Η Παλαιοπαναγιά της Στενής
Σημείωμα του ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΟΥ
Η έρευνα της μεταβυζαντινής τέχνης δεν έχει κλείσει ούτε έναν αιώνα ζωής στον τόπο μας, μάλιστα για κάποιους κλάδους της βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Κι όπως σημειώνει ο Δημ. Τριανταφυλλόπουλος «αν όμως το μέχρι σήμερα γνωστό υλικό -απειροελάχιστο σε σχέση με το αδημοσίευτο- δεν μας παραπλανά, μπορούμε (...) να χρησιμοποιήσουμε την ευαγγελική παρομοίωση και τον συνοπτικό ορισμό του Nicolai Jorga [χαρακτηρίζοντας τη μετά την Άλωση εποχή ως "Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο" (Byzance après Byzance ), εννοούσε ότι η μεταβυζαντινή εποχή φέρει έκτυπη τη σφραγίδα του Βυζαντίου, είναι ο άμεσος της απόγονος], διότι, πράγματι παράδοση και ανανέωση, μορφή και περιεχόμενο, βρίσκονται αδιάκοπα σε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, με καθοριστικό στίγμα τη βαριά κληρονομιά του ελληνορθόδοξου Βυζαντίου.
Και τούτο είναι ίσως το πιο σαγηνευτικό γνώρισμα μιας τέχνης, ταπεινής μεν, αλλά με ύφος.» (Από το Βυζάντιο στο Μετά Βυζάντιο: Οίνος παλαιός εις ασκούς καινούς - και αντίστροφα, Αθήνα (Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν) 1993, σ. 26-27).
Γεγονός είναι πως οι περισσότεροι ναοί της Μεταβυζαντινής εποχής είναι "σιωπηλοί" -απλοί και λιτοί-μικρών διαστάσεων και με φτωχικό εξωτερικό διάκοσμο, αλλά με ωραιότατες τοιχογραφίες. Τα ταπεινά αυτά μνημεία, κτίσματα χαλεπών χρόνων, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Χριστιανικής Τέχνης. Είναι έργα φτώχειας και μόχθου προσευχομένων ανθρώπων. Η μορφολογία τους συνδέεται στενότατα με το Δόγμα και τη Λατρεία. Άλλωστε ισχύει η γνώμη του Τσαρούχη πως «η μεγάλη τέχνη πρέπει να είναι λαϊκή και αριστοκρατική μαζί». (Εγώ ειμί φτωχός και πένης, Αθήνα (Καστανιώτης) 1988, σ. 20). Τα πολυάριθμα αυτά εκκλησίδια -όπου κι αν βρίσκονται και όσο ταπεινά και να είναι- συνδέονται στενότατα με την πολυτάραχη αγωνιστική πορεία του Έθνους και υπήρξαν φωτεινοί φάροι, θρησκευτικά και εθνικά καταφύγια. Με το πνεύμα αυτό πρέπει να τα βλέπει ο επισκέπτης, ο ερευνητής, γιατί διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να τα αδικήσει» ( Γ. Αντουράκης, Τοιχογραφημένοι Βυζαντινοί ναοί της Κρήτης, Αθήναι 1978-1987, (τεύχος Ά), 7 εξ: ιδίου, Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική, Αθήνα 1987 (Πανεπιστημιακές παραδόσεις), τομ. Α', σ. 138). Κι αυτή η τέχνη προσέφερε και διαθέτει, ακόμη και σήμερα, ανεξάντλητα αποθέματα αυτογνωσίας, όπου σημειώνει και ο Γ. Σεφέρης «Αυτά τα συναισθήματα τ' αποζητήσαμε, ιστορίζοντας ή κοιτάζοντας τόσες Παναγιές, από γενιά σε γενιά• ήταν η παρηγοριά μας και η ανθρωπιά μας• μ' αυτά ζήσαμε, χωρίς άδειους συναισθηματισμούς. Και δεν τα εξαντλήσαμε ακόμη.» (Γ. Σεφέρης – Αδ. Διαμαντής, Αλληλογραφία, Αθήνα 1985, σ. 17). Χαρακτηριστικό δείγμα της Μεταβυζαντινής Τέχνης, της ταγμένης να κρατήσει όρθιο και αδούλωτο αλλά και να θρέψει με στέρεη τροφή τον υπόδουλο Ελληνισμό για τόσους αιώνες ανελέητης σκλαβιάς, αποτελεί ο ναός της "Παλαιοπαναγιάς" Στενής. Βρίσκεται μεταξύ Λούτσας και Στενής, νοτιότερα της διαλυμένης σήμερα μονής του Αγ. Δημητρίου (που αποτέλεσε καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής). Εξωτερικά η επέμβαση του ανθρώπινου χεριού (η επίχριση με ασβεστοκονίαμα) στάθηκε καταστρεπτική. Λόγω του γεγονότος είναι αδύνατη η μελέτη του τρόπου δομής του ναού. Σύμφωνα με πληροφορία του Δ. Κ. Γιαννούκου μεταξύ των ετών 1952-1953 λόγω καθίζησης του εδάφους ο ναός υπέστη ρήγμα, μικρό αρχικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερο. Αποφασίστηκαν εργασίες στήριξης του ναού, κατά τη διάρκεια των οποίων καταστράφηκαν κάποιες τοιχογραφίες ( το Χρονικό της Στενής του νομού Ευβοίας, Αθήνα 1973, σ. 195-196 ). Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τύπο των σταυρεπιστέγων (Α1 κατά την ταξινόμηση του Αν. Ορλάνδου: Οι δύο πλάγιοι τοίχοι του ναού συνεχίζονται αδιάσπαστοι σ' όλο τους το μήκος. Συναντάται ιδιαίτερα στα πρώιμα παραδείγματα των σταυρεπιστέγων). Η ευρεία διάδοση του μονόχωρου σταυρεπίστεγου οφείλεται «στην απλότητα του, το οικονομικό του μέγεθος και στη δυνατότητα που δίνεται, με απλά μέσα, να διατηρείται στη διάταξη της στέγης το συμβολικό σχήμα του σταυρού» (Ελένη Δεληγιάννη - Δωρή, Επιβίωση της Βυζαντινής και νέες μορφές της Μεταβυζαντινής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα (Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν) 1993, σ. 53). Η Εύβοια στην αρχαιολογική βιβλιογραφία χαρακτηρίζεται «δικαιολογημένα ως χώρα των σταυρεπιστέγων ναών» (Δημ. Τριανταφυλλόπουλος, Τοπογραφικά προβλήματα της Μεσαιωνικής Εύβοιας, Α. Ε. Μ., τομ.19, 1974, σ. 247). Ο J. Koder , στην "επί υφηγεσία" διατριβή του ( Negroponte ……… , Wien 1973, σ.159-164 ). Αφιερώνει ολόκληρο παράρτημα όπου παραθέτει τα ίσαμε το 1970 γνωστά παραδείγματα σταυρεπιστέγων στην Εύβοια -είκοσι συνολικά- κατόπιν ανακεφαλαιώνει τις θεωρίες σχετικά με την καταγωγή του τύπου αυτού (Μεταγενέστερες παρουσιάσεις σταυρεπιστέγων ναών κυρίως στις εργασίες του Χαρ. Φαράντου στο Α.Ε.Μ., 1977 εξ, και στο "Αρχαιολογικό Δελτίο"). Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες, οι οποίες, κατά τον Ιερώνυμο Λιάπη «είναι εξαιρετικής τέχνης με επιτυχία αναλογιών και χρωμάτων. Η υφισταμένη σχέσης μεταξύ αυτών και των τοιχογραφιών των Μετεώρων και των Σερβίων της Κοζάνης, δύναται να τας τοποθέτηση χρονικώς εντός του ΙΣΤ' αιώνος» (Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας, Αθήναι (έκδοσις Ιδρύματος "Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος") 1971, σ. 142). Στο Ιερό Βήμα εικονίζεται η Πλατυτέρα Δεομένη (στην κόγχη) κρατώντας στα γόνατα Της το Χριστό "ως Εμμανουήλ" που ευλογεί. Κάτω απ' την Πλατυτέρα, η λειτουργία των Ιεραρχών. Ιστορούνται οι Αγ. Αθανάσιος, Κύριλλος, Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος. Στη μέση (στο ύψος της Αγίας Τράπεζας) η Σκηνή του Μελισμού (ο Ιησούς γυμνό βρέφος στο δισκάριο και πάνω ο αστερίσκος). Οι συλλειτουργούντες Ιεράρχες, συνδέονται με τη Θεοτόκο της αψίδας και με το Μελισμό, που παρατηρείται από το τέλος του 12ου και κυρίως από τον 13ο αιώνα και έπειτα και συμβολίζει τη θυσία του Χριστού και τη Θεία Ευχαριστία. Στην πρόθεση ζωγραφίστηκε η "Ακρα Ταπείνωσις" (σήμερα σώζεται μέρος της σκηνής). Στο κάτω τμήμα της κόγχης του Ιερού παριστάνεται ο Ευαγγελισμός (διασώθηκε μόνο ο Αρχάγγελος). Οι τοίχοι του κυρίως ναού είναι χωρισμένοι σε τρεις ζώνες. Η κάθε μία ζώνη, με πλαίσια, διαιρείται σε ορθογώνια τμήματα. Στην κάτω ζώνη παρουσιάζεται σειρά αγίων στρατιωτικών (Μερκούριος, Νικήτας, Γεώργιος, Δημήτριος, Νέστωρας) αλλά και μοναστών (χαρακτηριστική η μορφή του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου). Οι πολεμιστές άγιοι, που γίνονται προσφιλέστατο θέμα των αγιογράφων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας , παρουσιάζονται ως ηγέτες του θλιμμένου λαού για την ανάκτηση της ελευθερίας. Η μεσαία ζώνη έχει παραστάσεις αγίων "εν προτομή" σε πλαίσια κυκλικά. Διακρίνουμε τις μορφές των αγίων Διονυσίου, Κοσμά, Δαμιανού, Παντελεήμονα, Σπυρίδωνα, Ερμόλαου, Ορέστη, Ιωάννη του Ελεήμονα, Μακαρίου του Αιγυπτίου. Η άνω ζώνη καλύπτεται με σκηνές από το Δωδεκάορτο (εκτός της σκηνής του Ευαγγελισμού που αναπτύσσεται στο Ιερό) και τον Θεομητορικό κύκλο. Διασώθηκε τμήμα της Γέννησης του Χριστού (ο Ιωσήφ και η σκηνή του Λουτρού του Βρέφους), ή σκηνή της Υπαπαντής, η παράσταση της Βάπτισης (απ' την οποία σώζεται μόνο η μορφή του Ιωάννη Προδρόμου), η Έγερση του Λαζάρου, η παράσταση της Βαϊφόρου (η πορεία προς τα Ιεροσόλυμα), ενώ πάνω από την είσοδο, εικονίζεται η Σταύρωση (δεν συναντάμε την απλή μορφή, αλλά μία περισσότερο σύνθετη : πίσω από την Παναγία εικονίζονται δύο γυναίκες και πίσω από τον Ιωάννη, ο εκατόνταρχος Λογγίνος• στο βάθος διακρίνονται τα οικοδομήματα της πόλης).Επίσης, εικονογραφήθηκαν η σκηνή της Πεντηκοστής και της Κοίμησης της Θεοτόκου (που είναι λεπτομερέστατη, αφού απεικονίζεται και το επεισόδιο του Εβραίου Ιεφωνίου). Διασώθηκε, επίσης, η σκηνή των Εισοδίων της Θεοτόκου από τον Θεομητορικό κύκλο. Μέσα στο ναό της "Παλαιοπαναγιάς", βρέθηκε ένα κομμάτι ξυλόγλυπτου τέμπλου και μεταφέρθηκε στο "Μεσαιωνικό Μουσείο Χαλκίδας". Το κομμάτι αυτό απεικονίζει «ένα παγώνι γυρισμένο στα δεξιά, το οποίο προσπαθεί να ραμφίσει το χυμώδη ανθοφόρο βλαστό (...) Το ξυλόγλυπτο είναι από θωράκιο (ποδιά) και όχι από θριγκό. Γενικά (...) το χαρακτηρίζει λιτότητα και σαφήνεια. Είναι ένα σπάνιο δείγμα της ξυλογλυπτικής στην Εύβοια, κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ.» (Χαρ. Φαράντος, Ξυλόγλυπτα τέμπλα στην Κεντρική και Νότια Εύβοια , μέρος Α΄ , Α.Ε.Μ. , Τόμ. 30 ( 1992/1993, σ. 132 ).