Πουλιά
Όλη η περιοχή είναι σημαντική για τα πουλιά, ιδιαίτερα ως περιοχή αναπαραγωγής για πολλά αρπακτικά και πουλιά του δάσους. Στο βουνό και στα δάση του ζούνε φιδαετοί, σπιζαετοί, γερακίνες, σφηκιάριδες, κιρκινέζια, βραχοκιρκίνεζα, πετρίτες, μαυροπετρίτες, χρυσογέρακα, μπούφοι, γκιώνηδες, κουκουβάγιες, χουχουριστές, τυτούδες, κοράκια, σκουρόβλαχοι, πέρδικες, μπεκάτσες, τρυγόνια, φάσες, βουνοτσίχλονα, δεντροσταρήθρες, τσίχλες, γυδοβυζάχτρες, αετομάχοι, γαλαζοκότσυφες, πετροκότσυφες, νεροκότσυφες, βραχοτσοπανάκοι, δεντροτσοπανάκοι, κ.ά.
Πετρίτης
Πετρίτης (Falco peregrinus)
Ο Πετρίτης θεωρείται το κατεξοχήν γεράκι και το πιο γρήγορο πλάσμα σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν εφορμά ενάντια στη λεία του, αναπτύσσει ταχύτητες που ξεπερνούν τα 270 χιλιόμετρα την ώρα ενώ πιστεύεται ότι μπορεί να φτάσει και τα 400 χιλιόμετρα την ώρα !!!
Περιγραφή
Μήκους 38-48 εκατοστών, έχει το μέγεθος της Κουρούνας, με μακριές και μυτερές φτερούγες όπως όλα τα γεράκια, μαύρο μουστάκι, σχετικά κοντή ουρά και γρήγορο φτεροκόπημα σαν του περιστεριού. Ο θηλυκός πετρίτης είναι πιο μεγαλόσωμος και σκοτεινότερου χρώματος από τον αρσενικό. Το φτέρωμα του αρσενικού Πετρίτη ποικίλλει, από σκούρο σε ανοιχτό γκρίζο στο πάνω μέρος, μαύρο το πάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ το κάτω μέρος του σώματος έχει απόχρωση ασπροκίτρινη με πυκνές, μαύρες λωρίδες. Τα ανήλικα, σκοτεινοκάστανα στο πάνω μέρος του σώματός τους, έχουν ανοιχτόχρωμα φτερά με ραβδώσεις στο κάτω μέρος.
Γερακίνα
H γερακίνα είναι ένα μεσαίου μεγέθους αρπακτικό πτηνό αλλά από τα μεγαλύτερα είδη των γερακιών (γερακίνες, γεράκια, κίρκοι, ξεφτέρια, σαΐνια, πετρίτες, κιρκινέζια) με μήκος κοντά στα 60 εκατοστά, άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,3 μέτρα και βάρος μέχρι και 1,2 κιλά. Το σώμα της είναι συμπαγές, ο λαιμός κοντόχονδρος, η ουρά μεσαίου μήκους και οι φτερούγες φαρδιές. Όταν κάθεται σε ένα σημείο το σώμα της είναι αρκετά όρθιο σε σχέση με άλλα αρπακτικά. Το χρώμα της παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλότητα, από πολύ σκούρο μέχρι πολύ ανοικτό, συνήθως ραχιαία το σώμα, η ουρά και οι φτερούγες με χρώμα σκούρο καστανό, κοιλιακά η ουρά υπόλευκη με πυκνές γκρι ρίγες και στην άκρη παχιά μαύρη λωρίδα, και οι φτερούγες υπόλευκες με σκούρες ρίγες και μαυριδερή πίσω ακμή και κορυφές τους, σκουρόχρωμη η κοιλιακή περιοχή του σώματος με μια ανοιχτόχρωμη ζώνη στο στήθος. Φωλιάζει σε δάση ή συστάδες δέντρων σε ορεινές έως πεδινές περιοχές, πάντα κοντά σε ανοιχτές εκτάσεις όπως ανοικτές πεδιάδες, γεωργικές εκτάσεις, υγροτόπους. Απαντάται σχεδόν σε όλους τους βιοτόπους συνήθως να περιπολεί στον αέρα ή να επιτηρεί μια περιοχή, ακόμα και δίπλα στο οδικό δίκτυο ενώ, πολύ συχνά εντοπίζεται στην κορυφή στύλων, φρακτών, δέντρων καραδοκώντας τη λεία της. Η τροφή της γερακίνας αποτελείται από μικρά θηλαστικά, πουλιά, ερπετά, αμφίβια και ασπόνδυλα, και φυσικά από νεκρά ζώα. Ανεμοπορεί σε μεσαίο ύψος και «βουτάει» στο έδαφος όταν εντοπίσει κάτι ενδιαφέρον.
Διπλοσάϊνο (Accipiter gentilis)
Ιδιαίτερα ισχυρό, σβέλτο και μαχητικό αρπακτικό των δασωμένων εκτάσεων, μήκους 47-61 εκατοστών. Το θηλυκό είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το αρσενικό και σχεδόν ζυγίζει το διπλάσιο! Επιδημητικό πουλί στην ηπειρωτική Ελλάδα ενώ αρκετά διπλοσάινα καταφθάνουν στη χώρα μας το χειμώνα από πιο βόρειες χώρες. Το φτέρωμα στο πάνω μέρος του σώματός του είναι σκοτεινόχρωμο γκρίζο με μια χαρακτηριστική υπόλευκη λωρίδα που φτάνει μέχρι και πίσω από το μάτι. Το κάτω μέρος είναι λευκό με πολλές οριζόντιες μαυριδερές γραμμές. Η ουρά έχει λευκό χρώμα στο κάτω μέρος. Τα ανήλικα διπλοσάινα έχουν στη ράχη ανοιχτόχρωμα γκρίζα φτερά, κιτρινωπό το κάτω μέρος με σκούρες καφετιές πιτσιλιές σαν σταγόνες. Θα το συναντήσουμε σε δάση με κωνοφόρα και φυλλοβόλα δέντρα αλλά και σε ανοιχτές περιοχές. Η τροφή του αποτελείται από μεσαίου μεγέθους θηλαστικά και πουλιά που καταδιώκει γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα με εξαιρετική επιδεξιότητα. Κυνηγάει πετώντας γρήγορα και χαμηλά με λίγα, πολύ γρήγορα φτεροκοπήματα και μακριά αερογλιστρήματα. Βγάζει μια σύντομη κραυγή κι ένα κακαριστό «γκι-γκι-γκι». Το Διπλοσάινο φτιάχνει μεγάλη φωλιά από κλαδιά πάνω στα δέντρα και γεννάει τον Απρίλιο έως Μάιο 3-5 αβγά τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 33-38 μέρες. Οι νεοσσοί κάνουν τις πρώτες τους πτήσεις μετά από 40 -45 μέρες.
[ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ / ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ / ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ / ΑΘΗΝΑ / 1996]
Ο φιδαετός είναι ένας μεγάλος αετός με μήκος που φτάνει τα 70 εκατοστά, βάρος μέχρι και 2,5 κιλά και άνοιγμα φτερών μέχρι και 1,8 μέτρα. Οι φτερούγες του είναι μακριές και φαρδιές, ο λαιμός του κοντός και το κεφάλι του σχετικά μεγάλο. Το χρώμα του ραχιαία είναι σκούρο καφέ, ενώ κοιλιακά είναι ανοιχτόχρωμο με το λευκό να είναι το βασικό χρώμα με καφέ κηλίδες ή ρίγες και καφέ κεφάλι και λαιμό. Αναπαράγεται σε ανοικτές ξηρές περιοχές με αραιά δάση, φωλιάζει σε δέντρα και αναζητά την τροφή του σε ανοικτές εκτάσεις ανάμεσα σε μακία, φρύγανα και διάσπαρτα δέντρα. Την τροφή του αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά τα ερπετά, χαρίζοντάς του το κοινό όνομα «φιδαετός» καθώς είναι πολύ χαρακτηριστική η εικόνα του όταν έχει συλλάβει κάποιο φίδι και πετά προς τη φωλιά του κρατώντας το με τα πόδια του ή το ράμφος του. Στο κυνήγι φτεροκοπά παραμένοντας στο ίδιο σημείο ή απλά αιωρείται ακίνητος πάνω από περιοχή με πιθανό θήραμα, το οποίο αρπάζει με μια απότομη βουτιά
Σπιζαετός
ο αετός της μεσογείου
Ο Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus) είναι ένας αετός μεσαίου μεγέθους (65-72 εκ.), με άνοιγμα φτερών 150-180 εκ., που στην Ευρώπη περιορίζεται στις Μεσογειακές περιοχές. Η παγκόσμια εξάπλωσή του, εκτείνεται από την ΒΔ Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο, ανατολικά στη Β. Ινδοκίνα και στη Ν. Κίνα.
Ο Σπιζαετός ζει σε χαμηλού και μεσαίου υψομέτρου ορεινές περιοχές, (ως 1500 μ.) και σπανίως ψηλότερα. Απαντάται κυρίως σε θερμές βραχώδεις ορεινές περιοχές με εκτεταμένους θαμνώνες (μακί, φρύγανα), και λιγότερο συχνά σε δάση, αλλά και σε γυμνές πλαγιές χωρίς καθόλου βλάστηση. Κυνηγάει στα πιο πολλά είδη βιοτόπων, εκτός του κλειστού δάσους και της ερήμου και φωλιάζει σε απόκρημνα βράχια και σπανίως σε δέντρα. Το κάθε ζευγάρι φτιάχνει αρκετές φωλιές (1-6), η μια κοντά στην άλλη (ακόμα και στον ίδιο βράχο) που τις χρησιμοποιεί διαδοχικά. Με τα χρόνια οι φωλιές γίνονται τεράστιες σε μέγεθος ως 1,80 μ. σε ύψος και 2 μ. σε διάμετρο.
Τα αναπαραγόμενα πουλιά παραμένουν όλο τον χρόνο κοντά στη επικράτεια τους, ενώ τα νεαρά και τα ανήλικα, τουλάχιστον στην ΝΔ Ευρώπη, διασπείρονται σε χαμηλού υψομέτρου περιοχές με μεγάλη πυκνότητα τροφής, όπου συνήθως δεν υπάρχουν ενήλικα άτομα.
Τρέφεται με μεσαίου μεγέθους θηλαστικά και πουλιά, κυρίως με κουνέλια και πέρδικες, αλλά και με λαγούς, σκίουρους, τρωκτικά, περιστέρια, κορακοειδή, γλάρους και ερπετά, που τα πιάνει στο έδαφος αλλά και στον αέρα.
Ο Σπιζαετός κατατάσσεται στα όχι παγκοσμίως απειλούμενα σε παγκόσμιο επίπεδο είδη (IUCN), ενώ η BirdLife International τον έχει κατατάξει στα απειλούμενα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είδη (Tucker and Heath 1994). Στην Ελλάδα έχει καταταχθεί στα Τρωτά στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο.
Είναι είδος σπάνιο, με ακανόνιστη κατανομή στη Μεσόγειο. Ο πληθυσμός του στη Ευρώπη, που υπολογίζεται σε λιγότερο από 1000 ζευγάρια, έχει υποστεί δραστική μείωση. Ειδικότερα για τη δεκαετία 1980-90, η μείωση έχει υπολογιστεί σε 25% στην Ισπανία, όπου και βρίσκεται το 75% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Οι βασικότερες απειλές που αντιμετωπίζει ο Σπιζαετός με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πληθυσμού και της κατανομής του, είναι η λαθροθηρία, η πρόσκρουση σε ηλεκτροφόρα σύρματα των νεαρών και ανήλικων Σπιζαετών, η εξάπλωση της ανθρώπινης παρουσίας καθώς και η μείωση της τροφής του.
Μια από τις σημαντικότερες όμως απειλές που αντιμετωπίζει ο Σπιζαετός είναι η αλλαγή των χρήσεων γης και η εγκατάλειψη των παραδοσιακών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που έχει αποσταθεροποιήσει την παλιά ισορροπία του Μεσογειακού τοπίου ("μωσαϊκό βιοτόπων") είτε μέσω μιας φυσικής αναδάσωσης, είτε μέσω νέων αγροτικών πρακτικών. Έτσι μειώνεται η βιοποικιλότητα, και ως εκ τούτου η λεία του Σπιζαετού.
Ο πληθυσμός του Σπιζαετού στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ορνιθολογικής από την αναθεώρηση των ΣΠΠΕ, υπολογίζεται σε 85-105 ζευγάρια. Πάνω από το 50% ζει στα νησιά και την Κρήτη (γεγονός που αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας σε σχέση με την Δ. Ευρώπη), ενώ τα υπόλοιπα κατανέμονται στο μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας και συγκεκριμένα στη παράκτια μεσογειακή ζώνη. Υπάρχουν ενδείξεις μικρής μείωσης (πιθανώς τοπικής εξαφάνισης) αλλά η κατανομή του Σπιζαετού στην Ελλάδα φαίνεται να παραμένει σταθερή εκτός της Β. και Κ. ηπειρωτικής Ελλάδας όπου μειώνεται.
Οι κυριότερες γνωστές απειλές που αντιμετωπίζει το είδος στη χώρα μας είναι η λαθροθηρία, η καταστροφή των βιοτόπων του (λατομεία, κατασκευή κατοικιών κλπ), η ενόχληση στις θέσεις φωλιάσματος (αύξηση τουρισμού), η διάνοιξη δρόμων που κάνει προσιτούς στους λαθροθήρες τους βιοτόπους του είδους και πιθανώς η έλλειψη τροφής σε ορισμένα μέρη. Σε αρκετές εξάλλου περιοχές, ο Σπιζαετός θεωρείται αδικαιολόγητα- από τους βοσκούς απειλή για τα νεογέννητα αρνάκια και για αυτό τον κυνηγούν.
Για την καλύτερη γνώση της κατάστασης και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι Σπιζαετοί στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνεται τακτική απογραφή, και παρακολούθηση του πληθυσμού του ώστε να προλαμβάνονται πιθανές καταστροφικές ενέργειες κοντά στις θέσεις φωλιάσματος. Επίσης θα πρέπει να γίνουν μελέτες της οικολογίας του, και να διερευνηθούν οι ιδιαιτερότητες του νησιώτικου πληθυσμού του. Με τη γνώση που θα αποκτηθεί θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε προσεκτική προστασία ανά περιοχή και ενημέρωση των κατοίκων και των κυνηγών των περιοχών που ζει.
Κιρκινέζι
Το γεράκι που φωλιάζει μαζί με τα περιστέρια
Το κιρκινέζι (Falco naumanni), ένα γεράκι που μοιάζει πολύ με το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), το κοινότερο γεράκι στην Ελλάδα και την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνεται στα παγκόσμια απειλούμενα είδη. Η κατηγοριοποίηση αυτή δεν γίνεται πιστευτή από τους κατοίκους ορισμένων χωριών της Θεσσαλίας, της Τρίπολης, των Ιωαννίνων και του Γαλαξιδίου.
Όλοι όμως συμφωνούν με τη διαπίστωση της BirdLife International ότι τις τελευταίες δεκαετίες η μείωση των πληθυσμών του είναι ραγδαία. Εξάλλου, από πολλά άλλα χωριά έχει ήδη εξαφανιστεί, όπως και από πολλές χώρες της Ευρώπης.
Όταν κανείς ξεκινάει την παρατήρηση πουλιών, ένα από τα πρώτα πουλιά που μαθαίνει να ξεχωρίζει είναι το βραχοκιρκίνεζο και με αυτό ως πρότυπο ταυτοποιεί τα υπόλοιπα γεράκια. Συγκρίνει το μέγεθος, το χρώμα, τα σχέδια στην ουρά, το μέγεθος της οφθαλμικής λωρίδας, τον τρόπο πετάγματος κ.λπ.. Το κιρκινέζι όμως, είναι πραγματικά δύσκολο για τον αρχάριο παρατηρητή πουλιών.
Οι διαφορές του από το παρόμοιο και πολύ συγγενικό του βραχοκιρκίνεζο είναι οι εξής: Είναι πιο ανοικτόχρωμο από κάτω, τα χρώματα από πάνω είναι πιο απαλά και στο αρσενικό, τα δευτερεύοντα καλυπτήρια στις φτερούγιες έχουν μπλε-γκρι χρώμα. Το πέταγμά του είναι πιο ενεργό, ενώ ο μετεωρισμός (πέταγμα επί τόπου για την αναζήτηση της λείας) διαρκεί έως 6 δευτερόλεπτα. Τότε μπορούμε επίσης να διακρίνουμε, ότι η ουρά του είναι γωνιώδης καθώς τα δύο μεσαία εξωτερικά πηδαλιούχα (μεγάλα φτερά της ουράς) είναι μεγαλύτερα.
Τον χειμώνα είναι απίθανο να τα δούμε στη χώρα μας, εκτός από εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. Νωρίς την άνοιξη, όταν επιστρέφουν από την Αφρική όπου ξεχειμώνιασαν, θα τα δούμε σε μεγάλες ομάδες σε στήλους της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ, ή όλα μαζί σε μεμονωμένα δέντρα στον κάμπο.
Μετά διασπείρονται στις θέσεις αναπαραγωγής. Η μεγάλη πλειοψηφία συγκεντρώνεται στα χωριά, όπου φωλιάζουν σε παλιά σπίτια ή αποθήκες. Πολλές φορές συγκεντρώνονται πολλές δεκάδες σε μια παλιά αποθήκη.
Βραχοκιρκίνεζο
Το Βραχοκιρκίνεζο (επιστημονική ονομασία Falco tinnunculus) είναι είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco). Στην Ελλάδα το βραχοκιρκίνεζο απαντάται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ως επιδημητικό πτηνό.
Το βραχοκιρκίνεζο είναι από τα κοινότερα και ευκολότερα προσαρμόσιμα γεράκια της Ελληνικής πανίδας. Πρόκειται για πτηνό των πεδινών και ανοιχτών οικοτόπων, όπως οι ερεικώνες, οι θαμνώδεις εκτάσεις και ελώδεις περιοχές. Δεν απαιτεί δάση, εφόσον υπάρχουν εναλλακτικές φωλιές για κούρνιασμα, όπως πέτρες ή κτίσματα. Ευδοκιμεί εύκολα σε άδενδρες περιοχές, όπου υπάρχουν άφθονα ποώδη φυτά και θάμνοι για να υποστηρίξουν έναν πληθυσμό θηραμάτων.
Μαυροπετρίτης
Ο Μαυροπετρίτης είναι ένα σκουρόχρωμο, μεσαίου μεγέθους μεταναστευτικό γεράκι με μακριές φτερούγες το οποίο εμφανίζεται στη Μεσόγειο τον Απρίλιο, επιστρέφοντας από τις περιοχές διαχείμασης του στην Ανατολική Αφρική και ιδιαίτερα τη Μαδαγασκάρη (Cramp & Simmons 1980, Beaman & Madge 1998 και Clark 1999). Τα ενήλικα απαντώνται σε δύο χρωματικές φάσεις: μία σκούρα, σχεδόν ολόμαυρη και μία, πιο συνηθισμένη, ανοιχτή φάση στην οποία το σώμα είναι ανοιχτό καστανοκόκκινο με επιμήκεις ραβδώσεις. Πάντως, σε συνθήκες πεδίου ακόμη και η ανοιχτόχρωμη φάση δείχνει ένα πολύ σκούρο, σχεδόν μαύρο πουλί. Έχει αγελαίες συνήθειες ενώ μεμονωμένα άτομα μπορούν να μπερδευτούν με τον Πετρίτη (Falco peregrinus), που είναι όμως πιο γεροδεμένος και με πιο κοντή ουρά.
Η Ελλάδα θεωρείται ως η πιο σημαντική χώρα για τη διατήρηση και την επιβίωση του Μαυροπετρίτη αφού γνωρίζουμε πλέον ότι φιλοξενεί κατά την περίοδο της αναπαραγωγής πάνω από το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού (Dimalexis et al 2007) που εκτιμάται στα 14,700 - 15,400 ζευγάρια. Παλαιότερες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για το 70% (Walter 1979) και το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ένα τρίτο του οποίου αναπαράγεται στις νησίδες της Κρήτης (BirdLife International 1999, Ristow 1991).
Στην Ελλάδα ο Μαυροπετρίτης εμφανίζεται από τον Απρίλιο με τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα να ζευγαρώνουν και να καταλαμβάνουν θέσεις φωλιάσματος σχηματίζοντας χαλαρές αποικίες ήδη από το Μάη.
http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=1025&aID=3<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on
Μπούφος
Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μπούφος.(asio otus) έχει καστανό χρώμα με
πολλές λουρίδες, έτσι που συγχέεται εύκολα με τον φλοιό των δέντρων·
στο κεφάλι του υπάρχουν δυο λοφία από φτερά που μπορούν να ανορθω
θούν· τα μάτια του είναι κίτρινα και τα πόδια του καλύπτονται με φτερά. Ζει γενικά στα δάση της Ευρώπης και της νοτιοκεντρικής Ασίας, απαντάται όμως και στη Β. Αφρική· είναι πουλί ωφέλιμο για τον άνθρωπο, επειδή τρέφεται με τρωκτικά. Την άνοιξη το θηλυκό γεννάει σε φωλιές που
έχουν εγκαταλείψει άλλα πουλιά ή σε φωλιές τρωκτικών – 4-5 λευκά αβγά που τα κλωσσάει επί τρεις βδομάδες
Αετομάχος
Ο Αετομάχος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Λανιιδών (Αετομαχιδών), ένας από τους κεφαλάδες που απαντώνται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Lanius collurio και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]
Πετροπέρδικα
Έχει γκρίζο χρώμα με καστανόγκριζη ράχη, λευκά πλευρά με μαύρες ραβδώσεις κόκκινα πόδια, ράμφος και δαχτυλίδι ματιού και λευκή τραχηλιά με μαύρο περιθώριο.
Δενδροσιταρήθρα
Η Δεντροσταρήθρα είναι ένα μικρό εδαφόβιο πουλί της οικογένειας των κορυδαλλιδων
Χαμοκελάδα
Οι Χαμοκελάδες είναι συνηθισμένες κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση και λιγότερο το φθινόπωρο. Συνήθως δεν απαντούν σε μεγάλα κοπάδια όπως οι άλλες κελάδες.
Τυτώ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
H Τυτώ (-ούς) είναι γλαυκόμορφο πτηνό της οικογενείας των Τυτονιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tyto alba και περιλαμβάνει 32 υποείδη.[2][3]
Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Tyto alba alba, Tyto alba guttata και Tyto alba erlangeri (Κρήτη). [4]
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η Τυτώ δεν είναι κουκουβάγια με την αυστηρή έννοια (sensu stricto) του όρου (οικογένεια Γλαυκίδες (Strigidae)), αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερο γλαυκόμορφο πτηνό (οικογένεια Τυτονίδες (Tytonidae)), που ανήκει στην ομάδα με τη γενική -και εν πολλοίς τεχνητή- ονομασία πεπλόγλαυκες
Λαλοτσιροβάκος - Sylvia curruca
Καλοκαιρινός επισκέπτης - Σε ανοικτά εδάφη, θάμνους, βάτα. Φωλιάζει κοντά στο έδαφος σε χαμηλή βλάστηση Επάνω μέρος κιτρινοκαστανό. Κεφάλι (στέμμα-μέτωπο) σταχτιά μέχρι και το κάτω μέρος των ματιών και στη βάση του ράμφους. Κάτω μέρος-λαιμός-κοιλιά-ουρά υπόλευκα με κιτρινοκαστανές αποχρώσεις στα πλάγια. Πόδια σταχτιά
Μαυροσκούφης
Ο Μαυροσκούφης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia atricapilla και περιλαμβάνει 5 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Sylvia atricapilla atricapilla (Linnaeus, 1758)
Βραχοτσοπανάκος
Ο Βραχοτσοπανάκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, ένας από τους τσοπανάκους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sitta neumayer και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Τσαρτσάρα
Η Τσαρτσάρα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus viscivorus και περιλαμβάνει 3 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus viscivorus viscivorus Linnaeus