Τα Δύο κούτσουρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ω, πόσες αναμνήσεις του παλαιού καιρού τρέφει το παμπάλαιο εκείνο σπιτάκι, σχεδόν ισόγειο με τα δύο δωμάτιά του, από τη μία και την άλλη μεριά, με το διάδρομό του στη μέση, που έχει ως δάπεδο το χώμα της γης, με το σκοτεινό του δωμάτιο πάρα μέσα, που είναι θεμελιωμένο κατά το πλείστον επάνω σε ριζιμιούς βράχους και πάνω από τη στέγη του οποίου υψώνονται τα Κοτρόνια, ο γκρίζος πετρόλοφος, που έχει την κορυφή ψηλά και επιστέφεται από το ναΐσκο του Αγίου Νικολάου, του οποίου η κανδήλα φέγγει όλη τη νύκτα, σαν παρήγορος πυρσός στους εισπλέοντες ναυτικούς, στις εσοχές δε των βράχων φωλεύουν χίλιες κουκουβάγιες και άλλα νυκτερινά όρνια που τραγουδούν θρηνητικά.
Στα βάθη του κρυψώνα εκείνου, κοπίαζε παλαιά ο μαστρο-Στέργιος ο Μπεκιός, πελεκώντας και ροκανίζοντας τα στραβόξυλα, την καρίνα και τα μαδέρια των λέμβων και μαούνων και ακατίων, όσα σκάρωνε έπειτα έξω στο ύπαιθρο, μπροστά από το μικρό σπίτι, δουλεύοντας ασταμάτητα, αυτός και οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο Αλέξης και ο Γώγος.
Μπροστά, έξω από την πόρτα, ήταν κτισμένη μία πλατιά πεζούλα και δίπλα σ΄αυτήν, ένας βράχος βαθύρριζος ανερχόταν ως το παραθυράκι του σπιτιού, δεξιά προς νότια, στο δωμάτιο το οποίο κατείχε η οικογένεια.
Αριστερά, στο άλλο απεριποίητο δωμάτιο, το υγρό και σκοτεινό και γεμάτο από ιστούς αράχνης και από βλατούδες και σαρανταποδαρούσες και άλλα ζωύφια, στεγαζόταν η γριά-Μπεκιοΐνα, πρώην καλούμενη Μερκλίνα, η μάννα του μαστρο-Στέργιου.
***
Η γριά, τον περισσότερο καιρό καθόταν και λιαζόταν έξω, στην πεζούλα, μπροστά από την πόρτα, κάτω από τη μεγάλη μουριά ή συκαμινιά, που υπήρχε ακόμη προ λίγων ετών και η οποία έπεσε τώρα τελευταία όπως θα δούμε. Καθισμένη κρατούσε τη ράβδο της, θλιβερή και μονότονη και δεν έπαυε να βογγά και να στενάζει. Ω, το βογγητό της εκείνο! Ως φαίνεται, ο Θεός την είχε σπλαχνισθεί και το τελευταίο εκείνο ψυχομαχητό που δεν μπορεί να αποφύγει κανείς (ω! αλίμονο!) αραιώθηκε, κατά κάποιον τρόπο και διανεμήθηκε γι αυτήν σε διάστημα δέκα χρόνων και πλέον, «κρίμασιν οις οίδε Κύριος!»
Ω! το βογγητό εκείνο της γριάς άρχιζε ή μάλλον αναγεννιόταν διαρκώς κάθε πρωί κι έπαυε ή μάλλον δεν έπαυε, προς «όρθον βαθύν!»
Αλλά δεν είχε πάντοτε την ίδια ένταση.
Συνήθως, καθώς καθόταν η γριά να λιάζεται στην πεζούλα ή να σκιάζεται κάτω από τη μουριά, το βογγητό της τούτο επιτεινόταν άμα έβλεπε διαβάτη άνδρα ή γυναίκα, γνωστό ή ξένο, από πενήντα βήματα να πλησιάζει.
Τότε ο γογγυσμός της, προσλάμβανε σφοδρότητα και πυκνότητα τριπλάσια. Και αν, μετά το χαιρετισμό, ο περαστικός είχε περιέργεια να σταθεί για να ρωτήσει τη γριά ή όταν συνηθέστερα αυτή του απέτεινε το λόγο κι αν ήταν γνώριμος κι αν ήταν ξένος, τότε η γερόντισσα άρχιζε να διεκτραγωδεί τα προβλήματα και βάσανά της.
-Ξενάκ' είσαι, γυιόκα μ'; ρωτούσε αν έβλεπε κάποιο νεότερο, έστω κι εντόπιο, τον οποίο δύσκολα αναγνώριζε.
Αχ! δεν ξέρεις τι τραβώ.
-Τι έχεις, μαννού; ρωτούσε ο διαβάτης.
-Τι να' χω, παιδί μου; Να, κανείς δεν μου φταίει. Αυτό το κουνέτο, η νύφη μου...
Συνήθως η Μερκλίνα έλεγε ότι όλος ο κόσμος της φταίει, πρώτον, ο γιος της, η νύφη της, τ' αγγόνια της, έπειτα οι ανεψιάδες, οι γνώριμοι, οι γειτόνισσες, κτλ. Αλλά πάλι εύρισκε ελαφρυντικές περιστάσεις για όλους τους άλλους και μόνο κατά της νύφης της εξέφερε την καταδίκη αμετάκλητη.
-Κείνος ο προκομμένος, ο γιος μου... τα παιδιά του... δε βαστάει η ψυχή μου να τους βλαστημήσω...
Είναι αλήθεια ότι τους βλασφημούσε και συχνά μάλιστα, αλλά τώρα φιλοτιμείταν να φανεί ευπρόσωπη προς το διαβάτη.
-Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γιο μου «μπε κι ο...»
Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε «μπε κι ο!»
Με το να επαναλέγει επίμονα τούτο η γριά Μερκλίνα, έδινε σε πολλούς την υπόνοια ότι και αυτή πολύ καλά γνώριζε, πως μερικές γυναίκες ήξεραν να κάμνουν τους άνδρες τους «μπε κι ο» (δηλαδή αρνάκια και προβατάκια). Και πάλι ανθρωπινότερες ήταν, σε σύγκριση προς τη μυθολογούμενη Κίρκη!
Επειδή όμως το πολυέλεγε αυτό το πράγμα η γερόντισσα, κατάντησε με τον καιρό ν' αλλάξει ο κόσμος τ' όνομα του γιου της και να ονομάσει εκείνον ο «μαστρο-Μπεκιός» και αυτήν η «γριά Μπεκιοΐνα».
***
Το βέβαιο είναι, ότι δεν καλοπερνούσε και τόσο πολύ η δυστυχής γριά, μέσα σε εκείνο το φατνωμένο σπήλαιο, που σύχναζαν νυκτερίδες και ήταν γεμάτο από βλατούδες, κανθαρίδες και αράχνες.
Αλλά και καλύτερα εάν τυχόν περνούσε, πιστεύω ότι ποτέ δε θα ήταν ευχαριστημένη. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους και μάλιστα απ' εκείνες τις γυναίκες, οι οποίες ποτέ δεν ευχαριστούνται.
Σε τούτο τείνει και τέτοιο περίπου είναι το πρώτο αίσθημα, η πρώτη έννοια του κακού, το οποίο έσπειρε ο διάβολος πολύ πρώιμα στον κόσμο. Και να γιατί ρωτούσε ο γεωργός εκείνος της Παραβολής: «Κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας; πόθεν ουν έχει ζιζάνια;»
Για τους άνδρες, τούτο το αίσθημα καλείται στις μέρες μας, με ξενικό όνομα, «μιζέρια», για τις γυναίκες και πρώην και νυν, προσλαμβάνει τραγικότερες διαστάσεις και ονομάζεται «στριγλιά».
Ω! πόσες αλήθεια είδα τέτοιες γυναίκες στη ζωή μου!
Κι αν ευτέλεια και σκαιότητα κι αν απαισιότητα και ταλαιπωρία, όπως αν το ονομάσει κανείς, το αίσθημα τούτο σπάρθηκε στα στέρνα της ανθρωπότητας, αμέσως μετά την πρώτη μερική ανασκόπηση και τις δεύτερες πάνσοφες φροντίδες, με τις οποίες τελειοποίησε ο Δημιουργός πάντα όσα εποίησε.
Διότι το πρώτον, σε καθένα από τα έργα του, έριξε αλάνθαστο το βλέμμα «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», έπειτα τελευταία, επί όλων μαζί των έργων του «και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε και ήσαν καλά λίαν».
Αμέσως τότε εξήλθε θρασύς ο εχθρός και τόλμησε να ειπεί, ότι δεν είναι καλά τα έργα του Θεού.
Και δεν ακούμε ακόμη πολλούς και στους δρόμους και στην αγορά και στα καπηλειά, σοβαρούς και σπουδάζοντες, να αποφαίνονται ότι δεν είναι καλός ο κόσμος του Θεού ή ότι «δεν τον εκατάφερε καλά» ο Δημιουργός τον κόσμο;
Από που αντλούν τα επιχειρήματα;
Πού βρίσκουν την ύλη για το συλλογισμό; Από ποιες κρίσεις, από ποιες προτάσεις συνάγουν το συμπέρασμα;
Τι άλλο είναι η κρίση παρά σύγκριση; Μεταξύ δύο ή περισσοτέρων παραπλήσιων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει κανείς και κρίνει ποιο διαφέρει. Αλλά υπάρχει εδώ όρος συγκρίσεως;
Είδαμε ήδη άλλο κόσμο με τον οποίο να συγκρίνουμε τον παρόντα;
Ακατάληπτο είναι, αν έκαμνε τελείως αφηρημένες έννοιες ο Δημιουργός ή από που αυτές γεννήθηκαν.
Είναι μόνο βέβαιο ότι έπλασε ένα ορατό κόσμο, όπως θα έπλασσε και εδύνατο να πλάσει και δύναται στους αιώνας να πλάττει, πολλούς άλλους και ορατούς και αοράτους.
Και βεβαίωσε Αυτός, ότι το έργο του είναι ωραίο και κάθε λογικός άνθρωπος συνομολογεί. «Ιδού καλά λίαν», αυτή υπήρξε η πρώτη μετά την κοσμογονία αφηρημένη έννοια, όπως και η πρώτη θετική ιδέα. Έπειτα θρασύνεται ο παραλογισμός και λέγει: Δεν είναι, όχι καλός ο κόσμος.
Αυτή υπήρξε η δεύτερη αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα και από κει γεννήθηκε η κακία, η οποία ουδέν άλλο είναι παρά άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριο του φιδιού και ανακεφαλαιώνοντας, είναι ο απελπισμένος αγώνας του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιο, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να κάμει τον κόσμο να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχήμιας!
***
- Πέρασαν όλα, όσα ιστορήσαμε παραπάνω.
Σαράντα χρόνια - η μακρά τεσσαρακοστή του βίου – πέρασαν από τότε. Δεν υπάρχει πλέον γριά Μερκλίνα, δεν υπάρχει μαστρο-Στέργιος, δεν υπάρχει Αλέξης και Γώγος.
Όλοι οι παλαιοί γείτονες πέθαναν, όλοι οι νέοι γέρασαν. Πολλοί αγέννητοι ήλθαν στο είναι. Μόνο υπάρχει ακόμη «το Ξωθικό», η νύφη της κάποτε γριάς Μπεκιοΐνας, που έχει σήμερα, εν έτει 189..., ακριβώς την ηλικία την οποία είχε τότε η πεθερά της.
Ο μαστρο-Στέργιος, πέθανε ως ευσεβής και ειρηνικός άνθρωπος.
Οι δύο γιοι του, Αλέξης και Γώγος, πήγαν κι οι δύο αδικοθάνατοι.
Ω, οι κατάρες, οι βλαστήμιες της γριάς Μερκλίνας!
Η μοναχοκόρη της οικογένειας, το Σειραϊνώ, είχε παντρευτεί στα 186...
Ω, όλη η γειτονιά είχε ευφρανθεί τότε, είχε χορέψει νύκτες πολλές στο επάνω σπίτι, που βρισκόταν ψηλότερα από το χαμηλό σπιτάκι, το οποίο της είχαν δώσει ως προίκα.
Τα δύο αδέλφια της, ο Αλέξης κι ο Γώγος, φρόνιμοι, οικονόμοι, όπως τους είχε παιδαγωγήσει η μάννα τους, οι οποίοι δεν είχαν διασκεδάσει ποτέ στη ζωή τους, «το έριξαν έξω» με την ευκαιρία του γάμου εκείνου και χόρεψαν αδέξια και θορυβωδώς και διασκέδαζαν επί εβδομάδες. Αισθάνονταν ότι είχαν ξεφορτωθεί ένα βάρος από τη ράχη τους και ότι του λοιπού θα εξέρχονταν και αυτοί στον κόσμο για κυνήγι νύφης.
Ένας νεότερος αδελφός, ο Βασίλης, είχε πεθάνει μικρός.
Έπειτα γεννήθηκε ο πρώτος ο Σταύρος, που πέθανε και αυτός νήπιο. Τελευταίος γεννήθηκε ο μικρός Σταυράκης, ο οποίος και μόνο επέζησε.
Η Σειραϊνώ ύστερα από λίγα χρόνια χήρεψε. Ο άντρας της, ναυτικός, πνίγηκε σε μακρινές θάλασσες. Μόνη παρηγοριά της άφησε μία ασθενική ωχρή παιδίσκη. Αυτή έφτασε σε ηλικία δέκα ετών και πέθανε.
Κατόπιν, χήρα και ατεκνωμένη η Σειραϊνώ, απεφάσισε να έλθει σε δεύτερο γάμο. Παιδί δεν απέκτησε και ο σύζυγός της πέθανε μετά λίγα χρόνια. Λίγο ύστερα, τον ακολούθησε στον τάφο και αυτή.
Όταν ζούσε ακόμα ο μαστρο-Στέργιος, πριν το δεύτερο γάμο της Σειραϊνώς, τραγική συμφορά είχε ενσκήψει στο σπίτι.
Από τους δύο πρώτους γιούς, ο νεότερος, ο ευφυέστερος, ο Γώγος, που διέπρεπε στην τέχνη και αν επιζούσε θα γινόταν πρωτομάστορης, πέθανε με φρικτό τρόπο.
Ναυπηγείταν μία γολέτα στο μικρό αρσανά, κάτω από το νεκροταφείο, πέρα από τη δυτική άκρη του παραθαλάσσιου χωριού. Ναυπηγοί άνδρες, έξι ή επτά και ο Γώγος όγδοος, είχαν φορτωθεί ένα βουβό, τεράστιο ξύλο, για να το μεταφέρουν εκατό βήματα, από την άμμο της θάλασσας, έως πίσω στη πρύμνη του σκαρωμένου σκάφους.
Ο Γώγος ήταν βαρήκοος λίγο, ήταν και ζερβοχέρης.
Ενώ όλοι οι άλλοι είχαν βάλει το δεξιό ώμο στο βάρος του αγριόξυλου, αυτός, από την άλλη πλευρά, είχε βάλει τον αριστερό. Όταν ο όπισθεν, ο τελευταίος, φώναξε «αλέστα» κι έριξαν με ορμή το ξύλο κάτω στο έδαφος, το βουβό έπεσε επί του λαιμού του νέου και τον καταπλάκωσε.
Μετά μία στιγμή, έτρεξαν οι άνθρωποι να αποσύρουν το ξύλο.
Ήταν αργά. Το βουβό είχε λιώσει, σχεδόν είχε κόψει πέρα-πέρα το λαιμό του Γώγου.
Καταγγελία δόθηκε κατά των συνναυπηγών του θανόντος, όσοι είχαν λάβει μέρος στο φόρτωμα του βουβού. Κανείς δεν έφταιγε εκ προθέσεως, όλοι από απροσεξία. Όλοι αθωώθηκαν με βούλευμα.
Αλλά η μητέρα του νέου, η Στέργαινα, που είχε διαδεχτεί την πεθερά της στη «στριγλιάν», επί καιρούς και χρόνους αγωνιζόταν να τους «ξεπατώσει» με κατάρες και βλασφημίες, τις οποίες μέρα και νύκτα δεν έπαυε να εκτοξεύει με πικρία και πόνο.
Και επιτέλους, φάνηκε ότι το κατόρθωσε. Διότι παρατηρήθηκε, ότι κανείς απ΄ αυτούς δεν πρόκοψε. Το δε σκάφος, αφού έπλευσε κακώς, βούλιαξε μαζί με τον ιδιοκτήτη του.
***
Δεύτερη τραγική συμφορά ενέσκηψε σχετικά με τον Αλέξη. Αυτός επέζησε είκοσι χρόνια. Παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά. Ένα απόγευμα πνίγηκε μέσα στο λιμάνι, ενώ επέστρεφε από θαλάσσια εκδρομή με κάποιον συγγενή του που λεγόταν Νταντάκης, την οποία είχαν κάμει για να ψαρέψουν και για να επισκεφτούν κάποιους μακρινούς παραθαλάσσιους αγρούς που είχαν δοθεί σε κολλήγες, καλλιεργητές όψιμων καρπών.
Ο Αλέξης ήξερε κολύμπι, ο Νταντάκης δεν ήξερε. Αυτός κόλλησε στην αναποδογυρισμένη καρίνα της βάρκας και γλύτωσε. Πλοιάριο πέρασε λίγες ώρες ύστερα, και τον ψάρεψε από κει. Ο Αλέξης πέταξε τα ρούχα του, εμπιστεύτηκε το κύμα, επέπλευσε επί κάποια ώρα, πελαγώθηκε και πνίγηκε.
Τότε η Στέργαινα, άρχισε να καταριέται και να καταναθεματίζει τον Νταντάκη, ο οποίος, κατ' αυτήν, είχε πνίξει το γιο της.
Αλλά ο άνθρωπος ήταν τόσο ανίκανος για να πνίξει κάποιον, όσο και για να τον σώσει. Και ο ίδιος απορούσε πως είχε σωθεί και ήταν γι’ αυτόν σαν θαύμα.
Η δυστυχής Στέργαινα γέρασε με πολλή πικρία. Από χολοσκασμό σε χολοσκασμό (μία από τις λέξεις τις εξόχως χαρακτηριστικές και γυναικείες) κατάντησε η χολή της, ανερχόμενη διαρκώς προς τον ουρανίσκο της, να της φαρμακώσει το στόμα και τη γλώσσα.
Δεν ήξερε να καταπίνει το πικρό τούτο ρευστό, ως αληθινό ιαματικό φάρμακο, με το οποίο αποκτά κανείς τη χριστιανική υπομονή, έπειτα δε την μακάρια πραότητα και γαλήνη.
Ο Σταυράκης, ο μικρός γιος της, παντρεύτηκε, χρόνια ύστερα από όλα τα τραγικά συμβάντα. Αυτός κατοικούσε στην προικώα οικία του, η δε γριά ολομόναχη και έρημη, συμμαζευόταν στο παλαιό εκείνο χαμηλό σπιτάκι.
Δεν υπήρχαν πλέον αλογάκια της Παναγιάς, ούτε στο ένα ούτε στο άλλο δωμάτιο, αλλά μόνο βλατούδες και σαρανταποδαρούσες.
Είχε κληρονομήσει, από την πεθερά της και τον ίσκιο της μουριάς και το κάθισμα της πεζούλας. Μόνο τη ράβδο της δεν της είχε αφήσει η γριά ως ενθύμιο. Όσο για το πολύχρονο βογγητό, στο οποίο είχε αραιωθεί το λοίσθιο ψυχομάχημά της, τούτο για τη νύφη της είχε μεταβληθεί σε άσθμα.
Καθόταν «χρόνο-χρονικής» η γριά Στέργαινα και μέρα και νύκτα, στην πεζούλα, θλιβερά ασθμαίνουσα και είχε ώχρα στην όψη και φαινόταν πότε σπληνική και πότε ικτερική στο διαβάτη.
Αλλά τούτα τα δύο παθήματα τα πολέμησε η ίδια με τα «ψευτογιατρικά» που ήξερε και μόνο της απέμεινε το άσθμα, το χρόνιο ψυχορράγημα. Νεαρός διδάκτωρ της ιατρικής, άμα την είδε, σπεύδοντας να εφαρμόσει αθρόα και συνοπτικά επάνω σ΄ αυτήν την ταλαίπωρη, όλα όσα είχε μάθει, δε δίστασε να της πει χωρίς να την λυπηθεί:
«Μετά τρεις μήνας θ' αποθάνεις».
Η γριά δεν εψήφισε καθόλου ούτε φάνηκε να αισθάνθηκε την ελάχιστη συγκίνηση, από την πρόρρηση του νεαρού Ασκληπιάδου, μόνο επέζησε οκτώ χρόνια από τότε, σαν να ήθελε να τον διαψεύσει.
***
Πολλές φορές έδινε αφορμή στους διαβάτες να σταματούν, όπως η μακαρίτισσα η πεθερά της, τους διηγείτο τότε τα «πάθια της», τους καημούς, τα βάσανά της, συνήθως τα είχε με τη νύφη της και με τον γιο της, πικροί στεναγμοί, κατάρες, βλασφημίες δεν έλειπαν από το στόμα της.
-Αχ! σαν την επήρε, που να παρθεί!... και τι λιμπίστηκε;... μιαν αστάνευτη, μια αναφάνταλη, μιαν απασσάλωτη!... και συλλογίστηκε ποια εκοιλοπονούσε, ποια τον εβύζαινε, ποια τον ανέθρεψε;...
Δεν άπλωσε, πλιό, το ξερό της, που να την ξαπλώσουνε, να θυμηθεί την πεθερά της ένα τι. Δε μό ’στειλε τόσο δα, παιδάκι μ' (έκανε σημείο με το νύχι του αντίχειρα επί της άκρης σχεδόν του δακτύλου).
Μια φαγού, πλιό, παιδάκι μ', μια κακογούλω, μια αναχόρταγη!...
-Και ο γιος σου; ρωτούσε ο διαβάτης, θέλοντας να δείξει το ενδιαφέρον του και συγχρόνως ελπίζοντας να την βρει μαλακότερη για το ίδιο το παιδί της.
Τότε εκείνη άρχιζε να απαντά με δίστιχα. Πρέπει να γνώριζε τέτοια ως χίλια από στήθους και όσα περιέχει και όσα δεν περιέχει η δημοτική ανθολογία.
"Τι κάθεσαι μαυρόημερο όλο και μοναχό σου;
γιατί δεν αγαπάς και συ, να ιδείς το ριζικό σου;"
Τούτο έλεγε για τη δική της ερήμωση και μοναξιά της.
Έπειτα ξανάλεγε άλλα, εννοόντας εν μέρει το γιο της και προ πάντων τη νύφη της.
«Το κρίμα μου να σου γενεί λιθάρι να σκοντάψεις,
τότες να θυμηθείς κι εμέ να βαριαναστενάξεις.»
Και πάλι:
«Το κρίμα μου να τυλιχθεί σαν φίδι στο λαιμό της,
να το πιστέψ' η άπιστη, πως έφτασ' ο καημός της.»
Και τέλος βαρυγνωμούσα και κατά τρίτων αδιάφορων, τους οποίους φανταζόταν ως εχθρούς και κατά του κόσμου εν γένει, καταριόταν λέγοντας:
«Αναστενάζω και πετά αίμ' από την καρδιά μου,
φίδια να φαν το στόμα τους, πο' χουν με τ' όνομα μου.»
Συνήθως δεν καταριόταν το γιο της, μόνο τον κακολογούσε, έριχνε δε όλα τα άδικα στη νύφη της.
Αυτή πέθανε στο δεύτερο τοκετό, από επιλόχειο πυρετό, η δε γριά ζούσε ακόμη. Καθόταν διαρκώς κάτω από τη γερασμένη μουριά και ποτέ δεν έπαυε να παραπονιέται και να στενάζει.
***
Τέλος ένα δειλινό, το παμπάλαιο δένδρο, προ πολλού σαπισμένο και με μεγάλη κουφάλα στο λαιμό, κατόπιν πολλών και σφοδρών ανέμων, που είχαν φυσήσει κατά τις προηγούμενες νύκτες, κατέπεσε με φοβερό τριγμό και κρότο.
Πριν μια στιγμή, είχε περάσει κάτω από τη σκιά του νεαρή γυναίκα, που κρατούσε στα χέρια της μέσα σε αγγεία δύο ζυμωμένους άρτους, τους οποίους μετέφερε στο γειτονικό φούρνο.
Είχε σταθεί προς το ύψωμα, στη ρίζα της μουριάς και είχε σκύψει για να διορθώσει και να κρατήσει τα δύο ψωμιά. Μόλις αυτή ανασηκώθηκε, προχώρησε τρία βήματα και το δένδρο κατέπεσε.
Εάν αργοπορούσε ένα δευτερόλεπτο ακόμα, ο ένας από τους κλώνους, πελώριος, θα έπεφτε επάνω της και θα την κατασυνέτριβε.
Η γυναίκα στράφηκε, κατατρόμαξε και παρ' ολίγον το φορτίο να έπεφτε από τα χέρια της, έπειτα σήκωσε τα μάτια προς δοξολογία στον ουρανό.
Ακολούθως διηγήθηκε το όνειρο το οποίο είχε δει τη νύκτα εκείνη: της φάνηκε ότι άγνωστος εχθρός, μαύρος, σκυλάραπας την κυνηγούσε με γυμνό ξίφος, αυτή δε τρέχοντας περίτρομη, αλαφιασμένη, μόλις σώθηκε βρίσκοντας απροσδόκητα μία πόρτα ανοικτή, η οποία και κλείσθηκε αυτόματα με κρότο πίσω της...
***
Η γριά Στέργαινα, συνέβη να αρρωστήσει κατά εκείνο τον καιρό και δεν έβγαινε την ημέρα από τη φωλιά της. Αυτή είχε καλέσει μία των ημερών έναν ιερέα, όχι κανένα από τους δύο γειτονικούς και γνωστούς της εφημέριους, αλλά έναν από άλλη ενορία και του έδωκε το σαρανταλείτουργό της προκαταβολικά (επειδή ήταν γνωστό ότι πάντοτε είχε κομπόδεμα), λέγοντας ότι δεν είχε πλέον κανένα να αφήσει πίσω της, που να της κάμει τα κόλλυβα και τα ψυχικά της.
Επί πολλές νύκτες ύστερα, οι γείτονες έβλεπαν, μπροστά από το παλαιό θλιβερό σπιτάκι επί της πεζούλας ή πλησίον αυτής, πότε στο φως του φεγγαριού, πότε στην αστροφεγγιά, δύο μαύρα κούτσουρα να στέκονται, ή μάλλον να κείτονται ακίνητα το ένα κοντά στο άλλο.
Ήταν τούτα, το κολοβωμένο σάπιο στέλεχος της γερασμένης μουριάς και το κατερειπωμένο σαπρό στέλεχος της γριάς Στέργαινας.
Το ανθρώπινο κούτσουρο έφυγε τώρα πριν λίγα χρόνια και δεν φαίνεται πλέον, το δέντρινο είν' εκεί ακόμη...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης