Φ. Παλιές λέξεις της Στενής
Φαδοκούβαρο:. Το κουβάρι με το υφάδι, που με τη βοήθεια της ανέμης, γινότανε μασούρι και το έβαζαν στη σαΐτα για την ύφανση.
Φαΐ:. Η λιωμένη ελιά από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού. Επίσης τα υλικά με τα οποία «γεμίζουμε» διάφορες πίτες ή γλυκά ταψιού.
Φάκα:. 1) Ποντικοπαγίδα. 2) Ειδική φράση: πιάστηκε στη φάκα: συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω ή αποκαλύφθηκε, ενώ ετοίμαζε κάτι πονηρό ή κακό.
Φακαρόλα:. Ήταν το κενό που δημιουργείτο στο πάνω μέρος του πανωβρακιού, της φουστανέλας κ.λ.π, όταν το διπλώναμε για να ραφτεί, ώστε μέσα από το κενό αυτό να περάσει η βρακοζώνα ή το κορδόνι ή οτιδήποτε που θα στήριζε και θα το κρατούσε, για να μη μας πέσει αυτό που φορούσαμε.
Φαμελιά:. Οικογένεια, σόι. Από την Ιταλική λέξη φαμίλια.
Φάουσα:. Φάγουσα ή φαγέδαινα. Γαγγραινώδες έλκος που κατατρώει τις σάρκες. Υπήρχε και σχετική κατάρα. (Αχ, που να σε φάει η φάουσα).
Φαραδόσυκα:. Σύκα, που είχαν χρώμα σκούρο, δαμασκηνί.
Φαρμακώνω:. Δηλητηριάζω. Και φαρμακώθηκα, δηλητηριάστηκα, αυτοκτόνησα.. Σημαίνει και στεναχώρια (με φαρμάκωσαν τα λόγια που μου ΄πες). Σημαίνει ειρωνικά και το φαγητό (φαρμάκωσες κάνα φαΐ της προκοπής;), (κάτσε να φαρμακώσεις και να σου λείπουν οι γκρίνιες).
Φαρσί:. (Τα ήξερε φαρσί), λέμε για το μαθητή που αποστηθίζει άπταιστα και γρήγορα το μάθημά του. Επίσης με την ίδια σημασία χρησιμοποιούμε και τη λέξη «νεράκι» (τα ΄μαθε νεράκι).
Φαρφαλιάρης:. Ο φλύαρος και τεμπέλης. Που τον διακρίνει προχειρότητα στη συμπεριφορά του, στην ομιλία του, στη δουλειά του.
Φάσα:. 1) Είδος πτηνού, της οικογένειας των περιστεριδών. 2) πρόσθετη λουρίδα από ύφασμα ή άλλο διακοσμητικό υλικό που ράβεται για πλάτεμα ή μάκρεμα ή στολισμό, στο κυρίως ρούχο.
Φεγγαρόλια:. Παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με αμάδες, τις οποίες χτυπούσαν με το πόδι.
Φεγγίτης:. Τετράγωνο ή ορθογώνιο συνήθως υαλόφρακτο άνοιγμα της στέγης ή στο πάνω μέρους του τοίχου, διαμέσου του οποίου μπαίνει το φως της ημέρας, σε δευτερεύοντα ή «κλειστά» δωμάτια.
Φελάω:. Ωφελώ, έχω αξία, είμαι χρήσιμος. Στην αντίθετη περίπτωση,
δηλαδή αν δεν αξίζω, δεν είμαι χρήσιμος κ.λπ., λέμε «δεν φελάω» (δεν φελάω για τίποτα). Το λέμε και για αντικείμενα, τρόφιμα κ.λπ (το φαγητό δεν φελάει).
Φέρμελη:. Χρυσοστολισμένο και πολυκέντητο γιλέκο, που φοριόταν με τη φουστανέλα. Ήταν σταυρωτό με ψευτομάνικα. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.
Φέρτε:. Έκφραση για όσους έτρεχαν (τον είδα που πήγαινε στο χωράφι, φέρτε), που σημαίνει γρήγορα, ενώ το τελευταίο (ε) το κρατούσαν (πήγαινε φέρτεεεεεε).
Φερτίκι:. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων, (δώσε το φερτίκι στο παιδί που έφερε τη βαλίτσα).
Φευγάλα:. Όταν φεύγω από κάπου τρέχοντας, επειδή φοβήθηκα κάτι ή επειδή θυμήθηκα μια δουλειά που έχω ή όταν πληροφορούμε για κάποιο αναπάντεχο γεγονός.(Μόλις του είπανε πως αρρώστησε η γυναίκα του έριξε μια φευγάλα!).
Φιδοκαμένος:. Αυτός που έχει υποστεί πάρα πολλά στη ζωή του. Οικονομικές καταστροφές, οικογενειακές και προσωπικές ατυχίες.
Φιλέτρας (φλέτρας):. Είδος πεταλούδας.
Φιλεύω:. Προσφέρω σε κάποιον κάτι. Γλυκό, φαγητό, φρούτο ή και μικρές ποσότητες χρημάτων σε μικρά παιδιά. (Έλα μέσα να σε φιλέψουμε κάτι).
Φιλιτράω:. Φτερουγίζω.
Φιρί-φιρί:. Φράση που τη λέμε σε κάποιον που πάει γυρεύοντας για καυγά. (Μου φαίνεται το πας φιρί-φιρί για καυγά).
Φλακί:. Κατσικίσιο ή προβατίσιο κομμάτι δέρμα (50 Χ 50 εκατοστά περίπου). Πάνω σ΄ αυτό ζύμωναν ψωμί σε μικρές ποσότητες. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσοπάνηδες στα μαντριά.
Φλάσκα:. Ο καρπός της φλασκιάς (νεροκολοκυθιάς), που χρησιμοποιείται σαν δοχείο. Επίσης δοχείο νερού ή κρασιού, κυρίως από ξύλο (τσότρα). Φλάσκες λέγανε κοροϊδευτικά και τις κοντόχοντρες γυναίκες, που επιπλέον είχαν και φουσκωμένα μάγουλα.
Φλόμος:. Φυτό της οικογένειας των χειλανθών. Ουσία με υπνωτικές ιδιότητες που παίρνουν απ΄ αυτό το φυτό. Και φλομώνω, ναρκώνω ρίχνοντας φλόμο. Μεταφορικά η βαριά, έντονη και άσχημη μυρουδιά που μας προκαλεί ενόχληση. (Μην καπνίζετε βρε παιδιά, φλομώσαμε).
Φλώρα:. Η κάτασπρη γίδα.
Φόλα:. 1)Μικρό κομμάτι από δέρμα που ράβεται σε ένα μέρος του παπουτσιού. 2) τροφή που έχει δηλητήριο για να επιφέρει το θάνατο κυρίως βλαβερών θηραμάτων.
Φορτσάτος:. Αυτός που έρχεται ή φεύγει με ορμή, με ταχύτητα μεγάλη και θέλει να γίνουν όλα γρήγορα, ο βιαστικός (σιγά ρε φίλε, πολύ φορτσάτος μας ήρθες σήμερα).
Φουμιά:. Καύχημα, προσωπική διαφήμιση. Το να λέει κανείς, πάντα καλά λόγια για τον εαυτό του. Φαρισαϊσμός, αυταρέσκεια (δεν μπορώ να κουβεντιάσω μ΄ αυτόν, όλο φουμιέται). Και φουμάω κάποιον, όταν εγώ λέω καλά λόγια γι αυτόν και μάλιστα περισσότερο απ΄ όσα πρέπει ή αξίζει.
Φούντωμα-Φουντώματα:.Το στρογγυλό ξύλο του βαρελιού, που μπαίνει η κάνουλα, αλλά και το πίσω στρογγυλό μέρος.
Φούρια:. Η βιαστική ενέργεια. Το να γίνεται κάτι με ορμή και γρηγοράδα.
Φούρκα:. Πάσσαλος που είναι διχαλωτός στο ένα του άκρο, αλλά και ο θυμός, ο εκνευρισμός.
Φουρκισμένος:. Ο θυμωμένος, ο εκνευρισμένος.
Φουρνόξυλο:. Μακρύ ξύλο, με το οποίο συνδαύλιζαν τα ξύλα που έκαιγαν μέσα στο φούρνο, για να ζεσταθεί και στη συνέχεια να «φουρνίσουν».
Φούσκος:. Σκαμπίλι. Ισχυρό παταγώδες ράπισμα (θα σου δώσω ένα φούσκο).
Φουστανέλα, (φστανέλα):. Επίσημη φορεσιά. Αποτελείται από έως και τετρακόσια (400) κομμάτια τριγωνικό ύφασμα (φύλλα) και ήταν όλη ραμμένη στο χέρι. Μια συνηθισμένη φουστανέλα είχε από 40-45 φύλλα. Τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος είχαν πλάτος 15 εκατοστά κάτω και 3-4 εκατοστά πάνω. Όσο πιο στενά ήταν πάνω στο μέρος που έπιανε η φακαρόλα, τόσο πιο φουντωτή ήτανε. Ανάλογα με τον αριθμό των κομματιών του υφάσματος που είχε επάνω, ήταν και το βάρος της. Ανάλογα με την ηλικία ήταν και το ύψος της φουστανέλας. Οι νέοι φόραγαν την κοντή και οι ηλικιωμένοι την μακρύτερη.
Φρουτζουλάω, (φρουτζλάω):. Πετάω κάτι για να το ξεφορτωθώ ή εναντίον κάποιου (κάτσε φρόνιμα να μη σου φρουτζλίξω καμιά πέτρα).
Φρύγανα:. Ξερά κλαδιά και θάμνοι, που χρησιμοποιούνται για προσάναμμα.
Φτέρωμα:. Το μεγάλο πήδημα της κότας, με παράλληλο δυνατό χτύπημα των φτερών της, ύστερα από κάποιο ξάφνιασμα.
Φτερωτή:. Ένα στρογγυλό σίδερο, που στη μέση είχε ένα κατακόρυφο σίδερο ή ξύλο σαν αδράχτι ή τετράγωνο, το οποίο περιέστρεφε με δύναμη την μυλόπετρα και συνδέεται με την χελιδόνα.
Φτουράω–ώ:. Είμαι επαρκής σε κάτι. Πράγμα, δραστηριότητα κ.λπ.
(Βάλε πολλές πατάτες στο κρέας για να φτουρήσει το φαγητό.), (σήμερα δε μου φτουράει η δουλειά).
Φτυάρι (α):. Μ΄ αυτό φούρνιζαν τα καρβέλια στο φούρνο και τα ξεφούρνιζαν όταν είχαν ψηθεί (φουρνόφτυαρο).
Φτυάρι (β):. Το σιδερόφτυαρο, με ξύλινο βέβαια στειλιάρι, που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές δουλειές, στις οικοδομές, στο
καθάρισμα των στάβλων κ.λπ.
Φτυάρι (γ):. Ξύλινο φτυάρι, ελαφρώς κοίλο (καβαθωτό). Μ΄ αυτό ξανεμούσαν τον καρπό στο αλώνι. ήταν το τελευταίο στάδιο του αλωνίσματος.
Φύλλο:. Οι γνωστές χυλοπίτες. Ζυμωνόταν το αλεύρι με γάλα και αυγά. Ύστερα άνοιγαν τη ζύμη με τη «σαΐτα» σε στρογγυλά φύλλα και τα έκοβαν σε διάφορα σχήματα, συνήθως ορθογώνια ή ρομβοειδή (μπακλαβωτά). Τα άφηναν να στεγνώσουν σε ενάερο μέρος.
Φύρμα:. Απότομη και μικρής διάρκειας βροχή, με δυνατούς ανέμους.
Φώλι:. Το αυγό που βάζουν στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσουν να γεννήσει εκεί.
Φωνές:. (Πώς καλούμε και πως διώχνουμε τα διάφορα κατοικίδια και οικόσιτα ζώα.)
Πώς τα καλούμε. Σκύλος κουτ κουτ. Γάτα ψι ψι Κατσίκα αέ αέ Γουρούνι γκούι γκούι Κότες πουλ πουλ
Πως τα διώχνουμε. Σκύλος ούστ. Γάτα Ψιτ Κατσίκα τσαπ Γουρούνι γουτς γουτς Κότες ξου ξου
Φωτίκια:. Ο Νονός αναλαμβάνει τα έξοδα της βάφτισης, λάδι, σαπούνι, πετσέτα, αμοιβή ιερέα, ψαλτών επιτρόπων και νεωκόρου, τα ρούχα του μωρού κ.α. Αυτά τα ονόμαζαν φωτίκια.
Γιάννης Γιαννούκος