Το Γιαλόξυλο
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πού σπάζει με αφρούς λύσσας το κύμα και οργώνει το πέλαγος άγριος ο βοριάς;
Εκεί, πίσω από τη χαμηλή ράχη, που κορυφώνεται σε ψηλή ακτή προς τα βασίλεια της θάλασσας, απλώνεται μεγάλος, απέραντος, ο κήπος του Σαγρή του Γιώργη.
Οι φράχτες του είναι από κυδωνιές στη μια πλευρά, από καλαμιώνα και πυκνούς θάμνους στην άλλη.
Όλη η δουλειά του Γιώργη έχει τη σφραγίδα της καλαισθησίας.
Οι γείτονές του όλοι τον φθονούσαν.
Τα χωράφια και οι ιδιοκτησίες τους και όσα ως κολίγοι έπαιρναν ως μισιακά, ποτέ δεν κάρπιζαν.
Του Γιώργη έδιναν εκατονταπλάσιο καρπό.
Την άλλη χρονιά ο Γιώργης, για να τους ευχαριστήσει, παραιτείτο από την κολιγιά και τους παρέδιδε τα χωράφια.
Όμως του κάκου, δεν καρποφορούσαν.
Είχε κάποια ευλογία ο Γιώργης.
Ήταν αληθινός, αρχαϊκός, λείψανο του παρελθόντος.
Σπάνιο δείγμα ανθρώπου στις μέρες μας.
Ανατολικά του κήπου, σχιζόταν η χαμηλή ακτή προς το γιαλό και ήταν χείμαρρος και ήταν χαράδρα, που την είχαν σχηματίσει οι βροχές από πάνω και τα κύματα του Γραίγου από κάτω.
Στη μέση της χαράδρας, λίγες οργιές απ’ το κύμα, ήταν η βάρκα του μπαρμπα-Γιώργη, συρμένη έξω διαρκώς.
Στα νιάτα του, αν και χωρικός, αγαπούσε ο Σαγρής να γιαλεύει κάπου- κάπου και να βγαίνει με το πυροφάνι τις αφέγγαρες νύχτες.
Δίπλα στη βάρκα τη συρμένη έξω, ήταν ένα γιαλόξυλο, τεράστιο ξύλο, όμοιο με κορμί γίγαντα, με κολοβά άκρα χελώνας, χωρίς χέρια και πόδια.
Πριν χρόνια πολλά βρισκόταν εδώ, μισοχωμένο στην άμμο, το γιαλόξυλο αυτό.
Για να το σηκώσουν, χρειαζόταν η δύναμη διπλού ζευγαριού βοδιών. Και κανείς δε φρόντισε να το μετακινήσει, γιατί θα ήταν ακριβό μετάλλευμα αν ήθελαν να το μετακομίσουν για να το χρησιμοποιήσουν στη μικρή πόλη.
Εδώ και πολλά χρόνια, λησμονημένο το βουβό ξύλο, διηγούταν την άφωνη ιστορία του, ιστορία ναυαγίου και φρίκης, από τη μέρα που ο ξυλοκόπος το είχε ρίξει με στιβαρά χτυπήματα τσεκουριού στο βουνό, μέχρι τη μέρα που αφού ο ναυπηγός το πελέκησε και το τοποθέτησε αρμονικά με τ’ άλλα ξύλα στο σκάφος, το πλοίο τσακίστηκε στα ύπουλα βράχια κάτω απ’ το κύμα κι αυτό αποχωρίστηκε, ταξίδεψε, βούλιαξε και η άμμος του βυθού το έφερε και το έριξε στο γιαλό, όμοιο με φύλλο φθινοπωρινό, βαρύ φύλλο της αιωνιότητας, λευκή σελίδα με μυστηριώδη γράμματα, της ιστορίας του πόνου…
* * *
Ο Νάσος ο Κοψίδας ήταν τριάντα χρονών, μεγαλόσωμος, με ηλιοκαμένο πλατύ πρόσωπο.
Ήταν γείτονας του Γιώργη του Σαγρή.
Έσπερνε χωράφια, έβοσκε πρόβατα και προκοπή δεν έβλεπε.
Έκλεβε γίδια. Λίγα έρμαια του τύχαιναν κάποτε σ’ εκείνο τον έρημο γιαλό. Συντρίμμια ναυαγίων, όχι πελώρια, όπως το γιαλόξυλο εκείνο το μοναδικό, που έφερνε έξω το κύμα.
Όχι σπάνια, στις φοβερές εκείνες τρικυμίες των αρχών του χειμώνα, συνέβαινε να ξεβράσει η θάλασσα ζαλισμένους αστακούς κι ένα πελώριο ροφό, ζωντανό και σπαρταριστό, δώδεκα οκάδες βάρος.
Τέτοια ήταν τα τυχερά του Νάσου του Κοψίδα.
Πού η μακάρια εκείνη εποχή - δεν ήταν πολλά χρόνια από τότε, αλλά πόσο γρήγορα το παρόν γίνεται παρελθόν! - που τον καιρό του τρύγου, από χρονιά σε χρονιά, ο Νάσος έκλεβε ή μάλλον δανειζόταν ανερώτητα, τη βάρκα τη συρμένη του καλού γείτονά του, την έριχνε με τα ηράκλεια μπράτσα του στη θάλασσα, τη φόρτωνε με πέντ’ έξι μεγάλα κοφίνια σταφύλια κλεμμένα, έμπαινε κι αυτός μέσα, γύριζε την πλώρη προς το πέλαγος και οδηγώντας τη βάρκα με το κουπί της πρύμνης, νύχτα, στο γιαλό του αντικρινού χωριού, την Πλατάνα, πουλούσε το εμπόρευμά του στους πελάτες που ήξερε (ήταν οινοποιοί που είχαν τα πατητήρια τους στην ακροθαλασσιά κι αυτός τους ξυπνούσε μεσάνυχτα), γύριζε στη βάρκα του και με τη γουργούλα πάλι, πλέοντας εφτά μίλια, νύχτα ακόμη, έφτανε στη μικρή ακτή και πάλι έσερνε τη βάρκα στη θέση της, δίπλα στο γιαλόξυλο!...
Τώρα οι καιροί είχαν αλλάξει πια.
Κάπως τον είχαν μάθει και δε μπορούσε πια να κάνει τέτοια λαθρεμπόρια. Περίεργο που και χωρίς να τον δει κανείς, φήμη αόριστη γεννιέται και το πράγμα «μαθεύεται».
Η θάλασσα «το λέει του κουπιού» και το κουπί το λέει… σ’ όλο τον κόσμο.
Μια μέρα, ο Γιώργης ο Σαγρής, θέλοντας να νουθετήσει κάπως το γείτονά του, είπε:
- Κοίταξε καλά, Νάσο, η βάρκα πάλιωσε πια, κάνει νερά.
Ο Νάσος απάντησε :
- Ησύχασε γείτονα, ξέρω κολύμπι.
Ο Γιώργης ήταν επόμενο από την κοινή φήμη κι αυτός να μάθει, ότι ο Κοψίδας του είχε κλέψει επανειλημμένα τη βάρκα. Δεν ήθελε όμως να προσβάλει απότομα το Νάσο, αν και με αυτοψία είχε βεβαιωθεί ότι η βάρκα η συρμένη είχε ταξιδέψει.
* * *
Αν ήξερε καλό κολύμπι ο Νάσος ο Κοψίδας, το απέδειξε τελευταία, το φθινόπωρο.
Είχε κλέψει δυο ή τρεις φορές κατσίκια απ’ τους βοσκούς του βουνού, που οδηγούσαν κάποτε κάτω στο γιαλό τα κοπάδια τους για ν’ αρμυρίσουν.
Αλλά τι να τα κάνει τα κλεμμένα κατσίκια ο Νάσος; Δεν ήταν μεγάλη στεριά για να μπορέσει να τα κάνει άφαντα αμέσως. Από τον ένα γιαλό του νησιού στον άλλο, ήταν μόνο τέσσερις ώρες δρόμος.
Στα ανατολικά της μικρής ακτής της χαράδρας, ήταν το Ασπρονήσι, βραχώδες λευκό νησί, έρημο και άγονο, που ασπρίζει στον ήλιο σαν να είναι χιονισμένο.
Εκεί είναι οι φωλιές των γλάρων και άλλων θαλάσσιων όρνιων.
Κατά καιρούς έχουν ριγμένα πάνω κουνέλια, μερικές φορές ακούγονται αγριοκάτσικα να βελάζουν θλιβερά στο κύμα, όταν βλέπουν κανένα ψαρά με τη βάρκα του να πλέει κοντά.
Το νησί απέχει από την ακτή, πάνω από εκατό οργιές.
Ο άξιος Νάσος, νύχτα και σκοτάδι, γυμνώθηκε, φορτώθηκε τα κατσίκια στους φαρδιούς ώμους του ασφαλίζοντάς τα με σκοινί γύρω απ’ το σβέρκο του, ρίχτηκε στο κύμα και, κολυμπώντας με απίστευτη τόλμη, έφτασε στο Ασπρονήσι.
Το κατόρθωμα αυτό το έκανε δυο και τρεις φορές.
Εκεί εμπιστεύτηκε τα κλεμμένα κατσίκια του. Και από τη ράχη αντίκρυ, καθώς έβοσκε κάθε μέρα τα πρόβατά του, τα χάιδευε με το βλέμμα και απειλούσε να πετροβολήσει με πελώρια κοτρόνια κάθε ψαρά ή περατάρη που θα τολμούσε να του τα αμφισβητήσει.
Ήταν δικό του θήραμα.
Τέλος, ήρθαν τα Χριστούγεννα και ο Νάσος σκέφτηκε ότι, αν έκανε νερά ή όχι η συρμένη δίπλα στο γιαλόξυλο παλιά βάρκα του Σαγρή του γείτονά του, έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει μια φορά ακόμη.
Και τη βαθιά νύχτα, όταν το δρεπάνι του φεγγαριού ήταν έτοιμο να κρυφτεί πίσω από τα δυτικά βουνά, ξέσκαψε γύρω γύρω την άμμο, έστησε το μικρό σκάφος και το έσπρωξε στη θάλασσα.
Μπήκε και με το μοναδικό κουπί οδηγώντας έφτασε στο Ασπρονήσι.
Ασφάλισε τη βάρκα, ανέβηκε στην απότομη ράχη του νησιού, φώναξε τα κατσίκια του και τα έπιασε.
Είχε ρίξει πέντε πάνω στο ερημονήσι.
Τα τέσσερα τα έπιασε με τα μπράτσα του, το ένα έλειπε.
Το έψαξε, το φώναξε, απάντησε μόνο η ηχώ από τις θαλασσοσπηλιές και τα φτερουγίσματα των γλάρων που έφευγαν.
Το κατσίκι δε φάνηκε.
Ή το είχε αρπάξει ο θαλασσαϊτός ή το είχαν εξαφανίσει οι θαλασσινοί… άνθρωποι.
Τέλος, φόρτωσε τα τέσσερα κατσίκια κι έφυγε.
Σε λίγα λεπτά θα έφτανε στην ακτή.
Αλλά τότε είδε, ότι η φελούκα έκανε νερά στ’ αλήθεια. Στο ξεκίνημα δεν είχε δώσει σημασία, επειδή ήταν μικρό το κακό. Στη βιασύνη και στην ανυπομονησία του, είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του μια φλάσκα τσοπάνικη για να βγάζει τα νερά. Αλλά τώρα είχε παραγίνει.
Η φελούκα ήταν στ’ αλήθεια μισοβουλιαγμένη.
Τα κατσίκια κολυμπούσαν μέσα στο νερό κι αυτός ήταν πνιγμένος ως το γόνατο. Ο δρόμος της βάρκας κοβόταν απ’ το βάρος.
Η θάλασσα ήθελε το δικό της, διεκδικούσε το θύμα της.
Τέλος, χωρίς να βουλιάξει ολωσδιόλου ακόμη, κατόρθωσε να φτάσει πολύ κοντά στην ακτή.
Τότε αγκάλιασε τα τέσσερα κατσίκια, άφησε τη βάρκα να βουλιάξει και ρίχτηκε στο κύμα.
Μετά από κάνα δυο οργιές, αφού κολύμπησε και ανάγκασε και το φορτίο του να κολυμπήσει, έφτασε στα ρηχά.
Τα κατσίκια βέλαζαν θλιβερά.
Ήταν ευτυχισμένος γιατί δε βιάστηκε να κάνει αβαρία.
Από την άμμο του γιαλού, τον χαιρέτησε με ειρωνεία η φωνή του Γιώργη του Σαγρή :
- Δε σου είπα Νάσο, πως η βάρκα έκανε νερά;
Ο Νάσος, μισοπνιγμένος, στάζοντας αφρούς και αλάτι, σφίγγοντας με τα χέρια του τα τέσσερα κατσίκια, απάντησε:
- Δεν έπαθε τίποτα η βάρκα Γιώργο, το πρωί την ξεβουλιάζουμε…
Να γλιτώσουμε πρώτα τα ζωντανά, μέρα πού ‘ναι αύριο.
Ξημέρωνε Χριστούγεννα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης