Τρελή βραδιά
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Είχαν στρώσει την ψάθα, εκεί στην άμμο, την ώρα που είχε νυχτώσει, σαν Τούρκοι ραμαζανλήδες, οι τρεις τους, ο Αντώνης ο Παβιώτης, ο Προκόπης της Μαρούδας κι ο Σταμάτης ο Αρβανίτης κι ο γέρο-Καλοειδής τέταρτος, ο ιδιοκτήτης του μικρού καπηλειού.
Το καπηλειό ήταν λίγα βήματα πάρα μέσα, βλέποντας στον παραθαλάσσιο δρόμο κι η ψάθα ήταν στρωμένη πέρα από το δρόμο, στο γιαλό και τη μία άκρη της έβρεχαν, προσπαίζοντας στην άμμο, αμιλλώμενα ποιο να προσπεράσει το άλλο, τα παιχνιδιάρικα, χαρούμενα κύματα.
Ο γέρο-Καλοειδής, ήταν πρώτος μερακλής και πρώτος γλεντζές του χωριού, πρόθυμος σε όλα, αυτός και το καπηλειό του. Είχε μείνει έως τότε με το άχτι του και με το κορμί του το κοντό και κυρτό και με τα μακριά πόδια του, επειδή τέτοιος ήταν απ΄ τη νεότητά του, πλασμένος με ραχίτη και καμιά δεν τον ζήλευε να τον πάρει.
Στη συνέχεια κατόρθωσε να ξεγελάσει μία, αλλά γρήγορα χήρεψε, έπειτα παντρεύτηκε δεύτερη φορά και σε λίγο καιρό, η δεύτερη γυναίκα του πέθανε.
Τότε ήταν ακόμη άγαμος, δεν είχε πενηνταρίσει ακόμη.
Από τους άλλους, οι δύο ήταν νέοι άγαμοι και τον τρίτο, τον Προκόπη, τον είχε διώξει η γυναίκα του. Είχαν στρωθεί εκεί το βράδυ εκείνο, τρώγοντας στρείδια, αχινούς, λαχανόπιττα, πεταλίδες, καλόγνωμες και κοχύλια.
Έπειτα ήπιαν, ήπιαν. Τα βαρέλια του γέρο-Καλοειδή ήταν εύθυμα, λάλα, διαχυτικά, όπως ο νοικοκύρης τους.
Ύστερα άρχισαν τα τραγούδια:
«Πόσες φορές τα κύματα!….» Όχι! πολύ ρεμβώδες.
«…Η ζωή θε να φανεί;…. Ο χωρισμός… πονεί!» Ω, μονότονο.
«Κοιμάσαι, πλάσμα που λατρεύω…» Ω, σχολαστικότης!
Δεν ήταν τραγούδια αυτά και ο ορίζοντας δεν τα έστεργε.
Ούτε υπήρχε κοινό για να τους ακούσει. Τα κορίτσια της γειτονιάς κλειδώνονταν νωρίς, όμοια με τα πουλιά που κατιάζουν νωρίς στις φωλιές τους. Τα κύματα δεν δέχονται άλλους ήχους από τους δικούς τους, τους πλούσιους και παναρμόνιους.
Ο βράχος αντίκρυ, φαινόταν να γελά με μαύρα δόντια, σαν κόκκαλα σαπρακωμένα, σπαρτά, πεταμένα επάνω στο πλάι του βουνού και το κύμα κτυπώντας πάνω τους, κάγχαζε στις άγονες προσπάθειές τους.
Όλα τα παράθυρα τριγύρω κλειστά. Έπειτα αυτοί δεν είχαν να κάμουν τίποτε με τα κορίτσια της γειτονιάς, είχαν με τους ίδιους τους εαυτούς τους. Μην πιστεύετε ότι, επειδή βρίσκονταν στο ύπαιθρο, ήταν καλοκαίρι ήδη. Ήταν το Μάρτιο μήνα και έκανε ψύχος.
Ο καθένας από τους τρεις ευχόταν επί μία στιγμή, να πρότεινε ο ένας απ΄τους άλλους δύο να μεταθέσουν το συμπόσιο μέσα στο καπηλειό.
Αλλά κανείς από τους τρεις δεν το πρότεινε.
Ο γέρο Καλοειδάκης, ούτε υποπτεύτηκε ότι έκανε ψύχος.
Έπειτα αίφνης και οι άλλοι έπαψαν να το αισθάνονται.
Έπειτα άρχισε σιγά να χιονίζει. Ο καλύτερος καιρός για να γλεντήσει κανείς «στους μαχαλάδες». Η καλύτερη προδιάθεση για να κρυώσει κανείς χωρίς να αισθανθεί κρύο.
-Λοιπόν, στους μαχαλάδες! Πάμε παιδιά τον ανήφορο.
Εκεί θα εύρισκαν κοινό να τους ακούσει. Σηκώθηκαν.
Ο Σταμάτης, χωρίς να εξηγηθεί και χωρίς άλλος να κάμει παρατήρηση, τύλιξε την ψάθα και την έβαλε στον ώμο.
Ο Καλοειδής φορτώθηκε σαν δισάκκι δύο φλάσκες δεμένες με σχοινί, που κατέρχονταν δεξιά και αριστερά του προεξέχοντος στήθους του.
Η μία έφερε μαύρο οίνο, η άλλη ξανθό μοσχάτο.
Ο Προκόπης κρατούσε μέσα σε μαντήλι, πεταλίδες, παγούρια ψημένα, πόδια αστακού και άλλα αρτύματα. Ο Αντώνης έκανε μύλο και δονούσε τον αέρα με το χονδρό ραβδί του.
Εμπρός, πάμε!
Τότε άρχισε συγχρόνως να βουίζει από τα τραγούδια η πρώτη γειτονιά.
Και σε κάθε στροφή, ο Καλοειδάκης, με φωνή περιπαθή, πάλλουσα, προσέθετε την επωδό, την οποία αγαπούσε σαν δική του:
Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς,
Σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
* * *
Αλλά το πρώτο τραγούδι, στον παλαιό δώριο ήχο, «έβγα να ιδώ τον ίσκιον σου κι εγώ τόνε γνωρίζω», άγνωστο αν το άκουσε καμία στο μαχαλά και αν φάνηκε ευδιάθετη να ανταποκριθεί, σε αυτούς όμως δεν άρεσε, ως πάρα πολύ σεμνό και για τούτο το έτρεψαν αμέσως στο φρύγιο και το τροχαϊκό. Και τότε πάλι ο Καλοειδής βρήκε δική του επωδό να επισυνάψει:
Ντελμπεντέρισσα, Βασίλω,
στρώσ΄ τα μπράτσα σου να γείρω!
Από μία διακοπή του έως τότε πρωτοτραγουδιστή, του Προκόπη, βρήκε καιρό ο Καλοειδής, άρχισε να τραγουδάει άλλο, γοργό τούτο, μέλος:
Βασίλω μ΄, κάτσε φρόνιμα,
σαν τ΄άλλα τα κορίτσα,
σ΄αυτή τη γειτονίτσα….
Σαν να ηλεκτρίσθηκε από τη γοητεία του τραγουδιού, παραδόξως ένα παράθυρο έτριξε και φάνηκε στο ασθενές φέγγος της σελήνης που έπλεε στα σύννεφα μία σκιά στο στενό άνοιγμα.
Ήταν η Μαρούδα, η γυναίκα του Προκόπη, η οποία τον είχε διώξει από το σπίτι της προ ημερών.
Οι γέροντες νοικοκυραίοι του τόπου ισχυρίζονταν πάντοτε, ότι η σχεδόν απαράβατη συνήθεια, του να αποτελεί το σπίτι μέρος της προίκας, είχε τούτο το καλό, ότι δεν μπορούσε ποτέ ο άνδρας να διώξει τη γυναίκα από το σπίτι, αλλά οτιδήποτε άλλο.
Ακούσθηκε τότε οξύς ψιθυρισμός στη σιγή και το υπόφαιο σκοτάδι, τόσο συριστικός και διαπεραστικός, ώστε νικούσε και την πλέον στεντόρεια βαρυφωνία.
-Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε!
Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα!
Που να σκάσεις!
Αμέσως ακούστηκε δεύτερος τριγμός και το παράθυρο κλείσθηκε με πείσμα.
Ο Καλοειδής επανέλαβε το τραγούδι:
Βασίλω μ΄,τα κουμπούρια σου
με τι τά ΄χεις γεμάτα,
βαριά, π΄ανάθεμά τα!
* * *
Και οι ήχοι απ΄ όλες τις γειτονιές ζωντάνεψαν και αντηχούσε παρατεταμένα το χαρούμενο και γοργό άσμα του Καλοειδή.
Αλλά και τούτο δεν ανταποκρινόταν, φαίνεται, στις ψυχικές διαθέσεις των γλεντοκόπων. Τους χρειαζόταν κανένα άλλο.
Ακριβώς τότε, έφθασαν μπροστά από ένα καλοκτισμένο σπίτι, του οποίου το ένα παράθυρο ήταν φωτισμένο. Γλάστρες με διάφορα λουλούδια φαίνονταν στον εξώστη, άλλες γλάστρες στο μπαλκόνι.
Υπήρχε κοσμιότητα και κομψότητα χαρίεσσα. Καθαρό πνεύμα φαινόταν ότι έμενε στο σπίτι εκείνο. Και όλα φανέρωναν την παρουσία φιλόκαλης αξιαγάπητης κόρης.
Και το χιόνι, λεπτό, αραιό, έπεφτε. Και οι τέσσερις γλεντοκόποι αισθάνονταν να δροσίζεται το μέτωπό τους από τις ελαφρές νιφάδες.
Ο Αντώνης κοίταζε να βρει μέρος υπήνεμο ή απάτητο, χαμηλή στέγη καλύβας ή πεζούλα μπροστά από κάποια πόρτα, όπου να έχει στρωθεί μια χούφτα χιόνι.
Είχε πόθο να δροσίσει το στόμα του, τον ουρανίσκο του με την αβρή, παρθενική χιόνα. Και η σελήνη έπλεε στο κενό και το χιόνι χανόταν πέφτοντας στη γη.
Την ίδια στιγμή ο Σταμάτης, καθώς βαστούσε την ψάθα στον ώμο, άρχισε να τραγουδά αποκάτω στο παράθυρο της φιλανθούς κόρης, άμουση παρωδία άσματος:
Πάει κουνίζοντας τη ωραίος φεγγάρης
που μου ντείξει ντικές σου ωραίες μούτρες,
μια βραντιά, κ΄ένα κλάψα ντικό σου,
κ΄εγκώ αγκαπώ του λόγκου σου!
-Σώπα! άφησέ το! είπε περίλυπος ο Αντώνης.
Κι έκαμε χειρονομία να φράξει με την παλάμη του το στόμα του φίλου του.
Έπειτα σφούγγισε το μέτωπο του, σαν να είχε ιδρώτα και να αισθανόταν μεγάλη ζέστη.
-Δεν πάμε και παρακάτω; πρότεινε ο Καλοειδής.
-Ναι, ναι, πρόφερε με πόνο ο Αντώνης.
* * *
Διευθύνθηκαν προς την άνω συνοικία. Αφού ανέβηκαν τον ανηφορικό λιθόστρωτο δρόμο, στράφηκαν αριστερά προς την κρημνώδη ακτή, έπειτα έστριψαν δεξιά προς το ενδότερο μέρος. Μετά κάποιο ελιγμό έφθασαν σε στενό δρομίσκο, δεξιά και αριστερά του οποίου πρόβαλλαν δύο ψηλά αρχοντόσπιτα, το ένα με μικρή αυλή προς το δρόμο, το άλλο με μεγάλο αυλόγυρο και κήπο από πίσω.
Η αυλόπορτα του πρώτου δεξιά ήταν ανοικτή, του άλλου όχι.
-Κρασοπουλεί ο γέρο-Κρεμέζος, είπε ο Αντώνης.
-Δεν πάμε να του κάμουμε αλεσβερίσι; πρότεινε ο Καλοειδάκης.
-Σώθηκε κιόλα το κρασί μας; ρώτησε ανήσυχος, κοιτάζοντας τις δύο φλάσκες ο Προκόπης, χωρίς να θυμάται αν ήπιαν ή δεν ήπιαν αφότου ξεκίνησαν από το καπηλειό.
-Πάμε να ρίξουμε μια ματιά, είπε ο Σταμάτης.
-Βέβαια, εσύ είπες το σωστό, απάντησε, κουνώντας τις δύο φλάσκες ο Καλοειδής, δια του θορύβου των οποίων ήθελε να πληροφορήσει τον Προκόπη ότι ήταν ακόμα «κοντόγεμες», αλλά ότι εδώ που θα έμπαιναν, δεν θα έμπαιναν για το κρασί.
Μπήκαν στην αυλή, έπειτα σε υπόστεγο όπου υπήρχε φως.
Τούτο ήταν άφρακτο από τη μία πλευρά και χρησίμευε ως ληνός και πατητήρι για τα κρασιά του γέρο-Κρεμέζου.
Ο γέρος καθόταν εκεί κοντά στον κρατήρα του βαρελιού, με το μακριό από κερασιά τσιμπούκι του, που είχε επιστόμιο καχριμπαρένιο, με πλατιά μεταξωτή καπνοσακούλα κρεμασμένη από τη μέση του. Φορούσε πανωβράκι από αγγλική τσόχα στιλπνό, βελούδινη τζάκα, παπούτσια και σκούφια, χρυσοκέντητα.
Ήταν αρχοντομαθημένος κι έλεγαν πως είχε «γρόσια πολλά»!
Είχε κι είχε καράβια στη νεότητά του, με τα οποία είχε περιέλθει είκοσι φορές τη Μεσόγειο. Τώρα, μετά το θάνατο της γριάς, η διχόνοια είχε υπεισέλθει δυστυχώς στο σπίτι και οι γιοι του «καλημέρα» δεν του έλεγαν.
Είχε υιοθετήσει, όπως έλεγαν, μία ορφανή για να την αφήσει κληρονόμο του βιούς του, όσος του είχε μείνει ακόμα.
-Λοιπόν, πώς τα περνάς, καπετάν Παναγή;
-Ε, πως να τα περάσω, παιδιά. Έγραψα μέσα στη Χαλκίδα να μου βγάλει αφορισμό ο Δεσπότης.
-Αφορισμό; Θεός φυλάξοι! Για τι πράμα;
-Δεν ακούσατε σεις που μου χύσανε το κρασί μου αυτές τις ημέρες;
Και άρχισε να διηγείται, πως άγνωστος εχθρός, ίσως κανένας βαλμένος απ΄τους δικούς του, που δεν τα είχε καλά μαζί τους, είχε μπει νύχτα ο απόκοτος στην αυλή και στο ισόγειο του σπιτιού και είχε ανοίξει τον κρουνό του μεγάλου βαγενιού του και χύθηκαν τριάντα βαρέλες κρασί.
Τώρα του έμενε μόνο αυτό το μεσιακό βαρελάκι, που το κρασοπουλάει κι άλλα δύο ή τρία μικρότερα, τα οποία βρίσκει ευχαρίστηση να μονοπωλεί μοναχός του, όχι τόσο για τα λεπτά που θα μαζώξει, όσο γιατί έρχονται, ας είναι καλά, τα παιδιά του χωριού, τα λεβεντόπαιδα και του κάνουν συντροφιά, για να περνά κι αυτός την ώρα του.
Ας παν να ιδούν τα μάτια μου,
πώς τα περνάει η αγάπη μου.
Μου΄ παν αλλού κι αγάπησε,
κι εμένα μ΄απαράτησε.
-Ποιος σ΄ το΄ πε, δεντρουλάκι μου,
δε σ ΄αγαπώ, πουλάκι μου;
Αν σ΄ το΄ πε ο ήλιος να σβηστεί,
τ΄ άστρι να μην ξημερωθεί….
Κι αν σ΄ το΄ πανε στην εκκλησιά,
κερί να μη ανάψουν πια….
Κι αν σ΄ το΄ πε το Ρηγόπουλο,
στην Μπαρμπαριά σκλαβόπουλο!
Το τραγούδι τούτο άρεσε πολύ στον γέρο-Κρεμέζο. Τη στιγμή εκείνη, καθώς είχε πει ο Σταμάτης τους μισούς στίχους, ακούσθηκε θόρυβος στον εξώστη, τον προς την αυλή, καταντικρύ του υπόστεγου όπου βρίσκονταν οι νυκτερινοί επισκέπτες.
Ήταν η ορφανή, η προστατευόμενη του οικοδεσπότη, χαρίεσσα κόρη.
Ο Σταμάτης είχε «κλέφτικο μάτι» και είδε την ωραία κοπέλα, που εξήλθε σιγά, για να ακροασθεί καλύτερα το άσμα, να δει και τον τραγουδιστή, βέβαια.
Ο Προκόπης δεν έβλεπε πλέον τίποτε και ο Αντώνης έστρεψε βλέμμα απογοητευμένο προς τα εκεί. Οι δύο φλάσκες σείσθηκαν και έκλωξαν κάτω από την πνοή και την κόλπωση του στέρνου του Καλοειδή, ο οποίος τότε μόνο στοχάσθηκε ότι ήταν μάταιο να τις φέρει επάνω του εκεί που είχαν καθίσει και έσπευσε να τις ξεφορτωθεί.
Αλλά μόνο μία στιγμή φάνηκε η λευκή οπτασία και πάλι αποσύρθηκε, ελαφρά σαν ατμός δρόσου.
Ο γέρο-Κρεμέζος δεν αγροίκησε την παρουσία της.
-Και τι γίνεται, καπετάν Παναγή, ο γείτονας σου, ο γέρο-Χαρμόλαος; ρώτησε ο Καλοειδής.
-Αμ΄ τι να γίνει, όλο μέσα κάθεται, σαν τη λεχώνα κι όλο κουτσομπολιά θέλει να ακούει, απάντησε καγχάζοντας ο γέρο-Κρεμέζος.
-Και ποιος του τα λέει τα κουτσομπολιά;
-Οι γειτόνισσες γύρω-γύρω.
Ο γέρο-Χαρμόλαος ήταν ο ιδιοκτήτης του άλλου αρχοντικού σπιτιού, του αντικρινού, με τον αυλόγυρο και τον κήπο. Αντίζηλος του Κρεμέζου σε όλα, στα καράβια, στα «πολλά γρόσια», ακόμη και στην εύνοια των γειτονισσών.
Ήταν ωραίος γέρος, σχεδόν μεγαλοπρεπής, λευκός όλος, πάσχοντας από ποδάγρα, φορούσε βελούδινα και χρυσοποίκιλτα. Πάλαι ποτέ πλοίαρχος και ιδιοκτήτης της ξακουστής «Μινέρβας», πλοίου μεγάλης χωρητικότητας, κοσμογυρισμένος κι αυτός, όπως ο γέρο-Κρεμέζος, στη νεότητά του υπήρξε, όπως έλεγαν, Ιερολοχίτης στο Δραγατσάνι επιζήσας, αφού εξετέλεσε το χρέος του.
Στα γεράματά του, χωρισμένος από τη γυναίκα του, υπηρετούμενος από μακρινές πτωχές ανεψιές του, ευχαριστιόταν να κάθεται εν μέσω συντροφιάς μεσήλικων γυναικών και να ακούει, καθώς ισχυριζόταν
ο Κρεμέζος, διάφορους χαριεντισμούς και κουτσομπολιά.
-Και χορταίνει ακούοντας κουτσομπολιά; ρώτησε πάλι ο Καλοειδάκης.
-Σε ούλα τα πάντα είναι χόρταση και δεν είναι χόρταση, απάντησε αποφθεγματικά ο γερό-Κρεμέζος.
* * *
Καθώς σηκώθηκε η παρέα και αποχαιρέτισε τον καπετάν Παναγή, ο Καλοειδής πρότεινε και ο Σταμάτης υπεστήριξε, να δοκιμάσουν να πάνε για νυκτερινή επίσκεψη στο σπίτι του γέρο - Χαρμόλαου.
Τούτο θα κατορθωνόταν εύκολα με τέχνασμα, όπως ισχυριζόταν ο Καλοειδής. Η αυλόπορτα δεν ήταν κλειδωμένη, αλλά μόνο μανταλωμένη και προφανώς ήταν εκεί, καθώς μαρτυρούσε το πάμφωτο παράθυρο και οι ηχηροί καγχασμοί που ακούγονταν από καιρό σε καιρό από κει, από τη συναναστροφή στου γέρο-Χαρμόλαου.
Ο Καλοειδής, επειδή είχε λίγο θάρρος, καθότι ήταν μακρινός συγγενής του ιδιοκτήτη, θα εισχωρούσε, φέροντας δύο φλάσκες στο σπίτι,
θα ανέβαινε στον μουσαφίρ-οντά, θα κατόρθωνε δια μιας να καλοκαρδίσει το γέροντα, ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ την συναναστροφή με τους νέους, θα προσποιούταν ότι βιάζεται να φύγει, λόγω ότι τον περιμένει κάτω η παρέα του και τότε ο γέρο-Χαρμόλαος, για να μη χάσει γρήγορα τη συντροφιά του Καλοειδή, θα φιλοτιμείτο να καλέσει τους πάντες επάνω στο σπίτι.
Θα άξιζε πράγματι να έμπαιναν οι νέοι στο εσωτερικό του σπιτιού αυτού, όπου θα έβλεπαν το γέροντα, αξιοπερίεργο Οιδίποδα, καθότι έπασχε τον περισσότερο χρόνο από ποδάγρα, ξαπλωμένο εν μέσω μισής δωδεκάδας Σφιγγών και να ασχολείται με καγχασμούς να λύνει τα διάφορα αινίγματα, τα διφορούμενα στην ουσία, διφορούμενα και στη μορφή, τα οποία παρουσίαζαν πονηρά εκείνες.
Αλλά ο Αντώνης, με σταθερότητα αντιστάθηκε στο σχέδιο τούτο, λέγοντας, ότι δεν του αρέσει να πάει τέτοια ώρα σε ξένο σπίτι για να ακούσει αινίγματα. Οι άλλοι δεν επέμεναν πολύ, επειδή είχε αρχίσει ήδη να παλιώνει η συντροφιά τους και να γίνεται βαρετή.
Πριν όμως απομακρυνθούν, ο Σταμάτης, που ήταν ο πλέον ατίθασος από τους τέσσερις, στάθηκε κάτω από το φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού, φέροντας και την ψάθα στους ώμους και άρχισε ακράτητος να τραγουδάει:
«Ο ηγούμενος του Φαϊμεσμπρούμ,
είχε μουσαφιραίους,
γιαρ γιαρ γιούμ,
και μάλιστα μιαν καλογγρέζα.
Οι μουσαφιραίους ήταν όλοι μετυσμένοι
από τη φαΐς κι από την πιοτής,
γιαρ γιαρ γιούμ,
ήταν όλοι στουπιντόν.
«Ω ψυχή κι αγγελικό κορμί!»
Οι μουσαφιραίους έφεραν και ροβολιά
κάτω π΄ την περιφόλα,
γιαρ γιαρ γιούμ,
προς ντιασκέντασις.
-Ω, καλησπέρα σας, κύριε Φαϊμεσμπρούμ,
τι φέλεις εντώ μέσα;
γιαρ γιαρ γιούμ,
την βλέπομεν καλόγγρεζα.
-Ω! τεν επιστρέφομεν πλέον εις την κελλίον,
τα γκίνω Μάρτιν Λούτερ,
γιαρ γιαρ γιούμ,
σ΄ αυτόν τον ωραίον τον κόσμο.»
Το τόλμημα του Σταμάτη έφερε μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, το παράθυρο ανοίχθηκε και μία γυναίκα εμφανίστηκε προς στιγμήν.
Έπειτα αυτός ο οικοδεσπότης, υποβασταζόμενος, ως φαίνεται, φάνηκε στο παράθυρο, το οποίο βρισκόταν κοντά στο «μιντέρι», επί του όποιου ήταν ξαπλωμένος.
-Κοπιάστ΄ επάνω, παιδιά, κοπιάστε, έχουμ΄ ευχαρίστηση, εφώναξε με δυνατή και πάλλουσα φωνή ο γέρο - Χαρμόλαος, που αναγνώρισε αμέσως το Σταμάτη, που τραγουδούσε και τον Καλοειδή τον ίδιο, συγγενή του.
Και πάλι ο Αντώνης φάνηκε σκαιός και ανένδοτος.
Αρνήθηκε απλώς και έτρεξε προς το δρόμο. Ήταν ήδη μακριά.
Ο Προκόπης, παραπατώντας λίγο, τον ακολούθησε και οι άλλοι δύο ζήτησαν συγγνώμη επειδή η ώρα ήταν περασμένη και η παρέα δε βρισκόταν σύμφωνη.
Ο γέρο Χαρμόλαος λυπήθηκε πολύ. Ήταν δε τότε ένδεκα η ώρα.
* * *
Έως τότε δεν είχαν βρει ευκαιρία να στρώσουν πουθενά στο ύπαιθρο την ψάθα, την οποία έφερε στον ώμο ο Σταμάτης, για να καθίσουν.
Αλλά να, τώρα έφθασαν σε ένα ακατοίκητο σπίτι, χωρίς πόρτα και με μικρή αυλή κι εκεί ο Σταμάτης, χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση των υπολοίπων, έστρωσε μέσα στην αυλή την ψάθα. Ήταν το σπίτι εκείνο, μιας που την έλεγαν Κυριακούλα, την οποία ο γέρων Δήμαρχος, «εκπληρών και τα αστυνομικά», είχε εξορίσει πριν από καιρό, ως «κακόν παράδειγμα», από τον τόπο. Εκεί ξαπλώθηκε ο Σταμάτης και έλεγε ότι ήθελε να απαγγείλει τους εξορκισμούς, δια των οποίων να ανακαλέσει κατά κάποιον τρόπο ως νεκρή την απούσα, στο «έρμο σπιτάκι της, το πικραμένο».
Χάριν συντομίας παραλείπουμε όλα τούτα, σπεύδοντας να ξημερωθούμε το ταχύτερο από τη νύκτα αυτή, τη θλιβερή μάλλον παρά φαιδρή.
Έμειναν για λίγο εκεί, έπειτα ο Σταμάτης, με άγριες φωνές, έτρεξε να ξυπνήσει μερικούς γνώριμους γείτονες και υποχρέωσε τον γέρο-Αρμαμέντο να κατεβεί στο κατώγι του και να ανοίξει το μοσχάτο του κρασί να τους κεράσει, επειδή ο Σταμάτης είχε χύσει εντωμεταξύ τις δύο φλάσκες του Καλοειδή, για να τον ξαλαφρώσει, όπως έλεγε.
Μία γειτόνισσα, η γριά Νταλαμού, αφού ξύπνησε από το θόρυβο, βγήκε στο παράθυρο και άρχισε να νουθετεί και να επιπλήττει αυστηρά το Σταμάτη. Αυτό δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της.
Τι αταξία και τι παλαβομάρα ήταν αυτή! Παιδιά από σπίτια, από σόι κι απ’ αράδα, να γυρίζουν μεσάνυχτα στους μαχαλάδες, να ξεπρογκίζουν τον κόσμο απ΄ τις φωνές κι απ’ το κακό!
Ύστερα, δεν έχει δίκιο ο Θεός να μας χαλάσει;
Η τελευταία επίσκεψη έγινε λίγο παραπέρα, στην άκρη του χωριού, εκεί επάνω όπου κατοικούσαν οι τρεις Γύφτοι και η Ελένη, η πρώην Αηλέ, σύζυγος του Κωνσταντή πρώην Μουσταφά.
Ήταν νεοφώτιστοι, αυτοί και άλλες δύο ή τρεις οικογένειες.
Αφήνοντας τη Θεσσαλία, είχαν έλθει στη μικρή νήσο το 1878.
Ως βαθείς πολιτικοί, είχαν προΐδει την προσάρτηση της Θεσσαλίας - ίσως με τη βοήθεια της μαντικής τέχνης, την οποία μετέρχονταν οι γυναίκες τους- και έσπευσαν να βαπτισθούν.
Γνώριζαν και από πριν τη γεύση του χοιρινού κρέατος και του οίνου, αλλά μετά τη βάπτισή τους, επειδή συνέπεσαν οι ημέρες των Χριστουγέννων και της Κρεοφαγίας, χόρτασαν σε μεγάλη ποσότητα από τα δύο αυτά εδέσματα. Άμα μπήκε η Μεγάλη Σαρακοστή, ο ένας απ΄αυτούς, ο Κωνσταντής, ο πρώην Μουσταφάς, ρωτούσε με αφέλεια:
-Δεν τρώνε λουκάνικο, τώρα, τη Σαρακοστή, τζάνεμ;
Εκεί, μόλις έφθασαν μπροστά από την καλύβα, ο Αντώνης, πρώτη φορά άνοιξε το στόμα και άρχισε να τραγουδάει:
Τα μάτια σ΄, Αηλέ μου, και Τουρκο-Λένη μου,
κάνουν το αίμα μου να βράζει…
Και ο Καλοειδής αμέσως πρόσθεσε το στίχο:
Πως βράζει το κρασάκι μες στο βαγένι μου.
Ο σύζυγος της Αηλές και πριν ως Μουσταφάς και τώρα ακόμη, ως Κωνσταντής, δεν είχε τη γελοία αδυναμία να ζηλεύει για τέτοια αστεία.
Σηκώθηκαν και οι τρεις, αυτός και ο Παύλος, ο πρώην Μεχμέτης και ο Μάρκος, ο πρώην Χασάνης και πήραν, ο πρώτος τη γκάιδα του, ο δεύτερος το λαγούτο και ο τρίτος το κλαρινέτο και συγχρόνως τα χόρδισαν.
Και τότε άρχισε δαιμονιώδης χορός, εκεί, στη μικρή πλατεία, στα Γύφτικα, γύρω-τριγύρω σε μία καλύβα μισοσκεπασμένη και μισοφραγμένη, που χρησίμευε ως σιδηρουργείο. Και η γκάιδα βραχνόφωνα φαινόταν να λέγει βαθιά, με φθόγγους εγγαστρίμυθου, τους άδηλους καημούς του συζύγου της Αηλές και το λαγούτο έμελπε πολύ παραπονετικά τα άγνωστα ντέρτια του Παύλου, του πρώην Μεχμέτη και το κλαρινέτο διαλαλούσε στα σκότη της νύκτας, στις κοιλάδες και στα όρη, τα ανείπωτα βάσανα του πρώην Χασάνη, του Μάρκου. Όλη η γειτονιά έχασε λίαν παράωρα τον ύπνο της και όλο το χωριό αντήχησε από την αλλόκοτη, την μεγαλόφθογγη ορχήστρα.
* * *
Λίγη ώρα πέρασε και φάνηκε ο δεκανέας, συνοδευόμενος από δύο άνδρες, με τα τουφέκια τους. Από το στρατώνα, κάτω από τα παραθαλάσσια, πέραν της αγοράς, προς τον ανατολικό λιμένα, είχε ακούσει το θόρυβο, είχε χάσει τον ύπνο και ήλθε για να επιβάλει την τήρηση των αστυνομικών διατάξεων.
-Καλώς ήλθατε, κύριοι! Λυπούμεθα διότι εγίναμεν αφορμή να ενοχληθήτε, φώναξε ο Σταμάτης, ο οποίος κατ΄εκείνη τη στιγμή ασχολιόταν να κερνά τους τρεις Γύφτους, με τη φλάσκα, την οποία είχε γεμίσει εκ νέου από το περίφημο μοσχάτο του γέρο-Αρμαμέντου.
Ο δεκανέας τους παρακάλεσε ειρηνικά να διαλυθούν, επειδή ήταν καιρός πλέον.
Αλλιώς, είπε, θ’ αναγκασθεί να προσκαλέσει τους τέσσερις κυρίους και τους τρεις Γύφτους, επτά νοματαίους, το όλον, να τον ακολουθήσουν στο στρατώνα.
Αμέσως μετά μεταμελήθηκε και δήλωσε, ότι κατάσχει μόνο τα τρία όργανα των Γύφτων. Οι Γύφτοι τρόμαξαν.
-Δεν είν΄ εδώ λευθεριά, τζάνεμ; Το ίδιο, όπως στο Βόλο είναι κι εδώ;
Μη θέλοντας να αγγαρεύσει τους άνδρες του, πρόσθεσε ο αστυνομεύων δεκανέας, για να κουβαλήσουν τα όργανα, προσκαλεί τους Γύφτους να τον ακολουθήσουν στον στρατώνα, όπου να τα παραδώσουν.
ΟΙ τρεις Γύφτοι ετοιμάσθηκαν, με κρεμασμένα αυτιά, να υπακούσουν.
-Αλλά, ξανάπε ο νέος και ζωηρός δεκανέας, δεν πρέπει να πάμε ως εκεί βουβοί, τι διάβολο! Λέτε και τίποτα στο δρόμο.
Και τότε οι Γύφτοι, εύθυμοι, επανέλαβαν τη διακοπείσα συναυλία τους.
Τη στιγμή εκείνη, πριν κινήσουν, η Αηλέ, απευθυνόμενη προς τον Αντώνη, φώναξε από την πόρτα της καλύβας, που στεκόταν:
-Για πες το πάλι, κείνο το τραγούδι, πώς τό ΄λεες;…
Ο Αντώνης το είπε:
Τα μάτια σ΄, Αηλέ μου και Τουρκο-Λένη μου!
Ο δεκανέας γέλασε ακούσια και η αφετηρία έγινε με μεγάλο κρότο και βοή.
-Δεν σου φαίνεται πως πάμε να πούμε τα πιστρόφια; Είπε ο Σταμάτης.
-Ναι, σαν να γυρίζουμε από Γύφτικο γάμο, είπε ο Καλοειδής.
Και η συνοδεία ακολούθησε το δρόμο της προς τα κάτω, ξεσηκώνοντας και κουφαίνοντας όλο το χωριό με τους δαιμονιώδεις φθόγγους της ορχήστρας της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης