Ο Γαγάτος και τ΄ άλογο
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Το πως είχε αποκτήσει τα χρήματα ο Κώστας ο Γαγάτος, ούτε αυτός ο ίδιος δεν ήξερε.
Ίσως το ήξερε μόνο η μάννα του, η Μαγιάκω, η οποία είχε πέντε προγόνια και τρία ή τέσσερα δικά της παιδιά.
Και σαν πέθανε ο μακαρίτης ο σύζυγός της, αυτή διηγούταν ότι έβλεπε διάφορα όνειρα αποκαλυπτικά σχετικά με το μέλλον και την τύχη των τέκνων.
-Απόψ΄ είδα στον ύπνο μ΄, αχ Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄! (διηγείτο στην προγονή της την πρωτότοκο, ίση σχεδόν με αυτήν στα χρόνια) πως ήρθ΄ αφεντ΄ς σ΄ (δηλαδή ο πατέρας σου) και μου ’πε, αχ! Μαριώ μ΄! Πέντε παιδιά θα προκόψ΄νε, Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄!…
Και απαριθμούσε ποιες απ΄ τις αδελφές επρόκειτο να προκόψουν, κατά την αποκάλυψη την οποία της είχε κάμει στο όνειρο ο πεθαμένος.
Έπειτα έλεγε πάντοτε μεταξύ ποιητικού και πεζού λόγου και με ρυθμό, σαν να μοιρολογούσε και σείοντας το κεφάλι, σαν για να κρατεί το χρόνο:
Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄…
Είχε μία θυγατέρα, η οποία αφού ξενιτεύτηκε με το σύζυγό της, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, είχε αλλάξει την εγχώρια ενδυμασία, για τούτο η μητέρα της τη μισούσε ολόψυχα και την ονόμαζε, πάντοτε σχεδόν, «η Φράγκισσα».
-Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄ κι ο αδελφός σ΄, ο γκαβούλιακας, ο Παναγής, πφου! στάχτ΄ κι κορνιαχτός!…
Όσον αφορά τον μοναχογιό της, τον Κώστα, αυτή όπως φαίνεται, είχε βοηθήσει στο να επαληθεύσει ο χρησμός.
Όταν ψυχομαχούσε ο γέρος, αυτή πήρε, όπως έλεγε τουλάχιστον ο κόσμος, το μεγάλο κομπόδεμα, δηλαδή τη σακούλα με τις λίρες και το έριξε στο πηγάδι της αυλής, το οποίο είχε δύο ή τρεις σπιθαμές νερό. Μόλις δε ξεψύχησε ο πατέρας τους κι ενώ ο νεκρός ήταν ζεστός ακόμα, οι δε άλλοι γιοι του πεθαμένου, οι πρόγονοί της, έψαχναν να βρουν το κομπόδεμα, αυτή υπέδειξε στον Κώστα που είχε ρίξει τη σακούλα με τις λίρες. Το πως ανέσυρε τη σακούλα από το πηγάδι ο γιος της, ούτε η γριά Μαγιάκω δεν το ήξερε, αν δηλαδή κατέβασε αρπάγη με σχοινί ή αν ο ίδιος κατέβηκε με σκάλα ή χωρίς σκάλα ή έδωκε βουτιά ή αν άδειασε το πηγάδι με την αντλία ή με τον κουβά, για να φανεί το κομπόδεμα στο βάθος.
Αυτό μόνο ο Γαγάτος το ήξερε.
***
Ο Κώστας ο Γαγάτος τώρα ήταν μέγας και πολύς, τοκιστής στο χωριό, πότε 18 τοις εκατό, πότε 16 ή 15, τα σίγουρα και «το διάφορο κεφάλι».
Τα θαλασσοδάνεια, συνήθως 36 τοις εκατό, πάλι «το διάφορο κεφάλι».
Ήταν δε πρόθυμος να δανείζει και να ενθαρρύνει προς εργασία.
Άμα έβλεπε κάποιον χωρικό να έχει καλά κτήματα, τον κατάφερνε προσφερόμενος να του δώσει χρήματα, για να επεκτείνει την καλλιέργεια, άμα έβλεπε κάποιον άξιο βαρκάρη, πάλι ήταν πρόθυμος να του δώσει, για να ναυπηγήσει βρατσέρα ή γολετί ή κότερο.
Με αυτόν τον τρόπο, είχε φάγει τα κεφάλια πολλών, χωρικών ή θαλασσινών, ενώ αυτός δεν έχανε ποτέ του τίποτε, ούτε διάφορο, ούτε κεφάλι.
Αλλά ήταν και πράγματι «γερό κεφάλι» ο Κώστας ο Γαγάτος.
Αν με τη μέθοδο αυτή, δεν αποκτούσε δημοτικότητα, αν γινόταν μάλλον λαομίσητος, πεντάρα δεν έδινε.
Αρκούσε να μη χάσει τα χρήματα. Ήξερε πολύ καλά, ότι κάθε τοκογλύφος, αρκεί να έχει φιλοδοξία - και ποιος δεν έχει;- θα έλθει ημέρα, ώρα, ψυχολογική στιγμή, οπού θα γίνει σύμβουλος, δήμαρχος ή και βουλευτής, αρκεί να το θέλει.
Ήξερε ότι, όσο μισείται κάποιος, τόσο φοβερός και σημαντικός γίνεται, αλλά όταν φανεί ανάξιος και «μπόσικος» και του φάνε οι άλλοι τα λεπτά, τότε στο τέλος περιφρονείται και «τύφλα» του φωνάζουν όλοι. Με αυτή τη μέθοδο που αναφέραμε, είχε καταφέρει και το Γιάννη τον Περιβόλα, που είχε αλογόμυλο, να πουλήσει ένα παλιό άλογο που είχε και να αγοράσει νέο, τον δάνεισε δε τριακόσιες δραχμές. Τον πρώτο χρόνο, ο Γιάννης ο Περιβόλας, του πλήρωσε όλον τον τόκο, προς 16 τοις εκατό και μέρος του κεφαλαίου. Το δεύτερο χρόνο δεν ευκολύνθηκε να δώσει τίποτε από το κεφάλαιο, μόνον ήθελε να δώσει ακριβώς τον τόκο του υπολειπόμενου κεφαλαίου. Ο Γαγάτος του είπε: «Φέρ΄εσύ κι εγώ τα σβήνω, κάνουμε καλά».
Πήρε τα δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία κρατούσε στα χέρια ο άνθρωπος, ζητώντας να λάβει τα ρέστα και ο Γαγάτος του έδωκε μόνο δύο δραχμές, κρατώντας 48 απέναντι ακεραίου του κεφαλαίου, ενώ δικαιούταν να λαμβάνει μόνο για το υπολειπόμενο κεφάλαιο.
Τον τρίτο χρόνο, πάλι ο Περιβόλας μπόρεσε να δώσει μέρος του κεφαλαίου και ο Γαγάτος είπε, ότι τα σβήνει κι ας μην ανησυχεί, κτλ. Τον τέταρτο χρόνο, ο Περιβόλας μόνο τόκο έδωσε «κουτουρού», επειδή δεν ήξερε «πόσα κάνει».
Τον πέμπτο και έκτο χρόνο είχε πέσει δυστυχία, αφορία μεγάλη κτλ. Ασθένειες και θάνατοι και γέννηση διδύμων είχαν ενσκήψει στην οικία του Περιβόλα.
Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να δώσει ούτε τόκο.
Ο Γαγάτος τον είχε τυλίξει, σε τρόπο ώστε να μη γνωρίζει πλέον πόσα χρωστούσε και πόσα είχε πληρώσει.
Άρχισε δε να τον πιέζει, απαιτώντας την πληρωμή τόκου και κεφαλαίου, αλλά εκείνος δεν είχε, ούτε ήταν εύκολο να δανεισθεί.
Τέλος ο Γαγάτος του εκκίνησε αγωγή, απαιτώντας τους τόκους δύο ετών και ολόκληρο το κεφάλαιο.
Ο Κώστας, ενώ εξωδίκως έλεγε ότι «τα σβήνει», ότι τα έχει σημειωμένα στο κατάστιχό του, κτλ., στο δικαστήριο, μόνο το ομόλογο παρουσίασε και μόνο τους τόκους των τεσσάρων ετών αναγνώρισε ότι είχε λάβει.
Δεν άργησε να εκδοθεί απόφαση «εκτελεστή».
Την άλλη μέρα, ο Ανδρέας της Βασιλικής, δικαστικός κλητήρας, φουστανελοφόρος, μαζί με τον τρίτο πάρεδρο κτλ., προέβησαν στην κατάσχεση του αλόγου του Περιβόλα.
Το άλογο ήταν ακμαίο ακόμη. Ήταν ξεκούραστο από ημερών και δεχόταν αναβάτη, επειδή τα αλέσματα στο μύλο, κριθάρια ή καλαμπόκια, ήταν σπάνια εκείνη τη χρονιά.
Ο Γαγάτος, αν το πουλούσε, θα έπιανε βεβαίως τα χρήματα, αλλά δεν ήθελε να το πουλήσει. Το ήθελε για τον εαυτό του.
Είχε κτήματα πολλά και φάμπρικες και ελαιοτριβεία ο Γαγάτος.
Το πήρε στην δικαιοδοσία του ο γιος του Γαγάτου, ο Θοδωρής, ο οποίος άλφα δεν είχε μάθει, ούτε σε άλλο τίποτε ήταν χρήσιμος, μόνο είχε μανία να τρέχει με τα ζώα, σαν αγωγιάτης, να χορταίνει την καβάλα, να ατακτεί και να ωρύεται τη νύκτα στα λιβάδια, ενίοτε και στους δρόμους της πολίχνης.
Ήταν πλασμένος για να γίνει ονηλάτης.
Ο Θοδωρής το πήρε. Το κοίταξε, το καμάρωσε, το χάιδεψε και είπε:
-Μωρέ, κελεπούρι!… τεφαρίκι!… βρε, πλιάτσικο.
Το καβαλίκεψε θριαμβευτικά και πήγε να το βοσκήσει.
Το πότισε. Πάλι το βόσκησε. Το καβαλίκεψε πάλι, το πηλάλησε.
Το καμάρωνε, σαν καινούργιο κόσκινο, δεν ήξερε τι να το κάμει, του φαινόταν ως λεία, ως λάφυρο, ως εύρημα, ως έρμαιο, ως κειμήλιο, ως θεόπεμπτο, ως ουρανοκατέβατο, ως μυθώδες πράγμα.
Το βράδυ επέστρεψε νύκτα και το έκλεισε στο στάβλο, τον συνεχόμενο με το ελαιοτριβείο του πατέρα του, μέσα σε μεγάλο αυλόγυρο με ψηλό περίβολο.
Το πρωί το ζώο βρέθηκε νεκρό. Τι είχε πάθει; Από ποια τάχα αφορμή;
Ένας γέρος, ο οποίος ήταν ο εμπειρικός κτηνίατρος του τόπου, αποφάνθηκε:
«Αν δεν είναι από αβασκαμό, θα έσκασε απ’ το κακό του, γιατί άλλαξε αφέντη».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης