Φορεσιά. Η προετοιμασία
Η ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από το φύλο, την ηλικία, την οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, αν η γυναίκα ήταν ελεύθερη ή παντρεμένη. Στο χωριό μας στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω της οικονομικής δυσκολίας που υπήρχε στους περισσότερους, βασιζόντουσαν περισσότερο σε υφαντικές ύλες, τις οποίες έφτιαχναν μόνοι τους. Άλλωστε σε αρκετές περιπτώσεις, αν και το μαλλί που παρήγαγε το χωριό ήταν σε μεγάλη ποσότητα, κάποιοι που δεν είχαν παραγωγή δική τους η την ευχέρεια να αγοράσουν, έφτιαχναν ρούχα ακόμα και από σπάρτα. Όσον αφορά την κατασκευή των ρούχων, ακόμα και οι πιο πλούσιες έπρεπε να φτιάχνουν πολλά πράγματα μόνες τους, μιας και ήταν πολύ υποτιμητικό και όσες δεν ήξεραν να κάνουν τέτοιου είδους δουλειές της κακοχαρακτήριζαν. .
Πρώτες ύλες
Η Στενή ήταν κυρίως αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός, με πληθώρα κοπαδιών αλλά και οικόσιτων, που έδιναν άφθονη πρώτη ύλη για ρούχα. Τα γιδοπρόβατα της Στενής ήταν πάντα πάνω από δέκα χιλιάδες, χωρίς να υπολογίσουμε τα οικόσιτα. Πολύτιμο κι απαραίτητο το μαλλί των προβάτων, ενώ για κάποια βαριά ρούχα όπως οι πατατούκες, οι καπότες κ.λπ. χρήσιμη ήταν η γίδινη ή η τραγίσια τρίχα.
Με πολύ κόπο, όπως σε όλες τις δραστηριότητες τότε, οι παλιοί κάτοικοι της Στενής έφτιαχναν τα ρούχα τους. Το ύφασμα έπρεπε να το υφάνουν μόνες τους οι γυναίκες στον αργαλειό.
Πρώτη δουλειά ήταν το κούρεμα των προβάτων με το πρατοψάλιδο (προβατοψάλιδο). Πριν από το καλοκαίρι και για να μην ζεσταίνονται τα πρόβατα, οι τσοπαναραίοι, αλλά και αυτοί που τα είχαν οικόσιτα τα κούρευαν. Διάλεγαν μαλλί από τα πιο υγιή ζώα, αυτά που είχαν την πιο γυαλιστερή τρίχα. Ανάλογα από ποιο σημείο του σώματος του ζώου προερχόταν το μαλλί, το χρησιμοποιούσαν ανάλογα. Χαμηλότερης ποιότητας ήταν το μαλλί που έβγαινε από το κολοκούρισμα και ήταν από την περιοχή γύρω από την ουρά και την κοιλιά.
Δεύτερο στάδιο το βράσιμο των μαλλιών για να φύγει η σαριά (βρώμα) και μετά το ξέβγαλμα στο ποτάμι.
Ακολουθούσε το λανάρισμα με τις δύο λανάρες. Αυτό ήταν το ξάσιμο του μαλιού δηλαδή το μαλάκωμα και το άνοιγμα. Η μία λανάρα έμπαινε ανάμεσα στα πόδια σφιχτά και με την άλλη τράβαγαν. Μόλις τα λανάριζαν, τα έφτιαχναν τουλούπες και τα έγνεθαν. Τα έδεναν πάνω στη ρόκα την έστριβαν και το έκαναν νήμα. Ακολουθούσε το μάζεμα στα γόνατα και η ανέμη. Αν προοριζόταν για τον αργαλειό, το νήμα έμπαινε στην «ανέμη» ή το «γιορλίδι» για να τυλιχτεί πάνω σε μικρά ξυλάκια ή καλάμια που τοποθετούνταν στο διάκενο της σαΐτας και στη συνεχεία ακολουθούσε η ύφανση στον αργαλειό.
Το βάψιμο
Το πρώτο χρώμα ήταν αυτό που είχε το φυσικό χρώμα του μαλλιού του ζώου. Αν το ζώο είχε άσπρο, καφέ ή μαύρο (λάιο) μαλλί, ανάλογο ήταν και το χρώμα της κλωστής.
Για βάψιμο χρησιμοποιούσαν μόνο το άσπρο μαλλί. Για να βάψουν το μαλλί μαύρο, χρησιμοποιούσαν την καπνιά από το τζάκι, την οποία την έβραζαν πρώτα και κατόπιν έβαφαν τα νήματα. Αυτά έπαιρναν καφέ χρώμα το οποίο ήταν ανεξίτηλο. Ακόμη με τα απομεινάρια του πλυσίματος των μαλλιών, τη λεγόμενη «σαριά», έβαφαν τις πατατούκες που έπαιρναν ένα σκούρο μπλε χρώμα και βελανιδί σκούρο μπλε χρώμα. Για να βάψουν τις κλωστές κόκκινες χρησιμοποιούσαν την κολιτσίδα, για καφέ τις φλούδες του πεύκου. Σιγά σιγά κυκλοφόρησαν και μπογιές σε μορφή σκόνης κι έτσι ποικιλίες χρωμάτων ήταν πλέον διαθέσιμες.
Γιάννης Μητακης