Τα Πτερόεντα δώρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ξένος του κόσμου και της σάρκας, κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη κρύβοντας τα φτερά, όπως τα κρύβει θείος άγγελος.
Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης.
Κρατούσε στο χέρι ένα άστρο και στο στήθος του έπαλλε ζωή και δύναμη και από το στόμα του εξερχόταν πνοή θείας γαλήνης.
Τα τρία τούτα δώρα ήθελε να μεταδώσει σε όλους όσοι πρόθυμα τα δέχονται.
Μπήκε πρώτα σε ένα αρχοντικό μέγαρο.
Είδε εκεί το ψεύδος και τη δύναμη και τη σεμνοτυφία, την ανία και το ανώφελο της ζωής, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα του άνδρα και της γυναίκας και άκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζουν λέξεις σε άγνωστη γλώσσα. Ο άγγελος πήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχοντας από κει. Πήγε στην καλύβα πτωχού ανθρώπου. Ο άνδρας έλειπε όλη την ημέρα στην ταβέρνα. Η γυναίκα προσπαθούσε να αποκοιμίσει με λίγο ξηρό ψωμί τα πέντε τέκνα, βλασφημώντας συγχρόνως την ώρα που είχε πανδρευτεί. Τα μεσάνυχτα επέστρεψε ο σύζυγός της, αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνή οξεία, εκείνος την έδειρε με τη ράβδο την οζώδη και μετά από λίγο οι δύο πλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχή τους και άρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους.
Έφυγε από κει ο άγγελος.
Ανέβηκε σε μεγάλο κτήριο, πλούσια φωτισμένο.
Ήταν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζια κι επάνω τους έσκυβαν άνθρωποι, μετρώντας αδιάκοπα χρήματα, παίζοντας με χαρτιά.
Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή τους ήταν συγκεντρωμένη στην ασχολία αυτή.
Ο άγγελος κάλυψε το πρόσωπο με τα φτερά του για να μη βλέπει κι έφυγε τρέχοντας.
Στο δρόμο συνάντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους να βγαίνουν από τα καπηλειά, οινοβαρείς και άλλους να κατεβαίνουν από τα χαρτοπαίγνια, μεθυσμένοι από χειρότερη μέθη.
Μερικούς είδε να ασχημονούν και μερικούς άκουσε να βλασφημούν τον Αην - Βασίλην, ως φταίχτη.
Ο άγγελος κάλυψε με τα φτερά του τα αυτιά, για να μην ακούει και προσπέρασε.
Ξημέρωνε ήδη το πρωί της πρωτοχρονιάς και ο άγγελος για να παρηγορηθεί, μπήκε στην εκκλησία.
Αμέσως κοντά στις θύρες, είδε ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνο πως δεν είχαν παιγνιόχαρτα στα χέρια και στο βάθος, αντίκρισε έναν άνθρωπο χρυσοστόλιστο και μιτροφορούντα σαν Μήδος σατράπης της εποχής του Δαρείου, να κάνει διάφορους ακκισμούς και επιτηδευμένες κινήσεις.
Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλαν με επίπλαστες φωνές:
«Τον Δεσπότην και αρχιερέα!»
Ο άγγελος δε βρήκε παρηγοριά.
Πήρε τα πτερόεντα δώρα του, το άστρο το προορισμένο να λάμπει στις συνειδήσεις, την αύρα την ικανή να δροσίζει τις ψυχές και τη ζωή την πλασμένη να πάλλει στις καρδιές, τάνυσε τα φτερά και επανήλθε στις ουράνιες αψίδες».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης