Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Το Θαλάσσωμα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906

➖ ➖ ➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Καθώς ενέσκηψε η καταιγίδα το απομεσήμερο και όλοι οι καταρράκτες του ουρανού επί δύο ώρες αδιάκοπα, με βρόντο και ιαχή και με βολίδες αστραπών, έλουζαν την πόλη, όλα τα νερά της Πλάκας και μέρος από την οδό Κηφισίας και από το Κολωνάκι, ενώθηκαν σε βαθύ και παφλάζοντα χείμαρρο και με φοβερό πάταγο κατέρχονταν κάτω από την Μητροπόλεως, από τον κατηφορικό δρομίσκο, καταπλημμυρίζοντας εδώ κι εκεί πολλά μαγαζιά και όλα σχεδόν τα υπόγεια.

Στο ευρύχωρο καφενείο κάτω, πολλοί πελάτες αποκλείσθηκαν μέσα από τη συνεχόμενη βροχή.

Όλοι οι δρομίσκοι γύρω στο παλαιό τζαμί, είχαν γίνει ποτάμια.

Ο σταθμός του σιδηροδρόμου έγινε λίμνη. Στο καφενείο πέντε ή έξι ζευγάρια σε διάφορα τραπέζια, έπαιζαν τάβλι, τρεις μόνο έπαιζαν πρέφα και δύο γέροντες, ο καπετάν Γάγαρης, απόστρατος ταγματάρχης κι ο μαστρο-Γιάννης ο Γιαπιτζής, έπαιζαν το μεγάλο μπεζίκι.

Το πάτωμα του καφενείου, υπερείχε δύο ή τρεις σπιθαμές από το βάθος του δρόμου, ο οποίος αποτελούσε τώρα την κοίτη του ορμητικού χειμάρρου.

Κάποιοι λίγοι, ανήσυχοι και περίεργοι συγχρόνως, είχαν σηκωθεί και συναθροίστηκαν γύρω από τις τρεις πόρτες, απολαμβάνοντας το θέαμα του καταρράκτη.

Έξω ακούονταν φωνές και γέλια.

Ο ποταμός είχε αναρπάσει τα εμπορεύματα από την μπάγκα ενός μανάβη, παρέκει είχε παρασύρει ένα γαϊδουράκι, φορτωμένο σταφύλια, το οποίο ο κύριός του προσπαθούσε να γλυτώσει τραβώντας το από την ουρά.

Μέσα στο καφενείο, κάποιοι έκαναν το σταυρό τους, όταν άκουαν τις τρομακτικές βροντές.

Οι ταβλιστές δεν κινήθηκαν. Το τρικ-τρακ ακουόταν διαρκώς.

Ο καπετάν Γάγαρης κι ο μαστρο-Γιάννης, έχοντας και το ναργιλέ του ακοίμητο, εξακολουθούσαν απτόητοι το μπεζίκι τους με τα 256 φύλλα.

Ο γέροντας δίπλα τους, εξακολουθούσε κατά το φαινόμενο να διαβάζει την εφημερίδα και είχε πάρει ήδη δύο-τρεις σύντομους ύπνους.

Το νερό άρχισε να μπαίνει στο καφενείο και από τις τρεις πόρτες.

Πρόχειρα οι πόρτες φράχθηκαν, αλλά μάταια. Το υγρό στοιχείο εισέρρεε ακράτητο, ακόμη και από το χάσμα του καπνοπωλείου, που ήταν προσηρτημένο στη γωνία του καφενείου.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα καταπλημμύρισε το πάτωμα.

Όλες οι καρέκλες τοποθετήθηκαν πάνω στα τραπέζια και στο μπιλιάρδο.

Οι πελάτες, όσοι ήθελαν να κάθονται, κάθονταν σταυροπόδι πάνω στους καναπέδες.

Όλοι οι ταβλιστές κι οι πρεφαδόροι, άφησαν το παιγνίδι και σηκώθηκαν όρθιοι.

Ο καπετάν Γάγαρης κι ο μαστρο-Γιάννης, δεν άφησαν το μπεζίκι.

Ο γέροντας εξακολουθούσε την εφημερίδα του.

Δύο γκαρσόνια, ο νταμπής, ο παρανταμπής, ο διευθυντής του καφενείου και δύο λούστροι, προσκολλημένοι στην υπηρεσία του καφενείου, 129οπλίσθηκαν με σκούπες, άλλες με μακριά κοντάρια και άλλες όχι και κατέβαλλαν συντονισμένες προσπάθειες να σπρώξουν προς τα έξω το νερό.  Μερικοί πελάτες συναθροίζονταν γύρω απ΄ τις πόρτες και γίνονταν εμπόδιο στο έργο.  Άλλοι έκαναν κουμάντο, καθώς συνηθίζουν οι Νεοέλληνες.

― Κατά δω, κατά δω!

―Από κείνη την πόρτα!

―Έτσι δεν κάνετε τίποτα!

―Όλοι μαζί! Όλοι μαζί!

Άλλοι συνήπταν διαλόγους και σχολίαζαν:

―Από που μπήκε το νερό;

―Απ’ την επάνω πόρτα.

―Απ’ την κάτω πόρτα.

―Απ’ τη μεσανή!

―Απ’ το καπνοπωλείο μπήκε, απ᾿ το καπνοπωλείο.

Μόνο μία καρέκλα ήταν πιασμένη ακόμη, εκτός από τους καναπέδες, στους οποίους κάθονταν με ανασηκωμένα τα πόδια τους οι πελάτες.

Ήταν εκείνη επί της οποίας καθόταν ο μαστρο-Γιάννης, εξακολουθώντας ατάραχος το μπεζίκι του με τον απόστρατο ταγματάρχη.

Τέλος, ο κυρ Νικολάκης ο καφετζής, όταν πλησίασε προς τα εκεί με τη σκούπα του:

― Μα σήκω επί τέλους, μαστρο-Γιάννη!

Δε βλέπεις; Εδώ πνιγήκαμε!

― Μα δε θέλει ο καπετάνιος ν’ αφήσουμε το μπεζίκι.

― Καθίστε επί τέλους κι οι δύο στον καναπέ.

Τέλος η βροχή άρχισε μετά ώρα να κοπάζει και το νερό λιγόστεψε.

Το δάπεδο του καφενείου, αφού μετά πολλούς κόπους κατορθώθηκε να σπρώξουν τα νερά προς τα έξω, από λίμνη που ήταν, έγινε τέλμα.

Το υπηρετικό προσωπικό άρχισε να ρίχνει τώρα άφθονα πριονίδια στο έδαφος κάτω.

Οι δύο μπεζικιστές κάθισαν στο πλάι ο ένας από τον άλλον, χωρίς να κοιτάζουν πουθενά, μήτε να λένε τίποτε.

Ο ναργιλές του μαστρο-Γιάννη προ πολλού ήταν σβηστός, επειδή κανείς δεν ευκαιρούσε να του φέρει φωτιά. Αλλά ο άνθρωπος εξακολουθούσε να έχει την πίπα του μαρκουτσιού στο στόμα.

Τελευταίος όλων σηκώθηκε ο γέροντας, ο διπλανός τους.

Άφησε την εφημερίδα του, ύψωσε τα μάτια και ρώτησε:

― Μα πότε μπήκε το νερό μέσα;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου