Έρμη στα ξένα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
«Οφθαλμοί παιδίσκης εις χείρας
της κυρίας αυτής». (Δαυίδ).
Α΄
Γιατί πήγες ψυχή στο Μέγα-Γιαλό, αντίκρυ στην απλωτή, ατελείωτη άμμο, εκεί που αρχίζει το μεγάλο βορεινό πέλαγος, όπου το κύμα αγριωπό, έξαλλο, αδιάλλακτα πληγώνει την ακτή.
Πώς παραμόνευσες να βρεις γαληνεμένη τη θάλασσα, που η Σειρήνα, βαθιά στα άντρα αδελφωμένη με την Ηχώ, μετατρέπει σε θρήνους τα τραγούδια της και οι Τρίτωνες, κρυμμένοι στις πρασινωπές πτυχές των απάτητων σπηλαίων, σπάνια τολμούν να κοιτάξουν επί πολύ στο κύμα;
Χρειαζόταν κλίνη μαλακή, λεία θάλασσα, για να πέσεις να κοιμηθείς τον ύπνο των αιωνίων ονείρων!...
***
Βεβαίως, αν ήταν άλλη καμιά «μερακλίδισσα» ή «ασίκισσα», ανάμεσα στις νέες του θαλασσινού χωριού, ήταν και η Αρχοντούλα, την οποία ο Γιαννάκης, χλωμή, λεπτή, μελαχρινή, την αγάπησε όχι για κάλλος προκλητικό, αλλά από μυστηριώδη έλξη και αόριστη ψυχική συνάφεια.
Τον καιρό εκείνο, όταν ο Γιαννάκης τ’ Αργυρού ήταν ερωτευμένος πολύ σοβαρά με την Αρχοντούλα και αναγκαζόταν, περί τα τέλη του θέρους, πριν βγει ακόμη ο Αύγουστος, επειδή έληγε η άδειά του, να επιστρέψει στην Αίγυπτο, το τραγούδι, το οποίο της έστελνε, πίσω απ’ το κάσαρο του βαποριού (οπότε κάποτε βρισκόμενος σε διάχυση στενοχώριας έριχνε ολόκληρες δαμιζάνες με οίνο, σπονδή στη θάλασσα ή πιθαράκια με λάδι, για να γαληνιάσει το κύμα) ήταν το εξής:
«Η (τ’ όνομα του χωρίου) κ’ η Αίγυπτος, Θε μου, και να ‘ταν ένα!»
Κατά το μικρό εντούτοις διάστημα των δύο μηνών, που έμενε ο Γιαννάκης στην πατρίδα, κάθε τρία χρόνια, όταν ερχόταν η περίοδος της άδειας του, όλες οι μέρες και οι νύκτες, στο μικρό χωριό, γίνονταν ένα.
Όλος ο κόσμος αναγκαζόταν να συνεορτάζει και να συγχορεύει μαζί με το νέο συμπαθή μερακλή.
Των καπηλειών και λοιπών μαγαζιών η κατανάλωση αύξανε στο διπλάσιο. Βιολιτζήδες, λαουτιέρηδες, δεν ευκαιρούσαν, δεν ανέπνεαν επί δύο μήνες.
Συνήθως «το έκανε βδομαδιάτικο». Μίσθωνε δυο ζυγιές βιολιά, λαγούτα, μπουζούκια, κλαρινέτα, φλάουτα και ξενυχτούσε.
Ως επί το πλείστον, άρχιζε από την Πέμπτη το βράδυ, εξακολουθούσε την Παρασκευή και το Σάββατο, προλάβαινε τον Τριαδικόν, τον όρθρο της Κυριακής, πριν ξυπνήσουν οι γριές να τρέξουν στην εκκλησία, έδινε ποικιλία στη μονοτονία των καθημερινών, αύξανε της Κυριακής τη φαιδρότητα και ξύπναγε όλους τους χωρικούς και τους εργατικούς το πρωί της Δευτέρας.
***
Τέλος, την άλλη φορά, όταν ήρθε η σειρά της άδειας του, τελέσθηκε ο γάμος.
Όλο το χωριό πανηγύριζε επί δεκαπενθήμερο. Τα γαμήλια τραγούδια, τα πιστρόφια, κ.λπ, μόλις κόπασαν την τρίτη εβδομάδα.
Ο Γιαννάκης πήρε τώρα την αγάπη του μαζί του, στην Αίγυπτο και τέλος, το μικρό θαλασσινό χωριό και η χώρα των Φαραώ «έγιναν ένα», κατά τη διάπυρο ευχή του νέου.
Ο γιος τ’ Αργυρού, είχε αληθινά, πλούτο και θησαυρό εκεί κάτω.
Περί τις δύο λίρες εισόδημα την ημέρα.
Με όλη τη φοβερή σπατάλη, τα περισσεύματα δεν του έλειπαν και όταν ανά τριετία επανερχόταν πάλι στο χωριό, με τη γυναίκα του και τη μικρή Δεσπούλα, τη μοναχοκόρη του, η Αρχοντούλα εξέπληττε με την πολυτέλειά της και προκαλούσε όλων των γυναικών τη ζήλεια.
Αφού πάλιωσε κάπως το ανδρόγυνο, τελευταία, κατά Ιούνιο του 19..., ήρθαν στο χωριό συνοδευόμενοι και από ένα τέταρτο πρόσωπο.
Κατά τα προηγούμενα ταξίδια, η Αρχοντούλα είχε προσπαθήσει να βρει κανένα φτωχοκόριτσο και να το πάρει μαζί της, ως ψυχοκόρη ή υπηρέτρια. Αλλά το πράγμα ήταν τόσο δύσκολο! Τα κορίτσια του θαλασσινού χωριού είχαν ευχή και κατάρα, να μην πηγαίνουν ποτέ δούλες ή «παραπαίδες».
Κάτω στην Αίγυπτο, η οικογένεια είχε προσλάβει κατά καιρούς διάφορες υπηρέτριες από τον τόπο. Αλλά καμία δεν είχαν φέρει μαζί στην πατρίδα τους. Την τελευταία φορά, η Αρχοντούλα έφερε μαζί της μία μεγαλόσωμη ωραία κόρη, ως δεκαοκτώ ετών, υπερήφανα ντυμένη και φαινόταν κάτι παραπάνω από καμαριέρα ή γκουβερνάντα. Το πρώτο πονηρό σχόλιο στη γειτονιά, όπου κατέλυε ο Γιαννάκης, στο ωραίο μικρό σπίτι του - ψηλά, στον Επάνω Μαχαλά - το εξέφερε η Θεια-Σειραΐνα η Παπαδούλαινα, άμα είδε την ξένη συνοδό της Αρχοντούλας, διατυπώνοντας ως εξής την πρακτική γνώμη της:
— Δε συφέρνει, πλιο, παιδάκι μ’, η δούλα να είναι ομορφότερη απ’ την κυρά.
Το γνωμικό ακούστηκε ως προφητεία στα αυτιά της Αχτώς, της κυριότερης απ’ όλες τις θειάδες της Αρχοντούλας, η οποία αμέσως άρχισε να «ορμηνεύει» την ανεψιά της.
—Τα, τ’ ήτανε;… Τι την ήθελες να την πάρεις μαζί σου; Κοτζάμ αναρρούσα, κορίτζι μ’!... Τ’ είν’ αυτήνη;... Πώς μαθές; Σου χρειαζότανε μια φοβερή ανεράιδα, να την κουβαλήσεις εδώ, απ' το Πόρτο, θα πω;... Έχετε τόσες δουλειές, μαθές και δε συφτάνεστε; Ή έχεις τα πολλά παιδιά, γλέπεις;
Χαθήκανε τα φτωχοκόριτσα εδώ να σε παραπιάσουνε και να σε δουλέψουνε, σε ούλα τα πάντα;...
Τι την ήθελες, τη Βδοκιά, θα πω; (η Αχτώ δεν είχε ακούσει ακόμη το όνομα της ξένης, αλλά έσπευσε αυθαίρετα να την ονοματίσει έτσι).
Τι σου χρειαζόταν η Μαρουσώ; (άλλο πάλι όνομα της έδινε).
Με όσα κομμάτια θα σου χαλνά, μπορούσες να χορτάσεις μισό κοπάδι απ' τα φτωχοκόριτσα του μαχαλά σας!... Θέλεις πέντε τόπια τσίτι για να την ντύσεις, κοτζάμ φοράδα ως κει απάνω, θα πω... και να μη βαστά απ’ την Τρίτ’ ως την Τετράδη... Με πέντε πηχόπουλα αρμενόπανο μπορούσες να ντύσεις ένα τσομπανόπουλο, φτωχό κορίτσι... και να ‘ναι σκλάβος... να σου λέει κι ευχαριστώ!... Τι την ήθελες τη Συνοδιά, εγώ θαμάζουμαι, τι την ήθελες;
Β'
Την ημέρα των Αγίων Κορυφαίων Αποστόλων, το δειλινό, ένας στενός φίλος του Γιαννάκη, αχώριστος, ενώ βρίσκονταν μαζί σε ένα σχεδόν εξοχικό καπηλειό, στην άκρη της πολίχνης, αντίκρυ στο βουνό, έβλεπε κάπως ανήσυχο το φίλο του.
Φαινόταν αυτός να αλλοφρονεί και κάπως συνοφρυωμένος, κοίταζε από το δυτικό παράθυρο έξω.
Το παράθυρο αντίκρυζε με το αστυνομικό γραφείο του τόπου.
Έξαφνα δύο νεαροί «ταχτικοί» χωροφύλακες, πλησίασαν και ο ένας έκαμε νεύμα στο Γιαννάκη.
Ο νέος βγήκε και ο φίλος του τον είδε να μιλεί με σιγανή φωνή με τους δύο χωροφύλακες.
Μετά μία στιγμή και οι τρεις διευθύνθηκαν από το στενό δρομίσκο προς το βόρειο μέρος.
Ο φίλος, από ανήσυχο ενδιαφέρον, κοίταξε από το παράθυρο και είδε τους τρεις να στέκονται στην άκρη του δρομίσκου, κοντά στη στροφή, έξω από ένα παλαιό κτίριο ελαιοτριβείου και να συνομιλούν με έναν τέταρτο, ο οποίος ήταν δραγάτης, δηλαδή αγροφύλακας του Δήμου, με χωρικό ένδυμα, με πέδιλα από φασκιές και ζωσμένος σελάχι με πιστόλια και μαχαίρια.
Ο Γιαννάκης, ίσως γιατί κατάλαβε την ανήσυχη περιέργειά του φίλου του στο καπηλειό, έστρεψε το κεφάλι προς τα πίσω και βλέποντάς τον να τον κοιτάζει απ΄το παράθυρο, έκαμε νεύμα ότι θα πάει λίγο παραέξω και με τη φωνή έκραζε μόνο:
— Με συγχωρείς!...
Αμέσως και οι τέσσερις έγιναν άφαντοι πίσω από την καμπή του δρόμου.
***
Το πως και γιατί η Αρχοντούλα είχε πεισθεί να φέρει μαζί της από το «Πόρτο», εκείνη την ομορφοκαμωμένη μεγαλόσωμη «Αναρρούσα», είναι άγνωστο.
Φαίνεται ότι, όπως ο σύζυγός της, αγαπούσε κι αυτή την επίδειξη και ήθελε να κάμει εντύπωση στον τόπο της γεννήσεώς της.
Διότι, είναι βέβαιο ότι η Αρχοντούλα, χανόταν μπροστά στην ξένη. Η τελευταία ήταν πράγματι θαλαμηπόλος κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο κι εκτός ότι ήταν ομορφοπλασμένη, ήταν φύσις φιλόκαλος και επίσης ο αφέντης της φιλοτιμείτο να την έχει πολύ καλά στολισμένη, ως επίτιμη συντρόφισσα ανωτέρας περιωπής.
Εκείνο το οποίο διατύπωσε ως απόφθεγμα η πεπειραμένη γειτόνισσα, η Παπαδούλαινα, η φιλαυτία θα είχε εμποδίσει την Αρχοντούλα να το σκεφθεί ή να το παραδεχθεί. Οι λόγοι όμως, τους οποίους ανέπτυξε με τόση ευγλωττία η θεία της, η Αχτίτσα, της έκαμαν, αληθινά, βαθιά εντύπωση.
Είναι βέβαιο, ότι η κυρά άρχισε από την ίδια στιγμή να ζηλεύει τη θαλαμηπόλο της.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, δυσάρεστες σκηνές συνέβησαν μεταξύ των δύο συζύγων.
Οι γειτόνισσες, οι εξαδέλφες, οι συγγενείς γύρω-γύρω, κάτι άκουσαν, άκρες-μέσες, από τις σκηνές αυτές.
Η κακή περιέργεια, η αργολογία, η πολυπραγμοσύνη, πολύ συνετέλεσαν στο να φαρμακευθεί η διχόνοια του ανδρόγυνου.
Υποβολές, μωροπιστία, ξυπνητά όνειρα, όλα έπαιξαν το ρόλο τους στο μυαλό της ισχνής και νευροπαθούς γυναίκας!
Φανταζόταν, ότι έβλεπε το σύζυγό της σε ερωτικές διαχύσεις με την κόρη, ότι της έλεγαν το πίστευε και μάλιστα υπερθεμάτιζε αυτή, βεβαιώνοντας ότι γίνονταν χειρότερα απ΄όσα έλεγε η γειτονιά.
Διηγούταν και το πίστευε, ότι είδε με τα μάτια της ερωτικές περιπτύξεις κι έκαμνε όρκους.
Και αυτή μεν το πίστευε, όσοι δε την άκουγαν προθυμοποιούνταν να την πιστέψουν.
Τέλος, το δειλινό εκείνο της 29ης Ιουνίου, η ατυχής Βανθούλα - η κόρη, παρόλα αυτά, ήταν, όσο μπορούσε, ανθρώπινα, να κρίνει κανείς, σεμνοπρεπής, απλοϊκή, αξιόλογη, πολύ εργατική, περίφημη ράπτρια και έξοχη μαγείρισσα - το απόγευμα, λέγω, της εορτάσιμης εκείνης ημέρας, η κόρη είχε γίνει άφαντη.
Και όταν ο τέως σύντροφός του από το καπηλειό, έβλεπε το Γιαννάκη μαζί με τους δύο ταχτικούς και με το δραγάτη να διευθύνονται δρομαίοι προς τα Λιβάδια, η νέα είχε φύγει στα βουνά.
Οι τρεις νομάτοι, οι οποίοι από δύο ωρών ζητούσαν τα ίχνη της, είχαν φέρει κάποιες νύξεις σχετικές στον αφέντη της και αυτός τους ακολούθησε τρέχοντας προς ανεύρεση της φυγάδας.
Αυτός ήταν ο λόγος, για τον οποίο τόσο ανήσυχος και σύννους φαινόταν προ ολίγου ο σπλαγχνικός νέος.
***
Τέλος, η κόρη βρέθηκε, αλλά δεν έμελλε να βρίσκεταιεπ’ άπειρον.
Είχε καταφύγει στην καλύβα πτωχών αγροτών, στην κορυφή του βουνού, όπου δύο βοσκοπούλες την κοίταζαν άπληστα και της έδωκαν γάλα να πιει.
Μετά πολλές παρακλήσεις, η κυρία της πείσθηκε να δεχθεί προσωρινά την ξένη στο σπίτι της, αλλά απαιτούσε να τη στείλουν παρευθύς στην ιδιαίτερη πατρίδα της.
Φαινόταν τόσο παράλογη η απαίτησή της, η οποία απεδείκνυε μόνο την τρελή ανυπομονησία της.
Γιατί ένα μήνα ή λίγο περισσότερο, το ανδρόγυνο έμελλε να επιστρέψει στην Αίγυπτο κι εκεί, αν δεν της άρεσε της κυρίας η καμαριέρα, καλώς κι ευσχήμως θα απαλλασσόταν απ΄αυτήν.
Αλλά η Αρχοντούλα δεν ήθελε να ακούσει ορθό λόγο.
Έβλεπε ζωντανές οπτασίες και η εικόνα των ερωτικών περιπτύξεων είχε κολλήσει εμπρός της, ζωγραφιστή και παγία στις κόρες των οφθαλμών της.
Η κόρη, είχε κι αυτή τους λόγους της, δεν ήθελε να πάει συνοδευόμενη από άλλο πρόσωπο, οσονδήποτε ευυπόληπτο, αλλά άγνωστο σ΄αυτή.
Έλεγε: «Ο αφέντης μ’ έφερε, ο αφέντης θα με πάει».
Η κυρά της σκύλιαζε, όταν άκουε τούτο.
Το εξηγεί ως απαίτηση τάχα της κόρης, όπως τη συνοδεύσει κατ’ ιδίαν ο κύριός της.
Και όμως, η ταλαίπωρη νέα, δεν έλεγε τούτο.
Εννοούσε ότι ο αφέντης, τουτέστι και με όλη ίσως την οικογένεια, όταν θα επέστρεφε στην Αίγυπτο, τότε μόνο θα την προέπεμπε μέχρι τον τόπο της, την αφετηρία από όπου την είχε παραλάβει.
Επί λίγες μέρες εντωμεταξύ, η Βανθούλα είχε μείνει στο σπίτι μιας φτωχής χήρας, συγγενούς του Γιαννάκη.
Αλλά η Αρχόντω δεν ήταν αναπαυμένη. Φανταζόταν συναντήσεις, με ασφάλεια, του συζύγου της, κάτω από την ξένη στέγη και προτιμούσε να έχει την ξένη μπροστά στα μάτια της.
Οπότε, ενώ πριν την έδιωχνε, τώρα την πίεζε να μένει πλησίον της.
Γ΄
Στη βόρεια παραθαλάσσια του Μεγάλου Γιαλού, η οικογένεια είχε κάμει εκδρομή αναψυχής μια των ημερών, περί τα μέσα του Ιουλίου.
Η Βανθούλα έμαθε καλά το δρόμο και όλη η ωραία τοποθεσία της εντυπώθηκε στη μνήμη της.
Ύστερα από πολλές σκηνές ακόμη - και κατόπιν από το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, όπου όλο το χωριό πήγαινε δια θαλάσσης, με τις βρατσέρες τις σημαιοστολισμένες και τα κότερα - η Βανθούλα είχε κάμει μεγάλη επίδειξη εκεί και όλοι οι νέοι του χωριού, παρ’ ολίγον την ερωτεύονταν (η θεια-Αχτίτσα σκέφθηκε εντωμεταξύ):
— «Δε βρίσκεται κανένας να την κλέψει, θα πω, να την ξεφορτωθεί η Αρχοντούλα!»
Αλλά, η ευχή της δεν εισακούστηκε, λίγες μέρες ύστερα, την παραμονή της Πρωταυγουστιάς, οι φίλοι του είδαν το Γιαννάκη, όχι ανήσυχο απλώς, αλλά εξημμένο, πρησκοματιασμένο, κλαμένο...
Τον είδαν και αμέσως τον έχασαν.
Δύο απ΄ αυτούς, οι ενθερμότεροι, έτρεξαν κατόπι του.
Συνοδευόμενος από το δραγάτη και από δύο νομάτους της χωροφυλακής, έτρεχε, έτρεχε... Μόλις προ μιας ώρας είχε μάθει την εξαφάνισή της.
Και κατά πού να τρέξει;
Δύο γυναίκες, που βρίσκονταν στα αμπέλια τους, οπού είχαν αρχίσει τότε να ρίχνουν στις λιάστρες τα σύκα, είπαν ότι την είδαν, καταμεσήμερο και σκιάχτηκαν, να τρέχει τον ανήφορο, σαν ανεράιδα...
0 Γιαννάκης σκέφθηκε: «Ίσως να επήγε κατά το Μέγα-Γιαλό...
Εκεί θα θυμάται το δρόμο...»
***
Η Αιγύπτια έφυγε τα παλιά χρόνια στην έρημο. Πολύ περισσότερο δυστυχής από εκείνη, η πτωχή ξένη παιδίσκη, η Βανθούλα, δεν είχε καρπό ούτε στους κόλπους ούτε στα σπλάχνα της. Και δεν παρουσιάστηκε ο Άγγελος Κυρίου να της δώσει ασκόν ύδατος, για να δροσισθεί... Αυτή μόνη έπεσε να βρει δροσιά στην άλμη του πελάγους, στα πικρά κύματα, όπου ο Γιάννης ο Πατσοστάθης, βοσκός από το βουνό, είδε για λίγες στιγμές τη λευκή εσθήτα να κυματίζει στην αύρα, έπειτα να βυθισθεί στο κύμα και πάλι να επιπλέει στον αφρό.
Το πρωί της Πρωταυγουστιάς, μία βάρκα έφερε το νεκρό σώμα και το αποβίβασε στην προκυμαία. ..
Ω! τι σπαραγμός!
Ξένη, έρμη στα ξένα, βρήκε τον πικρό θάνατο εκουσίως στην άλμη του κύματος...
Οι γιατροί του τόπου ανακάλυψαν εύρημα και το διεκδίκησαν.
Οι ιερείς όχι.
Δεν ήταν κανείς ισχυρός ενδιαφερόμενος, για να εκβιάσει την «ελαστικότητα» των νόμων και των κανόνων, για να βάλει σε κίνηση τα νεύρα και τα κόκαλα των ανθρωπάρεσκων, τα οποία μέλλει να διασκορπίσει ο Θεός.
Μόνο πέντε ή έξι γερόντισσες, πτωχές χήρες, δύο ή τρεις κόρες του λαού, τρεις δωδεκάδες αγυιοπαίδων κι οι δύο νεαροί χωροφύλακες, συνόδευσαν το Γιαννάκη στο κοιμητήριο, όπισθεν του σκεπασμένου νεκροκρέβατου.
Ο φίλος του εξοχικού καπηλειού, είπε το «Άγιος ο Θεός», το «Μετά πνευμάτων», Κύριε, ανάπαυσον την δούλην σου, τρεις φορές κι ετελείωσε.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης