάπτοντες το πάθος σε φλεγμονή και τρέποντας την οργή σε λύσσα…
Αριστερά από το γιγαντιαίο βράχο του Ἐρημου Χωριού, προς δυσμάς, άλλος γιαλός απρόσιτος, άνορμος, απλώνεται. 
Δε φαίνεται εκεί στρώμα κομψών χαλικιών και άμμου πεντακάθαρης, ούτε φαίνεται της θαλάσσιας νύμφης η παστάδα, ο θάλαμος της Νηρηίδας. Πέλαγος βαθύ ως την αντικρινή στεριά απλώνεται και σαν μονόχορδος υμνωδός δεν παύει να το οργώνει ο άνεμος, ο Αργέστης (Βορειοδυτικός).
Και καταμπροστά, λίγο βορειοδυτικά στο βράχο του Ἐρημου Χωριού, αποσπασμένοι, βαπτισμένοι στο κύμα δύο βράχοι παντέρημοι εμφανίζονται.
Κάτω στα πόδια τούτων, στα άντρα τα θαλάσσια και τους βράχους που χτυπάει το κύμα, τις θαλασσόγλυπτες, εκεί βόσκουν και λοξοπατούν τα θαμαστότερα πετροκάβουρα και παγούρια του κόσμου, με τα ερυθρά προέχοντα σαν κλαδωτά αυγά τους, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελωδικά στην ανθρακιά, μεγάλα, εύχυμα στη γεύση.
Κι επάνω στους δύο εκείνους υψηλόκρημνους σκόπελους, όποιος θα τολμούσε ποτὲ να σκαρφαλώσει, για να μαζέψει αν μπορεί εξαίσια λάχανα και θαυμάσιες αγριοκράμβες, πρέπει να ζωστεί καλά με χονδρό σχοινί στη μέση, να προσδέσει το ένα άκρο στο χονδρό κορμό του γηραιού θαλάσσιου θάμνου, του φυτρωμένου στο φρύδι του βράχου, έπειτα να αναρριχηθεί στο μέτωπο του κρημνού αργά και με μεγάλη προφύλαξη και πάλι βέβαιος δεν θα είναι αν θα ευτυχήσει να κατέβει σώος και υγιής απὸ το ύψος εκείνο, όπου οι γλάροι κρώζουν θρηνητικά και περιίπτανται στις γωνίες του βράχου και τις εξοχές, γύρω απ΄το μέρος όπου κρύβεται η φωλιά τους, στη θέα του ξένου επιδρομέα.
Είναι τόσο πολύτιμα τα αγριολάχανα του θαυμάσιου εκείνου βράχου, ώστε ποτὲ δεν αγοράζονται αντὶ οσουδήποτε ποσού χρημάτων…
Μόνο πληρώνονται ή με αγάπη και με φιλία ή κάποιες φορές με κεράσματα, στον αφοσιωμένο κουμπάρο μας, τον Τζενεγό ή κάποτε και με ψήφους, όταν επίκεινται εκλογές… επειδή ο κουμπάρος Τζενεγὸς, είναι πολύ βαθιά αφοσιωμένος στους φίλους του και τότε μόνο θα σε φιλέψει «λάχανα θαλασσινά», όταν είναι βέβαιος ότι θα δώσεις ψήφο στο «κόμμα μας».
Λίγο πιο πέρα, νότια των δύο βράχων, στο μέσον του πόντου, πάντοτε σχεδόν, με γαλήνη και με τρικυμία, ακούγεται μία ορχήστρα, που έχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθώς λέγουν.
Είναι μία ύφαλος, που καλείται κοινώς Καλαφάτης.
Από μία οπή αναβλύζει υποβρυχίως το νερό, έπειτα αναπηδά και αποτελεί κρότο όμοιο με τον της «ματσόλας», δηλαδή της ξύλινης σφύρας του καλαφάτη - ή του «διανάκτου», όπως λένε στο Βασιλικό Ναύσταθμο, - επί των πλευρών επισκευαζόμενου πλοίου.
Η ματσόλα ή η σφύρα αυτή δεν παύει, ημέρα και νύκτα, ακούραστη, ακοίμητη να ακούγεται.
Κατ᾽ άλλους, ο Καλαφάτης ονομάσθηκε έτσι μετά ειρωνικού ευφημισμού, ότι καλαφατίζει τάχα τα πλοία τα οποία θα εξέπιπταν σιμά στη δικαιοδοσία του, κατά κάποιον τρόπο στο «Καρνάγιο» του.
Όλο το παλιό χωριό ήταν ερείπιο, απλωμένο στα νώτα του γίγαντα, του με τα πόδια θαλασσωμένα, βράχου.
Μέρος αυτού είχε κατεδαφίσει ο χρόνος, μέρος οι άνθρωποι.
Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερα τα παιδιά τους, πότε οι μαστόροι, οι κτίστες, με εντολή ή χωρίς εντολή, έπαιρναν από τα παλαιὰ κτίρια ότι στερεό είχαν τούτα, την ξυλεία της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλές φορές τούβλα και κεραμίδια, πιεζόμενοι από την αχρηματία, επειδή η «σύντροφος πενία» μάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικό και μάλιστα τους κατοίκους του νησιού, μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνος, τα μετακόμιζαν δε διὰ ξηράς ή διὰ θαλάσσης στην πολίχνη τη νεόκτιστη, προς νότο, που απείχε δρόμο τριών ωρών.
***
Ο ναΐσκος, που γιόρταζε το Σάββατο του Ακάθιστου, ήταν ευπρεπής και δεχόταν συχνά το φόρο της ευλάβειας αυτών των νοικοκυράδων, ο οποίος διατηρούσε και τις σωζόμενες τριγύρω μικρές οικίες, όπως και άλλων γυναικών.
Η Μαχὼ το Φαλκάκι έφθασε νωρίς, περὶ δύση ήλιου, το δειλινό εκείνο του μηνός Οκτωβρίου, κρατώντας το καλαθάκι της, το οποίο περιείχε ψωμί, ελιές χαμάδες, λίγα κυδώνια και μερικές τομάτες.
Είχε αναχωρήσει απὸ την πόλη το πρωί. Όλη την ημέρα την πέρασε στον ελαιώνα μαζεύοντας ελιές, έπειτα τις έβαλε σε σάκους και με μουλάρι τις έστειλε στα ελαιοτριβεία της πόλης.
Ο ελαιώνας ήταν πολὺ κοντά στο παλαιό χωριό, απείχε δε πολὺ από τη σημερινή πολίχνη. Επειδή επρόκειτο και την επομένη να εξακολουθήσει την ίδια εργασία στον ελαιώνα, ήλθε στο παλιό έρημο χωριό, για να ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομάτας και να διανυκτερεύσει, όπως πολλές φορές συνήθιζε, στο ερημικό σπιτάκι της, για να επιστρέψει πάλι το πρωί στον ελαιώνα.
Η Μαχὼ το Φαλκάκι, συνοδευόταν στην εκδρομή αυτή απὸ το γιο της το Φάλκο, παιδί δεκατριών ετών. Ο μικρός μάγκας είχε ακούσει πολὺ συχνά απὸ παιδιά μεγαλύτερα απ αυτόν, πάμπολλες διηγήσεις για φαντάσματα, τα οποία έβγαιναν τακτικά τη νύκτα στο παλαιό έρημο χωριό, ανάμεσα στα τόσα ερείπια, επάνω στο βράχο τον ψηλό, τον με θαλασσωμένα τα σκέλη γίγαντα, όπου η ηχώ των κυμάτων, τα οποία χόρευε μαινόμενος ο βοριάς νύκτα και ημέρα, αντηχούσε στα καθίσματα των βράχων, κάτω, στα άντρα τα θαλάσσια.
Τα φαντάσματα τούτα, στοιχειά, εξωτικά, λογιών-των-λογιών κρούσματα, δεν έπαυαν να εμφανίζονται τη νύκτα, να επισκέπτονται μελαγχολικά τα ερείπια, να περιφέρονται στα κατεδαφισμένα σπίτια, τα οποία στέγασαν κάποτε ζωές και ψυχές και τώρα κάλυπταν μυστήρια άγνωστα κάτω από τους σωρούς των λίθων.
Κάθε παλιά οικία είχε το ζώδιό της.
Το ζώδιο τούτο, έπαιρνε τη μορφή εκείνου του σφαγίου, το οποίο είχε θυσιαστεί κατὰ τη θεμελίωση της οικίας της κτιζόμενης εκάστοτε, μετά τον ψαλέντα αγιασμό.
Εὰν το σφαγμένο ζώο ήταν πετεινός, ο πετεινός έβγαινε συχνά τη νύκτα, ξαφνιάζοντας τους ενοίκους, ενόσω η οικία ήταν όρθια ακόμη και εξακολουθούσε και τώρα να βγαίνει παραπονετικά, λαλώντας με φωνή θρηνώδη επάνω στα ερείπια. Εὰν το ζώο που θυσιάστηκε ήταν αρνί, ένα πράγμα λευκό, πράο, ήμερο, μοιάζοντας με αρνί, δεν έπαυε να βγαίνει ακόμη γύρω στα θεμέλια του σπιτιού, βελάζοντας θλιβερά.
Εὰν το θύμα ήταν μοσχάρι, ένα βοϊδάκι μικρό, μαυροκόκκινο παρουσιαζόταν τριγύρω στα ερείπια. Μούγκριζε με σιγανή φωνή και πολλές φορές, ενόσω το σπίτι κατοικείτο, το μούγκρισμά του προσήμαινε κακό για τους νοικοκυραίους.
Όλα αυτά τα διηγούνταν οι μάγκες, όπως τα είχαν ακούσει από τις μητέρες και γιαγιάδες τους και μάλιστα τα αβγάτιζαν κι οι ίδιοι με την παιδική ψευδομανία τους. Και τώρα ακόμη πολλοὶ τα έβλεπαν.
Αυτή η Μαχὼ, είχε διηγηθεί άλλοτε στον γιο της, το Φάλκο, ότι είδε με τα μάτια της ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, απὸ το ύψος του Έρημου Χωριού, όπου βρισκόταν μία φορά, όταν ήταν μικρή κόρη ακόμη, καταντικρύ, στην απόκρημνη ακτή του Κουρούπη.
Εκεί επάνω, στον κρημνό, έβλεπε τις νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήταν πιασμένες σε χορό και χόρευαν «στον καλό τους καιρό» και τραγουδούσαν.
― Και τι τραγούδι έλεγαν, μάννα; ρώτησε η μικρή Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, τη μητέρα της.
―Έλεγαν, κορίτσι μου: «Ακούτε μας, μιλάτε μας, ημείς, καλὲς κυράδες…»…
―Ήθελα κι εγὼ να τό ᾽βλεπα αυτό, μάννα, είπε ο Φάλκος.
―Ο Θεός να μη σ᾽ αξιώσει, παιδάκι μου.
Εγὼ έπεσα άρρωστη στο κρεβάτι που το είδα και πιάστηκε σαράντα μέρες η γλώσσα μου.
― Και δε μου λες θεια, είπε ο ανιψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας συνομήλικος σχεδόν με το Φάλκο, που τον βρήκαν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στη σάρα, πώς δε γλιστρούσαν να πέσουν;
― Αυτὲς είναι νεράιδες παιδάκι μου και πατούν στον αέρα, απάντησε η Μαχώ.
Τη διήγηση για τις νεράιδες που χόρευαν, την επιβεβαίωσε και η γριά-Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γριά κοντή και κυρτή, όμοια με ένα κουβαράκι. Αυτή είχε δει στον καιρό της πολλά απίστευτα πράγματα.
***
Είχε μεγάλη περιέργεια ανακατεμένη με μεγαλύτερο φόβο, να έβλεπε στοιχειά.
Για να πάρει λίγο θάρρος, είχε ρωτήσει τη μάμμη του, αν όλα τα φαντάσματα κάνουν κακό σε όσους τα δουν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε οι νεράιδες στη μητέρα του. Η γριά του απάντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ειδικά δεν κάμνουν ποτὲ κακό.
Μόλις είχαν φθάσει και άρχισε να νυκτώνει. Η Μαχὼ πίστευε ότι θα εύρισκε στο Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλες γυναίκες μαζὶ με άλλα τόσα παιδιά ή κορίτσια, οι οποίες διανυκτέρευαν απὸ ημερών στον τόπο, για τον ίδιο λόγο με τη Μαχώ.
Ασχολούνταν την ημέρα στη συλλογή του ελαιοκάρπου κι επειδή το παλιό χωριό βρισκόταν σιμά στα κτήματά τους, μη θέλουσες να κοιμούνται στο ύπαιθρο και γιατί έπεφτε άφθονη δροσιά και υγρασία τη νύκτα και γιατί ήταν γυναίκες, χάριν ευκολίας κατέβαιναν και διανυκτέρευαν εκεί, στα δύο ή τρία σωζόμενα μικρά σπίτια, για να αναλάβουν νωρὶς την εργασία την επόμενη μέρα.
Ήλπιζε λοιπόν η Μαχὼ να βρει συντροφιά, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνει μόνη της με το παιδί τη νύκτα στο έρημο μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», απὸ τις τόσες παλιές αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά.
Αλλά η Μαχὼ γελάστηκε. Οι γυναίκες είχαν τελειώσει προς το παρόν την πρώτη συλλογή των ελαιών και από άλλο δρόμο είχαν επιστρέψει το βράδυ στην πολίχνη.
Η Μαχὼ δε βρήκε ψυχή στο Έρημο Χωριό.
Νύκτωνε ήδη, η πανσέληνος ήταν περασμένη και η σελήνη θα ανέτελλε δύο ή τρεις ώρες νύκτα.
Άλλωστε, ο Φάλκος επιθυμούσε να διανυκτερεύσει στο άγριο μέρος κι επέμενε να μείνουν.
Ήθελε να κάμει κι αυτός τον ανδρειωμένο στον εξάδελφό του  34το Σταμάτη, - ο οποίος συνήθως έκαμνε τον άφοβο μεταξὺ όλων των παιδιών - και να έχει να του διηγείται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, στο Έρημο Χωριό και «δεν ίδρωσε το μάτι του». Η Μαχώ έκαμε την ανάγκη φιλοτιμία κι έμεινε. Πρώτα άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομάτας. Ήταν μία μεγάλη εικόνα της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με αδροὺς χαρακτήρες, με πρόσωπο το διπλάσιο του φυσικού, με μεγάλους, πολὺ μεγάλους οφθαλμούς και με το Χριστό, ένα βρέφος με παμμέγιστη κεφαλή, φορώντα χιτώνα επίχρυσο, φωτεινό, «τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον». Έπειτα άναψε φωτιά στο στενό μεταξὺ δύο ερειπίων, αντίκρυ από το ναΐσκο και καταμπροστά στην πόρτα του σπιτιού της.
Έψησε καφέ για το Φάλκο της, τον καλομαθημένο, έπειτα μαγείρεψε φαγητό απὸ τομάτες και κρεμμύδια με λάδι.
Αφού έφαγαν, κλείσθηκαν στο σπιτάκι για να κοιμηθούν.
Η Μαχὼ ήταν κουρασμένη και δεν άργησε να αποκοιμηθεί.
***
Άμα κατάλαβε ότι η μητέρα του είχε αποκοιμηθεί, σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα. Θα ήταν κρίμα, φανταζόταν, να μην απολαύσει αυτό το θέαμα, το πρωτοφανές γι’ αυτόν, αν και δεν ήξερε καλά πως να το παραστήσει, τη νύκτα τη μυστηριώδη και σιγηλή, τον άπειρο ουρανό, την αχανή θάλασσα, ψηλά, πάνω από τον έρημο μαγικό βράχο.
Και ήταν επιτέλους πιθανό, να δει και κανένα φάντασμα…
Ρίγησε. Ας έλειπαν τα φαντάσματα!
Καθώς βγήκε στο ύπαιθρο ο Φάλκος, καταρχάς στράφηκε πίσω προς την πόρτα του σπιτιού την οποία άφησε ανοικτή και πρόσεχε για να ακούσει την αναπνοή της μητέρας του που κοιμόταν.
Αισθανόταν την ανάγκη να έχει συντροφιά την πνοή της μητέρας του… Ευτυχώς η μητέρα του, του είχε αφήσει και άλλη συντροφιά, τη φωτιά, την οποία είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες και αφού την περιόρισε μεταξὺ πλακών και λίθων, μακριά από ξηρό χόρτο ή θάμνο χλωρό ή ρίζας δένδρου, είπε ότι την αφήνει «για συντροφιά» και δεν την έσβησε.
Τώρα, όσο προχωρούσε η νύχτα, ο θόρυβος της φωτιάς και η λάμψη των δαυλών που έκαιγαν και το θάλπος το οποίο διέχυνε η ανθρακιά, ήταν πράγματι ανεκτίμητη παρηγοριά, στην ερημιά εκείνη, ανάμεσα στα τόσα ερείπια.
Καθώς βγήκε ο Φάλκος έξω στο ύπαιθρο, αντίκρυ από την πόρτα του σπιτιού, είδε να φαίνεται ένα μαύρο πράγμα, το οποίο δεν είχε παρατηρήσει το βράδυ. Τούτο έμοιαζε πολὺ με γριά μαυροφόρα καθισμένη στο σκοτάδι, η οποία τον κοίταζε από μακριά.
Επειδή αισθανόταν φόβο και ήθελε με κάθε τρόπο να διώξει το φόβο απὸ μέσα του, πήρε ένα δαυλό, πήγε κατ΄ ευθείαν στο πράγμα το μαύρο και το ψηλάφισε και βεβαιώθηκε ότι ήταν μαύρο κούτσουρο ρίζας παλιάς δένδρου, το οποίο είχε καεί και ήταν καψάλα.
Παραπέρα εκεί, στεκόταν ένα πράγμα όρθιο,  33το οποίο φαινόταν σαν άνθρωπος με τον ένα βραχίονα πάνω απλωμένο. Κρατώντας το δαυλό πλησίασε και είδε καλά και βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν κορμός αγριοσυκιάς ξηραδιάρας, της οποίας τα φύλλα φαίνονταν να είχαν φαγωθεί ή μαδηθεί πρόσφατα και το ένα κλωνάρι ήταν σπασμένο κι έγερνε κάτω, το δε άλλο, ευρισκόμενο στη θέση του, εκτεινόταν πέρα οριζοντίως.Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγεια των κανδηλιών του εκκλησιδίου, τα οποία είχε ανάψει νωρὶς η μητέρα του. Ο Φάλκος πλησίασε και κοίταξε από το τζάμι του παραθύρου. Είδε τη σκιά και το ιερό θάμβος των εικόνων και των θυρίδων και των γωνιών, τις θαμπές μορφές των Αγίων, οσφράνθηκε το μεικτό άρωμα του κεριού, του ελαίου και του θυμιάματος και κοίταξε για πολύ ώρα το τρεμάμενο φως των κανδηλιών, τα μεγάλα μάτια της Παναγίας, τα οποία φαίνονταν να τον κοιτάζουν με άυλη θωπεία και επιείκεια βασιλοπρεπώς, μέσω των τζαμιών του παραθύρου.
Έκαμε γρήγορα δύο σταυρούς και απομακρύνθηκε.
***
Ζέφυρος λεπτός, ευώδης, δρόσος ζωηφόρος έπνεε.
Ο Φάλκος αισθανόταν κάτι σαν ελαφρότητα, σαν διάθεση να πετάξει, την οποία ποτέ δεν είχε δοκιμάσει στο χωριό του, όταν κυλιόταν μέσα στα ποτόκια και τ᾽ αυλάκια των λιθόστρωτων στενών δρομίσκων, παίζοντας μαζί με τ᾽ άλλα παιδιά.
Ανάμεσα στο ρόχθο εκείνο των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι σαν γδούπος, σαν κτύπος σφύρας, μονότονο και ρυθμικό, επίμονο όπως το τραγούδι του τζίτζικα και το λάλημα των πουλιών.
Ο Φάλκος, όσο και αν βασάνιζε το νου του, δεν καταλάβαινε τι πράγμα ήταν ο συνεχής εκείνος κρότος.
Ανυπόμονος γύρισε στο σπιτάκι για να ρωτήσει τη μητέρα του.
Την έσεισε για να την ξυπνήσει.
― Μητέρα, τι πράγμα είναι αυτό που κάνει τακ τακ, στη θάλασσα κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό;
Η Μαχὼ σάλεψε, έτριψε τα μάτια της και είπε:
― Είν᾽ ο Καλαφάτης, παιδί μου.
Κι έκαμε να γυρίσει απὸ το άλλο πλευρό.
― Και τι πράγμα είν᾽ ο Καλαφάτης; επανέλαβε ο Φάλκος.
Η Μαχὼ χασμουρήθηκε, έκλεισε τα μάτια και δεν απάντησε.
Ο Φάλκος επέμεινε.
― Πες μου, μητέρα, τι είν᾽ ο Καλαφάτης; είπε σείοντας τον ώμο της μητέρας του.
― Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι… Κοιμήσου, παιδί μου.
Η Μαχὼ δεν είχε καταλάβει ότι ο γιος της έλειπε απὸ κοντά της και ότι είχε γυρίσει τώρα απ΄ έξω. Νόμισε ότι, πλαγιασμένος πλησίον της είχε ακούσει τον κρότο της υφάλου.
Αμέσως αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου» αποκοιμήθηκε πάλι, ο δε Φάλκος και πάλι έσπευσε να βγει.
Μεσάνυκτα ήταν ήδη και η σελήνη είχε ανατείλει προ πολλού.
Ο Φάλκος, όταν βγήκε τη δεύτερη φορά έξω, έριξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει, επειδή πολύ του άρεσε και τον γοήτευε το πυρ στη σιγή και τη γαλήνη της νύκτας, στο μέσον των ερειπίων.
***
Τη στιγμή εκείνη, ο Φάλκος άκουσε λάλημα πετεινού, το οποίο δε φαινόταν να είναι από πολὺ κοντά, αλλά ούτε και μακριά.
Αν δεν έπλεε καμία βρατσέρα ή καμία γολετίτσα τη νύκτα εκείνη στο πέλαγος, λίγο ανοικτά από την ακτή, η οποία θα έτυχε να έχει ορνιθώνα στο κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ερχόταν από το καλύβι μιας ποιμενίδας, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίο δεν απείχε πολύ, βρισκόμενο επάνω στη ράχη του βουνού και αντικριστά με το έρημο χωριό.
Ο Φάλκος θυμήθηκε τις διηγήσεις των παιδιών, τις παραδόσεις όσες είχαν ακούσει από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους, σχετικά με τα «ζώδια» των σπιτιών, που εμφανίζονται κάποτε τη νύκτα.
Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει, ότι τα ζώδια αυτά δεν μπορούσαν να βλάψουν, αισθάνθηκε αληθινό τρόμο, έτρεξε, μπήκε στην πόρτα μέσα, έκαμε το σταυρό του και πλάγιασε κοντά στη μητέρα του.
― Μητέρα, είπε έντρομος, άκουσα έναν πετεινό… είναι το ζώδιο του σπιτιού μας!
Η μητέρα του δεν αποκρίθηκε, κοιμόταν βαθιά.
― Πες μου μητέρα, επανέλαβε ο Φάλκος, σείοντάς την για να την ξυπνήσει - επειδή αισθανόταν τώρα μεγαλύτερη την  ανάγκη συντροφιάς και προ πάντων της ανθρώπινης ομιλίας - πες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;
Η Μαχὼ ξύπνησε και ανασηκώθηκε επὶ της μάλλινης τσέργας, επί της οποίας ήταν πλαγιασμένη.
― Τι έχεις παιδί μου και δεν κοιμάσαι; είπε. Δεν έχεις ύπνο;
― Όχι, όχι… είπε ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό.
― Που τον άκουσες;
― Εδώ έξω.
― Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε… Έχει ένα σωρό πετεινάρια… Θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου τον σφάξω την Κυριακή;…
― Ακούς εκεί; Μακάρι…
― Καλά Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγὼ θα σε φιλέψω πετεινό…
Τώρα ο Φάλκος αισθανόταν νυσταγμό, τον οποίο πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλι θα επιθυμούσε να σηκωθεί και να βγει έξω, αλλά άρχισε να ζαλίζεται και να ναρκώνεται απὸ την έφοδο του ύπνου.
Τουναντίον, η μητέρα του, αφού είχε μισοχορτάσει τον ύπνο, ξενύσταξε κι έμεινε ανακαθισμένη και συλλογισμένη, δίπλα στο προσκέφαλο του Φάλκου της.
Μετά από λίγο είχε αποκοιμηθεί ο Φάλκος, η δε μητέρα του, καθισμένη καθώς ήταν και στηρίζοντας με το χέρι σκυφτή το κεφάλι της, άρχισε να νυστάζει πάλι και να λαγοκοιμάται.
Και οι δύο μετά από λίγο ξύπνησαν απὸ ένα κρότο και μία αλλόκοτη φωνή.
***
― Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου!
Ο Φάλκος ανατινάχθηκε. Η Μαχὼ ξαφνίστηκε στον ελαφρό ύπνο της.
― Παναγία μου! τι είναι;
Στην επιφώνηση της Μαχώς, απάντησε καγχασμός, που όμως καθόλου δεν καθησύχασε τη γυναίκα.
Πολλά φαντάσματα της νύκτας, καθώς και οι νεράιδες την ημέρα, είχαν ακουσθεί κατὰ καιρούς από πολλούς να γελούν θορυβωδώς.
Αλλά ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα στο φόβο του γέλασε.
―Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζει με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη.
Πράγματι, είχε αναγνωρίσει τη φωνή και το γέλιο του συνομήλικου εξαδέλφου του.
― Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξεις… θα κοπεί το αίμα τους, απάντησε φωνή απ΄έξω στον ακουσθέντα καγχασμό.
Δεύτερο γέλιο αντήχησε, έπειτα δροσερή, νεανική φωνή είπε:
― Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια-Μαχώ.
Ο Φάλκος άνοιξε την πόρτα.
Ο Σταμάτης φάνηκε στο χάσμα της πόρτας, συνοδευόμενος απὸ τη γριά-Φαλκίτσα, τη μάμμη του και μάμμη του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς.
Η γριά-Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή, συμμαζωμένη, έβλεπε καλά τη νύκτα, καθώς έσκυβε προς τη γη, είχε γερά πόδια και πατούσε με βήμα ελαφρό.
Ο Σταμάτης άφησε κραυγή θριάμβου.
― Καλώς σας ηύραμε!… Για χατίρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά!
Ο Φάλκος ρώτησε τη μάμμη του:
― Ξέρεις να μου πεις μαννού, τον καιρό που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια;… Μην έσφαξαν πετεινό;… Γιατὶ άκουσα έναν πετεινό να λαλεί, πολλή ώρα…
Η γριά-Φαλκίτσα απάντησε εύθυμα:
―Ακούς εκεί! Τι άλλο θα έσφαξαν απὸ πετεινό, παιδί μου… καλά ξεφάντωσαν εκείνοι με τον πετεινό, το μικρὸ εκείνο. Μακάρι να είχαμε κι εμείς ένανε!
― Τώρα τον είχα μελετήσει μάννα και του έταξα του γιου μου ένα πετεινάρι, είπε η Μαχώ…
― Και τι να μας κάμει ένα πετεινάρι θεια, είπε ο Σταμάτης, που έχουμε κι άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχὰ θέλω εγὼ στο μερδικό μου…
― Θα πάρω δύο απ᾽ την Κοκκινίτσα Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνει, είπε η Μαχώ.
Αμέσως τώρα, η γριά-Φαλκίτσα άρχισε να διηγιέται, πως και γιατί ήλθε μαζὶ με τον εγγονό της, σε τέτοια ώρα.
― …Σαν είδαμε, πλιό, παιδάκι μ᾽, πως αργήσατε και καταλάβαμε πως ήθελε κοιμηθείτε στο χωριό το δικό μας πλιό και θα ήσαστε μοναχοί σας, γιατὶ η Διόμαινα και η Μπάλαινα κι η γειτόνισσά μας το Γηρακὼ είχαν φύγει νωρίς, γιατί δεν είχαν άλλες ελιές να μαζέψουν πλιό κι ήρθε το Γηρακώ, η γειτόνισσα και μας είπε πως, να τό ᾽ξερε, ήθελε καθίσει στο χωριό μας, για να σας κάμει συντροφιά (χωριό της ονόμαζε η γριά το παλαιό Έρημο Χωριό) και της κακοφάνηκε που δεν τό ᾽ξερε, για να καθίσει. Σαν τ᾽ άκουσε κι ο Σταματάκης, αυτό το αγιόπαιδο, δεν ήθελε να βασταχτεί και φοβέριζε να κινήσει νὰ᾽ρθει στο χωριό μεσάνυχτα, μοναχός του, σαν βγήκε το φεγγάρι και βλέπαμε να περπατούμε πλιό, για να μην κινήσει νά ᾽ρθει μοναχός του ο Σταματάκης, ο απόκοτος κι έχω δύο καημούς και για τ᾽ εσάς και για τ᾽ αυτόνε, είπα κι εγώ, ας κινήσουμε να πάμε, τώρα που βγήκε το φεγγάρι, πλιό… 
Κι έτσι ήρθαμε.
Είχαν έλθει ψηλά απὸ τη ράχη, απὸ τα Καλύβια του βουνού, όπου είχαν μείνει να διανυκτερεύσουν, η γριά κι ο εγγονὸς της.
Από το πρωί βρίσκονταν στη μάνδρα, στο βουνό. Είχαν πάει για να ζητήσουν απὸ δύο βοσκούς κολλήγες τους λίγα καθυστερούμενα, σε μυζήθρες και τραχανά, προερχόμενα απὸ αντισπόρους και από ενοίκια βοσκών.
***
Τότε, σαν νύχτωσε, ο Σταμάτης, τ᾽ αγιόπαιδο, καθώς τον επονόμαζε η μάμμη του, σήκωσε επανάσταση, απαιτώντας να πάνε μαζί στο Παλαιό Χωριό, αλλιώς απειλούσε ότι θα πήγαινε αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα, τα οποία θα οδηγούσαν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο.
Η γριά ενέδωσε και με την ανατολή της σελήνης αναχώρησαν μαζί.
―  Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγιέται στον εξάδελφό του, το πως γέλασε τα δύο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν» και πως ματαίωσε τα σχέδιά τους και τα έσκιαξε αυτός, αντὶ να τον σκιάξουν εκείνα.
― …Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμα, δίπλα στο δρόμο μας… τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δυο τους:
«― Βρε συ Στάθη, καημένε, να, με την κάπα να στήσεις ολόρθη την κουκούλα και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσεις ψηλά, να φαίνεται σα στοιχειό.
― Που, βρε συ Γιάννη; του λέει, ο άλλος.
― Να, κάτω, στα σκίνια εκεί… κι εγὼ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω… κι απέκει, σα λακίσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρόνια».
Σαν τά ᾽κουσα, καλά, να σας δείξω εγώ!…
Λέγω της γριάς να καθίσει στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της και να με καρτερεί, κι έφτασα…
« - Που πας; - Σώπα!»
Παίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα… Κατὰ τα σκίνια αυτοί, κατὰ τα πουρνάρια εγώ…
Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι. Μια πετριά, δεύτερη πετριά και χώθηκα στα κλαριά μέσα… Ξαφνίζονται, γυρίζουν να δουν από που έρχονται οι πετριές, σηκώνομαι, τους βάζω στο κοντό, τους αρχινώ με τα βράχια… Κατὰ τα σκίνια αυτοί, κατὰ τα πουρνάρια εγώ… 
Τό ᾽κοψαν κουμπούρι… και λάκισαν κι ακόμα λακούν… πίστεψαν πως ήταν στοιχειό που τους κυνήγησε.
Τρέχω, βρήκα τη μαννού μου και το βάλαμε στα πόδια για δω.
Και να μας, ήρθαμε… Α! δεν φοβούμαι τα κρούσματα, θεια-Μαχώ!
Κι αφού είπε αυτά, ο Σταμάτης το παπαδοπαίδι, τ΄αγιόπαιδο, άρπαξε τη φλάσκα τη γεμάτη νερό και την άδειασε σχεδόν όλη για να ξεδιψάσει… Έπειτα ξαπλώθηκε μπρούμυτα, παρά το κατώφλι της πόρτας και άρχισε να ροχαλίζει ακόμη πριν κοιμηθεί.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου