Άψαλτος
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Βαθιά θυελλώδη νύκτα, προς το χάραμα, η βροχή κόπασε αίφνης και δαιμονισμένος τυφώνας, κραταιός άνεμος φύσηξε κι έπαψε ο κατακλυσμός του νερού, αφού επί τρεις ώρες είχε κάμει να πλεύσει όλο το χωριό στην κοιλάδα την παράλια.
Ο μεγάλος χείμαρρος στο μέσον της ωραίας λεκάνης, ξεχείλισε, παρέσυρε δύο γέφυρες, πλημμύρισε σε όλα τα χαμόγια και τα σπιτάκια των φτωχών κι έκαμε να κολυμπούν γυναίκες και παιδιά και ζώα, στον καταρράκτη το βαθύ. Το νερό υψώθηκε ως τα πατώματα των φτωχικών σπιτιών, οι περισσότεροι των κατοίκων πρόφτασαν να φύγουν στα ψηλά και τα μετέωρα.
Ότι μπορούσε να διακρίνει κανείς στο στίλβον εκείνο σκότος, ήταν μόνο ένα χάος πλωτό.
Δε φαινόταν πλέον άστρο, ούτε πούλια, ούτε πετεινός λαλούσε, ούτε ρολόι σήμαινε.
Φανταζόταν κανείς ότι η νύκτα εκείνη προς το τέλος Νοεμβρίου, δεν έμελλε ποτέ να τελειώσει.
Έξαφνα, περί τα μεσάνυχτα, ακούσθηκε μεγάλη, εξωτική κραυγή:
-Πι πι πι ! πι πι ! πι ! πι !
Η φωνή εκείνη ήταν ανεξήγητη. Καμία φτωχή γριά δεν θα ήταν ικανή να φωνάξει τέτοια ώρα τις πάπιες της, οι οποίες άλλωστε, θα είχαν βρει τη χαρά τους και, καθώς βεβαίωνε ένας χωρικός, ο οποίος έλεγε ότι ξέρει απ’ αυτά, βεβαίως «εκοιμώντο πλέουσαι εις το νερόν».
Η φωνή, πάρα πολύ οξεία, ήταν ίση με τον ήχο δέκα συρίγγων και δεν ήταν δυνατόν να είναι ανθρώπινη.
Κατά τη λογικότερη εξήγηση που φάνηκε τότε, αυτός, ο άρχοντας του σκότους, είχε τολμήσει να προβάλει το άσχημο ρύγχος του από κάποια θυρίδα του ζοφερού αγνώστου, μέσα στο υγρό εκείνο έρεβος και μη μπορώντας να κρύψει τη μαύρη χαιρεκακία του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν σαν να είχαν μεταμορφωθεί σε πάπιες, έριξε την κραυγή εκείνη του πικρού σαρκασμού προς την ταλαίπωρη ανθρωπότητα.
* * *
Τέλος, μετά πολύ ώρα, δυνατός άνεμος, τυφώνας μανιώδης φύσηξε.
Σίγησε ο μονότονος ήχος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντηχούσε τώρα από το λιμάνι και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών και η βάναυση κλαγγή των αλυσίδων, τις οποίας ξέσυρε κι έπαιζε η τρικυμία.
Κοντά σε πέντε ή έξι μεγάλα σκάφη, με ασφάλεια αραγμένα, ένα μικρό κότερο, νέο σκαρί, φαινόταν να σαλεύει στη βαθιά ομίχλη, ανάμεσα στο Δασκαλειό, το βραχώδες χαμηλό νησάκι και στον παλιό Μώλο, δίπλα στα ρηχά, που απλώνονταν από εκεί από τις εκβολές του χείμαρρου. Κάποια στιγμή, όταν ο άνεμος είχε φθάσει στο έπακρο της λύσσας του, κρότος οξύς ακούσθηκε από το κότερο, ο οποίος ξεχώριζε και από το ρόχθο των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήταν σαν κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί, που κατοικούσαν στο παραθαλάσσιο, κοντά στην προκυμαία, είχαν ανοίξει τα παράθυρά τους και κοίταζαν ανήσυχοι τα χειμαζόμενα πλοία. Αυτοί κατάλαβαν τι σήμαινε η κραυγή ή ο κρότος αυτός.
Ο ένας τότε φώναξε προς το γείτονά του:
- Ποιος να πάει, καπετάν Στέργιο, να φωνάξει αυτόν τον Μήτρο, τον νιόγαμπρο; Δεν το βλέπω καλά το κότερο.
- Ποιος να πάει, καπετάν Νικόλα; απάντησε απαθής ο Στέργιος.
- Αλιά στον καημένο το Φραγκούλα! είπε ο πρώτος που μίλησε.
Οι δύο ναυτικοί ήταν με τα νυχτικά τους. Αλλιώς ήξεραν ότι ο ιδιοκτήτης του μικρού σκάφους, είχε συνήθεια να κοιμάται στο σπίτι, το δε σπίτι του δεν είχε το πλεονέκτημα να είναι παραθαλάσσιο.
Το κότερο ήταν «νέο σκαρί» και ο καπετάνιος του ήταν «νιόγαμπρος».
Μόνο υπήρχε μέσα στο πλοίο ο σύντροφός του, γέροντας ναυτικός, ο Κώτσος ο Φραγκούλας, ο οποίος είχε έργο να φυλάγει το πλοίο.
Μόλις εξέφερε ο Καπετάν Νικόλας που αναφέραμε, τον ελαφρό εκείνον ταλανισμό και σε απάντηση στο «αλιά» εκείνο, φοβερός τριγμός και κρότος με οξύ συριγμό αντήχησε.
Ήταν σαν καγχασμός θαλάσσιου δαίμονα στο σκοτάδι.
Μέσα στην πάλη των στοιχείων και στον ποικίλο ορυμαγδό, άπειρο μάτι και μη εξασκημένο αυτί, τίποτε δε θα μπορούσε να διακρίνει. Μόνον οι δύο πλοίαρχοι, από τα παράθυρά τους, αμέσως κατάλαβαν και αφήκαν διπλή κραυγή.
- Πάει το κότερο! είπε με αληθινό πόνο ο Νικόλας.
Κρίμας το! Κρίμας!
- Τύφλα! είπε ανάλγητος, αυστηρός τιμητής ο Στέργιος.
* * *
Το πρωί, όλοι έμαθαν, ότι η τρικυμία ξέσυρε τις άγκυρες του μικρού κότερου και το πλοίο έγινε άφαντο, μαζί με τον Κώτσο το Φραγκούλα, τον μόνον πάνω σ΄αυτό ναυβάτη.
Βρέθηκαν μερικοί για να πάνε να φωνάξουν τον πλοίαρχό του, του οποίου το σπίτι βρισκόταν ένα δρομίσκο παραμέσα από την προκυμαία, αλλά ήταν αργά πλέον.
Απόπειρα είχε γίνει, με μία μεγάλη σκαμπαβία με έξι κουπιά, να πλεύσουν προς το νότιο μέρος, στο στόμιο του λιμανιού, με τον λυσσασμένο άνεμο που έπνεε από την ξηρά, αλλά δε μπόρεσαν να «μπουτάρουν», δηλαδή να κατευθυνθούν προς τα εκεί.
Το πλοίο είχε γίνει άφαντο.
Την άλλη μέρα, είχε καλοκαιρία. Δεν υπήρχε πλέον η μικρή φουσκοθαλασσιά κι ελαφρά πνοή, όμοια με τον πείσμονα γρυλισμό του με κόπο κατασιγασμένου εξαγριωμένου σκύλου.
Όλοι συλλυπούνταν το νεαρό καπετάν Μήτρο και όλοι έκαναν, όπως συνηθίζουν οι ναυτικοί ή κατά πρόσωπο ή πίσω από την πλάτη, τις αμείλικτες εκ των υστέρων επικρίσεις τους.
Βέβαια, ο Μήτρος ήταν νέος κυβερνήτης. Έως τότε είχε ταξιδέψει επί χρόνια σαν ναύτης σε μεγάλα πέλαγα, με τη σκούνα του πατέρα του.
Επόμενο ήταν, να είναι «ατζαμής» και να μην ξέρει καλά ούτε από ακτοπλοΐα, ούτε πως να «σιγουράρει» το πλοίο του στο λιμάνι, αφού μάλιστα κοιμόταν στο σπίτι.
Νιόγαμπρος, νέο σκαρί.
Αλιά! στον Φραγκούλα.
* * *
Ναι, ο Φραγκούλας ήταν γέρος και μπορεί να ήταν σχεδόν ανίκανος. Παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος. Αλλήθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Για κάποιο χρόνο έμενε σε ένα κατώγι, για ψυχικό. Πήγαινε με τις βάρκες για ψάρεμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως ξενυχτούσε στο κατώγι.
Τέλος, όταν έφτιασε το κότερο ο Μήτρος, ο οποίος ήταν δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβε ως τακτικό συμπλωτήρα, συγχρόνως και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλύτερα για σένα», σ’ έδιωξε η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μες στο κότερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, άνεση και καλοπερασιά.
* * *
Ο καημένος ο Κώτσος, λίγες ημέρες πριν είχε συμβεί, στην κηδεία ενός παλιού γείτονά του, να μπει στο ναό, ενώ ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία.
Δεν ήταν τακτικά φιλακόλουθος. Μερικοί τον πείραζαν και τον έλεγαν «φαρμασώνον».
Αλλά αυτός ήταν εξ ιδιοσυγκρασίας σκεπτικός, ιδιότροπος «εν τη ασυνειδήτω φιλοσοφία του.»
Πέρασε πάνω από το χορό των ψαλτών μπροστά στα σκαλοπάτια του Ιερού Βήματος και πλησίασε σε ένα νέο δημοδιδάσκαλο, που συνήθιζε να ψάλλει και κατά την κηδεία αυτή στεκόταν αριστερά, βοηθώντας τους ιερείς, στον στίχο: «Κύριε ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επαναλάμβανε εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας γέλασε αλλόκοτα και είπε με φωνή σχεδόν ακουστή:
- Ανάθεμα στην ψυχή του δούλου σου; Τι λες δάσκαλε;
Ο ψάλτης του ένευσε μόνο να σιωπήσει. Και με κυκλοτερές βλέμμα προς τους άλλους, τους σύστησε να μη δώσουν προσοχή, για να μη γίνει χασμωδία.
Ο Φραγκούλας μετά από λίγο και πάλι επανέλαβε :
- Τι τους ψέλνετε ; … Τι τους κάνετε νάνι - νάνι;
Όλοι στ’ ανάθεμα θα πάμε
Ο διδάσκαλος και πάλι του ένευσε αυστηρά. Και ο Κώτσος απομακρύνθηκε.
* * *
Και μετά λίγες μέρες, - ήταν γραφτό, - ο γέρος αυτός ναυτικός, ο οποίος, το πρωί εκείνο, - ποιος ξέρει; - με την πένθιμη εκείνη ευθυμία του, άλλη πρόθεση ίσως δεν είχε, παρά να υποδείξει το μάταιο και το συνθηματικό και το αγοραίο κάθε ανθρώπινης συνήθειας, ως και αυτής της νεκρώσιμης πομπής.
Ο γέρος αυτός, ο οποίος δεν ήταν της μοίρας να αξιωθεί ούτε της τελευταίας παραμυθίας, ούτε της κηδεύσεως, έμελλε να δει όλη τη φοβερή, τη δαιμονιώδη πομπή, όλων των στοιχείων τ’ ουρανού, των ανέμων, των κυμάτων τη φρικώδη συνοδεία ορχούμενη μανιωδώς γύρω από την γηραιά κεφαλή του, γύρω στη λευκή αχτένιστη κόμη του κι έμελλε εν μέσω τριγμού αλυσίδων και τροχαλιών και άρμενων, να καταποντιστεί στο κύμα, «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης