Η Στοιχειωμένη καμάρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
-Σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!
-Θεός σχωρέσ΄, Θεός σχωρέσ΄, πατέρα!
-Μ΄όλη την ψυχή σ΄, κορίτσι μ΄ Αρετώ!
-Μ΄όλη την ψυχή μ΄, πατέρα, σχωρεμένος νά ΄σαι!
Και ψυχομαχούσε επί ημέρες κι εβδομάδες ο γέρο-Κουμενής και βασανιζόταν φρικτά στην εσχατιά του κόσμου τούτου, στα πρόθυρα του άλλου, πριν περπατήσει στου ζοφερού Άδη το δρόμο.
Και τυραννούμενος, αφανισμένος και μη δυνάμενος να εξαφανισθεί, πνιγόμενος και μη δυνάμενος να αποπνιγεί, ζητούσε την ευχή, τη συγγνώμη του ίδιου του παιδιού του, της κόρης του Αρετής, την οποία είχε από τον πρώτο γάμο.
Τη ζητούσε όχι πλέον με την ελπίδα ότι θα γινόταν υγιής, να σηκωθεί από το κρεβάτι, να ζήσει, αλλά για να βαραθρωθεί, να πέσει στη μαύρη άβυσσο.
- Ύστερα από χρόνια πολλά, συνομήλικη πλέον με τη μητέρα μου, όταν ήμουν παιδί, διηγούταν όλα τούτα η Αρετή, η σύζυγος του Μπόζα, στη μητέρα μου. Και την άκουσα να απαγγέλλει, με πάθος και με απλότητα ένα τραγούδι του λαού, στο οποίο εύρισκε, όπως φαίνεται, εμφαντική αλληγορία και έμμεση σχέση με την ίδια την τύχη της.
«Καμάρα χτίζαν στο γιαλό, καμάρα δε στεριώνει,
αποβραδύ τη χτίζανε, και το πρωί γκρεμ΄ζόταν.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξά ΄πό την καμάρα·
δεν κελαηδούσε σαν πουλί, δε λέει πως λέει τ΄αηδόνι
μόν΄ κελαηδούσε κι έλεε ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώστε άνθρωπο, καμάρα δε στεριώνει·
ούτε φτωχόν, ούτ΄ ορφανό, ΄δέ ξένο, ΄δέ διαβάτη,
μόνο του πρωτομάστορη την πρώτη του γυναίκα».
Ο μάστορης σαν τ΄ άκουσε, στέλνει το μαθητή του·
«Έλα, έλα, κυρ’ Αρετή, έλα, σε θέλει αφέντης»·
«-Άνε με θέλει για καλό, να στολιστώ να έρθω·
κι άνε με θέλει για κακό, να έρθω όπως είμαι».
«- Έλα, έλα, κυρ’ Αρετή, έλα και σε προσμένει»…
Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κι οι τρεις στοιχειόν εμπήκαν,
την Ευδοκιά στον Τύρναβο, τη Μάρω στο γεφύρι,
κι εμένα, την κυρ’ Αρετή, δεξά ΄πό την καμάρα.»
Και η ταλαίπωρη Αρετή η Μπόζαινα, ίσως λόγω του ότι ταίριαζε το βαπτιστικό της όνομα, εύρισκε μυστηριώδη ομοιότητα μεταξύ της τύχης της ηρωῒδας του τραγουδιού τούτου και της πικρής μοίρας της.
Υπέφερε πολύ από την αδιαφορία του συζύγου της, του καλούμενου Πατσοστάθη ή Μπόζα, ο οποίος, καίτοι γεωργός με αγρούς και με κτήματα, δεν αγαπούσε πολύ την εργασία, αλλά προτιμούσε να ασκεί στην αγορά το έργο του μακελλάρη, περνώντας το χρόνο του μαζί με άλλους ζωέμπορους.
Του άρεσε να κυλιέται στα σφαγεία, σαν αληθινό «χασαπόσκυλο», να τρώει καθημερινά γιουβέτσια και να χορταίνει το κρασί και τον ύπνο, αφήνοντας τις περισσότερες φορές νηστική στο σπίτι τη σύζυγο, μαζί με τα πέντε παιδιά της.
Η Αρετή, χρηστή και φρόνιμη, υπέφερε με «μαρτυρική υπομονή» και ζούσε, όπως τόσες άλλες, με οικονομία και ξενοδουλεύοντας.
Και μαζί με το τραγούδι της Στοιχειωμένης Καμάρας, διηγούταν στη μητέρα μου την απλή και σύντομη ιστορία της άσημης ζωής της.
***
Πέντε χρόνων ήταν, όταν η μάννα της την άφησε ορφανή στον κόσμο.
Ο πατέρας της, ύστερα από ένα χρόνο, ξαναπαντρεύτηκε.
Η μητριά της ήταν «από το σόι του Καραμουσαλή».
Από την αρχή τη μίσησε, αλλά την υπέφερε για λίγο καιρό.
Όταν μετά ένα χρόνο άρχισε να γεννοβολά και να σπαργανίζει, τότε ο φθόνος της προς την προγονή της τριπλασιάσθηκε.
Για ατυχία αυτής της μικρής, είχε γεννήσει κορίτσι.
Ω, βεβαίως αυτή η μικρή κουρούνα, η κουκουβάια, έφταιγε.
Εάν είχε καλό ποδαρικό, θα έφερνε αγόρι κατόπι της.
Τότε και η θέση της προγονής θα γινόταν πολύ ανεκτότερη στο σπίτι.
Αλλά για να είναι τέτοια «γουρουνοπόδαρη», έφερε άλλη κόρη πίσω της.
Επόμενο ήταν να μη προξενήσει καλό οιωνό στη μητριά της.
Αφού η Καραμουσαλίνα ανέθρεψε επί ένα χρόνο με πολλές φροντίδες την κόρη της, βρίζοντας, βλαστημώντας, δέρνοντας, πότε με το τσόκαρο και με το πέλμα της κουντούρας, πότε με τετραπλό το σχοινί, που άπλωνε καθημερινά τα σπάργανα της μικρής, γύρω στο πτερύγιο της εστίας (επειδή όλο το χειμώνα δεν έπαψε να βρέχει και να χιονίζει) τη δύστυχη προγονή της, πάλι βρέθηκε έγκυος, πριν απογαλακτίσει ακόμα τη μικρή Μαριώ της.
Όταν αυτή ήταν 19 μηνών, βγήκε στο φως της ημέρας η Λενιώ, από την κοιλιά της μητέρας της.
Ω, τότε η θέση της Αρετώς κατάντησε αφόρητη.
Ιδού σε διάστημα λιγότερο των τριών ετών δύο αδελφές από τον ίδιο πατέρα της, αυτή η γρουσούζα, έφερε κατόπιν της!
***
Ήταν ένα πρωί, φθινοπωρινό πρωί, σχεδόν τόσο ωραίο, σαν να ήταν ανοιξιάτικο, όταν ο Κουμενής πήρε μία βάρκα του γείτονα και μπαρκαρίστηκε χωρίς άλλο σύντροφο, ναύτη ή κωπηλάτη, με σκοπό να πάει σε ένα γιαλό αντίκρυ του χωριού, προς το δυτικό μέρος, στην Καναπίτσα, μέσα στο μεγάλο νότιο λιμάνι.
Πήρε κι ένα μπαλτά μαζί του και μία απόχη κι ένα γάντζο.
Ίσως είχε σκοπό να κόψει ξύλα, να γεμίσει τη βάρκα περισσότερο, παρά να γιαλέψει.
Πήρε μαζί του και τη μικρή οκταετή Αρετώ, ίσως για να του κουβαλά ξύλα, όσο μπορούσε να σηκώσει από το λόγγο τον πλησιέστερο στην άμμο του γιαλού.
Ο Κουμενής έβαλε την κόρη του να καθίσει στην πρώρα και άρχισε να κωπηλατεί.
Η βάρκα έπλευσε μακριά, ανοικτά από το χωριό, ώστε τα σπίτια φαίνονταν πλέον σαν κοτέτσια μικρά και οι άνθρωποι φαίνονταν πλέον σαν ποντίκια που πηδούσαν, όσοι βάδιζαν επάνω στη δυτική άκρη, στο οροπέδιο κι οι γυναίκες φαίνονταν σαν σουσουράδες, όσες έπλυναν ρούχα κάτω στη Φτελιά, στο γιαλό, κάτω από τα Μνημούρια.
Πλησίαζε η βάρκα να φθάσει πέρα, στην Καναπίτσα και αφού πέρασαν τα νερά τα βαθυγάλανα κι άπατα, έφθασαν σε ρηχά, γαλανά κι αιθέρια νερά, όπου γοργόνες και νεράιδες θα χαίρονταν να κολυμπούν και να βουτούν κάτω στο μαγικό πυθμένα, με τα άντρα και τα βρύα και τα μαργαριταρένια κογχύλια και με τα απειράριθμα ωραία ψαράκια που έπαιζαν κοπαδιαστά κάτω.
Ο Νικόλας ο Κουμενής, χάιδευε τρυφερά τη μικρή κόρη του και της έδειχνε τις ομορφιές του πυθμένα και του γιαλού.
-Κοίταξε, Αρετάκι μ΄, κοίταξε κάτω, βλέπεις τα ψαράκια, πως γυαλίζουν κοκκινωπά και γαλαζούτσικα;
-Τα βλέπω, πατέρα.
-Κοίταξε τα μούσκλια τα πρασινούτσικα, κοίταξε τα φύκια!
Δες τα στρειδάκια, τα χαλίκια, τι όμορφα που΄ ν΄, Αρετάκι!
-Όμορφα, πατέρα.
-Κοίταξε ένα πραματάκι εκεί κάτω!… Το βλέπεις, Αρετούλα μου; …
Σκύψε να δεις, σκύψε!
Ο Κουμενής, είχε κλίνει προς το μέρος που καθόταν η Αρετούλα κι έγερνε φοβερά η βάρκα προς εκείνη την πλευρά.
Πίεζε την παιδίσκη με προτροπές και με χειρονομίες να σκύψει να δει κάτω.
Η Αρετούλα κρατιόταν σφιχτά και με τα δύο χέρια από την κουπαστή.
Άρχισε κάπως αόριστα να φοβάται.
Ο πατέρας της εξακολουθούσε να την πιέζει συνεχώς να σκύψει, για να δει τα «όμορφα πραματάκια», που ήταν στον πάτο κάτω.
Για μία στιγμή, με το χέρι του το δεξί, καθώς κοίταζε μπροστά βλέποντας προς την πρώρα, άφησε το ένα κουπί κι έδραξε από τον ώμο την Αρετούλα. Αλλά μόλις την άγγιξε κι ευθύς πάλι την άφησε, απέσυρε το χέρι, σαν να τρόμαξε στην ίδια σκέψη του.
-Α! κακό κορίτσι, δε θέλεις να σκύψεις να δεις τι όμορφα είναι κάτω!
Η Αρετούλα άρχισε τα κλάματα.
Μετά λίγα δευτερόλεπτα, αφού ο πατέρας της κωπηλάτησε με μεγάλη βία και ορμή, σαν να μην ήξερε τι έκανε ή να ήταν θυμωμένος με τον ίδιο τον εαυτό του, η πτωχή παιδίσκη, με τα μάτια θολωμένα από τα δάκρυά της, παύοντας πλέον να κοιτάζει οπουδήποτε και να κλαίει χωρίς να ξέρει γιατί, αισθάνθηκε ελαφρό τίναγμα.
Η βάρκα έφθασε στην Καναπίτσα, τη μικρή αγκάλη του γιαλού και η πρώρα της προσώκειλε μαλακά στην άμμο. Ανασήκωσε την ξανθόμαλλη, αχτένιστη μικρή κεφαλή της, είδε ότι έφθασαν, θέλησε να σηκωθεί και να πηδήσει έξω.
Ο πατέρας της την πρόλαβε. Την άρπαξε βάναυσα από την μασχάλη, την ταλάντευσε επί μία στιγμή και την έριξε έξω στην άμμο, σαν μικρό σάκο με φρύγανα. Το γδούπο της πτώσεώς της, αυτός μόνο τον άκουσε να αντηχεί στα σπλάγχνα του. Έπειτα σήκωσε το ένα κουπί, αβαράρισε την άμμο και απομακρύνθηκε, σαν να άλλαξε σχέδιο. Ίσως δεν ήθελε πλέον να κόψει ξύλα.
Αφού απομακρύνθηκε πολλές οργιές, πήρε το καμάκι ή την απόχη και στάθηκε όρθιος, σκύβοντας στην πρώρα, για να αρχίσει να ψαρεύει.
Η Αρετούλα έπαψε να κλαίει. Δε φώναξε τον πατέρα της να έλθει να την πάρει στη βάρκα πίσω. Από ένστικτο αισθανόταν ότι θα ήταν καλά εκεί. Βάδισε λίγα βήματα και κάθισε πίσω από ψηλούς θάμνους, κοντά σε ένα ερείπιο παλιάς καλύβας, που κρυβόταν από το βουνό.
Σε κανένα απ΄ τους σπάνιους διαβάτες όσοι βάδιζαν προς τους αγρούς ή επέστρεφαν, δεν έδωκε σημείο ζωής και κανείς δεν την ανακάλυψε.
Κοντά στο ερείπιο υπήρχε μικρή χαράδρα, όπου ίδρωνε λίγο νερό.
Εκεί έσκυψε η Αρετούλα και ήπιε, έφαγε τρέφλα, είδος τριφυλλιών ή άγριας αντράκλας, τα οποία φύτρωναν σιμά στη μικρή φλέβα του νερού. Εκεί έμεινε κρυμμένη όλη την ημέρα.
Άρχισε να νυχτώνει ήδη.
Μικρή, πτωχή, πεινασμένη, γύρισε προς ανατολάς, εκεί όπου έβλεπε τα σπιτάκια του χωριού, βρήκε το δρόμο και άρχισε να βαδίζει, να σύρεται μάλλον προς τα εκεί.
Δύο καλοί ζευγολάτες, πατέρας και γιος, επιστρέφοντες από τους αγρούς τους οι τελευταίοι, νυχτώνοντας, την είδαν να μαυρίζει και να έρπει στην άκρη του δρόμου και την πήραν μαζί τους στο μικρό δυτικό προάστιο, τα Γελαδάδικα, στην άκρη της πολίχνης.
Στις ερωτήσεις τους απάντησε, ότι ο πατέρας της την είχε πάρει το πρωί με τη βάρκα και την άφησε προς ώραν στην αμμουδιά και αυτή ήλπιζε ότι θα γυρίσει να την πάρει, αλλά δε γύρισε.
Τόσα μόνο είπε.
Η Αρετούλα, δε θέλησε πλέον να ξαναπατήσει στο σπίτι της μητριάς της.
Στις επιπλήξεις των από τη μητέρα συγγενών της, απάντησε ότι «η μάννα της η Καραμσαλίνα» δεν τη θέλει και ότι δασκαλεύει τη μικρή Μαριώ πως να την τσιμπά και να της τραβά τα μαλλιά.
Οι συγγενείς της μητέρας της, πτωχές όπως αυτή, θέλοντας μη θέλοντας, την κράτησαν κοντά τους, την έμαθαν όσο μεγάλωνε, να πλένει, να σφουγγαρίζει, να ασβεστώνει σε ξένα σπίτια, επίσης να βοτανίζει, να θερίζει, να μαζεύει ελιές, κατά εποχές και να τρέφει «καματερό», δηλαδή μεταξοσκώληκες, το θέρος.
***
Όταν έγινε δεκατριών χρόνων, την πάντρεψαν.
Τον καιρό εκείνο οι κόρες του πτωχού λαού, πανδρεύονταν ταχύτερα και ευκολότερα παρ΄όσον στις μέρες μας.
Και όμως, η μητριά της την κατάτρεχε ακόμη.
Ενώ επρόκειτο να παντρευτεί η κόρη, ο πατέρας της μία ημέρα της «έριξε αβανιά», όσο απίστευτο και αν φανεί τούτο.
Προφανώς, «τον είχε βάλει και πάλι στα λόγια, η Καραμσαλίνα, η μάννα της».
Πώς έγινε τούτο, ακριβώς δεν ξέρουμε.
Φαίνεται ότι η μητριά λογάριαζε ότι, εάν είχε λείψει εγκαίρως από τη μέση η προγονή της, το σπιτάκι και τ΄αμπέλι και το μικρό ελαιώνα της μακαρίτισσας, θα τα κληρονομούσε αυτοδικαίως ο Κουμενής και έπειτα με τον καιρό, θα τα αποκτούσαν το Μαριώ και το Λενιώ, οι δύο θυγατέρες της, οι οποίες άλλωστε δεν είχαν να πάρουν μεγάλη προίκα.
Ο πατέρας της, αλίμονο! την διέβαλε με έναν άνθρωπο, που ήταν απλώς διαβάτης και ξένος, γυρολόγος και τυχαία περνούσε από τη γειτονιά. Οι γειτόνισσες προς καιρόν το πίστεψαν. Αλλά μετά από λίγο βγήκε «ως φως και ως μεσημβρία το κρίμα της» της Αρετώς και αποδείχθηκε η αθωότητά της. Και ο γάμος δε ματαιώθηκε.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια και παραπάνω από τότε.
Ο γέρο-Νικόλας ο Κουμενής ψυχομαχούσε και σκυλογαύγιζε και δεν ήθελε να βγει η ψυχή του.
-Σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!
-Σχωρεμένος να ΄σαι, πατέρα μου! απαντούσε με δάκρυα στα ματια η Αρετώ.
-Με όλη την καρδιά σ΄, Αρετώ!
-Με όλη την καρδιά μ΄, πατέρα! φώναζε η μαρτυρική και πραεία γυναίκα.
Και τέλος, μετά πολλές ημέρες και νύκτες φρικώδους βασάνου, ξεψύχησε ο άθλιος πατέρας, ο οποίος είχε θελήσει κάποτε να ρίξει τη μικρή κόρη του στον πυθμένα της θάλασσας, ως δια να την στοιχειώσει.
«Κι εμένα, την κυρ΄ Αρετή, δεξά ΄πο την καμάρα.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης