Τραγούδια της Στενής Ευβοίας
Της Ελένης Λάμπρου
Προλογικό σημείωμα
Η αγάπη για κάθε μορφή λαϊκής δημιουργίας και πολύ περισσότερο για το δημοτικό τραγούδι -αγάπη που την οφείλω στο θαυμάσιο άνθρωπο και πανεπιστημιακό δάσκαλό μου Δ. Λουκάτο - καθώς και η προσπάθεια να ευαισθητοποιήσω με τη σειρά μου τους μαθητές μου στη λαϊκή παράδοση του τόπου τους, μ’ έσπρωξαν να καταγράψω τα παρακάτω τραγούδια. Θέλω να διευκρινίσω πως τα τραγούδια αυτά τα είπαν (το 1976-1977) άνθρωποι «αγράμματοι», άνθρωποι δηλ. που δεν τα διάβασαν σε συλλογές δημοτικών τραγουδιών, αλλά τα έμαθαν από στόμα σε στόμα.
Τώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, οι περισσότερες απ’ αυτές (γυναίκες ήταν κυρίως) δεν είναι πια κοντά μας, με λύπη το λέω, έκλεισαν το βιολογικό τους κύκλο.
Όμως με συγκίνηση θα θυμάμαι πάντα με τι μεράκι και καμάρι, αλήθεια -κάποτε και με καημό -τα τραγουδούσαν, παρ΄όλες τις επιφυλάξεις τους, γιατί δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πόσο αναγκαία είναι η διαιώνιση των αυθεντικών στοιχείων του εθνικού μας πολιτισμού, όπως είναι η παρθένα περιοχή των δημοτικών τραγουδιών μέσα απ’ την οποία δεν πέρασε καμιά ξένη αθλιότητα και κανένα μικρόβιο εκφυλισμού, από ’κείνα που στην εποχή μας έχουν μολύνει τα πνευματικά μας πράματα. Στο δημοτικό τραγούδι δεν είναι φανερή η παρουσία του ατόμου που έπλασε ή τελειοποίησε το ορισμένο τραγούδι, αλλά εκδηλώνεται κυρίαρχη η ψυχή του λαού. Ακριβώς γιατί το δημοτικό τραγούδι εκφράζει τις εμπειρίες, το πνεύμα, τις αισθητικές προτιμήσεις, τα συναισθήματα ολόκληρου του λαού. Τίτλοι των τραγουδιών δεν υπάρχουν. Έγινε μια προσπάθεια κατάταξης ανάλογα με τα θέματά τους. Κάποια τραγούδια έχουν υποστεί επιδράσεις - όπως έγινε παντού - από κατηγορίες τραγουδιών που συγγενεύουν με αυτά (όπως και αντίθετα θα έχουν επηρεάσει άλλα). Γι’ αυτό ένα τραγούδι μπορεί να το βρει κανείς σε μια συλλογή στην κατηγορία των τραγουδιών της ξενιτιάς και σ’ άλλη στα μοιρολόγια ή στα τραγούδια του γάμου. Εξαρτάται από το ποιο μοτίβο προβάλλεται πιο έντονα και σε ποια περίσταση τραγουδιέται στον κάθε τόπο. Σε μερικά τραγούδια είναι φανερό ότι λείπουν κάποιοι στίχοι. Όμως προτίμησα το μισό «γνήσιο» (αφού δεν είχα τη δυνατότητα να το ακούσω από δυο και τρία στόματα την ίδια χρονική περίοδο), παρά την τεχνική αλλοίωσή του με συμπλήρωση λέξεων ή στίχων από άλλες παραλλαγές, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη νοθεία του τραγουδιού ή την ιδεολογικοπολιτική του παραχάραξη. Τέλος πόσο ενδιαφέρουσες παραλλαγές είναι τούτες της Στενής προσωπικά δεν είμαι σε θέση να το κρίνω, γιατί χρειάζεται σοβαρή συγκριτική εργασία. Πιστεύω όμως πως τουλάχιστον σαν λαογραφικό υλικό πρέπει να δοθούν και τα παραθέτω όπως ειπώθηκαν. Θεσσαλονίκη, Μάης 1996.
Ακριτικά
Είναι διηγηματικά τραγούδια μιας ορισμένης εποχής (8ος - 11ος αι.), που αφηγούνται τους άθλους, τις περιπέτειες και την υπερφυσική γενναιότητα των ακριτών (των οροφυλάκων) του Βυζαντινού Κράτους. Παραλλαγές του παρακάτω τραγουδιού υπάρχουν πάμπολες και χωρίζονται σε δύο κλάδους: Κατά τον ένα ο απαγωγέας της γυναίκας του ακρίτη είναι απελάτης, Σαρακινός, Τούρκος ή Έλληνας αντίπαλος, τον οποίο ο ήρωας καταδιώκει και νικά. Κατά το δεύτερο κλάδο ο σύζυγος, που λείπει στον πόλεμο, στην ξενητιά ή είναι σκλάβος στα καράβια, πληροφορείται ότι η γυναίκα του πρόκειται να παντρευτεί άλλον. Καταφτάνει με τη βοήθεια αλόγου και ματαιώνει το γάμο αρπάζοντας τη σύζυγό του ή φονεύοντας το μνηστήρα ή αναγνωριζόμενος από τη γυναίκα του. (Ο μύθος πανάρχαιος: Οδυσσέας - μνηστήρες Πηνελόπης. Στην Κύπρο τραγουδιέται το πρωί της δεύτερης μέρας του γάμου έξω από το νυφικό θάλαμο. Στον ακριτικό κύκλο ο Διγενής αρπάζει την Ευδοκία, κόρη του στρατηγού Δούκα).
Ο Κώστας ο μικρότερος, ο μικροπαντρεμένος,
ήταν πέντε μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος.
Σήμερα του ’ρθε μια γραφή στον πόλεμο να πάει
και στο καράβι π’ τ’ς έβαλαν Κώστας αναστενάζει.
Καραβοκύρης ρώτησε, καραβοκύρης λέει:
- Παιδιά μ’, ποιος αναστέναξε και στάθ΄κε το καράβι;
Αν είναι απ’ τους σκλάβους μου, θα τονε ξεσκλαβώσω
κι αν είναι απ’ τους φίλους μου, δώρα θα του δωρίσω.
Ο Κώστας ο μικρότερος, ο μικροπαντρεμένος
ήταν πέντε μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος.
Σήμερα τη γυναίκα του άλλοι την ευλογάνε.
Καραβοκύρης φώναξε, φωνάζ’ τους καπετάνιους:
- Παιδιά μου, ρίξτε άγκυρα να βγούμε στο λιμάνι
να βγάλουμε τον Κωσταντή να πάει στην πατρίδα.
Κι ίσια το μαύρο φέρτε ’δω να μπει ο Κώστας καβάλα
να τ’ ρίξω άσπρα στην ποδιά, φλουριά μεσ΄ στο δισάκι.
Καμτσιά φέρνει του άλογου να φτάσει στο χωριό του.
Στο δρόμο, άπου πάγαινε, ατός του κουβεντιάζει:
-Κι α δε φτάσω, παλιάλογο, κι εγώ σε τιμαρεύω
και θα σε πάω στην αλυκή να σε φορτώνω αλάτι,
κι όπ’ έχει λάσπες και νερά, θα σε παραφορτώνω,
κι όπ’ έχει λιανολίθαρα, θα σε ξεκαλλιγώνω.
Καμτσιά φέρνει του άλογου και φτάνει στο χωριό του.
- Ώρα καλή σας, ρε παιδιά. -Καλώς τον το διαβάτη!
Φέρτε κρασί στον ξένονε στον ξένο το διαβάτη
-Εμείς συν’θούμ’(1) στον τόπο μας να μας κερνάει η νύφη.
Και με το πρώτο κέρασμα τον βλέπουν δακρυσμένο.
- Γιατί, ξένε μου, θλίβεσαι και είσαι δακρυσμένος;
-Δε με γνωρίζ’ς, Βασίλω μου, δε με γνωρίζ’ς, καλή μου;
Εγώ είμαι ο Κωσταντής το πρώτο σου στεφάνι.
- Μένα ο Κώστας πέθανε τώρα δώδεκα χρόνια
-Τι λες, τι λες, Βασίλω μου, γιατί δε με γνωρίζεις;
- Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια του κορμιού μου.
- Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη,
δεξιά απ’ το παράθυρο τ’ αγιόκλημο φυτ’μένο.
Κοίτα και το δακτύλι μου, που έχει τ’ ονομά σου.
Κι ο Κώστας του την άρπαξε και στο χωριό την πάει.
Σταμάτω Θάνου, 73 ετών, 1976
Σημ.: Το όνομα Κωνσταντίνος (Κωσταντής) από τα πιο συνηθισμένα στα ακριτικά τραγούδια.
- 1. συνηθίζουμε.
* * * *
Παραλογές
[Παραλογή (παρακαταλογή), που σημαίνει απαγγελία μελοδραματική με μουσική υπόκρουση].
Πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια με επικολυρικό χαρακτήρα κι έντονο το παραμυθιακό στοιχείο, γνωστά και ως «μπαλάντες». Από καλλιτεχνικής πλευράς αποτελούν τη σημαντικότερη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών. Είναι από τα παλιότερα ελληνικά τραγούδια και μοιάζουν πολύ με τα ακριτικά, εκείνο που τα διαχωρίζει μεταξύ τους είναι αυτό ακριβώς το παραμυθιακό στοιχείο. Αντλούν τα θέματά τους από τρεις κυρίως πηγές: Από 1) πανάρχαιους θρύλους και δοξασίες (π.χ. Του γεφυριού της Άρτας), 2) ιστορικές μνήμες (του Κάστρου της Ωριάς) και 3) περιστατικά της κοινωνικής ζωής με τραγικό κυρίως χαρακτήρα (ναυάγια -οικογενειακές ή ερωτικές τραγωδίες -απιστίες συζύγων -εκδικήσεις κ.λπ.), που συγκίνησαν το λαό και κίνησαν τη φαντασία του, γι΄ αυτό έχουν και τη μεγαλύτερη διάδοση. (π.χ. του νεκρού αδερφού). Στο τραγούδι που ακολουθεί έχουμε το γνωστό μοτίβο του θανάσιμου τραυματισμού του εμπόρου - πραματευτή από τον αδερφό του - στρατιώτη, ληστή, κλέφτη. Αξίζει όμως τον κόπο να δει κανείς και δύο ακόμα παραλλαγές από δύο σημεία του ελληνισμού εκ διαμέτρου αντίθετα: από τον Πόντο κι από την Ήπειρο.
«Πραματευτής και κλέφτης»
Τρία αδελφάκια ήμασταν καλά κι αγαπημένα.
Ένας γινήκε βουλευτής κι ο άλλος γινήκε κλέφτης.
Κι ο τρίτος, ο μικρότερος, πραματευτής στις πόλεις.
Δώδεκα μούλες έσερνε πραμάτεια φορτωμένες.
Στο δρόμο όπου πήγαινε ατός του κουβεντιάζει:
«Σιγά-σιγά, μουλίτσες μου, να μη παραπατήστε
για δω το λέει η κλεφτουριά, εδώ το λεν οι κλέφτες».
Ίσια το λόγο που ’λεγε, τις μούλες τις βαστούνε.
-Αφήστε τις τις έρημες βαριά ’ναι φορτωμένες
- Τι λες, τι λες, πραματευτή, θαρρείς πως θα γλιτώσεις;
Ένας βαρεί με το σπαθί κι άλλος με το κοντάρι
Κι αυτός ο δόλιος αδελφός βαρεί με το στιλέτο.
«πω-πω, μανούλα μ’ Σκυριανή, πατέρα μ’ απ’ τη Σκύρο »
-Για δε μου λες, πραματευτή, πούθ’ είν’ τα γονικά σου;
«πρώτα βαρεί με το σπαθί και ύστερα με ρωτάει» .
- Μανούλα μ’ είναι Σκυριανή, πατέρας μ’ απ’ τη Σκύρο.
Στον ώμο του τον έριξε και στο γιατρό τον πάει.
- Γιατρέ μ’, πολλούς κι αν γιάτρεψες, σφαμένους, πληγωμένους
γιάτρεψε και τον αδελφό μ’, που ’ναι μαχαιρωμένος.
-Εγώ πολλούς κι αν γιάτρεψα, κομμένους, πληγωμένους
σαν τη δική σου μαχαιριά δεν έχω απαντήσει.
Σταμάτω Θάνου
Σημ.: Ο τίτλος δόθηκε συμβατικά.
* * * *
Το επόμενο τραγούδι αναφέρεται σε αγώνα ανάμεσα σε μια βασιλοπούλα και ένα βασιλόπουλο. Νικά το βασιλόπουλο και έτσι «ενδίδει» η βασιλοπούλα. Υπάρχουν παραλλαγές αυτού του τραγουδιού, που αναφέρονται όμως σε ναυτική σύγκρουση με νίκη της βασιλοπούλας. Πιθανολογείται ότι η υπόθεση του τραγουδιού απηχεί γεγονός των χρόνων της Φραγκοκρατίας στα ελληνικά νησιά, απ΄ όπου το τραγούδι διαθόθηκε και στην ηπειρωτική Ελλάδα και προσαρμόστηκε ανάλογα.
’Πόνα ψηλό κορφοβουνό σουλτάνα κατεβαίνει
με τη ροκίτσα γνέθοντας, τ’ αδράχτι γεμισμένο.
Του Ρήγα ο γιος επέρασε και την καλημεράει
-Που πας, σουλτάνα μ’, έμορφη, σουλτάνα μ’, παινεμένη;
-Όμορφος που ’σαι, ρήγα γιε, κι άσκημα κουβεντιάζεις
να πας το πεις της μάνας μου κι ό,τι μου πει θα κάνω,
να πάμε να πηδήσουμε σ’ χορταριασμένα αλώνια
κι αν με περάσεις, ρήγα γιε, γυναίκα να με πάρεις
κι αν σε περάσω, ρήγα γιε, σκλάβο μου θα σε πάρω.
Πηδά η σουλτάνα μια φορά πήγε εκατό ποδάρια.
Πηδάει και το ρηγόπουλο πάει εκατόν πενήντα.
-Με γεια σ’, ρήγα μ’, τα νιάτα μου, με γεια σ’ την εμορφιά μου.
Βαγγελιώ Σπύρου
Κλέφτικα
Τα επόμενα τραγούδια «μυρίζουν κλεφτουριά» αν και «δεν υπήρξε κλεφτουριά στην Εύβοια κατά την εποχή της Δουλείας, αλλά υπήρξαν κλέφτες που πηγαινοέρχονταν από την Ρούμελη και μετέδωσαν τα τραγούδια αυτά»(1)
Όλες οι μάνες τα παιδιά ευχιούνται να προκόψουν.
Κι εμένα η μανούλα μου πικρή κατάρα δίνει:
-Γιόκα μου, κλέφτης να γενείς, κλέφτης να καταντήσεις
και καραούλι να φυλάς στις πάχνες και στα χιόνια.
-Σ΄ ευχαριστώ, μανούλα μου, για την ευχή που δίνεις.
Θα ΄ρθει μια μέρα Πασχαλιά, μια μέρα των Βαΐων
Τότες, μάνα μ’, θα θυμηθείς, θα βαρυαναστενάξεις
Θα πεις «πού ’ν’ το παιδάκι μου, πού ’ναι το παιδί μου;»
Και το παιδί σκοτώθηκε, θα είναι σκοτωμένο,
πάνου στου Γράμμου τα βουνά εκεί ’ναι ξαπλωμένο.
Τότε θα κλαις, δε θα το λες.
Βαγγελιώ Σπύρου
Σημ.: Οι τελευταίοι στίχοι εμφανώς είναι νόθοι, θυμίζουν πρόσφατη ιστορία.
- 1. Γ. Αφέντρας: Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμ. Ι, σελ. 261
. * * * *
Δε στο ’πα γω, Θανάση μου, δε στο ’πα γω, παιδί μου.
Σε φίλου σπίτι μη διαβείς, μήτε και σε κουμπάρου;
Οι φίλ’ σ’ εχτροί γινήκανε και οι κουμπάροι σ’ φίδια.
Φτιάσε λαγούμια μες στη γης να μπεις να ξεχειμάσεις.
Ώσπου να έρθει η Άνοιξη, τ’ όμορφο Καλοκαίρι.
Να βγούν οι βλάχοι στα βουνά κι όλες οι βλαχοπούλες.
Βασιλική Κουτσούκου
(Άλλοι τα τραγούδια αυτά τα κατατάσσουν στα Βλάχικα ή της τάβλας)
* * * *
Θα πάρω δίπλα τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια
Για να ΄βρω φουντωτό κλαρί και ριζιμιό λιθάρι
Να φτιάξω σταυροκάθισμα, να σταυρωθώ να κάτσω
Για να σφυρίξω κλέφτικα και παραπονεμένα
- Τ’ έχεις, πέρδικα μ’, και λαλείς και θλιβερά φωνάζεις;
Μη σόφαε φίδι τη φωλιά, φίδι τα χελιδόνια;
- Δε μόφαε φίδι τη φωλιά μήτε τα χελιδόνια
Ένας αετός με κυνηγεί και θέλει να με φάει
Και κυνηγός δε βρέθηκε για να τονε σκοτώσει.
Δέσποινα Σπύρου
* * * *
Θα βγω σ’ ένα ψηλό βουνό, σε μια ψηλή ραχούλα
Θα φτιάξω σταυροκάθισμα και θα σταυροκαθίσω
Για να σφυρίζω κλέφτικα και παραπονεμένα
Για να μ’ ακούει ο Κωσταντής.
- Βουνά μου και λαγκάδια μου και σεις ψηλές ραχούλες,
μην είδατε τον Κωσταντή;
-Εμείς κι αν(ε) τον είδαμε, σαν που τονε γνωρίζουμε;
Για πες μας τα σημάδια του, σημάδια του κορμιού του.
- Ήταν ψηλός στ΄ ανάστημα, μελαχρινός στα κάλλη
και στην καλή του την καρδιά, στον κόσμο δεν είν’ άλλη.
Δέσποινα Σπύρου
Σημ.: Επειδή το τραγούδι λέγεται και για μοιρολόγι με επιφύλαξη συμπληρώνουν τους στίχους:
Απ΄ τα μαλλιά τον άρπαξαν στα στήθη τον πατάνε
και το μαχαίρι τράβηξαν του πήραν το κεφάλι
(ή και το σπαθί τους τράβηξαν του πήραν το κεφάλι)
Της ξενιτιάς
Τα τραγούδια αυτά έχουν θέμα τις υλικές και ηθικές εμπειρίες της ζωής του ξενιτεμένου αλλά και της οικογένειας που άφησε πίσω. Είναι λυρικά κείμενα με εξαιρετική ρευστότητα, πράγμα που δείχνει ότι ο αυτοσχεδιασμός παίζει μεγάλο ρόλο στη δημιουργία των τραγουδιών. Το υλικό αποτελεί ένας μεγάλος αριθμός μοτίβων που συνδυάζονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Η κρίση που προκαλεί η ξενιτιά σχετίζεται με την κρίση του γάμου και του θανάτου. Στη γλώσσα των τραγουδιών ο «ξένος» (ξενιτεμένος) γίνεται συνώνυμο του δυστυχισμένου, του αδικημένου και η σχέση ξενιτιάς-θανάτου είναι άμεση. Τα τραγούδια της ξενιτιάς χρονολογούνται στην πλειοψηφία από τον ΙΕ΄ (Τουρκοκρατία) έως ΙΗ΄ αιώνα. Το καινούργιο κύμα μετανάστευσης στα τέλη του ΙΘ΄ αι. κυρίως προς Αμερική έγινε αφορμή λίγα τραγούδια να δημιουργηθούν, γιατί οι συνθήκες της λαϊκής δημιουργίας είχαν αλλάξει. (Μεθοδολογική, επιστημονική παρουσίαση και ανθολογία των τραγουδιών της ξενιτιάς βρίσκει κανείς στις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ: Το δημοτικό τραγούδι, της ξενιτιάς, επιμέλεια Guy Saunier)
Ο ξένος όσο ’ναι καλά όλοι τον αγαπάνε.
Κάνει ο ξένος δε μπορεί, κανείς δεν τον κοιτάζει.
Ζητάει νερό απ΄ τον τόπο του, μήλο απ΄ τη μηλιά του.
Ζητάει και μοσχοστάφυλο απ’ την κληματαριά του.
Τρεις λυγερές τ’ ακούσανε και τρεις καλές κυράδες.
Η μια του φέρνει το νερό κι η άλλ’ τ’ αφράτο μήλο,
Κι η άλλ’ το μοσχοστάφυλο απ’ την κληματαριά του.
-Σήκω, ξένε μ’, να πιεις νερό, να φας κι αφράτο μήλο,
να φας και μοσχοστάφυλο απ’ την κληματαριά σου.
Το κεφαλάκι σήκωσε στα μάτια τις κοιτάζει
Μην είν’ καμιά η μάνα του, καμιά η αδερφή του.
Μηδέ η μάνα τ’ ήτανε, μηδέ η αδερφή του.
Τον πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει.
Βαγγελιώ Σπύρου
* * * *
Στα Ρίτσια βγαίν’ ένα νερό, το λεν’ ασημονέρι.
Το πίνουν οι Ριτσιώτισσες κι αυτές παιδιά δεν κάνουν.
Να ’χεις, μάνα μ’, κι εσύ το πιεις να μη με είχες κάμει
Σαν μ’ έκαμες - μάνα μ’- τι μ’ ήθελες, σαν μ’ έχεις τι με θέλεις;
Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου, ξένοι τα σιδερώνουν.
Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε
Κι από τις πέντε κι ύστερα στους δρόμους τα πετάνε.
- Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε τη φορεσιά σου
πάρ’ τα, σύρ’ τα στη μάνα σου, δώσ’ τα στην αδερφή σου.
-Σαν είχα μάνα κι αδερφή δεν τα ’φερνα σε σένα.
Ντούρμα Βαγγελιώ (Σαντού)
Εδώ βλέπουμε μια ευχή - κυρίως παράπονο - για τις ταλαιπωρίες του εκπατρισμού. Ο ξενιτεμένος είναι ουσιαστικά ξεριζωμένος, δεν ανήκει οργανικά σε καμιά κοινωνία, παραμένει παντού στο περιθώριο.
Ποια σκύλα μάνα το ΄λεγε τ΄ αδέρφια δεν πονιούνται;
Τ΄ αδέρφια σχίζουν πέλαγο όσο ν΄ ανταμωθούνε.
Σαν πήγαν κι ανταμώσανε σ΄ ένα χρυσό τραπέζι
Κι ένας τον άλλον λέγανε, κι ένας τον άλλο λένε:
- Πως τα περνάς, μωρ΄ αδερφέ, τόσο καιρό στα ξένα;
-Πότε καλά, πότ΄ άσκημα και πότε μαλωμένα.
Βασιλική Κουτσούκου
* * * *
Σού είπα, μάνα μ΄, πάντρεψέ με και σπιτονοικοκύρεψέ με
Και στα ξένα μη δε δώσεις, μάνα μ΄, θα το μετανιώσεις.
Γιατ΄ στα ξένα θ΄ αρρωστήσω και μανούλα θα ζητήσω
Και θα γράψω για να έρθεις, μα δεν ξέρω πως θα μ΄ εύρεις
Αν θα μ΄ εύρεις πεθαμένη και βαριά σαβανωμένη,
Αν θα μ΄ εύρεις και στο μνήμα, συ, μάνα μ΄ θα ΄χεις το κρίμα.
Βαγγελιώ Σπύρου
Στη λαϊκή κοινωνία το μόνο στοιχείο δημιουργίας που έχει η γυναίκα είναι το παιδί. Αυτό το παιδί, στέλνοντάς το στην ξενιτιά, το εξαφανίζει η ίδια. Γι΄ αυτό στη μάνα η ευθύνη δημιουργεί αίσθημα ενοχής. Η ιδέα ότι ο ξενιτεμός συγγενεύει με το θάνατο και οδηγεί μοιραία προς το θάνατο συναντιέται σ΄ όλα τα στάδια της λαϊκής σκέψης για την ξενιτιά.
Ξένος που πάει στην ξενιτιά να τα φορέσει μαύρα
Για να τον εγνωρίζουνε πόχει η καρδιά του λάβρα
τα ξένα θέλουν φρόνιμα, θέλουν ταπεινοσύνη
θέλουν λαγούς πατήματα κι αϊτούς γρηγοροσύνη
θέλει μανούλα στο πλευρό να τον κομανταράει
και αδερφή στα γόνατα να τον ξαναρωτάει:
- Τ΄ έχεις, τ΄ έχεις, παιδάκι μου, τι ΄ναι η αρρωστιά σου;
-Με έφαγε η ξενιτιά κι έχω τα βάσανά μου.
Παρασκευή Γερακίνη
Τώρα που βρήκα τον καιρό κι άνθρωπο μπιστεμένο.
Να στείλω στο λεβέντη μου πουκάμισο πλυμένο
που ΄χει καιρό στην ξενιτιά και θα ΄ναι λερωμένο.
Του πείτε πως τον καρτερώ και τονε περιμένω
του πείτε να μη θύμωσε και είναι θυμωμένος
Κι έφυγε απ΄ το σπίτι του και τα νοικοκυριά του.
Βαγγελιώ Σπύρου.
Σημ.: Το τραγούδι αυτό λέγεται και για μοιρολόγι.
* * * *
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, και συ και τα καλά σου,
που πήρες τα καλά παιδιά και τα ΄κανες δικά σου.
Συ, ξεμυαλίστρα ξενιτιά, με τα πολλά λεφτά σου
πήρες και τ΄ αδελφάκι μου, μαζί το ΄χεις κοντά σου.
Τα έρημα τα ξένα ν΄ ανάψουν να καούν
που παν΄ τα παλικάρια και λησμονούν να ΄ρθουν. \
Σταμάτω Θάνου
* * * *
Με γέρασε η ξενιτιά και τρώει τη ζωή μου,
δεν ημπορώ, μανούλα μου, φθείρεται το κορμί μου.
Η ξενιτιά έχει καημούς τα πιο πολλά φαρμάκια
παίρνει παιδάκια απ΄ τη ζωή και λυώνει τα κορμάκια
Να φύγω, μάνα, δε μπορώ, κοντά σου θε΄ να ζήσω
κι απ΄ τον καημό της ξενιτιάς, μάνα μου, να γλιστρήσω.
Αικατ. Γάτου, 78 χρ
. * * * *
Ποια μάνα έχει δυο παιδιά στη θάλασσα σταλμένα
που τα χτυπάν τα κύματα, τα πνίγει η αρμύρα;
- Τάξε κερί στην Παναγιά, λιβάν΄ στην Άγια Λαύρα,
τάξε, μάνα μ΄, στον Αι-Λια ένα δοχείο λάδι,
είμαστε στον ωκεανό, μέσα στην τρικυμία.
Βόηθα, Παναγιά μου, για να γλιτώσουμε
κι όσα καντήλια έχεις θα στ΄ ασημώσουμε.
Σταμάτω Θάνου
* * *
Η ξενιτιά έχει καημό, έχει πολλά φαρμάκια
διώχνει παιδάκια απ’ τη ζωή και πάνε φανταράκια.
Να φύγω, μάνα, δε μπορώ, κοντά σου θε να ζήσω
κι απ’ τον καημό της ξενιτιάς, μάνα μου, να γλιστρήσω!
Δέσποινα Σπύρου, 42 χρ.
* * *
Από μικρός ορφάνεψα ΄πό μάνα ΄πό πατέρα
τα έρμα τα ξένα δεν τα ΄χω μαθημένα.
Η μάνα που με γέννησε κλαίει κι αναστενάζει:
Αμάν, αγόρι μου, φωνάζει
Ούτε γιατρός δε βρέθηκε να γειάνει την πληγή μου.
να σώσει το κορμί μου
Τα έρμα τα ξένα δεν τα ΄χω μαθημένα
Όσο βαριά είν΄ τα σίδερα, τόσο βαριά είν’ τα ξένα
δεν τά ΄χω μαθημένα.
Αικατ. Γάτου, 78 χρ
. * * * *
Τα έρμα τα ξένα δεν τα ΄χω μαθημένα.
Δεν τα ΄χω μαθημένα και αλίμονο σε μένα
Από μικρός ορφάνεψα ΄πό μάνα ΄πό πατέρα
από συγγενείς και σένα.
Σπύρος Ντουμάνης
* * * *
΄Όλα τα ελληνόπουλα στην ξενιτιά γυρνούνε
κι η μάνα τους περικαλεί με το καλό να ΄ρθούνε.
-Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά.
Στα ξένα, που ΄σαι, μάτια μου, οι ξένοι τι σου λένε;
τα ξένα μάτια σε κοιτούν και τα δικά μου κλαίνε.
Ο ξένος μες στην ξενιτιά πρέπει να βάφει μαύρα
για να τονε γνωρίζουνε που ΄χει η καρδιά του λαύρα.
- Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά.
Κατίνα Βλάχου, 50 ετών, Κ. Στενή, 1976
Σημ.: Η ξενιτιά υπήρξε για τον Έλληνα εθνική και προσωπική τραγωδία.
* * * *
Της αγάπης
Είναι κυρίως χορευτικά τραγούδια κι αναφέρονται στην ερωτική πλευρά των ανθρώπινων σχέσεων. Μια αίσθηση ζωής ξεχειλίζει από τους στίχους τους, που εκφράζεται με απέραντη ποικιλία. Διακρίνονται για την ευγένεια και το πάθος.
Σε τούτ’ τη γειτονίτσα, σε τούτ’ τη γειτονιά
Είναι μια κοπελίτσα με τα ξανθά μαλλιά.
Η μάνα της τη δέρνει και την τυραγνεί
για να μαρτυρήσει ποιος τη φίλησε.
-Μη με δέρνεις, μάνα, μη με τυραγνείς,
μήτε ξένος ήταν, μήτε αλαργινός,
της γειτονοπούλας ο μοναχογιός.
Εδώ σε τούτ’ τη γειτονιά δεν πρέπει να ‘χ’ φεγγάρι,
μόν’ πρέπει να ’ναι συγνεφιά κι ένα βαρύ σκοτάδι
γιατ’ έχω την αγάπη μου -καημένη μάνα- μοιάζει με το φεγγάρι.
Τι με κοιτάτε, λεύτερες, εγώ ’μαι παντρεμένος
μ’ ένα λουλούδι του Μαγιού είμ’ αρραβωνιασμένος.
Βασιλική Κουτσούκου
* * * *
Ά
-Κίνησα να ’ρθω το βράδυ κι έπιασε ψιλή βροχή
κι έμεινα να μη κρυώσω και σ’ αφήσω μοναχή.
-Ας ερχόσουνα, πουλί μου, κι ας γινόσουνα παπί
είχα ρούχα να σ’ αλλάξω, πάπλωμα να σκεπαστείς
και κορμάκι ν’ αγκαλιάσεις ώσπου να το βαρεθείς.
΄Β
Κι αν νυχτώσεις κι σουρ’πώσεις πάμε στο κελί
έχω πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί
και κορμάκι ν΄αγκαλιάσεις όσο να το βαρεθείς.
Κάτω στα δασιά πλατάνια στην κρυόβρυση,
Διαμαντούλα μου,
κάθονται δυο παλληκάρια και μια λυγερή
κάθονται και τρών’ και πίνουν και την ερωτούν:
- Διαμαντούλα μου, πώς είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη;
κίτρινη σαν το λεμόνι, σαν ηλιόφυλλο;
Mήπως σε πειράζ’ ο ίσκιος καν’α φάντασμα;
Ούτε ίσκιος με πειράζει ούτε φάντασμα
με πειράζ’ ένας λεβέντης τα μεσάνυχτα.
Δεν στο είπα μια, δεν στο είπα τρεις και πέντε
- άιντε κυρά Γιαννούλα-
μη περπατείς καμαρωτά, μη σιέσαι, μη λυγιέσαι
όλους τους νιους τους μάρανες κι όλα τα παλικάρια
που μάρανες κι έναν παπά, πέντε μερών ’ταν διάκος.
Τα ράσα του τσαλαπατεί, πετάει το πετραχήλι
- Σύρε, σταυρέ μ’, στους ουρανούς, βαγγέλιο στα ουράνια
κι εγώ θα πάω στο μπαρμπεριό να κόψω τα μαλλιά μου,
γιατί θα πάω να παντρευτώ, να πάρω τη Γιαννούλα
που ’χει τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια.
Όταν ήμουν του καιρού μου, είχα κάτι μεσ’ το νου μου
Μια μηλιά να πάω να κλέψω και να πάω να τη φυτέψω.
Κυριακίτσα τηνε κλέβω και Δευτέρα τη φυτεύω
και την Τρίτη τη σκαλίζω, την Τετάρτη την ποτίζω
και την Πέμπτη κάνει φύλλα, την Παρασκευή τα μήλα.
Το Σαββάτο τα μαζεύω, στο μαντίλι μου τα δένω
και την Κυριακή τα πάω στην αγάπη, π’αγαπάω.
-Πάρ’ αγάπη μου, τα μήλα, γιατί σήμερα δε σ’είδα.
Δέσποινα Σπύρου, 42 ετών, 1977
* * * *
Στην απάνω γειτονίτσα φύτεψα μια λεμονίτσα
Τη Δευτέρα τη φυτεύω και την Τρίτη την κλαδεύω.
Την Τετάρτη κάνει φύλλα, την Παρασκευή τα μήλα,
το Σαββάτο βράδυ-βράδυ πάει ο κλέφτης να τα πάρει.
- Κλέφτη, μη μου κλέβ’ς τα μήλα, θα μου πέσουνε τα φύλλα
Ο κλέφτ’ς παίρνει τ’άρματά μου, την αρματοφορεσιά μου
- Κλέφτη, δώσ’ μου τ’άρματά μου, την αρματοφορεσιά μου .
-Τ’ άρματα δε σου τα δίνω, την ψυχή μου παραδίνω.
Σταμάτω Θάνου, 73 ετών
* * * *
Μια γριά, η καημένη, κάθεται και μ’ ορμηνεύει:
- Πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στην αγκαλούλα μου.
- Πώς να κάμω να πετάξω και στην αγκαλιά σου να ‘ρθω;
Μ’εδειρες και δε μπορώ στην αγκαλίτσα σου να ‘ρθω.
(Τι καλό να θυμηθώ στην αγκαλιά σου για να ’ρθώ;
μ’ έπιασες και μ’ έδειρες και στα βουνά με έστειλες).
Μια γριά είν’ που το λέγει: Στο χορό είν’ και χορεύει.
Στο χορό ειν’ και χορεύει, σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι
κι αν τη δεις κι αλλάξει χρώμα, έχεις μιαν ελπίδα ακόμα
κι αν τη δεις και κάνει μάτι πάρ’ την βράδυ στο κρεβάτι
κι αν τη δεις και κάνει πέρα, απαράτα την και φεύγα
(κι αν τη δεις και κοκκινίσει άλλον άντρα θ’ αγαπήσει
κι αν τη δεις και πάρει πέτρα, πάρ’ τα ρούχα και σκαπέτα).
Σατυρικά (ή περιγελαστικά)
Τα τραγούδια αυτά, στα οποία χρησιμοποιούνται κι άσεμνες λέξεις ή εκφράσεις, διακωμωδούν ατέλειες, αδυναμίες, ελαττώματα, παρεκτροπές και κάθε είδους (κύρια ηθικά) παραπτώματα των ανθρώπων. Πολλά είναι αλληγορικά με θυμοσοφικό χαρακτήρα τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα, κυρίως τις Αποκριές.
Σήκω, Δήμητρα μ’, κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
να πάμε πάνω στ’ Άγραφα, ψηλά στα κορφοβούνια
θελά βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’όνομά σου.
Τα μάτια μοιάζουν του παπά, τα φρύδια του κουμπάρου
Κι αυτά τα ματοτσίνουρα μοιάζουνε της κουμπάρας.
Μαρή κακιά γειτόνισσα, κακιά γειτονοπούλα,
μάσε τα περιστέρια σου, έρχονται στην αυλή μου
γιατί μου τρων το στάρι μου, μου πίνουν το νερό μου,
(γιατί πατάν το χώμα μου, μου πίνουν το νερό μου)
γιατί μου παίρν’ ν το χούμα μου στα νυχοπόδαρά τους.
Το χούμα το χρειάζομαι και το νερό το θέλω
να φτιάσω την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
π’όχει τρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπά, κάθε παπά και διάκο.
Μπήτε κορίτσια, στο χορό τώρα που ‘χετε καιρό
γιατ’ αύριο παντρεύεστε, σπιτονοικοκυρεύεστε.
- Δεν σας αφήνουν οι άντρες σας να πάτε στις μανάδες σας
-Δε σας αφήν’ η πεθερά να πάτε όπ’ είναι η χαρά.
-Δε σας αφήν’ ο πεθερός να πάτε όπ’ είναι ο χορός
- Δε σας αφήνουν τα παιδιά να πάτε και στην εκκλησιά.
Εμείς τα παιδιά τα δέρνουμε, κοντά μας δεν τα παίρνουμε
και την κακιά την πεθερά μέρα και νύχτα νηστικιά
και τον κακό τον πεθερό τον κάνω όπως θέλω ’γώ.
του στρώνω ’δω, του στρώνω ’κει, του στρώνω όξω στην αυλή,
του βάζω πέντε στρώματα, πέντ’, έξι, εφτά παπλώματα,
του βάζω και προσκέφαλο του γαϊδαριού τον κέφαλο.
Δήμητρα Μπαρμπούρη, 1977
* * * *
Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
- Ψες την είδαμε στ’ αλώνι που έπαιζε με τον Αντώνη.
- Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
- Ψες την είδαμε στ’ αμπέλι, που έπαιζε με το κοπέλι.
Στης ακρίβειας τον καιρό γύρεψα να παντρευτώ
και μου ’δώσαν μια γυναίκα που ’τρωγε για πέντε, δέκα
- Μώρ’ γυναίκα, -βάι-βάι- οικονομία φέτο π’όχομ’δυστυχία
- Άντρα μου, θέλω φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
- Μώρ’ γυναίκα, οικονομία, φέτο π’όχομ’ δυστυχία
- Άντρα μου, θέλω παπούτσια γύρω-γύρω με τη φούντα
- Μωρ’ γυναίκα, οικονομία φέτο π’ όχομ’ δυστυχία
- Άντρα μου, θέλω καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο.
Και σαν παίρνω -βάι-βάι- ένα ξύλο και τη φέρνω ένα γύρο!
Βαγγελιώ (Σαντού) Ντούρμα
* * * *
Τώρα τις αποκριές θα χορέψουν κι οι γριές,
θα χορέψουν κι οι γριές με τις κόκκινες ποδιές,
θα χορέψουν τα παλικάρια με τα κόκκινα ζουνάρια,
θα χορέψουν τα κορίτσια με τα όμορφα σκλαρίκια,
θα χορέψουν κι οι κοπέλες με τις κόκκινες κορδέλες,
θα χορέψουν τα παιδιά με τα κόκκινα βρακιά.
Δήμητρα Μπαρμπούρη
Παραλλαγή από Καλέντζι Ιωαννίνων
Τώρα τις Αποκριές που χορεύουν οι γριές
που χορεύουν κι οι γερόντοι σαν παλιάλογα στ’ αλώνι
που χορεύουν τα παιδιά, σαν κατσίκια σαν αρνιά
που χορεύουν τα κορίτσια, σειούνται και τα κυπαρίσια.
* * * *
Το τραγούδι τούτο ανήκει μάλλον σ’ αυτό που λέμε «Βλάχικα» και μιλάνε κυρίως για τη ζωή των τσοπάνηδων.
* * * *
Καλότυχα είναι τα βουνά, χάρο δεν καρτερούνε
μόν’ καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά κι όλες οι βλαχοπούλες
να βγει κι η βλαχο-Δήμαινα με τις εννιά νυφάδες
κι η νύφ’ η πιο μικρότερη έχει παιδί στην κούνια
-Κούνια μου, κούνα το παιδί, δώσ’ του βυζί να φάει
- Κι ώσπου να πάω στην ξενιτιά κι ώσπου να διαγυρίσω
Βαγγελιώ Σπύρου
Μοιρολόγια και Τραγούδια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου
Στα τραγούδια αυτά εκδηλώνεται με έντονο ελεγειακό πάθος η οδύνη των ανθρώπων για το θάνατο. Στους στίχους τους αντικαθρεφτίζονται η λατρεία στη ζωή που έχει καταντήσει τρελό παραλήρημα και η αποστροφή στο θάνατο, που έχει φτάσει στη σπαρακτικότερη πίκρα και διαμαρτυρία, χωρίς ελπίδες μεταφυσικής παρηγοριάς. Για τον ελληνικό λαό ο θάνατος είναι ο χωρισμός από τις χαρές του φυσικού κόσμου. Ποτέ δεν έγινε πέρασμα σ΄έναν κόσμο δικαιοσύνης και ανταμοιβής ή τιμωρίας. Η χριστιανική αντίληψη δεν πέρασε στο δημοτικό τραγούδι, Προσωποποίηση του θανάτου είναι ο Χάρος, ο οποίος είναι πάντα κακός, ασυγκίνητος κι εριστικός. Τα μοιρολόγια τραγουδιούνται από γυναίκες που συχνά αυτοσχεδιάζουν πάνω σε σταθερά μοτίβα, ανάλογα με τα χαρίσματα, την ηλικία και το φύλο του νεκρού.
Ένα τραγούδι θε να πω βαρύ σαν το μολύβι,
μήτε σε γάμο τ΄άκουσα, μήτε σε πανηγύρι,
Του χάρου η μάνα το λεγε από το παραθύρι:
Γυναίκες που΄χετε παιδιά, γυναίκες που΄χετ΄άντρες
να μην τους πολυχαίρεστε, μην τους πολυαγαπάτε
Έχω ένα γιο που΄ναι ζαβός, που ναι πολύ ζηλιάρης
μήτε αρχόντους ντρέπεται, μήτε φτωχούς λυπάται
Παίρνει τις νιές για λεμονιές, τους νιους για κυπαρίσια
(που παίρνει νιους που παίρνει νιες που παίρνει παλλικάρια)
παίρνει και τα μικρά παιδιά βασιλικό στ΄αυλάκι
Βρε, Χάρε, θέλεις σκότωμα με ασημένια πάλα.
Βαγγελιώ Σπύρου, 1976
* * * *
Ποτές μου δεν τρομάχτηκα σαν τούτη την τρομάρα,
ακούω το σπίτι να βροντεί και το χαγιάτι τρίζει,
βγαίνω στην πόρτα για να δω και πίσω να γυρίσω,
βλέπω τον ήλιο κι έλαμψε και το φεγγάρι εχάθη,
βλέπω το Χάρο να’ ρχεται με το σπαθί στα χέρια
(βλέπω το Χάρο να΄ρχεται στο άλογο καβάλα)
(βλέπω το Χάρο να ρχεται στον κάμπο καβαλάρης)
Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο και τ΄άλογό του,
μαύρα και τα ζαγάρια του, που πάν΄από κοντά του.
-Χάρε μ’ αν ήρθες για καλό, έλα να κουβεντιάσ’ με,
Κι αν ήρθες, χάρε μ’, για κακό να σηκωθείς να φύγεις .
- Μένα θεός σου μ΄έστειλε ψυχή σου για να πάρω.
Άσε με, Χάρε μ΄, άσε με, ακόμα για να ζήσω,
γιατί ’κόμα δε φόρεσα στεφάνι κι αρραβώνα.
(έχω γυναίκα νια κι ορφάνια δεν της πρέπει)
(έχω γυναίκα και παιδιά και πές μου που τα ΄φήσω,
έχω παιδιά κι είναι μικρά κι ορφάνια δεν αντέχουν)
Βαγγελιώ Σπύρου Στενή
Σημ.: Οι τελευταίοι στίχοι προσαρμόζονται ανάλογα με το αν είναι ανύπαντρος ή παντρεμένος ο νεκρός.
* * * *
Βρε Χάρε, βρε παλιόχαρε, βρε παλιοταξιδιάρη,
Δε βρήκες δρόμο να διαβείς, σοκάκι να περάσεις;
Μον’ ήρθες και ξεπέζεψες μεσ΄στη δική μου πόρτα;
Δίχως αρρώστια κι αφορμή ψυχή δεν παραδώνω.
Να πάμε να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια
Κι άμα με κάμεις, Χάροντα, να πάρεις την ψυχή μου
Κι άμα σε κάμω, Χάροντα, ψυχή να μου χαρίσεις.
Απ’ τα μαλλιά τον βούτηξε, στη γης τονε πετάει
(απ’ τα μαλλιά τον άρπαξε... )
Και τη σπάθα του τράβηξε, του πήρε το κεφάλι.
(και το μαχαίρι τράβηξε... )
Βαγγελιώ Σπύρου Στενή 1976
* * * *
Σένα σου λέγω, μαύρη γης, μαραχλιασμένο χώμα,
Την κόρη που σου στείλαμε καλά να την κοιτάζεις,
Γιατί την είχαν χαϊδιακή και καλομαθημένη.
-Μήπως είμαι μανούλα ιγώ καλά να την κοιτάζω;
Μένα με λένε μαύρη γης, μαραχλιασμένο χώμα
Που τρώω τους νιους, που τρώω τις νιές, που τρώω τα παλλικάρια
θα φάω και την κοπέλα σας μέσα στα φυλλοκάρδια.
Παναγιώτης Κουτσούκος 40 χρ
. * * * *
-Παιδάκι μου, πώς το ΄καμες και φεύγεις τέτοια ώρα
και φεύγεις με τα δάκρυα και με τα μοιρολόγια;
Και βγήκες πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Βρήκες λημέρια αδειανά, βρήκες χορταριασμένα,
Ακούς την πέρδικα βουγγή και βαρυαναστενάζει:
- Τι έχεις πέρδικα μ΄και βογγάς και βαρυαναστενάζεις;
Μήνα σου πήραν τα πουλιά, μήνα τα χελιδόνια;
-Ούτε πουλιά μου πήρανε, ούτε τα χελιδόνια
Μου πήραν το παιδάκι μου μέσ’απ’την αγκαλιά μου.
Κατίνα Τσουτσαίου, 1976
* * * *
Δεν τούξερα παιδάκι μου, που ’θελες να πεθάνεις,
Να φέρω χώμα απ΄τη Χιο, μαστόρους απ’την Κρήτη
Να φτιάξω το κιβούρι σου όλο μαργαριτάρι
Κι απ τη δεξιά του τη μεριά ν’αφήσω παραθύρι,
Να μπαιν΄ο ήλιος το πρωί, κοντά το μεσημέρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά χαμπέρι να σου φέρουν
Χαμπέρι από το σπίτι σου κι από τους ιδικούς σου.
(χαμπέρι από το σπίτι σου, τα δόλια τα παιδιά σου)
Παρασκευή Καράγκου και Κατίνα Τσουτσαίου
* * * *
Εκεί που πας λεβέντη μου, γρήγορα να γυρίσεις.
Να μην καθίσεις ’ξάμηνο να μην καθίσεις χρόνο
(κοίτα μην κάμεις ’ξάμηνο, κοίτα μην κάμεις χρόνο)
Γιατί ο ’ξάμηνος περνά κι ο χρόνος αστοχιέται
(ο ’ξάμηνος είναι πολύ κι ο χρόνος δεν περνιέται)
Σιγά, σιγά, λεβέντη μου, σιγά να μην γλιστρήσεις
Και λερωθούν τα ρούχα σου και ποιος θα σου τα πλύνει
Εκεί νερό δε βρίσκεται, σαπούνι δεν πουλιέται
Βάζουν το δάκρυ για νερό, το σάλιο για σαπούνι.
Στη μαύρη γης δεν είν΄καλά, γιατί δεν ξημερώνει
Εκεί κοκόρια δεν λαλούν, πουλιά δεν κελαϊδούνε
εκεί νερό δεν βρίσκεται, κρασάκι δεν πουλιέται
κι ο ταχυδρόμος δεν περνά τα γράμματα να πάρει.
Ευαγγελία Ζέρβα 75 χρ. Στενή
και Αικατερίνη Χάλιου - Καμπιά
Οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι λέγονται και έτσι:
Στη μαύρη γης δεν είν΄καλά, ποτέ δεν ξημερώνει
εκεί κοκόρια δε λαλούν κι ο πετεινός δεν κράζει
εκεί διαβάτης δεν περνά τα νέα για να φέρει
και ταχυδρόμος να διαβεί τα γράμματα να φέρει.
* * * *
Δεν πρέπει ιγώ να χαίρομαι ούτε να καμαρώνω.
Πρέπει να πάω στην έρημο σ’ ένα βαθύ κανάλι,
Να κάθομαι τ’ απίστομα, κατάηλια στον ήλιο
Κι από το κλάμα το πολύ κι από τα δάκρυά μου
Θα τρέξουν βρύσες με νερό, πηγάδια με τις στέρνες
Γιατ’ έχασα τ΄αδέρφι μου και την παρηγοριά μου.
(Γιατ’ έχασα τον άντρα μου και την παρηγοριά μου)
Γιαννούλα Ντούρμα
* * * *
- Αυτού που πας Κωσταντή μ’ κι αυτού που θα γυρίσεις.
Τήρα να δεις το Σπύρο μου, γλυκά να του μιλήσεις
Να ειδούμε πώς δεν έγραψε, να ειδούμε πώς δεν γράφει.
Εμείς ’κόμα τον καρτερούμ’, κόμα τον περιμέν’με
Ποιος του ’πλυνε τα ρούχα του τα ματοκυλισμένα.
Ποιος του αλλάζει τις πληγές που έχει στο κορμί του.
-Μαργιώ πλένει τα ρούχα του κι ο Μήτρος τις πληγές του
κι ο Νίκος ο μικρότερος στα φαρμακεία τρέχει.
Παρασκευή Γερακίνη
-Ελάτε να με κλάψετε και να με λυπηθείτε
Γιατί θα φύγω, ρε παιδιά, και θα με θυμηθείτε.
- Σαν που θα πας μανούλα μου, και θέλεις για να φύγεις;
- Στην Πόλη πάνε κι έρχονται, στη Βενετιά γυρίζουν,
Μα στ’ Αη Θοδώρου την αυλή πάνε και δεν γυρίζουν.
- Αυτού που πας μανούλα μου, γρήγορα να γυρίσεις
Τήρα μην κάνεις ξάμηνο και μας αλησμονήσεις.
- Να ’ταν ξάμηνος ποιος το λέει, χρόνος ποιος λογαριάζει
Μον΄θα΄ναι χρόνια απέραστα και περασμούς δεν θα χουν
- Μάνα μ’ στον Άδ΄δεν είν΄καλά, ποτές δεν ξημερώνει
Εκεί πουλάκια δεν λαλούν κι οι κούκοι δεν το λένε
Είναι τα φίδια σταυρωτά κι οι οχιές με δυο κεφάλια
Αυτού π’ θα πας, μανούλα μου, νερό να μην ζητήσεις
Μην πιεις νερό απ’ τη λησμονιά και μας αλησμονήσεις.
Αυτού π’ θα πας μανούλα μου, τήρα να μην αργήσεις
Βάλε σημάδια γυρισμού το δρόμο να μη χάσεις.
Παναγιώτης Κουτσούκος 40 χρονών - Στενή 1976
* * * *
Γιατί, πατέρα μου καλέ, που έκλεισες τα μάτια.
Και σταύρωσες τα χέρια σου και ξάπλωσες για πάντα.
Ξύπνα να δεις τους φίλους σου κι όλους τους συγγενείς σου
Όλοι στα μάτια σε κοιτούν, όλοι σε καμαρώνουν
Και συ, πατέρα μου καλέ, γιατί ’σαι πικραμένος;
-Στον Άδη θε να κατεβώ κι είμαι μετανιωμένος
που φεύγω απ’ τη μανούλα σας, που φεύγω απ’ το χωριό μας
(ε)λάτε κοντά, παιδάκια μου, για να σας ορμηνέψω:
Παιδάκια μ’τη μανούλα σας καλά να τη κοιτάτε
Να μην τηνε μαλώνετε, να μην τηνε χτυπάτε
Που την αφήνω μοναχή.. .
(γιατί την είχα χαϊδιακή και καλομαθημένη)
Στο σπίτι να την κάνετε να την παρηγοράτε.
Παρασκευή Γάτου, Κ. Στενή
* * * *
- Σήκω κι ήρθαν οι φίλοι σου, ήρθαν οι συγγενείς σου.
- Σαν ήρθαν, καλωσήρθανε, βάλτους ψωμί να φάνε,
Καν’τους τραπέζι θλιβερό και παραπονεμένο
Και τα ποτήρια π’θα κερνάς να τα ΄χεις βάψει μαύρα
«Μένα η μανούλα μ’πέθανε και είναι πεθαμένη».
Βασιλική Κουτσούκου
-Φεύγω και σας αφήνω γεια, αφήνω καληνύχτα
Το ξέρετε, παιδάκια μου, δε μ’ έχετε άλλη νύχτα.
(ε)λάτε κοντάμ’ παιδάκια μου,καθίστε στο πλευρό μου
Για να σας δώσω την ευχή στον αποχωρισμό μου.
Παιδιά μ’, να μη μαλώσετε, διχόνοια μην κρατήστε
Γιατί ΄θελα χωρίσουμε, τωρά είναι η χωρισιά μας
Τώρα στον αποχωρισμό θα κόψουμε μαντήλι
Για να σφουγγάμ΄τα δάκρυα και το πικρό αχείλι.
- Πότε θα ρθεις πατέρα μας για να σε περιμένω;
Τον ποιόνε μήνα, ποιον καιρό, ποιον χρόνο θα γυρίσεις;
Άνθη και τριαντάφυλλα τους δρόμους να γιομίσω
(άνθη και τριαντάφυλλα να στρώσω να περάσεις)
Να σου ’χω ψάρια στο ταψί και πέρδικα ψημένη
- Ότανε βγάλει η ελιά κρασί και το σταφύλι λάδι,
Κι όταν ασπρίσει ο κόκορας να γίνει περιστέρι,
Κι όταν στερέψει η θάλασσα να γένει περιβόλι
Τότες και να με καρτερείς και να με περιμένεις
Βαγγελιώ Σπύρου
* * * *
(Ε)λάτε κοντά γειτόνισσες, θέλω να σας μιλήσω
Που είμαι ξένη η άμοιρη να σας ’ποχαιρετίσω.
Εγώ θα φύγω τώρα πιά και πίσω δε γυρίζω
Που δεν αντέχω άλλο πια και βγαίνει η ψυχή μου
Με πλήγωσαν τα βάσανα κι οι πόνοι στο κορμί μου
Γράφτε γράμμα στη μάνα μου και σ’ όλους τους δικούς μου
Να΄ρθουν να με ’τοιμάσουνε, να ’ρθούνε να με δούνε
Για τελευταία μας φορά ν’ αποχαιρετηθούμε
. Μανούλα και αδέλφια μου ελάτε στα παιδιά μου
Για να τα προστατέψετε που΄ναι μικρά ακόμα
Τώρα που μένουν ορφανά από μάνα, από πατέρα
Μας πήρε ο Χάρος γρήγορα και νέους απ΄τη ζωή μας,
Ελάτε δω παιδάκια μου, για να σας ορμηνέψω:
Πόχω τα μάτια ανοιχτά για να σας συμβουλέψω:
Ποτέ να μη μαλώσετε, να είστ’ αγαπημένα
Μάνα θα είν’ η γειτονιά και το χωριό πατέρας.
. (Για γυναίκα παντρεμένη μακριά από το σπιτικό της)
Αικατερίνη Γάτου 81 ετών, 1980
* * * *
- Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να σε πάρει
τώρα τη βαρυχειμωνιά, πούναι ο κακός χειμώνας
το που θα χτίσεις τη φωλιά, να μπεις να ξεχειμάσεις;
- Εκεί πιο κάτω στο χωριό είναι μια εκκλησία
Εκεί έχει ένα δεντρί, πού κάνει το πιπέρι,
εκεί θα μείνω, μάνα μου, χειμώνα - καλοκαίρι
Εκεί θα κάνω το Χριστό, εκεί τον Αη - Βασίλη.
Μάνα, να μη με καρτερείς, να μη με περιμένεις.
Κι αν με πονέσεις, μάνα μου, στα δυο, στα τρία χρόνια
πάρε λιβάνι και κερί και έλα να με βγάλεις.
Κάνε τα χέρια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια
πέτα τα χώματα δεξιά, ζερβιά και τα λιθάρια
και πιάσε ξεσκέπασέ με και κοίτα με πως είμαι
κι αν είμαι ροϊδοκόκκινος σκύψε και φίλησέ με,
κι αν είμαι μαυροκίτρινος, ξανασκέπασέ με.
* * * *
Αν με πονέστε βρε παιδιά, στα δυο, στα τρία χρόνια
Κάντε τα χέρια σας τσαπιά και τις παλάμες φτυάρια
Κι ελάτε να με βγάλετε, που έχω τόσα χρόνια
Η μαύρη γη είναι βαριά και το φτωχό κορμί μου
Απ’ τα πολλά τα βάσανα δεν τη σηκώνει πια.
Μα μη κλαίτε βρε παιδιά και με στενοχωρείτε,
Εδώ που πήγα τώρα εγώ περνάν ζωή ωραία
Ο Χάρος με παρακάλεσε κουμπάρο να με κάνει
Παντρεύεται μια όμορφη κι είχε μεγάλο γλέντι
Μα εσύ μονάχα τα παιδιά που είναι μικρά να θρέψεις
Να μεγαλώσουν, παντρευτούν, να γίνουν ν΄κοκυραίοι
Παρασκευή Μακρή, 67 ετών
* * * *
Αν με πονέστε βρε παιδιά, στα δυο στα τρία χρόνια
Για πάρτε τον κατήφορο μέσα το ρέμα ρέμα
Κι εκεί στην άκρη στο χωριό είναι μια εκκλησία
Εκεί θα μείνω, βρε παιδά, χειμώνα, καλοκαίρι
. Πάρτε λιβάνι και κερί, να ’ρθετε να με βγάλτε
Καν΄τε τα χέρια σας τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια
Πετάτ΄τα χώματα δεξιά, ζερβιά και τα λιθάρια
Και πιάστε ξεσκεπάστε με, και κοίτα με πώς είμαι
Κι αν είμαι ροδοκόκκινος σκύψε και φίλησέ με
Κι αν είμαι μαυροκίτρινος ξανασκέπασέ με.
Γιαννούλα Ντούρμα
* * * *
Θα σε ρωτήσω, μάνα μου, κι αλήθεια να μου κρίνεις.
Πώς άλλαξες καθημερνή κι έβαλες τα καλά σου;
-Στον Άδη με καλέσανε κουμπάρος για να γένω.
- Μα δε στολίστ’κες για νουνός μηδέ και για κουμπάρος
Παρά στολίστ΄κες κι έβαλες του Μάη τα λουλούδια
(παρά στολίστ’κες κι έβαλες τα νεκρικά σου ρούχα)
Όλοι στολίζουν κάνιστρα να πάνε για νυφάδες
Και μεις στολίσαμε κορμί να πάρουν οι παπάδες.
* * * *
Ποιος είν’ άξιος και γρήγορος, ποιος είναι παλλικάρι
Να πάει να πει στη μάνα μου να μη με περιμένει.
Να μην της πει σκοτώθηκα κι ότ’ είμαι σκοτωμένος
Μόν’ να της πει παντρεύτηκα κι ότ’ είμαι παντρεμένος.
Κάνω την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
Κι αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια.
Βασιλική Κουτσούκου
Σημ.: Οι πρώτοι στίχοι λέγονται και έτσι:\
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά μάτια να μη δακρύζουν.
Να πάει να πει στη μάνα μου να μη με περιμένει.
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλουριά να μη φορέσει
* * * *
Σκόρπιοι στίχοι:
Α΄
Ποιος είν’ άξιος και δυνατός να βγει πάνω στη Δίρφυ
...να κάτσει σταυροπόδι
Η μάνα του τον καρτερεί τραπέζι να του κάνει
Έχει τραπέζι θλιβερό και παραπονεμένο
...
Εκεί λαλούνε τα πουλιά, λαλούν τα χελιδόνια
τ’ αηδόνια
Ντουμάνη Βασιλική Κ. Στενή
Β΄
Τον νιο τον κλαίει η νιότη του, το γέρο τα παιδιά του
Και τον καλό τον γείτονα τον κλαίει η γειτονιά του
Ευαγγελία Μπεληγιάννη 85 ετών
Γ΄
Νταντέ μου, πώς επέρασες απ΄ του Χάρου το σοκάκι
Και ζήτησες λίγο νερό και σου΄δωσε φαρμάκι.
Κάλαντα
Τα κάλαντα («Καλημερίσματα», «καλησπερίσματα», «καλήσπερα») είναι τμήμα του ευρύτερου κύκλου των γιορταστικών τραγουδιών. Στον κύκλο αυτό ανήκουν τα βαΐτικα, τα χελιδονίσματα, τα κορωνίσματα και τα άλλα τραγούδια του αγερμού, που τραγουδιούνται σε τακτές μέρες του χρόνου, από παιδιά συνήθως, που γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα για να μαζέψουν μικρά φιλοδωρήματα χρηματικά ή σε είδη. «Αλλά οι βυζαντινοί λογιότατοι επέτυχαν να βάζουν στα παιδικά στόματα μιαν ακατάσχετη στιχορροή από άδροσες εικόνες, ενοχλητικές δοτικές, τριμμένους δεκαπεντασύλλαβους, κάλαντα διηγηματικής μονοτονίας και πεποιημένης συγκίνησης, που η θρησκευτική προσήλωση τα διατήρησε ως σήμερα. Παράλληλα, ωστόσο δεν εμπόδισε ν’ αναβλύσουν οι ευχές και οι έπαινοι, στροφές δημοτικές, τρυφερές κι ολόδροσες, που αναβλύζουν μ’ όλη τη λαγαρότητα της λαϊκής φαντασίας, μ’ όλη την αρμονία του δημοτικού πλούτου, (ο λαός μας) στον πλούτο των νοικοκυραίων αντιπροσφέρει τους θησαυρούς της καρδιάς του».(1)
Σημ.: Κάποια από τα παρακάτω κάλαντα είναι καταγραμμένα από μαθητές και τα καταθέτω με επιφύλαξη.
- 1. Μιχ. Περάνθης, Ανθολογία Μιχ. Περάνθη, Γ΄ τόμ. Σελ. 687.
Κάλαντα Χριστουγέννων
Πρωτογεννού, πρωτουχριστού, πρώτη γιορτή του χρόνου
εβγάτε, δείτε, μάθετε ’πόψε Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα
το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αντρειωμένοι
όσους κερουσταλάματα στους Άγιους Κωσταντίνους
όσες λαμπάδες και κεριά στης Παναγιάς τα χέρια τόσα
καρφιά και πέταλα στους Τούρκους τα κεφάλια.
Και ’δω που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Κάλαντα Αγ. Βασιλείου
Άγιος Βασίλης έρχεται- και δεν μας καταδέχεται
από την Καισαρεία- είσ’ αρχόντισσα, κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί- ζαχαροκάμπιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι- δες και με το παλικάρι
το καλαμάρι έγραφε- κι η μοίρα του το έλεγε
και το χαρτί ομίλει- άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε
-Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι- και δεν μας καταδέχεσαι
και πούθε κατεβαίνεις- και δεν μας απανταίνεις;
- Από τη μάνα μ’ έρχομαι- και ’γω σας καταδέχομαι
και στο σχολειό πηγαίνω- άντικρό μου να σε εύρω
-Και σαν ηξέρεις γράμματα- πόσες φορές με κλάματα
πες μας την αλφαβήτα- πώς τα πέρναγες τη νύχτα;
Ξηρό ραβδί, χλωρό ραβδί- πότε στην πόρτα σου να βγει
χλωρά βλαστάρια πέτα- ροδοκόκκινη βιολέτα
κι απάνω στα βλαστάρια της- και τα περικλωνάρια της
πέρδικες κελαηδούσαν- ...
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες- γαρουφαλιές λεβέντικες
ήσαν και περιστέρια- ...
Παίρνουν νερό στα νύχια τους- και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη μας- το ρήγα το λεβέντη μας
τον πολυχρονισμένο- και στον κόσμο ξακουσμένο.
Αικατ. Βλάχου, 1977
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει,
-Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
- Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο χωριό πηγαίνω
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις
- Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα
τραγούδια δεν ηξεύρω ...
- Και σαν δε ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα
κι έλα κόψε μας την πίτα.
Κάλαντα Αγ. Βασιλείου
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις.
- Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
- Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω,
Αν είσαι εσύ γραμματικός πες μας την αλφαβήτα
και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί, χλωρούς βλαστούς πετάει
κι απάνω στα ξεβλάσταρα, περδίκια κελαηδούνε
δεν είν’ περδίκια μοναχά, μόν’ είν’ και περιστέρια.
Τα περιστέρια φύγανε και πάν’ στην κρύα βρύση
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη τους, ν’ αγιάσουν την κυρά τους.
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’ αηδονάκι που λαλεί το Μάη, το καλοκαίρι
και χώσε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσια δώσ’ τα μας, φλωριά μην τα λυπάσαι
κι αν εύρεις το μισόφλουρι, κέρνα τα παλικάρια
κέρνα τα, αφέντη μ’ κέρνα τα, να σ’ πούνε στην υγειά σου
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Χρόνια Πολλά.
Των Φώτων
Α΄
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στ’ αφέντη μας
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά
με τα σημητριόλια στα δάκτυλα
τον αφέντη Αη-Γιάννη παρακαλεί
να βαφτίσει Θεού παιδί
και να ημερώσει θεού ψυχή.
Β΄
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες στον αφέντη μας
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
είναι η Παναγία, η Δέσποινα
με τα θυμιατήρια στα δάκτυλα,
και τον Άη-Γιάννη παρακαλεί
- Άγιε μ’, Άη-Γιάννη Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
«Τα Καλήσπερα»
Ας τον καλησπερίσουμε και τούτο τον αφέντη
που ’ναι καλός κι ευγενικός κι από καλούς ανθρώπους.
Εδώ κοιμάτ’ ο αφέντης μας κι ήρθα να τον ξυπνήσω
Φέρτε του μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και δυο κλωνιά βασιλικό για να ξυπνήσ’ ο αφέντης.
Αφέντη μ’, αφεντάκι μου, πέντε φορές αφέντη
πέντε κρατούν το μαύρο σου και δέκα την ασκάλα
και δεκαοχτώ περικαλούν, αφέντη καβαλίκα
Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις
κι όπου πατήσει τ΄ άλογο πηγάδια, φανερώνει
πηγάδια, κι ασπροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
τριγύρω γύρω στις αυλές, βασιλικό μαζεύεις
βασιλικό και βάλσαμο, κομμάτι μαντζουράνα.
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια άπειρα και μέρες σαν την άμμο.
Παρασκευή Ζέρβα, Βενετία Ντουμάνη, Αντώνιος Παύλου.
Τραγούδια του Λαζάρου
Α΄
Λάζαρος αποθαμένος και με το κερί ζωμένος
- Πες μας, Λάζαρε, τι είδες κει στον Άδη από πήγες
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους
γύρεψα λίγο νεράκι και μου δώσανε φαρμάκι
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Β΄
Σήκω, Λάζαρε, και μην κοιμάσαι
ήρθ’ η μάνα σου από την πόλη
σου ’φερε χαρτί και κομπολόι
ω Λάζαρε, ω Λάζαρε το ’χω το καλαθάκι
το καλαθάκι θέλ’ αυγό κι η τσέπ’ θέλει κοκόσα.
Γερακίνη Παρασκευή (74 χρ.)
Γ΄
Σαν τη Λαμπρή την Κυριακή του Λαμπρουστουλισμένου
κυρά μου τα παιδάκια σου, κυρά μου τ’ ακριβά σου
η Παναγία στα ’δωκε, Θεός να στα χαρίσει
να κάμεις γάμους και χαρές, ξεφαντωσές μεγάλες
να τρών’ να πίν’ οι φίλοι σου, να σκάζουν οι εχτροί σου.
Και του χρόνου
Δήμητρα Μπαρμπούρη
Δ΄
Σαν τη Λαμπρή, την Κυριακή του Λαμπρουστουλισμένου
Κυρά μου τα παιδάκια σου τα μουσχουγεννημένα
η Παναϊά σου τα’ στειλε, θεός να στα χαρίσει
να κάμεις γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες
να στάσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση στην αυλή σου
να μπαινουβγαίνουν οι φίλοι σου, να σκάζουν οι οχτροί σου.
Και του χρόνου.
Σοφία Παύλου, 56 χρ., Καμπιά 1976
«Το μοιρολόι της Παναγίας»
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρεις καταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
-Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ’ αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα
πήραν το δρόμο, το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άη-Γιάννη.
- Αφέντ’ Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
μην’ είδες τον υιόκα μου και το Διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο Γιόκας σου και με Διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τονε ρωτάει :
-Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις
Σύρε, μάνα μ’, στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε τραπέζι θλιβερό κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να τηνε λάβουν όλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν’ ο Θεός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ΄ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
Κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Σουλτάνα Σιμιτζή (40 χρ.), Δέσποινα Σπύρου
Βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν:
- 1. Δ. Πετρόπουλος, Δημοτικά τραγούδια, Εισαγωγή (Β.Β.46).
- 2. Γ. Λαμπρινός, Το δημοτικό τραγούδι, εκδ. Κέδρος, Δεκ. 1981.
- 3. Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Χ. Πάτση) Δημοτικά τραγούδια.
- 4. Ανθολογία ΠΕΡΑΝΘΗ, τομ. 3.
- 5. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Κ. Δημαρά.
- 6. Επίτομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ. Βαλέτα.
- 7. Κείμενα και αναλύσεις, Κ. Κουλουφάκος, Αθήνα 1970.
- 8. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ν. Πολίτη.
- 9. Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ζωή Μπέλλα & Δημ. Πτολεμαίος τομ. 3.
- 10. Τραγούδια της Σουβάλας, Γ. ΜΑΡΡΕ, Αθήνα 1973.
- 11. Δημοτικά Τραγούδια, Παραλογές, εκδ. ΕΡΜΗΣ.
- 12. Δημοτικά Τραγούδια, της Ξενιτιάς, εκδ. ΕΡΜΗΣ.
- 13. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τομ.Ι.
- 14. Γ. Ταρστούλη, Μωραΐτικα τραγούδια.
- 15. Περιοδικό «ΣΚΟΥΦΑΣ», Γ΄ έτος, Σεπτέμβριος 1957, Άρτα.