Οι Μάγισσες
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όταν κατερχόμασταν προς το παλαιό χωριό πολύ πρωί, άλλοι πεζοί, άλλοι σε γαϊδουράκια καβάλα, οι άνδρες με τα επανωφόρια στον ώμο, οι γυναίκες ανυπόδητες, με τα πασουμάκια τους μέσα στο καλαθάκι, το οποίο κρεμόταν από τον αριστερό αγκώνα τους, τα παιδιά έτρεχαν, θορυβούσαν, έψαχναν να βρουν φωλιές, κυνηγούσαν στους θάμνους τις πεταλούδες, έτρεχαν μπροστά ή καμιά φορά ξεχνιόνταν και έμεναν πίσω.
Πάντοτε όμως, ο κορυφαίος της συνοδείας μας, ο παπα-Γιακουμής, στεκόταν σε ένα μέρος πάνω από ένα μικρό κρημνό, κοντά σε κάποια χαράδρα, σιμά σε συστάδα δένδρων κι έλεγε, δείχνοντας μικρή πτυχή του εδάφους:
- Να, εδώ, σ’ αυτή τη γούρνα, ηύραν τη Μυρμήγκαινα πεθαμένη με τ’ άφρια στο στόμα.
Έπειτα η Γερακώ της Σουσάννας, μία απ΄ τις γυναίκες της συνοδείας, πρόσθετε:
-Ναι, ως πόσα χρόνια να είναι παπά;
Ο παπάς έλεγε μία χρονολογία:
- Ως εικοσιοκτώ χρόνια.
Ακολούθως η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή, άλλη συνοδός μας, είπε:
- Κι είχε φαρμακωθεί μοναχή της η άμοιρη!
Κάνει να λέμε Θεός σχωρέσ’ τηνε, παπά;
Ο ιερέας έκανε κίνημα αμηχανίας και ενδοιασμού, σαν να έλεγε,
«έτσι κι έτσι».
Και τέλος συμπλήρωνε η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, άλλη γυναίκα που συμμετείχε στην εκδρομή μας:
- Γιατί την έπιασαν τη νύχτα να κάνει μάγια.
Ο γέρο-Παρθένης είπαν πως την ηύρε.
Και μετά τούτο, εξακολουθούμε το δρόμο μας.
- Η πτωχή φαρμακωμένη ως τόσο, αν δεν είχαν προσφέρει κόλλυβα στη μνήμη της και δεν είχαν κάμει συλλείτουργα υπέρ της ψυχής της, ιδού ότι είχε εκλέξει, τυχαίως βέβαια, μία τοποθεσία για να πέσει να πεθάνει, τέτοια, ώστε ο παπα-Γιακουμής, πολύ συχνά, όταν εκτελούσε τις ευχάριστες αυτές εκδρομές για να λειτουργήσει - υπήρχαν πολλά διατηρούμενα παλαιά παρεκκλήσια κάτω, στο τέρμα της κατηφοριάς εκείνης, όπου σωζόταν το παλαιό ακατοίκητο σήμερα χωριό - ιδού ότι ακούσια και ανεπίσημα, τη μνημόνευε, το πρωί, πριν «πάρει καιρόν» ακόμα για να προσκομίσει.
Και ιδού ότι τρεις ενορίτισσές του, η Γερακώ της Σουσάννας κι η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή κι η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, συντελούσαν στο μνημόσυνο τούτο, η μία απευθύνοντας χρονολογικές ερωτήσεις, σαν να ήθελε να απαριθμήσει τα «χρόνια» και τα «ξεχώματα» και τα άλλα ψυχικά που δεν της είχαν κάμει, η άλλη προσθέτοντας ότι είχε φαρμακωθεί μονάχη της και η τρίτη πληροφορώντας, ότι την είχαν βρει να κάνει μάγια.
Ήταν σαν να επιθυμούσαν να την «ξεκολάσουν» και σαν να της έκαναν συχώρια και κόλλυβα.
***
Πέρασαν πολλά χρόνια κι ο γέρο-Παρθένης δε ζούσε πλέον.
Αλλά άκουσα από τον Νικολάκη του Διανέλλου, που αργότερα έγινε ο Νήφων ο μοναχός, που ήταν βαφτισιμιός του μακαρίτη, να διηγείται την ιστορία, όπως την είχε ακούσει από το γέρο-Παρθένη τον ίδιο.
- Φεγγάρι ήταν, μεσάνυκτα. Ο γέρο-Παρθένης είχε σπίτι σε μία άκρη της πολίχνης και δίπλα στο σπίτι ήταν ένα χάλασμα ή κατάλυμα και παρέκει ένα πηγάδι και δυο αλυγαριές κι ένας απήγανος και δύο άλλα δένδρα.
Ο γέρος είχε κοιμηθεί νωρίς, όπως κοιμόνταν τότε οι άνθρωποι και είχε χορτάσει τον ύπνο. Σηκώθηκε, φόρεσε ένα ρούχο, γιατί δροσιά και Μάιος ήταν και βγήκε έξω από το καλύβι του.
Η νύχτα όλη ολοφέγγαρη, νύχτα βαθιά. Κοιμόταν όλη η πλάση, γυαλισμένη από το φεγγάρι, όπως η Νεράιδα που πλαγιάζει και καθρεφτίζεται στη βρύση, βαθιά στα ρέματα. Γλύκα και δροσιά κι ευωδία, ήχος μυστικός έβγαινε απ’ τα βουνά, απ’ τους λόγγους, απ’ τους κήπους τριγύρω.
Ο γέρο-Παρθένης στάθηκε και κοίταξε και ποθούσε κάτι να αγροικήσει, κάτι να απολαύσει απ’ όλη αυτή τη γλύκα. Αλλά δεν αισθανόταν πλέον βαθιά. Μόνο που θαύμαζε να βλέπει. Μόνο μία στιγμή στάθηκε, έπειτα έκαμε δύο βήματα κατά το ερείπιο, το κατάλυμα εκείνο, το οποίο βρισκόταν αριστερά, βορειότερα από την καλύβα του.
Το κατάλυμα είχε δύο τοίχους όρθιους ακόμη, ήταν υπαίθριο και ανώροφο, είχε τρίτο τοίχο μισό και ο τέταρτος έλειπε εξ ολοκλήρου.
Παράκαμψε τον τοίχο το νότιο, τον ακέραιο και διευθύνθηκε προς το μέρος του τοίχου του βορεινού, του εντελώς πεσμένου.
Όταν έφτασε έξω από τον τοίχο τον ανατολικό, ο οποίος σωζόταν κατά το ήμισυ, έξαφνα του φάνηκε ότι άκουσε μικρό ψίθυρο, κάτι σαν πνοή. Στάθηκε και κοίταξε.
Βλέπει δια μέσου και πίσω από τον τοίχο αυτό, ο οποίος στο υψηλότερο μέρος ήταν πάνω από το ανάστημά του, στο δε μεσαίο μέρος έφθανε ως το στόμα και το πηγούνι του γέρο-Παρθένη, βλέπει, από μέσα από τον τοίχο και στέκονταν τρία πρόσωπα.
Ήταν γυναίκες, τρεις γυναίκες γυμνές, ολόγυμνες. Όμοιες με την προμήτορα Εύα, κατά την εποχή που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ακόμα τα φύλλα της συκής και δεν είχαν ραφτεί οι δερμάτινοι χιτώνες, στη σκιά του ερειπίου, κάτω από το πέπλο της νύκτας, το ασημόχρωμο και διατμιζόμενο από το φέγγος της σελήνης. Στέκονταν εκεί κι έσκυβε η μία κάτω στο έδαφος, σχεδόν γονατιστή, η άλλη μισοσκυμμένη, η τρίτη όρθια ακόμη. Ευρίσκονταν σαν σε μυστήριο εκεί. Δεν ήταν φαντάσματα. Ήταν ολόσωμες. Δεν ήταν γυμνές από σάρκα και οστά, διαφανή «περιπνεύματα», όπως ήταν γυμνές από ενδύματα.
Τι ήθελαν; Τι μελετούσαν, τι επικαλούνταν άρα από την ωχρή Εκάτη, (θεά της μαγείας της νύχτας, του φεγγαριού, των φαντασμάτων και της νεκρομαντείας) τη μητέρα τους, που έπλεε ψηλά στον αιθέρα, οι τρεις αυτές χωρίς πέπλο, χωρίς ενδύματα ιέρειες; Ποιες επωδές έλεγαν; ικέτευαν την υπέρπλωο, την υπέρωνο αργυρά Σελήνη, με τις μαύρες κηλίδες επάνω της, με τον Κάιν τον αδελφοκτόνο, πλακωμένο την κεφαλή από πελώριο βράχο, την ικέτευαν και την εκλιπαρούσαν, αυτήν, η οποία τόσο ψηλά ανεβαίνει και τόσο χαμηλά βλέπει, να ευδοκήσει να κατέβει χαμηλότερα, να συμπαρασταθεί στην αδυναμία τους, να ακούσει τις επωδές τους, να εκπληρώσει τις ευχές τους.
Η μία απλώς επιθυμούσε να λύσει τη μαγεία που της είχαν κάμει στο γάμο της, την ώρα της αλλαγής των δακτυλιδιών και της είχαν «ρίξει τα κορίτσια». Γεννούσε διαρκώς θήλεα. Πέντε της είχαν γεννηθεί έως τώρα κι οι γριές, που γνωρίζουν απ’ αυτά, έλεγαν ότι εννέα έμελλε να γεννήσει το όλον.
Η άλλη ήθελε να βλάψει μία εχθρά της, μία που μελετούσε κακά γι’ αυτήν και την απειλούσε, με τα μάγια, να την εξολοθρεύσει, αυτήν και τον άνδρα της και τα παιδιά της. Αποφάσισε κι αυτή να διδαχθεί τις μαγικές τέχνες για να αποδώσει τα ίσα.
Η μαγεία δια της μαγείας λύνεται.
Η τρίτη, ω! δεν ήθελε να πει τι επιθυμούσε. Ίσως είχε μνηστήρα ή εραστή, ο οποίος δυνατόν να ήταν και μνηστήρας, πιθανόν να γινόταν και σύζυγος, αλλά αλίμονο! δεν την αγαπούσε πλέον, κοίταζε αλλού, του είχαν χαλάσει τα μυαλά άλλες γυναίκες.
Κι αυτή, προσπαθούσε να κατασκευάσει φίλτρα υπό το φέγγος το μελιχρό, με τη βοήθεια της ευμενούς Εκάτης, για να του γυρίσει τα μυαλά προς το μέρος της.
«Αι δε μη φιλεί, ταχέως φιλάσει».
Ψάλλε, γλυκεία Σαπφώ, παρηγόρει τας ομοφύλους σου.
Και έσκυβαν όλες και μελετούσαν και ψιθύριζαν και τραγουδούσαν με πραεία φωνή, τις επικλήσεις και τις επωδές τους, σε μυστηριώδη γλώσσα, την οποία ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύσει και ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήσει.
«Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ' εν τη ημέρα της Κρίσεως;»
***
Ο γέρο-Παρθένης, φιλόθρησκος άνθρωπος, ο οποίος διάβαζε και έψαλλε στην εκκλησία, είδε, σάστισε, κατεπλάγη. Άφησε πνιγμένη κραυγή.
Καταρχάς του φάνηκε ότι ήταν φαντάσματα. Με το δεύτερο βλέμμα κατάλαβε ότι ήταν μάγισσες. Δοκίμασε να αποσείσει την κεραυνοβόλο νάρκη, να αποτινάξει τον εφιάλτη, να κινήσει τις μολύβδινες κνήμες και να γυρίσει στο σπίτι του.
Αλλά ήταν αργά. Η μικρή κραυγή του είχε ακουσθεί στη σιγή και το σκοτάδι. Η μία από τις μάγισσες, που ήταν απέναντί του, τον είδε και ένευσε στις άλλες.
Και οι τρεις έκαμαν άτακτο κίνημα. Ίσως ζήτησαν να φύγουν, να κρύψουν τη λάμπουσα γυμνότητά τους από το φέγγος της σελήνης, το οποίο προσέθετε τη λευκή ώχρα του στο χρώμα τους.
Αλλά ο γέρο-Παρθένης τη στιγμή εκείνη πίστεψε, ότι θα χυμούσαν επάνω του και οι τρεις, να τον πνίξουν.
Τότε χωρίς να σκεφτεί, περίτρομος, λύθηκε η γλώσσα του και εφώναξε:
-Σας είδα, σας εγνώρισα, παλιόστριγλες, μάγισσες! Σας γνωρίζω... Αύριο θα σας μαρτυρήσω στους άντρες σας!...
Είναι αλήθεια, ότι εψεύδετο εξ ανάγκης, από το φόβο του και καμία από τις τρεις δεν είχε γνωρίσει, η δε φωνή εξήλθε με φρικώδη σπασμό της σιαγόνας και του στόματος.
Οι τρεις μάγισσες τα έχασαν. Εντωμεταξύ, ο γέρο-Παρθένης μπόρεσε να ανακτήσει τη χρήση των ποδιών του και πηδώντας και παραπαίοντας, με θόρυβο τόσο των κνημών, σαν να ήταν ξυλιασμένες αυτές, έφθασε στην πόρτα της καλύβας του, πήδησε μέσα, σχεδόν χωλός και μαντάλωσε την πόρτα με βαρύ κρότο.
***
Την επομένη, η Μυρμήγκαινα, νεαρή σύζυγος και μητέρα τέκνων, για όλη την ημέρα έλειπε από το σπίτι της.
Οι οικείοι της τη ζητούσαν παντού, αλλά δεν την εύρισκαν.
Την άλλη μέρα, βρέθηκε το πτώμα της στον κατηφορικό εκείνο δρόμο προς το Παλαιό Χωριό, μέσα στη μικρή χαράδρα, κάτω από τα δένδρα.
Φαίνεται ότι είχε πάρει το φάρμακο στην πολίχνη και κίνησε να πάει στο δρόμο προς το Παλαιό Χωριό, όπου την είλκυαν οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της, ίσως και γιατί φοβόταν να συναντήσει ανθρώπους. Φανταζόταν ότι την δακτυλοδεικτούσαν όλοι ο ένας στον άλλον.
Καθ’ οδόν το δηλητήριο ενήργησε και την έριξε νεκρή στη χαράδρα.
Μετά την εύρεση του πτώματος της γυναίκας, διεσπάρησαν ανά την πολίχνη αόριστες φήμες, ότι τρεις μάγισσες είχαν ανακαλυφθεί ποιούσες μαγείες, προς το φέγγος της σελήνης, τη νύκτα.
Ο γέρο-Παρθένης τις είχε βρει, έλεγαν. Ποιες ήσαν;
Κατά τους μεν, η μία τούτων ήταν η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Γούσκαινα και η τρίτη η Ασημίνα η Μαυβατού. Κατά τους δε η μία ήταν η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Μαυρουδίτσα και η τρίτη η Καψούραινα. Κατ’ άλλους πάλι, πρώτη ήταν πάντοτε η Μυρμήγκαινα, δεύτερη η Λιολιώτα και τρίτη η Πουλαρού.
Φαίνεται, ότι ο γέρο-Παρθένης, περίτρομος καθώς ήταν, διηγήθηκε το όραμα αμέσως τη νύκτα εκείνη στη γυναίκα του. Όπως και αν έχει, οι δύο άλλες, όποιες και αν ήταν, επί ημέρες ακόμη θα είχαν το φόβο, ύστερα βλέποντας ότι οι σύζυγοι τους δεν τις έκοβαν το λαιμό, ούτε τις κυνηγούσαν με το μπαλτά, ησύχασαν.
Εντούτοις, άγνωστο είναι τι σκέπτονταν μέσα τους. Μόνο ένα αόρατο αυτί τις άκουσε που έλεγαν η μία στην άλλη:
- Καλά έκαμε και φαρμακώθηκε, τόσο φοβιτσιάρα που ήταν, θα μας πρόδωνε κι εμάς.
- Κι ένα άλλο, πρόσθεσε η άλλη, ο γέρο-Παρθένης τώρα και να μας ξέρει, επειδής η άλλη πήγε αδικοθάνατη, θα φοβάται να μας μαρτυρήσει.
-Αλήθεια, είπε η πρώτη, μα να σου πω, δεν πιστεύω να μας εγνώρισε!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης