Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Η Θητεία της πενθεράς

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1902

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Μία μοναχοκόρη είχε η χήρα Χαρμολίνα, την Ασημένια.

Και αυτή, προ δεκαπέντε χρόνων ήδη είχε παντρευτεί γόνο πρόκριτης οικογένειας, τον Ιάκωβο Ματθαίου.

Ήταν δε ο Ιάκωβος Ματθαίου, σχεδόν ίσος στην ηλικία με την πεθερά του.

Όλοι οι νέοι του χωριού είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική, όπου δεν βρήκαν την πραγματοποίηση του ονείρου τους.

Δύσκολα αποκτούσαν χρήματα, δυσκολότερα τα διατηρούσαν και ακόμη δυσκολότερα επέστρεφαν στην πατρίδα.

Οπότε, όλα τα γεροντοπαλίκαρα του τόπου, όσοι είχαν μαγαζί ή θέση ή κάποια σειρά, θήρευαν τις νεαρές κόρες που είχαν προίκα.

Οι μόνες ζημιωμένες ήταν τα γεροντοκόριτσα, τα οποία δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Σαν όνειρο το θυμόταν η Δέσποινα Χαρμολάκη, κόρη του μακαρίτη Μαραλή, πως είχε πανδρευτεί και μπήκε κι αυτή στον κόσμο.

Πράγματι, ο έγγαμος βίος της είχε διαρκέσει όσο ένα όνειρο.

Μία Κυριακή του τέλους Δεκεμβρίου, μετά τα Χριστούγεννα, την είχαν στολίσει νύφη και την είχαν στήσει σαν λαμπάδα αλύγιστη και σεμνή και την είχαν στεφανώσει στο καινούργιο, καλοκτισμένο σπίτι, το οποίο της είχαν δώσει ως προίκα, κάτω στο γιαλό, στο βράχο του λιμανιού, όπου το κύμα φιλούσε με παφλασμό το μώλο, επάνω στον οποίο ήταν θεμελιωμένος ο τοίχος της κύριας πρόσοψης της οικοδομής.

Κι ανάμεσα στο φλοίσβο των φιλημάτων του κύματος, έπαιζαν τα βιολιά και τα λαγούτα, στον ήχο των οποίων συρόταν ο χορός του γάμου. Και υπό τον φλοίσβο του κύματος και στον ήχο των μουσικών οργάνων, προπέμφθηκαν οι καλεσμένοι, οι οποίοι μετά ώρα ακόμη, στην πρώτη γλυκιά χαραυγή, επέστρεφαν κάτω από το σπίτι για να τραγουδήσουν τα επιστρόφια και αυτή είχε αφεθεί στις αγκάλες του συζύγου της.

Έπειτα, μετά δύο μήνες, ο νιόγαμπρος μπαρκάρισε με την «Μανουήλα», το μεγάλο και ογκώδες βρίκιο, το ιδιόκτητο του πατέρα του, το οποίο αυτός κυβερνούσε ως πλοίαρχος.

Έπειτα, μετά δύο ταξίδια, κατά το θέρος, ο σύζυγός της αρρώστησε βαριά, καθώς μάθαινε αυτή στην πατρίδα περιμένοντάς τον, είχε εισαχθεί στα «σπιτάλια» της Σμύρνης κι εκεί πέθανε.

Η νεαρή νύφη δεν τον είδε πλέον.

Κατά τον Οκτώβριο, γέννησε κορίτσι, τέκνο των δακρύων.

Τους ονειρώδεις νυφικούς πέπλους είχαν διαδεχθεί τάχιστα τα μαύρα της χηρείας δεσμά, τα «βαρύτερ' απ' τα σίδερα» και τα σπάργανα του βρέφους της, μόνη η εκκλησία δυνήθηκε να φαιδρύνει, με «χιτώνα φωτεινό» και «κουκούλιον αγαλλιάσεως».

Έπειτα η μάννα, έμεινε ισοβίως χήρα συνετή, θαύμα γυναικείας εγκαρτέρησης, όχι ασυνήθιστο στις ελληνικές χώρες, πριν ανατείλουν οι «χειραφετήσεις» στον ορίζοντα και η κόρη ανατράφηκε και μεγάλωσε, εκ κοιλίας μητρός ορφανή.

Ο γέρος πεθερός, όταν πέθανε, άφησε στην εγγονή του μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας του, όπως και κάποια χρήματα.

- Κατ' εκείνη την εποχή, ο Ιάκωβος Ματθαίου ήταν ακμαίο γεροντοπαλίκαρο και όταν του έλεγε κανείς την ηλικία του από τα «Ληξιαρχικά», αυτός ισχυριζόταν ότι είχε υπάρξει ομώνυμος αδελφός του, Ιάκωβος, που είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία, πριν γεννηθεί αυτός και ότι εκείνος είναι, τον οποίο αναφέρουν τα βιβλία της Εκκλησίας, αυτός δε γεννήθηκε ύστερα και είναι πολύ νεότερος.

Ο Ιάκωβος, είχε ζητηθεί από πολλές νύφες, αλλά δε θέλησε καμία.

Για τούτο κάποιοι έλεγαν, ότι ήταν «καλογεροταμένος» και δε θα παντρευόταν ποτέ.

Αλλά την Ασημένια, τη μοναχοκόρη της χήρας Χαρμολίνας, μόνος του τη ζήτησε και την πήρε.

Ήταν σχεδόν σαράντα χρόνων, εκείνη δεκαοκτώ.

Εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο σπίτι του γέροντα παππού - όχι στο προικώο της χήρας, το οποίο εξακολουθούσε ακόμα να φιλεί το κύμα, όπως παλιά στους γάμους και τα επιθαλάμια τραγούδια, με όλα της χηρείας τα μαύρα δεσμά και τα αλμυρά της θάλασσας δάκρυα – αλλά στο μεγάλο σπίτι με τα διπλά πατώματα, τις αποθήκες και τα ελαιοτριβεία, τα πηγάδια και τις στέρνες, με τις αυλές, τους κήπους και τις αναδεντράδες, την οποία είχε κληρονομήσει η κόρη από τον παππού της.

*** 

Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια. Η νεαρή νύφη είχε γεννήσει ήδη εννέα τέκνα κι εξακολουθούσε να γεννά ακόμη. Τα δύο είχαν πεθάνει βρέφη. Τέσσερις γιοι και τρία κορίτσια επιζούσαν.

Ήταν τόσο κοντά στην ηλικία, τόσο ίσα στο ανάστημα, ώστε μόνο οι γονείς, η γιαγιά και οι πλησιέστεροι γείτονες τα διέκριναν μεταξύ τους.

Οι λοιποί και στενοί συγγενείς και φίλοι του σπιτιού, μάταια κοπίαζαν για να μάθουν ακριβώς να διακρίνουν το Μαθιό από τον Κωστή, τον Κωστή από το Χαραλάμπη, το Ρινιώ από το Δεσποινιώ, το Δεσποινιώ από το Κατερινιώ. Έλεγαν μόνο αλληγορικά, υπαινισσόμενοι τη φιλοκτημοσύνη του οικοδεσπότη, ότι «ο Ματθαίου είχε αποκτήσει ένα καλό χωράφι».

Η Χαρμολίνα, κατοικούσε πλησίον της κόρης της, σε ένα χαμόγι του μεγάλου σπιτιού.

Είχε «γραφεί σκλάβα» στον γαμπρό της.

Όπως ισοβίως έφερε της χηρείας τα δεσμά, ισοβίως είχε αναλάβει και το ζυγό της θητείας πλησίον της κόρης της και του γαμπρού της.

Δεν είχε πλέον να της προξενήσει άλλους καημούς η θάλασσα, με τα πικρά φιλήματά της και στο μώλο του παλιού σπιτιού, το οποίο είχε ενοικιάσει τώρα επωφελώς ο γαμβρός σε ξένους υπαλλήλους ή σε παρεπιδημούντες πλούσιους από τη Θεσσαλία.

Ευτυχώς ο γαμβρός ήταν χερσαίος.

Είχε ο ίδιος το μαγαζί του στην παραθαλάσσια αγορά, το οποίο κυρίως του χρησίμευε για να περνά η ώρα του και για να μοσχοπουλά τα δικά του προϊόντα, προπάντων λάδι και κρασί μοσχάτο απ΄τα κτήματά του, μη επιτρέποντας κέρδος σε τρίτους.

Συχνά έκλεινε το μαγαζί και έκανε εκδρομές στα μακρινά κτήματα, όλα σχεδόν κληρονομιά του γέροντα παππού.

Στα ευρύχωρα παραρτήματα του σπιτιού, τους κήπους και τα προαύλια και στο ελαιοτριβείο - το οποίο σχόλαζε δεκαοκτώ μήνες στους εικοσιτέσσερις και όλο αυτό τον καιρό χρησίμευε, ως πλυσταριό, αλλά και ως αποθήκη - είχε όρνιθες, πάπιες, χήνες, μία προβατίνα με το αρνί της, μία κατσίκα με τα ερίφιά της, δύο μικρά γουρουνόπουλα (τα οποία ένας χωρικός είχε δώσει απέναντι χρέους κι επειδή δεν ήταν κατάλληλη εποχή, για να πουληθούν ή να σφαγούν, ο γαμβρός επέβαλε στην πεθερά του να φροντίζει και γι’ αυτά) και τέλος μία γαϊδουρίτσα με το πουλάρι της.

Όλα αυτά, καθώς και τα επτά παιδιά, ήταν στη δικαιοδοσία της πεθεράς.

***

Αν υπήρχε σε όλη την εξοχική συνοικία, κοντά στα Λιβάδια, γυναίκα πολυάσχολη, αυτή ήταν η Χαρμολίνα.

Και αν υπήρχε οικία, ισόγειο ή αυλόγυρος, όπου να μην παύει ποτέ ο καθημερινός βόμβος και θόρυβος, τούτο ήταν η αυλή και το ελαιοτριβείο του Ιάκωβου Ματθαίου.

Ένας ξένος γείτονας, που γνώριζε τα κατ' αυτήν, και την έβλεπε συχνά στο δρόμο, αλλά δεν είχε μάθει ποτέ ακριβώς να προφέρει τ' όνομά της, μη γνωρίζοντας πως να την ονομάζει, την αποκάλεσε: «η πεθερά του γαμπρού της».

Μία ημέρα, η γειτόνισσα της, η Γκιουλή η Βοσταντζίνα, μία πρωτινή γριά, της είπε:

- Τι ήθελες, παιδάκι μου, να μπεις στα βάσανα του κόσμου!

Η Χαρμολίνα γέλασε με την καρδιά της, ακούγοντας την επιφώνηση αυτή της γριάς.

Ω! ήταν τόσος καιρός ήδη, αφότου αυτή είχε μπει «στα βάσανα του κόσμου». Και της φαινόταν σαν όνειρο. Και το όνειρο είχε καλυφθεί, χρόνο με το χρόνο και είχε ταφεί στο παρελθόν, το άπιστο, όπως στις κορυφές των ψηλών βουνών, όπου τα χιόνια, από χειμώνα σε χειμώνα, καλύπτουν τα χιόνια, ώστε η πολύχρονη μάζα γίνεται πλέον βράχος ή σαν πάγος του Πόλου.

Αλλά τι εννοούσε άρα η απλοϊκή γριά, με «τα βάσανα του κόσμου»;

Εννοούσε γιατί να πανδρευτεί προ τριακονταετίας, η χήρα αυτή ή γιατί να πανδρέψει την κόρη της;

Ο λόγος της αρχαϊκής γριάς, της ερχόταν στον νου, στις ώρες του νυσταγμού, τα μεσημέρια των μακρών ημερών του θέρους.

Και το όνειρο ή ο λογισμός της, ιδού ποια μορφή λάβαινε.

«Μία ανοησία φαίνεται ότι έκαμα στη ζωή μου και αυτή δε μπορούσα να την αποφύγω.

Άφησα τους γονείς μου να με πανδρέψουν, επειδή αδύνατον ήταν να διαβάσω τα μαύρα γράμματα, τα οποία η Μοίρα γράφει στο κρανίο μας, όπως λέγουν. Και μία φρονιμάδα ως φαίνεται έκαμα, ότι δεν αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ».

Κατόπιν της φρονιμάδας αυτής, η δεύτερη ανοησία, ο γάμος της κόρης μου, ήταν επίσης άφευκτος...

Αλλά μήπως, εάν η κόρη μου παντρευόταν ένα νεότερο, θα έκαμνε λιγότερα παιδιά και θα είχα εγώ λιγότερες φροντίδες;...

Ίσως, αν ο γαμπρός μου ήταν ναυτικός (ω! πάλι η θάλασσα με τα φαρμάκια της!) δεν θα είχα κατσίκες και προβατίνες να βόσκω και δεν θα είχα γαϊδουρίτσα για να φορτώνω και να πηγαίνω κάποτε κι εγώ καβάλα, να ξεκουράζομαι - ω! ελεεινό ξεκούρασμα...».

Μία σωτηρία βρίσκω, το να μην έχει γεννηθεί κανείς ποτέ ή να έχει πεθάνει με την ώρα του!...»

*** 

Ήταν άρα, η χήρα Χαρμολίνα, στην υπηρεσία του γαμβρού της, συνάμα, κηπουρός, ορνιθοτρόφος, χηνοβοσκός, αιγοβοσκός και ονηλάτης... και συγχρόνως παραμάνα για τα επτά παιδιά, εξαιρουμένου του μικρού, το οποίο θήλαζε ακόμη η μάννα του και του εμβρύου, το οποίο αυτή είχε στην κοιλιά της.

Είχε καθημερινό πρόγραμμα εργασίας, η πρόωρα γερασμένη χήρα, να αντλεί νερό, να γεμίζει τη στέρνα, να το διανέμει στ' αυλάκια, να ποτίζει τα λίγα λαχανικά, όπως και τις γλάστρες με τα άνθη, έπειτα να ταΐζει τις κότες, τις πάπιες, τις χήνες, να οδηγεί τις τελευταίες με την καλαμιά, όταν εξέρχονταν στο λιβάδι.

Ενίοτε να πιάνει καυγά με τη γειτόνισσα, ένεκα μικρής ζημιάς, την οποία έκανε μια χήνα στο γειτονικό κήπο, να τρέφει τα δύο γουρουνόπουλα, να τα οδηγεί στη λάσπη του γειτονικού ρέματος για να κυλιστούν, να βγάζει για βοσκή στα χωράφια την κατσίκα με τα ερίφιά της, την αμνάδα με το αρνί της, να δένει την προβατίνα στην άκρη του κάμπου, στην υπώρεια του μικρού λόφου, την κατσίκα λίγο παραπάνω, στην πλαγιά του βραχώδους λόφου, ανάμεσα σε σκίνους και πουρνάρια, να επισκέπτεται και πάλι κατσίκα και προβατίνα, για να τις «αλλάξει», δηλαδή να τις μεταφέρει και να τις δέσει παρέκει.

Να οδηγεί τη γαϊδουρίτσα με το πουλαράκι της στα χωράφια, να τη δένει σε ένα κορμό και πάλι να την επισκέπτεται.

Να κουβαλά από τον αχυρώνα άχυρο για τη γαϊδουρίτσα, στα ισόγεια και τις αυλές του σπιτιού, δεμάτια χόρτου για την αμνάδα και τη γίδα για τη νύκτα και για όταν υπήρχε έλλειψη επαρκούς βοσκής.

Προς το απόγευμα, ανάγκη πάλι να κάμει νέα εκδρομή προς τα Κοτρόνια και τα χωράφια, για να λύσει κατσίκα, προβατίνα και γαϊδουρίτσα και να τις οδηγήσει στην αυλή, όπου υπήρχε καταυλισμός και σταυλισμός για όλα τα ζωντανά αυτά.

Σε όλες αυτές τις εκδρομές, πολλές φορές έπαιρνε μαζί της δύο ή τρία από τα εγγόνια της, άλλοτε, όταν δεν είχε καιρό να τα πάρει μαζί της και ήθελε να «ξεκλεφθεί», να φύγει κρυφά, ο Μαθιός κι ο Κωστάκης και το Ρινιώ και το Δεσποινιώ έτρεχαν πίσω της κλαίγοντας, απαιτώντας να πάνε μαζί της.

Τότε, εξ ανάγκης αργοπορούσε και όφειλε να γυρίσει εν πομπή, ακολουθούμενη από το σμήνος των παιδιών, τα οποία κρατούσαν στάχυα και βλαστούς και παπαρούνες κι έτρεχαν εδώ κι εκεί, κυνηγώντας το αρνάκι και τα κατσικάκια και κάμνοντας το πουλαράκι να πηδά.

Κι αυτή στη μέση με τη μαύρη μαντήλα της, κρατώντας την τριχιά του υποζυγίου, τα σχοινιά της γίδας και της αμνάδας και φωνάζοντας κι επιπλήττοντας τα παιδιά «να κάμουν φρόνιμα».

Στα ισόγεια και τις αυλές του σπιτιού, είχε πάλι άλλες εργασίες να κάνει.

Όφειλε το πρωί να νίψει όλα τα παιδιά, να τα ντύσει, να τα χτενίσει, να τα βάλει να σταυρώσουν τα χέρια και να πουν το «Πάτερ ημών» εμπρός στα εικονίσματα, να τους δώσει να κολατσίσουν τη φασκομηλιά με το πετιμέζι και τις ζούπες - δηλαδή τα καψαλιστά ψωμιά - ή να τους φτιάσει κουρκούτι και ραντιστές ή και τηγανόπιττες και «γριές» για να φάνε, να οδηγήσει τα δύο-τρία απ΄ αυτά «εις το σκολειό», να τους τάξει κουφέτα, λουκούμια και χίλιων λογιών «καλούδια» για να τα «ταιριάσει» και να τα καταφέρει να πάνε, να επιβλέπει αδιάκοπα τα άλλα, να επαρκεί σε όλες τις απαιτήσεις τους, να θεραπεύει όλες τας ορέξεις τους, να τα φυλάγει για να μην πέσουν στη στέρνα ή στο πηγάδι, να τα «μονιάσει» για να φάνε χωρίς να μαλώσουν το μεσημέρι, να τους κόβει ψωμί με προσφάγι ή χωρίς προσφάγι, επτά φορές την ημέρα να αλείφει τις φέτες του ψωμιού με πετιμέζι ή μέλι, εκείνα να γλείφουν το μέλι και να πετούν το ψωμί, να τους δίνει κάθε ώρα ξερά σύκα, μελόπιτα, σουτζούκια από μουστόπιτα και καρύδια.

Έπειτα να κουνάει τα δύο μικρότερα παιδιά στα πόδια της απλωμένα ή στην κούνια, για να τα αποκοιμίσει, να τους λέγει τραγούδια, αυτή η οποία είχε αναμείξει τα νανουρίσματα της κόρης της με τα μοιρολόγια του άνδρα της, όταν έμεινε χήρα σε ηλικία δεκαεννέα ετών.

«Περικαλώ την Παναγιά, και προσκυνώ την Πόλη,

να μου χαρίσει τα κλειδιά να 'μβώ σε περιβόλι·

να κόψω μήλο κόκκινο, να πιώ νερό δροσάτο,

να πέσω ν' αποκοιμηθώ, στην νεραντζιά 'ποκάτω·

να πέφτουν τ' άνθια πάνω μου, τα ρόδα στην ποδιά μου...»

Και πάλι.

«Κοιμήσου, και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου,

στη Βενετιά τα ρούχα σου, στην Σμύρνη τα καλά σου...»

Όταν έλεγε «Σμύρνη», μετά τριάντα πέντε χρόνια, ακόμα βούρκωναν τα μάτια της.

Εκεί είχε πεθάνει ο σύζυγος της.

Τέλος, είχε τη φροντίδα όλων των παιδιών και των ζώων, καθ' όλο το απόγευμα και το δειλινό και το βράδυ πάλι, όταν, ενώ τα παιδιά τρώγαν ακόμη, τα μάτια τους σφαλούσαν από τη νύστα.

Όταν ήθελε να τα αναγκάσει να κάμουν την προσευχή τους, έγερναν τα κεφάλια στον ύπνο, όταν δοκίμαζε να τα μεταφέρει στην γωνία τους να τα κοιμίσει, έβαζαν τις φωνές. Συνήθως αναγκαζόταν να τα γδύνει πλαγιασμένα και να τα μεταφέρει αποκοιμισμένα στα στρωσίδια τους.

Κατόπιν, είχε να συζητεί με το γαμπρό της και να δίνει λογαριασμό, πότε να εκφέρει γνώμες, πότε να ακούει νουθεσίες, σαν γενική ανακεφαλαίωση όλων των συμβάντων της ημέρας και των ζητημάτων και των αναγκών της επόμενης.

Τέλος, κοντά τα μεσάνυκτα, ερχόταν και γι’ αυτήν η ώρα της ποθεινής ανάπαυσης.

***

Ένα απόγευμα, περί τις αρχές του καλοκαιριού, όταν η πλούσια βλάστηση είχε κατακαλύψει τα Λιβάδια, ευωδία ήταν διαχυμένη στον κήπο και την αυλή και τραγούδια παιδιών ακούγονταν γύρω-γύρω στον εξοχικό δρόμο, ανάμεσα στους ανθοφορούντες φράκτες των κήπων και τους κισσοστεφείς τοίχους των μικρών επαύλεων, η θυγατέρα της Χαρμολίνας, έγκυος εννέα μηνών, είχε αισθανθεί τα πρώτα συμπτώματα των ωδινών.

Η χήρα βρισκόταν στην αυλή, ασχολούμενη σε μικρές οικιακές εργασίες, πλένοντας, σκουπίζοντας, και συγχρόνως επιτηρούσε τα παιδιά, προτρέποντας αυτά «να κάμνουν φρόνιμα», όπως πάντοτε και διδασκε τις δύο μικρές, τη Ρινιώ και τη Δεσποινιώ, ότι έπρεπε να αγαπούν το νέο «νινί», το οποίο θα τους έκαμνε εντός ολίγου η μάννα τους και το οποίο θα έφερνε μαζί του τηγανίτες, γλυκά και χίλιων λογιών «καλούδια».

-Θα' ναι μεγάλο το νινί, γιαγιά;

-Μεγάλο, πως!... Κοτζάμ άνθρωπος.

-Σαν το Ναννάκη θα' ναι; (Γιαννάκης ήταν το τελευταίο γεννηθέν, ήταν δύο ετών).

-Σαν εμένα; Όχι! ζω συλώ εγώ, γιαγιά!

Το Ρινιώ επέμενε ότι έπρεπε να γεννήσει αγόρι η μάννα.

Θύμωνε και το προσωπάκι της αγρίευε, αντιδρούσε και σειόταν όλη.

Δεν ήθελε να αποκτήσει άλλη αδελφούλα, που θα την ξεθρόνιζε, καθόσον αυτή ήταν η τελευταία γεννηθείσα κόρη.

Η γιαγιά «μελετούσε» πάντοτε κορίτσι, ελπίζοντας ότι θα γεννιόταν γιος.

Τη στιγμή εκείνη ακούσθηκε μία φωνή έξω από το δρόμο, ένα παιδί φώναζε:

-Θεια-Χαρμολίνα! θεια! Λύθηκε η γίδα στα Κοτρόνια!

Η Χαρμολίνα έτρεξε προς την πύλη του ελαιοτριβείου, τη βορεινή, κατά τα Λιβάδια.

Το ξένο παιδί, αφού φώναξε από το δρόμο τη δυσάρεστη είδηση, έτρεξε να φύγει.

Η Χαρμολίνα το φώναζε:

-Αρέ! Αρέ συ! Πού την είδες τη γίδα;... Ποιος την έλυσε;

-Κόπηκε το σκοινί! έκραξε από μακριά ο μάγκας.

Κι έγινε άφαντος.

Είχε κοπεί το σχοινί της γίδας. Ποιος ξέρει ποιος το έκοψε.

Δεν ήταν απίθανο να το είχε κόψει αυτός ο ίδιος μάγκας, που έφερε την είδηση.

Η χήρα ήταν έτοιμη να τρέξει στο λόφο, πέρα απ΄τα Λιβάδια, για να αναζητήσει την περιπλανηθείσα γίδα.

Την ίδια στιγμή, μια γειτόνισσα έρχεται, φέρνοντας ένα λαγήνι και παρακάλεσε τη Χαρμολίνα να της επιτρέψει να γεμίσει λίγες στάμνες από το πηγάδι.

Η χήρα αλλόφρων, δεν της έδωσε απάντηση.

Ο Μαθιός, εξαετής και το Ρινιώ, πέντε ετών, έτρεχαν πάνω και κάτω θορυβώντας στο ελαιοτριβείο.

Ο Μαθιός κρατούσε ένα παλιό στεφάνι  13από βαρέλι και μία παλιά ρόκα της γιαγιάς και ήθελε με τη ρόκα, να κάνει το στεφάνι να τρέχει σαν ρόδα. Το Ρινιώ είχε ένα παλιό καρφί και μία ξυράφα ανοικτή στα χέρια της. Συγχρόνως, ένας μεγάλος μάγκας από την αγορά, εισέρχεται από τη νότια πόρτα, μέσω του κήπου, φέροντας επ' ώμου μεγάλη νταμιτζάνα αδειανή. Ο γαμπρός της, της παρήγγειλε να γεμίσει τη νταμιτζάνα κρασί μοσχάτο απ' το καλό, το οποίο υπήρχε στα ισόγεια της οικίας και να την στείλει αμέσως στο μαγαζί με το μικρό βαστάζο, επειδή ήθελε να το πουλήσει σε κάτι καλούς μουστερήδες ξένους.

-Μα καλά!... Δεν ξέρει πως η γυναίκα του έχει τους πόνους να γεννήσει! είπε η μητέρα.

Ποιος να προφτάσει σ' όλα!...

Είπε μεν, αλλά συγχρόνως έβαλε το χωνί κι έκαμε ν' ανοίξει την κάνουλα του βαρελιού.

Τη στιγμή εκείνη, ακούσθηκε από πάνω, από το σπίτι, η φωνή της κόρης της:

-Μάννα!... Μάννα!...

Και η ανδραδέλφη, που βρισκόταν πλησίον της ωδινούσης, φάνηκε στην πόρτα, πάνω από την εσωτερική σκάλα.

-Συμπεθέρα! της ήρθε τώρα δυνατότερος ο πόνος... Ποιος θα πάει για τη μαμή;

Καθώς έκαμε ν' ανοίξει την κάνουλα η γριά, εδέησε να στραφεί προς τα πάνω, ο πίρος αποσπάστηκε απότομα, το ευώδες ξανθό μοσχάτο χύθηκε, μεθώντας τον αέρα και κάμνοντας να πάλλουν τα ρουθούνια του μάγκα της αγοράς. Έως να προλάβει να το μαζέψει, χύθηκε αρκετό καταγής.

-Ποιος θα πάει;... Εγώ, συμπεθέρα!... Ο αδελφός σου μου έστειλε τη νταμιτζάνα να γεμίσω κρασί... Τι λες;... να του παραγγείλω;... (ήθελε να προσθέσει «να φροντίσει εκείνος για τη μαμή;» αλλά διακόπηκε, μόνο είπε) και για τη γίδα, που κόπηκε το σκοινί και γυρίζει στα Κοτρόνια, ποιος θα πάει;

Συγχρόνως, από τον κήπο ακούσθηκαν κλαυθμηρές φωνές:

-Γιαγιά, γιαγιά!... Να, αυτός μ' έδειρε... Έλα να τον δείρεις!...

Τα δύο παιδιά, ο Χαράλαμπος κι ο Μαθιός, είχαν συγκρουσθεί μεταξύ τους. Ο πρώτος ήθελε να του πάρει του Μαθιού το στεφάνι και τη ρόκα, με τα οποία έπαιζε. Αυτός δεν ήθελε να τα δώσει.

Η πτωχή γειτόνισσα, που είχε έλθει για να ζητήσει άδεια να αντλήσει από το πηγάδι, είπε:

-Εγώ πάω για τη μαμή, γειτόνισσα και να μ' αφήσεις να πάρω νεράκι, σα γυρίσω.

-Για τη μαμή; είπε η χήρα. Να ιδούμε για τη γίδα ποιος θα πάει.

-Για τη γίδα; πού ξέρω, είπε η γειτόνισσα.

-Δεν είναι μακριά... Στα Κοτρόνια, κάπου θα έχει πιαστεί το σκοινί της. Εκτός αν τη βρήκαν οι δραγάτες και την επήγαν στη Δημαρχία...

Να παίρνεις νερό όλες τις μέρες, ελεύθερα, όσο θέλεις.

-Καλά!... Πάω για τη γίδα.

Και ακουμπώντας τη στάμνα της δίπλα στο φραγμένο με πλάκες στόμιο του πηγαδιού, εξήλθε τρέχοντας.

Κλάμα ακούσθηκε από το δρόμο έξω. Το Ρινιώ, καθώς κρατούσε τον ξυραφά ανοικτό, είχε βγει από τη βορεινή πόρτα και τρέχοντας πάνω στο λιθόστρωτο είχε γλιστρήσει κι έπεσε. Ευτυχώς δεν κόπηκε με τον ξυραφά, ο οποίος άλλωστε ήταν σκουριασμένος και δεν έκοβε, μόνο με το καρφί βάρεσε τα δύο δακτυλάκια του αριστερού χεριού.

Η χήρα έτρεξε προς τη βόρεια πόρτα, έπιασε θυμωμένη τη μικρή εγγονή της και της έδωκε δύο ξυλιές - η οποία τότε έκλαψε δυνατότερα - κι έκλεισε με κρότο την πόρτα.

Επανήλθε προς το βαρέλι, όπου ο μάγκας, ωφεληθείς από την στιγμιαία απουσία της είχε βάλει το στόμα του στον πίρο για να δοκιμάσει το μοσχάτο.

-Να πας τη νταμιτζάνα και να του πεις να στείλει για τη μαμή, είπε η Χαρμολίνα, άμα επανήλθε.

-Καλά κυρά, είπε ο μάγκας, που έγλειφε τα χείλη, επειδή του φάνηκε πολύ καλό το μοσχάτο.

Την ιδία στιγμή, η φωνή του Ιάκωβου Ματθαίου ακούσθηκε από τη νότια πόρτα του ελαιοτριβείου, την προς τον κήπο:

-E! τά ΄μαθες, πεθερά, έκραξε αυτός από μακριά, η γίδα έκοψε το σκοινί στα Κοτρόνια και λάκισε... Τώρα μου έφεραν το χαμπέρι στο μαγαζί!...

Δε σου είπα εγώ να την αφήσεις εδώ με μια αγκαλίτσα χορταράκια να βοσκά;... Τι ήθελες να την πας στα Κοτρόνια, βρε αδελφέ!...

Έπειτα, ερχόμενος πλησιέστερα.

-Τι; ακόμη δεν μπορείς να γεμίσεις τη νταμιτζάνα;... Βλέπω, σου χύθηκε το κρασί... Άφεριμ! ίσα-ίσα το κέρδος που θελά βγάλει κανένας! Τι λέω, το κέρδος; Ας βγάζαμε τα σκαφτικά και τα κλαδευτικά, που μας κοστίζει αυτό το γλυκό μοσχάτο, είπε με ύφος όξινο ο γαμβρός.

Η πεθερά γέλασε ακουσίως.

-Γούρι! είπε.

-Καλό γούρι! επανέλαβε στρυφνός εκείνος. Ας είναι... θα πας για τη γίδα;

Η Χαρμολίνα ούτε λόγο έκαμε για τη γυναίκα, τη γειτόνισσα, η οποία είχε φανεί πρόθυμη να πάει προς αναζήτηση της γίδας. Ήξερε ότι ο γαμβρός της, που ήξερε και ρητά διάφορα, θα της έλεγε: «Μη ζήτει θεραπείαν σε αυτώ» και «Οφθαλμός βασιλέως πιαίνει ίππον» και τα τοιαύτα.

- Οι πόνοι της ήρθαν δυνατότεροι, είπε η Χαρμολίνα. Ποιος θα πάει για τη μαμή;

- Εγώ στέλνω για τη μαμή, έκραξε ανυπόμονος ο Ματθαίου.

Κάμε τον κόπο του λόγου σου, να πας να δεις για τη γίδα...

«Μη δως την δόξαν σου ετέρω». Τρέξε, γλήγορα!

Κατά τις στιγμές εκείνες, η Χαρμολίνα ακουσίως θυμήθηκε ένα σεβάσμιο κληρικό, τον παπά-Γιάννη, τον ενορίτη της, άνθρωπο προικισμένο με έκτακτη δραστηριότητα, στον οποίο σε μία και την αυτή ημέρα είχε συμβεί κάποτε να έχει να υποδεχθεί τον περιοδεύοντα Δεσπότη, ελθόντα στο χωριό και να τον φιλοξενήσει στο σπίτι, καθότι ο επίτροπός του, είχε να θάψει ένα εγγόνι του, τέκνο μιας από τις έξι θυγατέρες του, το οποίο είχε πεθάνει αυθημερόν, να έχει να δεξιωθεί, ελθόντας από την πόλη Λ... όλο το συμπεθερολόγι της νεότερης θυγατέρας του, τέως διδασκάλισσας, που πανδρεύτηκε στην πόλη εκείνη και συγχρόνως, την ίδια εκείνη ημέρα, του είχε κοινοποιηθεί μία απόφαση «εκτελεστή» για ένα παλαιό χρέος, δύο χιλιάδων τόσων δραχμών.

Και όμως ο σεβάσμιος εκείνος ιερέας, όλα αυτά, τα «έβγαλε πέρα», όπως και άλλα πολλά.

Ύστερα από δύο ώρες βρέθηκε η γίδα, ησύχασαν τα παιδιά, η νταμιτζάνα με το μοσχάτο πωλήθηκε καλά στο μαγαζί του Ματθαίου και η κοιλοπονούσα γέννησε και όγδοο παιδί, άρρεν, το δέκατο, μαζί με τα νεκρά.

Αύξαναν τα «χάρματα» της οικίας, πληθύνονταν τα βάσανα του κόσμου, πολλαπλασιάζονταν οι κόποι κι οι φροντίδες της πεθεράς.

Και η Χαρμολίνα, τη μία μετά τα μεσάνυκτα, όταν μπόρεσε τέλος να πέσει στο κρεβάτι να κοιμηθεί, για να βρει λίγη ανάπαυση, κάποια στιγμή, αίφνης ψιθύρισε:

-Αχ! δεν γινόμουν καλόγρια!

Δυστυχώς δεν υπήρχαν πλέον ούτε γυναικεία μοναστήρια στη χώρα.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου