Παναγιά στα Έρια
Του Θανάση Κορώνη
Στις αρχές του 13ου αιώνα και ίσως στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας κτίστηκε στις όχθες του Μεσσάπιου ποταμού, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Έρια και ανήκει στο χωριό, ένα μοναστήρι αφιερωμένο στα Εννιάμερα της Θεοτόκου περισσότερο γνωστή σήμερα σαν Παναγία στα Έρια. Ονομασία για την οποία δεν συμφωνούν οι μελετητές. Ίσως από ανάμνηση αυτού του γεγονότος η εκκλησία γιορτάζει και στις 23 Αυγούστου που είναι τα Εννιάμερα της Θεοτόκου.
Μια εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από την λέξη αρεός ή αριά κοινή ονομασία του δένδρου δρυς, η οποία αλλοιώθηκε γλωσσικά και έδωσε το όνομα Έρια.
Αν προήλθε από την δρυ σημαίνει ότι το μέρος ήταν δασωμένο με αυτά τα δέντρα. Η δεύτερη εκδοχή ανάγει την ετυμολογία της λέξης στα έρια (μαλλιά) των αιγών και των προβάτων, τα οποία έπλεναν στον γειτονικό βροκμπέ (κουμπέ). Η τρίτη εκδοχή αναζητεί την ρίζα του ονόματος στην λέξη ιέρεια (ιερεύς) που ύστερα από παραφθορά έγινε Έρια. Η ιέρεια σύμφωνα με την ίδια υπόθεση είχε σχέση με το μοναστήρι είτε σαν καλόγρια ή σαν λαϊκή που το φρόντιζε. Μια τέταρτη εκδοχή μεταφέρει την αρχή του ονόματος στην μυθολογία. Στην Ερίβοια που μετά από μεγάλες αλλεπάλληλες παραφθορές έγινε Έρια. Στην ιστορική αρχαιότητα τέλος μας παραπέμπει μια τελευταία εκδοχή. Στην ύπαρξη στον γειτονικό ΑΛΑΦΟΚΑΜΠΟ της αρχαίας πόλης Υερίης από το όνομα του μυθικού Υεριέα πατέρα του Δελφικού ηρώα Λύκου, ο οποίος είχε σχέσεις με το νησί (Υερίη-Ιέρια-Έρια). Μερικές παλιές μνήμες των ντόπιων αναφέρουν ότι στα Έρια όταν το μοναστήρι ήταν στην ακμή του, χειροτονούσαν ιερείς (παπάδες) ή ότι ήταν σχολή ιερέων και από αυτό τον λόγο ονομάστηκε Ιέρια- Έρια. Η ντόπια παράδοση δεν ενδιαφέρεται τόσο για το όνομα όσο για την ίδρυση του μοναστηριού. Ιδρυτής φέρεται μια ευσεβής αυτοκράτειρα (Θεοδώρα) η οποία κατά την περιοδεία της στην Ελλάδα έκτιζε εκκλησίες. Μια από αυτές είναι και η Παναγία. Λένε μάλιστα ότι είναι χτισμένη πάνω σε θεμέλια αρχαίου Ελληνικού ναού. Τα αρχαία που έχουν βρεθεί σε κοντινές περιοχές μαρτυρούν την ύπαρξη μιας ανθούσας ιστορικά άγνωστης αρχαίας πόλης η οποία ενισχύει την λαϊκή πιστή. Δεν γνωρίζουμε αν ο σωζόμενος ναός ήταν το καθολικό της μονής ή όχι. Ορισμένοι το τοποθετούν μερικά μέτρα Βορειότερα και ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο. Το σωζόμενο ναΐδριο είναι χτισμένο στις αρχές του 13ου αιώνα (τέλη του 12ου κατ’ άλλους), χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη παλαιότερης εκκλησίας που μεταφέρει την ίδρυση της μονής σε πιο παλιούς χρόνους. Ο ναός είναι σταυροειδής με κυλινδρικό τρούλο. Στον τρούλο τέσσερα άνισα λεπτό-σχήμα ανοίγματα τοποθετημένα σταυρωτά αφήνουν το λιγοστό φως να περνάει. Οι εξωτερικές διαστάσεις του ναού είναι 4,80Χ6,50 μέτρα. Στα νότια υπήρχε, μέχρι το 1970 που το γκρέμισαν, ένα κτίσμα το οποίο εφάπτετο με την εκκλησία. Ήταν γνωστό σαν κελί. Στον ίδιο τοίχο υπάρχουν ίχνη τοξωτής πόρτας η οποία κλείστηκε με τοίχο αργότερα. Η ύπαρξη της ίσως σημαίνει την ύπαρξη παλαιότερα και δεύτερου παρεκκλησίου που επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό. Την ένδειξη για την παραπάνω υπόθεση μας την παρέχει η κόχη στο διατηρημένο κομμάτι της Ανατολικής τοιχοποιίας. Με την ύπαρξη και δεύτερου ναού σε αυτό το σημείο συμφωνεί και η τοπική παράδοση. Αναφέρει μάλιστα ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο. Αν υπήρχε και δεύτερος ναός η παράπλευρη τοποθέτηση των δύο εκκλησιών θα αποτελούσε τυπικό
δείγμα από παράθεση ναού, που σπάνια συναντάμε στην Εύβοια. Η επικοινωνία των δύο ναών θα πρέπει να διακόπηκε τον ΙΖ΄ αιώνα γιατί τότε έγιναν οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του σωζόμενου ναού στην θέση της εντοιχισμένης πόρτας. Η αγιογράφηση που υπάρχει σήμερα έγινε το 1637 σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στο αριστερό άκρο της γενέτειρας αψίδας. Η χρονολογία ΖΡΜΕ΄ σημαίνει 7145 επειδή τότε μετρούσαν ακόμα από κτήσεως κόσμου που σύμφωνα με την παράδοση έγινε το 5508. Επομένως το στρώμα έγινε το 1637, γιατί 7145- 5508 = 1637. Το στρώμα όλης αυτής της τοιχογραφίας είναι το δεύτερο. Το πρώτο που ταυτίζεται με το κτίσιμο του ναού, ανακαλύφθηκε το 1970 κατά τις εργασίες συντήρησης του ναού, χρονολογείται από τον Π. Λαζαρίδη στις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ άλλοι το χρονολογούν στο τέλος του 12ου αιώνα. Η δεύτερη τοιχογραφία έγινε την εποχή που παρατηρείται μια άνθηση της ζωγραφικής στην Εύβοια (16ος -17ος αιων.). Άνθιση που φαίνεται από την ιστόρηση πολλών ναών στην περιοχή της κεντρικής Εύβοιας εκείνη την περίοδο. Ιστορείται την ίδια χρονολογία (1637) ο ναός στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του ΑΡΜΑ (1637) που ενώ η επιγραφή ανάφερε την χρονολογία ΖΡΜΕ΄, από λάθος ανάγνωση αποδόθηκε ΑΡΜΑ΄ (1145) και θεωρείται από μερικούς σαν η χρονολογία της κτήσης του. Στην ίδια περίοδο ιστορούνται η Παλιοπαναγιά στην Στενή και η Αγία Παρασκευή στην Λούτσα (α΄ μισό του 16ου αι.). Το 1556 ιστορείται το καθολικό της μονής Γαλατάκι και το 1565 το καθολικό της μονής του Αγ. Νικολάου στην Πάνω Βάθεια. Οι τοιχογραφίες του ναού των Ερίων περιέχουν μια εκλεπτυσμένη τέχνη η οποία φαίνεται από την γλυκύτητα των μορφών η οποία τις κάνει μοναδικές στον νομό την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα. Στην κόχη του ιερού εικονίζεται η Μήτηρ του Θεού η Πλατυτέρα με τον Ιησού παιδί, σε ξεχωριστό κύκλο. Στον τρούλο ο ιδιαίτερης τέχνης Χριστός Παντοκράτωρ περιστοιχίζεται από τάγμα Αγγέλων και αγίων. Σε κάθε σφαιρικό τρίγωνο που βαστάζει τον τρούλο εικονίζεται ένας Ευαγγελιστής. Σε ολόκληρο το κάτω διάζωμα των τοίχων είναι ζωγραφισμένοι Άγγελοι εκτός από δύο τύμπανα. Κατά την συντήρηση της τοιχογραφίας (1969-1970) στο τύμπανο της Βόρειας κεραίας του ναού που εικονίζεται η κοίμηση της Θεοτόκου, βρέθηκε το αρχικό πρώτο ζωγραφικό στρώμα. Οι τοιχογραφίες είναι αυτές που έρχονται σε επαφή με τον Χρόνο και πάνω τους περνά η ιστορία όταν τις καταστρέφουν ή βγάζουν τα μάτια των αγίων ή χαράσσουν οι ανώνυμοι σε αυτές τους φόβους τους. Κανείς δεν ξέρει ποια αγωνία οδήγησε το απελπισμένο χέρι του ανώνυμου προσκυνητή να χαράξει βιαστικά πάνω σε μια τοιχογραφία: Θα μπουν οι Τούρκοι στο μοναστήρι …..σήμερα…..Μαρτίου 17….. Για την ιστορία του μοναστηριού δεν γνωρίζουμε πολλά. Από έγγραφα λίγο μετά από την διάλυση του μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν πλούσιο και είχε μεγάλη έκταση και περιουσία. Είχε μεγάλο λιοτρίβι τις πέτρες του οποίου προσπάθησε να πάρει ο Κριεζώτης για να φτιάξει το δικό του αλλά κατάφερε να μεταφέρει μόνο την μία. Η άλλη έμεινε στον δρόμο, που κείτεται μέχρι σήμερα, επειδή κατά την μεταφορά της ψόφησαν τα ζώα που την έσερναν. Δεν έφεραν άλλα γιατί θεώρησαν ότι η Παναγιά σκότωσε τα ζώα γιατί δεν ήθελε να πάρουν τις πέτρες από το μοναστήρι της. Το μοναστήρι διαλύθηκε το 1834 όταν τέθηκε σε εφαρμογή το Β.Δ. «περί φορολογίας και μισθώσεως των μοναστηριακών» που υπογράφηκε στις 25 Σεπτεμβρίου το 1833. Σύμφωνα με το οποίο μονή που είχε μόνο 6 μοναχούς κηρυσσόταν διαλυτέα οι μοναχοί μετατίθονταν σε διατηρούμενες και τα έσοδα από τα κτήματα του
διαλυμένου μοναστηριού θα «περιήρχοντο εις τον λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωση των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας». Η Ιερά σύνοδο είχε προτείνει να έχουν μείνει 3 οι μοναχοί για να διαλυθεί ένα μοναστήρι. Οι τελευταίες σελίδες της μονής υπάρχουν σε έξι όλα και όλα έγγραφα των ετών 1834 – 1843, τα οποία φυλάσσονται στην Αρχειακήν Συλλογήν των Γενικών αρχείων του κράτους, με αριθμό φακέλου 530 και τίτλο : «Εννεαήμερα της Θεοτόκου ή Έρια». Η κινητή περιουσία του μοναστηριού η ιερά αποσκευή πήγε εν μέρει στην μονή Ηλίων και η υπόλοιπη έμεινε στον ναό και ειδοποιήθει ο επίσκοπος. Από το δεύτερο έγγραφο μαθαίνουμε ότι η αποσκευή που στάλθηκε στο Επισκοπείο Χαλκίδος περιλάμβανε : 2 κιβώτια αργυρά, διευθύνσησαν εις την μονήν Ήλια. 1 Σταυρός αργυρούς, διευθύνθη εις την μονήν Ήλια. 2 Στέφανα αργυρά 42 δράμια. 1 Κανδήλα αργυρά 95 δράμια. 1 Ευαγγέλιον 6 δραχμαί. 1 Οκτώηχος αργυρά 1 δραχμή. 1 Ψαλτήριον αργυρούν 1 Δραχμή, κακής καταστάσεως. 1 δισκοπότηρον εκ κασσιτέρου. 2 μηναία 5 δραχμαί. 2 Κανδήλες εκ λευκού σιδήρου. Εις πολυέλαιος ομοίως, 5 δραχμαί. Έμειναν τα δύο τελευταία εντός του ναού και ειδοποιήθη ο Επίσκοπος. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών προσπάθησαν να επωφεληθούν από την διάλυση και ζητούσαν να πάρουν τις εικόνες. Ένα τέτοιο αίτημα διατύπωσαν οι κάτοικοι του Πάλιουρα όπως φαίνεται στο πρώτο έγγραφο με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1834. Από τα υπάρχοντα έγγραφα δεν γνωρίζουμε αν ικανοποιήθηκε το αίτημα τους. ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΑ ΕΡΙΑ (Υπαπαντή) Η ΙΔΡΥΣΗ Την εκκλησία ίδρυσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα όταν έκανε περιοδεία στην Ελλάδα κτίζοντας εκκλησίες. Η εκκλησία στα Έρια είναι η χιλιοστή. Η Θεοδώρα επιστρέφοντας παραθαλάσσια για την Κωνσταντινούπολη έκτισε σε κάποια Ευβοϊκή ακτή ακόμα μια εκκλησία την χιλιοστή πρώτη. Όταν περνούσε ανοιχτά από την Εύβοια το πλοίο της δέχθηκε επίθεση από πειρατές. Αμέσως άρχισε να προσεύχεται στην Παναγία να την σώσει. Η Παναγία άκουσε τις προσευχές της και την βοήθησε να βγει σώα στο πιο κοντινό λιμάνι, εκεί που είναι η σημερινή Χιλιαδού και για να προστατεύσει αυτή το καράβι και το πλήρωμα της μαρμάρωσε τα καράβια των πειρατών λίγο πριν φτάσουν στην ακτή. Πολύ παλιά η θάλασσα σε αυτή την περιοχή πήγαινε τρία με τέσσερα χιλιόμετρα μέσα, έφτανε μέχρι το χωράφι του Τσιγιάννη όπου υπάρχουν ακόμα δέστρες πλοίων. Ήταν αγκυροβόλιο των Ρωμαίων οι οποίοι όταν εγκατέλειψαν το νησί έφυγαν από εκεί. Την χρήση του παρέλαβαν οι Βυζαντινοί. Η είσοδος του ήταν εκεί που σήμερα εκβάλει το ποτάμι και για να την προστατεύουν στον λόφο αριστερά από το στόμιο είχαν κτίσει ένα μικρό οχυρό τα ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Οι ντόπιοι, φύλακες του θρύλου, ονομάζουν την είσοδο ΜΠΗΚΑ που προέρχεται από έναν παλιό διάλογο που έχουν σώσει μεταξύ κάποιου καπετάνιου και ενός άλλου: «Μπήκες καπετάνιε»; Μπήκα. Ότι έχει μείνει σήμερα για να θυμίζει τα πετρωμένα καράβια είναι τα δυο μικρά βράχια μπροστά στην παραλία και ένας τρίτος βράχος λίγο μακρύτερα, ανατολικά από τον όρμο της Αγ. Ειρήνης που τον λένε πέτρο κάραβο, γιατί μοιάζει με καράβι από μακριά. Η αυτοκράτειρα όταν έφτασε στο αγκυροβόλιο και αισθάνθηκε ασφαλής προσευχήθηκε πάλι στην Παναγία και για να την ευχαριστήσει έκτισε στην κορυφή του λόφου δυτικά από το λιμανάκι μία Εκκλησία αφιερωμένη σ’ αυτή. Η εκκλησία ήταν κατά σειρά η χιλιοστή δευτέρα (1002) και έγινε γνωστή με την αριθμητική σειρά της ίδρυσης της. Το πέρασμα όμως του χρόνου και η φθορά του ονόματος από
την προφορική παράδοση έκαναν το δύο σε δού και την ονομασία της εκκλησίας από Παναγία η χίλια δύο σε Παναγία η Χιλιαδού, δίνοντας ίδιο όνομα και στην παραλία που βρίσκεται μπροστά της. Κατά άλλους ονομάστηκε έτσι γιατί τα βράχια της εισόδου της έμοιαζαν σαν δύο χείλη και γραφόταν χείλια (χείλη) δύο και με την επέμβαση του χρόνου Χιλιαδού.
ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ
Η εκκλησία είναι μονομερίτικη, κτισμένη δηλαδή σε μια μέρα και τούτο γιατί οι Τούρκοι τόσο λίγο χρόνο έδιναν στους Χριστιανούς για να κτίζουν τις εκκλησίες τους. Το απόβραδο όταν είχαν τελειώσει το κτίσιμο κάποιος Τούρκος για άγνωστο λόγο ανέβηκε στον τρούλο για να τον γκρεμίσει. Μόλις έφτασε στην κορυφή και πριν προλάβει να τον αγγίξει έπεσε κάτω και σκοτώθηκε σαν να τον έσπρωξε κάποιο αόρατο χέρι. Ο θάνατος του θεωρήθηκε θαύμα που φόβισε τους άλλους Τούρκους και τους έτρεψε σε φυγή. ΤΟ ΕΛΑΦΙ Κάθε χρόνο της Υπαπαντής στην γιορτή της Παναγίας ερχόταν ένα ελάφι θυσία στην γιορτή της. Έπινε νερό στο ποτάμι και ύστερα το θυσίαζαν. Κάποια χρονιά δεν άφησαν το ελάφι να πιει νερό και να ξαποστάσει γιατί βιάστηκαν να το σφάξουν. Από τότε άλλο ελάφι δεν ξανάρθε.
Ο ΦΛΕΤΡΑΣ
Κάθε χρόνο την παραμονή της Υπαπαντής πολλές γυναίκες πήγαιναν με τα πόδια στην εκκλησία της Παναγίας στα Έρια για να πάρουν μέρος στην αγρυπνία. Γύρω στα μεσάνυκτα έβγαινε από το ιερό ένας ΦΛΕΤΡΑΣ. Αφού έκανε ένα γύρω στο εσωτερικό της εκκλησίας πήγαινε και καθότανε στην εικόνα της Παναγίας. Από εκεί έφευγε και πήγαινε πάλι στο ιερό, την άλλη μέρα όταν τελείωνε η λειτουργία. Πολλοί λένε ότι ο ΦΛΕΤΡΑΣ βγαίνει ακόμη και σήμερα
ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Ανήμερα της Υπαπαντής την ημέρα της γιορτής της Παναγίας και όταν η λειτουργία είναι στην μέση περίπου δακρύζει η εικόνα της γιατί κλαίει η Παναγία επειδή οι άνθρωποι πήραν τον στραβό δρόμο.