Γυνή πλέουσα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Α´
Στο μικρό λιμάνι του ωραίου νησιού του, όλες τις χρονιές, συνήθως τον Οκτώβριο, κατέπλεε, επιστρέφοντας από τα ταξίδια με την σκούνα του, ο καπετάν Γιάννης ο Καραντής, ο επιλεγόμενος και Καραβοκύρης.
Αφού εξασφάλιζε καλά το πλοίο, καθόταν να περάσει χρυσό χειμώνα σιμά στην εστία του, με την Καραβοκυρού, τη νεαρή γυναίκα του και με το Βαγγέλη και το Μανώλη, τους δύο ανήλικους γιους του.
Φρόντιζε πρώτα, να πληρώσει τις μικρές υποχρεώσεις του και ύστερα το «έριχνε γρέκι», κατά το κοινόν ναυτικὸν λόγιον.
Εκείνη τη χρονιά, είναι τώρα λίγες δεκάδες χρόνια από τότε, άμα έφτασε και εισέπλευσε με πολλές βόλτες το λιμάνι, άραξε καλά τη γολέτα του, κοντά στον παλαιό μόλο, την έδεσε με διπλή γούμενα στην παλιά Κολώνα, που ήταν από μαύρο αδρό μάρμαρο, στη μικρή πλατεία, κατά την ανωφέρεια της παράλιας αγοράς και αμέσως βγήκε και πάτησε στην ξηρά.
Ω! Πόσες συγκινήσεις είχε μέσα του! Σε λίγη ώρα, πέρασε από τα διάφορα μαγαζιά, όπου του έκαμναν τα «μουσαφιρλίκια» για το «καλώς ήλθες» όλοι, τους έκαμνε κι αυτός τα «σαλαμετλίκια», για το «καλώς σας ηύραμε».
Ύστερα πλήρωσε όπως συνήθιζε πάντοτε, τα λίγα βερεσέδια του σπιτιού, όσα είχε βάλει η γυναίκα κατά την απουσία του.
Τριάντα τόσες δραχμές στον αλευρά, δεκαοκτώ και τόσα στο μπακάλη και καμιά εικοσαριά εδώ κι εκεί στους μικρέμπορους.
Όσα λεπτά του είχαν ζητήσει να πληρώσει οι διάφοροι πωλητές, τόσα περίπου του ομολόγησε και η σύζυγός του στο σπίτι, μόνον, ότι εύρισκε δύο ή τρεις δραχμές «πανωγραμμένα» στο μπακάλη και άλλες πέντε ή έξι στον πραματευτή.
Αλλά ως προς τη διαφορά αυτή, φάνηκε μάλλον να μην τον απασχολεί τον καπετάν Κωνσταντή και δικαίωσε τους απαιτητές, λέγοντας, ότι δεν είχε πεποίθηση στους λογαριασμούς τους γυναικείους.
― Χρωστάς άλλο τίποτε πουθενά αλλού; ρώτησε τελευταία ο Καραβοκύρης τη γυναίκα του.
―Όχι, καπετάνιο μ᾿, αυτά είν᾿ όλα, τίποτ᾿ άλλο δε χρωστώ.
Την απόκριση αυτή, την έδωκε με ύφος κάπως συλλογισμένο η γυναίκα, ο σύζυγος όμως δεν το παρατήρησε ή δε θέλησε να ασχοληθεί περισσότερο.
***
― Γου!…
Το επιφώνημα τούτο άφησε αμέσως κατόπιν η Καραβοκυρού, άμα βγήκε ο σύζυγός της, αυτό το δειλινό της πρώτης μετά την εσπέρα ή τη νύκτα της ημέρας του ερχομού του.
― …Έχει χάζι να τον πιάσ᾿ ο Κισσιώτης, να του γυρέψει κείνα τα βερεσέδια και θα ντροπιαστώ… Πω, πω! τρομάρα μου!
Έδραξε με τα νύχια τα δύο μάγουλά της.
Πλησίαζε δειλινό και αυτή βρισκόταν σχεδόν γονατιστή ή μάλλον «πρόχνυ καθεζομένη», κατά τον τρόπο που κάθονταν οι Ελληνίδες από τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι σήμερα.
Ήταν ανασκουμπωμένη πάνω στην ψάθα την αιγυπτιακή, δίπλα στο πλούσια στρωμένο την ημέρα εκείνη «μεντέρι» και ασχολούταν να κατασκευάσει τυρόπιττα στο τηγάνι, έδεσμα το οποίο αγαπούσε πολύ ο σύζυγός της.
Πως να μην το αγαπά, αφού τώρα επέστρεψε από τα θαλάσσια ταξίδια, χορτασμένος μόνο από παστά κρέατα και από γαλέτα;
Ήταν ήδη ώρα Εσπερινού. Σήμανε τότε η καμπάνα του ναού.
Σηκώθηκε, ήλθε μπροστά στο Εικονοστάσι, κατέβασε το κανδήλι, το ξεφυτίλισε, το καθάρισε με λευκό προσόψιο, το γέμισε λάδι, πάλι το σφούγγισε, το άναψε, το ανέβασε με το καρούλι στο κανονικό ύψος και έκανε με ευλάβεια τρεις σταυρούς με βαθιές υποκλίσεις.
―Α! καλά με φώτισε, είπε τότε δυνατά μιλώντας προς τον εαυτό της η Καραβοκυρού, να μη λείπε κανείς από τα θεία! Πρέπει να στείλω το παιδί, να δώσει μήνυμα κρυφά του Κισσιώτη, μη μπας και τον πιάσει τον Καραβοκύρη και του ζητήσει τα λεπτά… και θά ᾽χουμε, γιε μου, ντράβαλα.
― Μανώλη! φώναξε προς το παιδί.
Ήταν εκεί ο γιος της, ο μικρότερος από τους δύο, ο οποίος, επειδή ο πατέρας, ως νεοφερμένος, του είχε πει εκείνο το μεσημέρι, ότι δεν έπρεπε, άμα θα ερχόταν το δειλινό από το σχολείο, να τρέχει στους δρόμους να παίζει, αλλά να κάθεται στο σπίτι να μελετά το μάθημά του, ώσπου να το μάθει πρώτα, ο Μανώλης, ανίκανος να βάλει σε πράξη την αψυχολόγητη τούτη συμβουλή, που του επέβαλε δεύτερο αμέσως περιορισμό μετά τον πρώτο, είχε κάμει κάτι καλύτερο, κατά την κρίση του.
«Λάκισε» από το δημοτικό σχολείο ευθύς μετά την αρχή του μαθήματος και αφού έτρεξε στην άμμο κάτω, δίπλα στο Μώλο, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Βαγγέλης, μαθητής της πρώτης του Ελληνικού, δραπέτης και αυτός, τον είχε προλάβει και παίρνοντας τη μικρή φελούκα του πατέρα του, είχε ανεβεί στη σκούνα κωπηλατώντας, για να κάμει την άφευκτη πρώτη επίσκεψη στο πατρικό πλοίο.
Αφού ο Μανώλης μάταια φώναζε στον αδελφό του, να έλθει να τον πάρει κι αυτόν μέσα στην γολέτα, ο δε Βαγγέλης πολύ φρόνιμα και κηδεμονικά του απάντησε ότι:
«Δεν είναι δουλειά του να τρέχει στους γιαλούς, να πάει στο σκολειό του!», τότε ὁ Μανώλης, βλέποντας ότι τα παιδιά, οι συμμαθητές του, είχαν σχολάσει κι έτρεχαν τον ανήφορο, στον λιθόστρωτο δρόμο, με πολλές φωνές και θορύβους, με τις τσάντες κρεμασμένες στις μασχάλες τους, σκέφτηκε ότι ήταν καιρός να δείξε ότι ξέρει να κάμνει υπακοή στον πατέρα του.
Έτρεξε στο σπίτι και βλέπει τη μητέρα του, να ετοιμάζεται να ψήσει τυρόπιττα.
Τότε σκέφτηκε, ότι μεγαλύτερη ευτυχία υπήρξε γι’ αυτόν το ότι αναγκάστηκε να έλθει στο σπίτι, παρά αν πήγαινε στη σκούνα του πατέρα του, όπου μόνο γαλέτες θα εύρισκε να τραγανίσει, μόνο ότι θα είχε εκεί καλύτερη γυμναστική διασκέδαση, δοκιμάζοντας να αναρριχηθεί αμιλλώμενος με τον αδελφό του στα ξάρτια και μέχρι τις κεραίες.
Όταν ο Μανώλης, σαν φρόνιμος νέος, κάθισε στο έξω δωμάτιο, ακούγοντας με μεγάλη ηδονή το πιπίρισμα του βουτύρου στο τηγάνι, αισθανόμενος την κνίσα στα ρουθούνια του, κάθισε βλέποντας έξω απ΄ το παράθυρο, κρατώντας στα γόνατα του το αναγνωσματάριο, το οποίο είχε ανοίξει ανάποδα από απροσεξία, άρχισε τότε να μιαουρίζει τάχα σαν να διάβαζε και ήταν έτοιμος να κάμει μεγαλοφωνότερο το μουρμούρισμά του, εάν τυχόν έβλεπε τον πατέρα του να έρχεται προς το σπίτι.
Άκουσε τη φωνή της μητέρας του:
― Μανώλη!
― Τί θέλεις, μάννα;
Αμέσως σηκώθηκε κι έτρεξε στο χειμερινό δωμάτιο.
Δεν θα αρκούταν πλέον, όπως τις ημέρες όπου έλειπε ο πατέρας του, άμα ήλθε από το σχολείο, να πετάξει τα βιβλία του, να ανοίξει με κρότο το ντουλάπι, να στραβοκόψει τεμάχιο ψωμιού, να σπρώξει άτακτα πάλι τη θυρίδα του ντουλαπιού και να την αφήσει μισάνοικτη, όχι ασφαλή από τις εφόδους της γάτας, αυτή τη φορά υπήρχε κάτι καλύτερο.
―Ακόμα, μάννα, δεν έγιν᾿ η τυρόπιττα;
―Άκουσε, παιδί μ᾿ Μανώλη, να σ᾿ πω ένα κρυφούτσικο, ξέρεις το Γιαννιό τον Κισσιώτη, όπου σ᾿ έστελνα κι εγέμιζες τη μποτίλια κρασί;
― Πως.
― Να πας να του πεις…
― Να μ᾿ δώσεις τυρόπιττα…
― Τώρα, να ψηθεί πρώτα… Όσο να πας και να ᾽ρθείς, θα γένει…
Να πας να πεις του Κισσιώτη…
― Τι;
― Κείνα τα βερεσέδια, πες, όπ᾿ του χρωστώ, μην πιάσει, πες, τον πατέρα σ᾿ κι εγώ θα κάμω νόμο-τρόπο. Άκουσες;
― Ναι.
― Σύρε, τρέχα γλήγορα, να τ᾿ πεις, και νὰ ᾽ρθεις… Να, έφτυσα…
Έκαμε σημείο σαν να έφτυνε στην παλάμη της.
Το παιδί κοίταζε ακόμη κατὰ το τηγάνι.
― Δώ᾽μ᾿ πρώτα, λιγάκι τυρόπιττα.
― Δεν έγιν᾿ ακόμα… ως που να ᾽ρθείς πίσω θα γένει… Τρέχα… πήγαινε… Μη περάσ᾿ ο πατέρας και τόνε πιάσει… Τ᾿άκουσες, τι σού ᾽πα να τ᾿ πεις;
― Ναι.
― Πώς θα τ᾿ πεις;
― Να κείνα τα βερεσέδια… μην τα πιάσ᾿ ο πατέρας… και συ θα κάμεις τον ώμο τρόπο…
―Όχι μην τα πιάσ᾿ ο πατέρας… Αυτός να μη πιάσει τον πατέρα σ᾿ και τα γυρεύει… κι εγώ θα τα πληρώσω. Κατάλαβες;
― Πως.
― Πήγαινε, τρέχα… νά ᾽χεις την ευκή μ᾿.
― Δώ᾽ μ᾿ τυρόπιττα… Να, τώρα έγινε, να, θα καεί…
Η Καραβοκυρού, γύρισε την πίττα από την άλλη πλευρά.
Έπειτα φύσηξε, βίασε τη φωτιά και μετά ένα λεπτό της ώρας, καμένη από τη μία πλευρά, μισοψημένη από την άλλη, την κένωσε σε μεγάλο πιάτο και ζεστή καυτή, την έκοψε κι έδωκε μεγάλο κομμάτι στο γιο της.
Ο Μανώλης, κρατώντας το κομμάτι της τυρόπιττας, καιόμενος, φυσώντας και μεταφέροντας την από το ένα στο άλλο χέρι, τη δάγκανε, τη μασούσε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού.
* * *
Καθώς βγήκε έξω κι έστριψε τη γωνία του δρομίσκου, στάθηκε στην σκιά ενός τοίχου, θέλοντας να χαρεί με άνεση την τυρόπιττα.
Έπειτα, αφού έφαγε τη μισή, ξεκάμπισε, πήγε παραπέρα κι έκαμε δεύτερο σταθμό.
Είχε φάει τα τρία τέταρτα του τεμαχίου της πίττας και τέλος έφθασε κοντά στο μαγαζί του Γιάννη του Κισσιώτη.
Το καπηλειό, βρισκόταν στην παραθαλάσσια αγορά και είχε δύο πόρτες, η πάνω πόρτα, η προς τη συνοικία και το μέσα δρόμο, ήταν για τις γριές και τα μικρά κορίτσια, όσα έρχονταν για να αγοράσουν κρασί ή μαστίχα από τη γειτονιά.
Απ΄αυτήν την πάνω πόρτα μπήκε και ο Μανώλης, κρατώντας ακόμη στην παλάμη του αριστερού χεριού, το τελευταίο λείψανο της τυρόπιττας.
Ο κάπηλος, ήταν στο λογιστήριό του και συνομιλούσε με ένα πελάτη ή φίλο. Μία παρέα που έπιναν κάθονταν στο τραπέζι, άλλοι δύο όρθιοι, είχαν πάρει δύο ρακοπότηρα στα χέρια και συνομιλούσαν κι αργοπορούσαν πριν τσουγκρίσουν να πιούν.
―Εβίβα!
Ο μικρός Μανώλης πλησίασε στο γραφείο και τράβηξε το μανίκι του ενδύματος του οινοπώλη.
― Μπάρμπα!
Ο κάπηλος στράφηκε προς το παιδί.
― Τι είναι;
― Είπε η μάννα μ᾿, άρχισε ο Μανώλης και σταμάτησε.
― Τι είπ᾿ η μάννα σ᾿; ρώτησε ο Κισσιώτης.
Το παιδί κατέβαλλε αγώνα για να θυμηθεί.
Τη στιγμή που η μάννα του του είχε δώσει την παραγγελία, όλος ο νους του ήταν μέσα στο τηγάνι της τυρόπιττας.
― Είπ᾿ η μάννα μ᾿, επανέλαβε με πολύ κόπο ο Μανώλης, αφού κατάπιε μισομασημένη την τελευταία μπουκιά που είχε στο στόμα, κείνα τα βερεσέδια, λέει, μη σε πιάσ᾿ ο πατέρας να του τα γυρέψεις… και θα τα πληρώσει.
―Α! να τα γυρέψω απ᾿ τον πατέρα σ᾿; είπε ο κάπηλος.
―Όχι!
― Μα πώς;
― Να, θα σ᾿ τα δώσει.
― Ποιος; ο πατέρας;
― Ναι.
― Του είπε η μητέρα σου;
― Δεν ξέρω.
― Πώς δεν ξέρεις;
― Να, θα σ᾿ τα πληρώσ᾿, λέει.
― Ποιος θα μ᾿ τα πληρώσει;
― Να, θα κάμει με τον ώμο…
― Τι, με το νόμο;… Μήπως της έκαμα εγώ αγωγή;
― Δεν ξέρω.
Ο κάπηλος βρέθηκε σε απορία.
Από πριν δεν είχε ιδέα, ούτε σκοπό να απαιτήσει ποτέ από τον Καραβοκύρη το μικρό χρέος της γυναίκας του χωρίς την συναίνεσή της, πάντοτε δε πίστευε ότι αυτή θα φρόντιζε να το εξοφλήσει. Αλλά η αποστολή του παιδιού, ήταν σαν πέτρα που ρίχτηκε σε γαλήνια νερά.
― Συλλογίσου καλά παιδί μου, είπε, τι σου είπε η μάννα σου;
Αυτή ή ο πατέρας σου θα με πληρώσει;
― Να, του πατέρα μου είπε να μ…
― Να μη με πληρώσει;
―Όχι… θα σ᾿ τα δώσει.
― Ποιος; Ο πατέρας σου;
Ο Μανώλης έσεισε τους ώμους, μόρφασε, και τέλος είπε:
― Πως.
― Καλά.
Και το παιδί έφυγε τρέχοντας, ευχαριστημένο γιατί απαλλάχτηκε τέλος από την ενοχλητική αποστολή και την ανταλλαγή λόγων.
Ο οινοπώλης, με το νου του, έβγαλε το συμπέρασμα, ότι έπρεπε να ζητήσει τα οφειλόμενα από το σύζυγο. Γιατί αλλιώς, περιττό θα ήταν, κατά τη γνώμη του, να σταλεί μήνυμα με το παιδί, ούτε θα είχε τούτο καμία έννοια.
Εννοείτο, ότι αυτός δεν θα είχε το θράσος και την αδιακρισία να «πιάσει» τον πλοίαρχο να τα ζητήσει, αλλά θα περίμενε να πληρωθεί από τις οικονομίες της συμβίας του.
Αλλά αφού αυτή η ίδια έστειλε το γιο της και παράγγελλε αυτά, τι να κάμει αυτός; Προς τι άλλο θα τον έστελνε, αφού και αυτή όφειλε να καταλαβαίνει και να γνωρίζει, ότι αυτός ποτέ δεν θα είχε σκοπό να απαιτήσει το χρέος από εκείνον.
Ο Μανώλης επέστρεψε αργά-αργά στο σπίτι.
Κυνηγήθηκε στο δρόμο με δύο παιδιά, εκ των οποίων το ένα, ξυπόλυτο, μάγκας του δρόμου, ήθελε να του αρπάξει το τελευταίο λείψανο της τυρόπιττας το οποίο κρατούσε ακόμη και μασούσε, το άλλο τον κυνηγούσε και τον πετροβολούσε από έμφυτη παιδική κακία, ίσως επειδή τον είδε να φορεί καινούργια ρούχα, τα οποία του είχε φέρει από το ταξίδι ο πατέρας του.
Τέλος ξέφυγε κι έφθασε στο σπίτι.
Η μάννα του είχε τηγανίσει ήδη όλες τις τυρόπιττες.
Νύχτωνε και περίμενε να έλθει ο σύζυγός της για το δείπνο.
Άμα είδε το Μανώλη που ήρθε, τον ρώτησε:
―Επήγες και τού ᾽πες του Κισσιώτη, αυτό που σου είπα;
― Πως.
― Και τι σου είπε;
― Είπε, καλά.
― Πως του είπες, λέε.
― Να, τι μού ᾽πες να του πω.
― Για τα βερεσέδια, ότι θα κάμω τρόπο να του τα δώσω και να μη πιάσει τον πατέρα σου.
― Ναι, να μην τόνε πιάσει.
― Άφεριμ, το Μανώλη μ᾿. Κάτσε τώρα και διάβασε, ως που να ᾽ρθεί ο πατέρας να φάμε.
Και ο Μανώλης, πήρε πάλι τη θέση του στον καναπέ, δίπλα στο παράθυρο στο έξω δωμάτιο.
Β´
Αφού ησύχασε για την μικρή αυτή υπόθεση η Καραβοκυρού, γυναίκα τριανταπέντε ετών, ισχνή και μελαχρινή, αλλά με συμπαθή φυσιογνωμία, αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση και τότε, πρώτο η χαρά για τον ερχομό του άνδρα της, της ήλθε μια επιθυμία.
Επειδή είχε κουραστεί αρκετά, κατέβασε από το ράφι τη μποτίλια με τη μαστίχα, χωρὶς να την δει ο Μανώλης, ο οποίος είχε ανοίξει πάλι, στον προθάλαμο, ένα βιβλίο στα γόνατά του και άρχισε να μουρμουρίζει, τάχα πως μελετά το μάθημά του.
Γέμισε ένα ρακοπότηρο και το ήπιε, εις υγείαν του επανελθόντος με το καλό κατευόδιο, από τα ξένα.
Επειδή η μαστίχα της φάνηκε γλυκιά, έκαμε συγκατάβαση ο λογισμός της, να πιει ακόμη μισό ποτηράκι. Παραπήρε όμως το χέρι της και το γέμισε σχεδόν όλο. Μη κρίνοντας σωστό να ρίξει το απόπιομα πίσω στην μποτίλια, λυπήθηκε να το χύσει και το ήπιε όλο.
Έπειτα απογέμισε τη μποτίλια από τη μαύρη μπουκάλα, που ήταν στη γωνία του ραφιού και στη μπουκάλα, έριξε μέσα λίγο νερό.
Επειδή όμως από παραδρομή είχε γεμίσει πάρα πολὺ η μποτίλια, ώστε για να μπει το τάπωμα θα χυνόταν, άδειασε λίγο στο ρακοπότηρο και το ήπιε.
Ίσως επειδή πεινούσε ήδη και η μαστίχα της άνοιξε την όρεξη, αποφάσισε να φάει το υπόλοιπο, πάνω απ΄το μισό της τυρόπιττας, την οποία είχε κόψει προς χάριν του Μανώλη.
Αμέσως τότε της ήρθε η όρεξη να πιει λίγο μοσχάτο και ανοίγοντας το ερμάριο, γέμισε ένα ποτήρι από τη μεγάλη χιλιάρικη και το ήπιε.
Γιόρταζε ανεπίσημα, αλλά εγκάρδια, το καλό κατευόδιο του συζύγου της.
Αισθανόταν την ανάγκη να σπρώξει τα «φαρμάκια να πάνε κάτω».
Φαίνεται ότι, κάπως συχνά η Καραβοκυρού αισθανόταν την ανάγκη αυτή. Πότε, γιατί έλειπε ο σύζυγός της και είχε καημό, πότε γιατί επανήλθε εκείνος και είχε χαρά.
Πολλές φορές την είχαν καταλάβει οι γειτόνισσες.
Διηγούνταν, ότι μία φορά ήλθε σε τόση έκσταση, ώστε τα ψωμιά, τα οποία είχε ζυμώσει το πρωί, επειδή είχε πιει εντωμεταξύ, πριν αυτά ανεβατίσουν, άμα τα ψηλάφησε ύστερα και τα έκρινε ανεβατισμένα και είχε κολλήσει το μικρό φούρνο, ο οποίος υπήρχε κατά το σύστημα πολλών παλαιών οικιών μέσα στην εστία, στο κοίλον της γωνίας, πίσω από την κυρίως εστία, ξέχασε την τοποθεσία του φούρνου, τον οποίον προ ολίγου είχε κολλήσει και νόμισε για φούρνο το ανοικτό στον ήλιο παράθυρο, στο βορειανατολικό μέρος, κοντά στην εστία, το οποίο άνοιγε προς την κατηφορική προς το δρόμο στέγη χαμώγειας γειτονικής αποθήκης, που είχε τον ένα τοίχο κοινό με το σπίτι και τα κεραμίδια της άρχιζαν από το γείσο του παραθύρου της Καραβοκυρούς, κατεβαίνοντας πλαγιαστά προς το δρόμο.
Πάνω στην έκστασή της η γυναίκα, πιάνοντας τα μισοανεβατισμένα ψωμιά, τα φούρνισε, δηλαδή τα έριξε με το σανίδι (μικρό φτυάρι) πάνω στα κεραμίδια της αποθήκης, τα οποία όπως ήταν κοκκινωπά και γυάλιζαν στον ήλιο, τα έβλεπε σαν έδαφος του αναμμένου φούρνου.
Μία γειτόνισσα την είχε δει και φώναξε δύο άλλες να απολαύσουν το θέαμα.
«Επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται παν ρήμα».
Άλλοτε πάλι, όπως έλεγαν, τον καιρό που η Καραβοκυρού επιστατούσε κι έκανε ακόμη μόνη της τον τρύγο του αμπελιού και την παρασκευή του οίνου και πριν ο Καραβοκύρης αποφασίσει να παραχωρήσει σε κολλήγα όλα αυτά, αυτή είχε ανοίξει, μούστο ακόμη, το βαρέλι του οίνου κατά την φθινοπωρινή εποχή εν ώρα νυκτός, αλλά τότε πάνω στην έκστασή της είχε αφήσει ανοικτή την κανέλα, δηλαδή τον πίρο του βαρελιού και χύθηκε όλο το κρασί, σχηματίζοντας λίμνη δύο σπιθαμών βάθος στο κατώγι, όπου οι δύο ή τρεις πάπιες, τις οποίες είχε στο κατώγι της, βρίσκοντας κατ᾿ αρχάς ωραία τη λίμνη για κολύμπημα, ρίχτηκαν μέσα και αφού έπλευσαν, έπλευσαν, τέλος πνίγηκαν μεθυσμένες, λαμβάνοντες θάνατο σπάνιο και για ανθρώπους ακόμη, αλλά μοναδικό για τις πάπιες.
Κάτι τέτοια είχαν την ευκαιρία να διηγούνται σε βάρος της Καραβοκυρούς οι καλές γειτόνισσές της.
* * *
Δεν ήταν απλή συγκυρία, αλλά πιθανή εκ των προτέρων συνέπεια, το ότι ο καπετάν Καραντής, πριν επανέλθει στο σπίτι, πέρασε εκείνο το βράδυ από το μαγαζί του Κισσιώτη.
Το καπηλειό τούτο, ήταν το πλησιέστερο της αγοράς προς την οικία του.
Τα «μουσαφιρλίκια» των παλιννοστούντων ναυτικών διαρκούσαν επί ημέρες, οι δε προδόρπιες εσπερινές συναντήσεις στα διάφορα κέντρα της αγοράς, ουδέποτε, ιδίως το χειμώνα, έπαυαν.
Κατερχόμενος ο Καραβοκύρης, με δύο άλλους ομότεχνους φίλους του, από το μαγαζί του Ζαγοριανού, μετέβη στου Ρήγα, από του Ρήγα στου Καραθάνου, από του Καραθάνου στου γέρο-Τζανιάκου, από του γέρο-Τζανιάκου στου Θωμά του Λογιώτατου, έπειτα στου Στεργιανού, κατόπιν στου Γατζίνου και τέλος, πριν καληνυχτιστούν, μπήκαν στου Κισσιώτη.
Δεν το έκαμναν τόσο για να πιούν, όσο για να κάμουν ως καλοί πατριώτες και ταξιδιώτες φιλότιμοι, «αλεσβερίσι» στα μικρά αυτά κέντρα, τα οποία χωρίς την εμπορία του ποτού, δεν θα είχαν «λόγον υπάρξεως».
Εκεί οι δύο άλλοι θαλασσινοί, καληνύχτισαν το συνάδελφό τους, αλλά αυτός άργησε λίγο πιάνοντας συζήτηση, για να απαντήσει στα «καλώς ορίσατε», άλλων ευρεθέντων εκεί γειτόνων.
Ο κάπηλος τότε έλαβε και αυτός μέρος.
― Πώς πήγαν φέτος οι δουλειές, καπετάνιο;
― Κεσάτια, βλαστήμα τα!… Εσείς πώς τα περνάτ᾿ εδώ στο χωριό;
― Κ᾿ εμείς τα ίδια και χειρότερα, δόξα σοι ο Θεός. Μας τρώνε και τα βερεσέδια και μην τα ρωτάς.
Η ομιλία με τους άλλους θαμώνες είχε πάψει και ο πλοίαρχος ετοιμαζόταν να πει καληνύχτα και να πάει στο σπίτι του.
Τη στιγμή εκείνη, ο Γιάννης ο Κισσιώτης, κάλεσε τον Καραντὴ πλησιέστερα στο λογιστήριο και ψιθύρισε:
― Κάτι ήθελα να σου πω, με το συμπάθιο, Καραβοκύρη μ᾿.
― Λέγε.
― Μας θέλετε κάτι τι. Τώρα, με το καλό κατευόδιό σας, οπού ᾽ναι τ᾿ άλλα έξοδα…
― Τι λες; Σου χρωστώ εγώ τίποτα;
― Κάτι λιγοστά, θαρρώ είναι περασμένα στο δεφτέρι.
Άνοιξε το κατάστιχο και το φυλλολογούσε βιαστικά κατ᾿ αρχάς, έπειτα αργά.
Τέλος σταμάτησε και φάνηκε ότι βρήκε τη σελίδα.
― Κι από πότε σου τα χρωστώ εγώ αυτά τα λεπτά; ρώτησε εξαπτόμενος ο θαλασσινός.
― Είναι χρέος της Καπετάνισσας, όταν έλειπες…
Μόλις είπε το λόγο και ζητούσε να τον ανακαλέσει, δάγκωνε τη γλώσσα του, ευχόταν να μη τον είχε πει, αν ήταν δυνατόν να έσβηνε τον ήχο στον αέρα, όπως σβήνουν τα «προσωρινά βερεσέδια» στην πλάκα, όπως κάθε κύκλος σβήνεται στον αφρό του κύματος.
Τότε μόνο συναισθάνθηκε, πόσο φοβερό σφάλμα ήταν να μιλήσει για το χρέος αυτό της γυναίκας, προς τον ίδιον άνδρα της.
Το μαγαζί δεν πουλούσε τίποτε άλλο παρά οίνο και πνευματώδη ποτά.
Λέγοντας λοιπόν ο κάπηλος, ότι το χρέος ήταν της Καραβοκυρούς κατά την απουσία τούτου, ήταν σαν να κατήγγελλε τη γυναίκα για κραιπάλη προς το σύζυγο.
Το βέβαιο ήταν, ότι πολὺ συνέτεινε, για να του φύγει ο λόγος και η απληστία, η ανυπομονησία, η φυσική προτίμηση κάθε καπήλου και κάθε ανθρώπου, όπως λάβει χρήματα αμέσως, παρά να έχει να λαμβάνει αργότερα. Τώρα, ο πλοίαρχος ερχόταν φέροντας χρήματα από τα ταξίδια και ήταν σε θέση να πληρώσει, η Καπετάνισσα θα πλήρωνε όταν ευκολυνόταν, δηλαδή μετά εβδομάδες, ίσως μετά μήνες αργότερα.
Ο κάπηλος εντωμεταξύ, προσπαθούσε να επανορθώσει το σφάλμα και άρχισε να ψελλίζει:
―Όχι… τι λέω;… κάτι λίγα, δύο-τρεις δραχμές μονάχα, είναι όταν έλειπες… τα πολλά είναι από πέρυσι, πριν πας για ταξίδι.
― Τι τσαμπουνίζεις; έκραξε δύσθυμος ο καπεταν Καραντής.
Για δείξε μου τα βερεσέδια… Τα έχεις εδώ;… Πού είναι;
Ο πλοίαρχος έσκυψε στο κατάστιχο, στη σελίδα που είχε σταματήσει ο κάπηλος και μπόρεσε να διακρίνει στο αβέβαιο φως της καπνώδους λυχνίας, όλα τα διάφορα κονδύλια τα οποία ήταν σημειωμένα στο όνομά του ή απλώς της οικίας, χωρίς να φαίνεται ολόγραφο το όνομα της συμβίας του, αλλά οι ημερομηνίες των διαφόρων ποσών είχαν ευγλωττία.
Όλες ήταν μεταξύ του Μαρτίου και του Σεπτεμβρίου του ίδιου εκείνου έτους, δηλαδή της περιόδου κατά την οποία απουσίαζε ο πλοίαρχος.
Κάποιος δικολάβος, θα άρπαζε αμέσως το επιχείρημα ότι «δεν εδύνατο ο πελάτης του να πληρώσει χρέη συναφθέντα δήθεν επ᾿ ονόματί του κατὰ την απουσία του, άνευ νομίμου πληρεξουσιότητας και άρα το κατάστιχο δεν είχε ισχύ».
Αλλά ο Καραντής δεν ήταν δικολάβος, ήταν θαλασσινός και περιπλέον, σύζυγος. Οπότε δάγκωσε τα χείλη του, κατάπιε το θυμό του, έβγαλε αμέσως το πορτοφόλι του και πλήρωσε μέχρι λεπτού τις τριάντα τόσες δραχμές, όσες ήταν σημειωμένες στο κατάστιχο.
Έπειτα είπε «Καληνύχτα» και έφυγε.
* * *
Τη νύκτα εκείνη, βαθιά κοντά τα μεσάνυκτα, δύο γειτόνισσες, η Μαθίνα η Καζινίτσα και το Χρυσώ της Μπούλμπαινας, ξαφνιάστηκαν παράωρα από γυναικείες φωνές και κλάματα, τα οποία ακούγονταν από το σπίτι του καπετάν Γιάννη του Καραντή.
Η Μαθίνα, χήρα γερόντισσα, αφού είχε πάρει τον πρώτον ύπνο, ξύπνησε και ακούοντας τις φωνές, σηκώθηκε και ήλθε στο παράθυρο. Είχε αφήσει τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, ήταν νοτιά και μάλλον ζέστη, εκτός από το λεπτό απόγειο και τη δροσιά, που άρχιζε τα μεσάνυκτα.
Από τα τζάμια του παραθύρου, έπεφταν μέσα στο πάτωμα οι ακτίνες της σελήνης, που είχε ανατείλει προ ολίγου, άγουσα την τέταρτη ή πέμπτη ημέρα μετά την πανσέληνο. Έριξε βλέμμα προς τα έξω.
Το σπίτι της αντίκριζε σχεδόν διαγώνια με το σπίτι του καπετάν Καραντή και από το παράθυρο που στεκόταν η Μαθίνα, έβλεπε από πλάγια φωτισμένο το παράθυρο του έξω θαλάμου της οικίας του πλοιάρχου.
Μέσα στις φωνές και τα κλάματα που άκουε η γριά-Καζινίτσα, διέκρινε μόνο λίγες λέξεις.
― Θα πάω να πέσω να πνιγώ! Θα πνιγώ, Καραβοκύρη μ᾿!…
Θα πάρεις στο λαιμό σ᾿ τα παιδάκια μας…
Ήταν η φωνή της Καπετάνισσας. Την αναγνώρισε.
― Δεν πας να πνιγείς!… Θα μου κάμεις και τη χάρη… Παίρνω άλλη!… απαντούσε με καγχασμούς η φωνή του πλοιάρχου.
Η γριά-Μαθίνα ακούσια γέλασε. Έπειτα έκαμε ένα βήμα προς τα πίσω, θέλοντας να επανέλθει στο κρεβάτι της. Είχε ακούσει και είχε πληροφορηθεί τι συνέβαινε. Αυτή στον καιρό της είχε ιδεί και ακούσει πολλά τέτοια και δεν αισθανόταν μεγαλύτερη περιέργεια.
Τη στιγμή εκείνη άκουσε κρότο προς τ᾿ αριστερά της.
Μία φωνίτσα έλεγε:
― Τ᾿ ακούς, θεια-Μαθίνα;
Ήταν η Χρυσή της Μπούλμπαινας στο παράθυρό της, αυτή είχε ανοίξει το παράθυρο και βρισκόταν φαίνεται, από ώρα στη σκοπιά της. Τα δύο σπιτάκια σχημάτιζαν μεταξύ τους ορθή γωνία εντὸς και τα δύο παράθυρα, αντίκριζαν εν μέρει το σπίτι της Καραβοκυρούς.
Η Χρυσή, νέα και οξυδερκής, είχε διακρίνει τη μορφή της Μαθίνας πίσω από το κλεισμένο τζάμι στο φέγγος της σελήνης ή ίσως είχε ακούσει και τον ελαφρό τριγμό των γυμνών ποδιών της στο πάτωμα.
Οπότε, για να ελκύσει την προσοχή της, έκαμε μικρό κρότο με το ένα παραθυρόφυλλο, το οποίο έσπρωξε ένα δάκτυλο προς τα έξω και το μούτρο της φάνηκε καλύτερα στο ωχρό φως, ανάμεσα στα δύο μισάνοικτα παραθυρόφυλλα.
Ακολούθως είπε με λεπτή φωνή:
― Τ᾿ ακούς, θεια-Μαθίνα;
― Τι ν᾿ ακούσω, πλιο; είπε η γριά. Απ᾿ τις χαρές της τά ᾽παθε.
― Δεν έκαμε νισάφι, θα πω; συμπλήρωσε η Χρυσή, που καταλάβαινε τη συνθηματική γλώσσα της γριάς.
― Τι να κάμει που δε βρίσκεται βοτάνι, μαθές, απάντησε η Μαθίνα.
― Στον καιρό σας είχατε τέτοια, θεια-Μαθίνα;
― Στον καιρό μας; Ακούς, λέει! λίγα κι εμείς αρμενίσαμε!… είπε συμβολικά η γριά.
―Έχουν τόσην ώρα! είπε, θέλοντας να παρατείνει την ομιλία, ίσως γιατί δεν είχε ύπνο το Χρυσὼ της Μπούλμπαινας, αποβραδίς άρχισαν, με την ώρα τους. Τι έψαλε και τι δεν της είπε!
Και άρχισε να διηγείται, πως και από ποια αφορμή, από όσα κατάλαβε αυτή, από όσα είχε ακούσει με τ΄αυτιάτης, είχε αρχίσει η συζυγική σκηνή. Αλλά η γριά Μαθίνα, κόβοντας την ομιλία, φιλοσοφικά είπε:
―Αχ! πόσα τέτοια, κορίτσι μ᾿!… Μα εσύ, τώρα!… Δε μ᾿ λες, σε τι είμαστε καλύτερες εμείς από τις κουκουβάγιες, όπου λαλούν καθισμένες απάνω στα Κοτρόνια (και έδειξε τον πετρώδη λόφο απέναντι, όπου από πάνω υψωνόταν η σελήνη), σ᾿ αυτό μοναχά, που λαλούμε απ᾿ τα παραθυράκια μας και δεν ανεβαίνουμε, εσύ στην ταράτσα κι εγώ στο λιακωτό, να τα πούμε καλύτερα!
Καλό ξημέρωμα και καλή γνώση, κορίτσι μου.
Και αποσύρθηκε, για να πέσει να κοιμηθεί στο κρεβάτι της.
Να σημειώσουμε, ότι ούτε η Χρυσή είχε ταράτσα, ούτε η Μαθίνα λιακωτό, αλλά η γριά το είπε έτσι χάριν της ποιητικής εικόνας.
Κατά αλλόκοτη σύμπτωση, τη στιγμή που ανέφερε η Μαθίνα την κουκουβάγια, μόλις είχε προφέρει τη λέξη και ακούσθηκε η φωνή του νυχτόβιου πτηνού να κικκαβίζει επάνω στους αντικρινούς βράχους. Τούτο έκαμε τη Χρυσὼ να σταυροκοπηθεί και να ειπεί με φόβο:
― Μάγισσα είναι, αληθινά, μάγισσα!
Γ´
Πριν πολύ ώρα η γριά Μαθίνα είχε αποκοιμηθεί, η Χρυσὼ της Μπούλμπαινας αποσύρθηκε και αυτή από το παράθυρο και μόλις, μετά πολλά, άρχισε να της έρχεται ο ύπνος.
Ξαφνικά άκουσε μεγάλο τρίξιμο και βήμα τόσο σιγανό, το οποίο αυτή μόνο και τα αφάνταστα σερπετὰ και ζούζουλα της νύκτας αισθάνθηκαν στην άκρα σιγή.
Της φάνηκε ότι ο κρότος ερχόταν από την πόρτα της Καπετάνισσας.
Η Χρυσή ξαφνιάστηκε, αναπήδησε κι έτρεξε στο παράθυρό της και το άνοιξε.
Η σελήνη είχε ψηλώσει πολύ, θα είχαν περάσει τα μεσάνυκτα.
Η Χρυσή πρόλαβε μόνο να δει λευκή σκιά, μία άκρη από γυναικείο φόρεμα, να κρύβεται πίσω από τη γωνία του δρομίσκου, διευθυνόμενη προς τα ανατολικά του λιμανιού, προς το γιαλό.
― Τι να είναι;
Γύρισε να δει προς την πόρτα του σπιτιού του πλοιάρχου και είδε ότι είχε μείνει μισάνοικτη.
Αυτό ήταν το τρίξιμο, το οποίο είχε ακούσει η Χρυσή… κι εκεί ήταν το ελαφρό βήμα, το αίνιγμα, που πήγαινε προς τη θάλασσα… στο άγνωστο.
Η πρώτη ορμή της, ήταν να κατέβει στο δρόμο, να τρέξει να δει. Αλλά αισθανόταν αόριστο φόβο.
Σκέφθηκε και αποφάσισε να φωνάξει τη γριά Μαθίνα.
Η Χρυσή, ήταν ορφανή ηλικιωμένη κόρη και οι μόνοι αυτής προστάτες, τα δύο νεαρά αδέλφια της, έλειπαν με τα καράβια στα ξένα. Η μόνη συντροφιά της στο σπίτι, ήταν ένα ανήλικο παιδί, ανεψιά της, κοριτσάκι τεσσάρων ή πέντε ετών, που κοιμόταν «στον καλόν καιρόν της» δίπλα στην παραστιά, ήδη από οκτώ ώρες και είχε το προνόμιο να μην ενδιαφέρεται για όλα αυτά.
Της γριάς Μαθίνας και οι τρεις γιοι της, είχαν πάει «στην αγυρισιά», όπως έλεγε αυτή, είχαν πάρει «μεγάλα πέλαγα».
Βρίσκονταν εκεί που «ψήν᾿ ο ήλιος το ψωμί».
Είχαν φθάσει στη γη των Λωτοφάγων ή είχαν πιει το ύδωρ της Λήθης.
Για κάποιο λόγο είχαν φύγει στην Αμερική τη Νότιο, στους δύο Ωκεανούς, στην Πολυνησία, ποιος ξέρει;
Ο νεότερος απ΄αυτούς έλειπε ήδη ένδεκα χρόνια (όσο ακριβώς χρειαζόταν για να «ξεπονέσει» κι αυτός, λέγεται ότι «ξεπονούν» στα δέκα) και δεν ακουγόταν.
Την κόρη της την είχε «νεκροβλοήσει» μ᾿ ένα γαμβρό, παρά τη θέλησή της και δεν τα είχαν καλά, μάννα και κόρη.
Ως μόνη συντροφιά, στο κατώγι της (επειδή η παραξενιά της δεν της επέτρεπε να έχει ούτε γάτα), είχε δύο κότες κι ένα πετεινό, εξ αφορμής των οποίων μάλωνε συχνά με τις γειτόνισσες.
Η Χρυσή φώναξε με λεπτή, αλλά συριστική φωνή:
― Θεια-Μαθίνα!
Η γριά, αφού είχε κοιμηθεί και δεύτερο ύπνο ήδη, χόρτασε καλά τον ύπνο, σηκώθηκε και ήλθε στο παράθυρο. Αυτή τη φορά άνοιξε το τζάμι.
― Τι είναι, μαρή;
Η Χρυσή της διηγήθηκε ότι είδε και της έδειξε την πόρτα του γειτονικού σπιτιού, όπως είχε.
― Κατέβα κάτω με τα τουζλούκια σου, είπε η Μαθίνα.
Εγώ θα κατεβώ με τα τσουράπια μου.
Και οι δύο βρέθηκαν σε λίγες στιγμές στο δρόμο.
Ήλθαν κοντά στην πόρτα, τη μισάνοικτη. Μόλις ακροάσθηκαν και αμέσως πείσθηκε η Μαθίνα, από το δυνατό ροχάλισμα, το οποίο ακουγόταν επάνω, ότι ο πλοίαρχος κοιμόταν στο σπίτι του.
Άρα αυτός δεν είχε κατεβεί.
Άρα, αφού κατέβηκε κάποιος, ουδείς άλλος ήταν παρά η Καπετάνισσα.
Τι συνέβαινε; Μήπως αυτή είχε πάει πράγματι να πέσει να πνιγεί, καθώς είχε φοβερίσει το σύζυγό της; Είχε χάζι!
Έκαμαν συμβούλιο. Τι πρέπει να κάμουν; Να ξυπνήσουν το σύζυγο; Αλλά προς τι να τον σκιάξουν και να τον κάμουν να εκτεθεί στα ίδια τους τα μάτια και να εκθέσουν τη σύζυγο στα μάτια εκείνου;
Ας πάνε να δουν πρώτα τι γίνεται, μήπως προφτάσουν αυτές και συμμαζώξουν τη γυναίκα και τη φέρουν στον ορθό λόγο.
Μετά λίγα δευτερόλεπτα, οι δύο γυναίκες βρίσκονταν στον ανατολικό γιαλό, προς τη συνοικία του βόρειου λιμανιού.
Η σελήνη με την ωχρή της λάμψη, κατέφεγγε τους βράχους, την ακτή και τη θάλασσα.
Το Καστέλι, μικρή χελωνοειδὴς χερσόνησος, χωρίζει τον ανατολικό όρμο από τη νότια παραθαλάσσια αγορά. Με την πλημύρα των υδάτων, η νήσος πλέει όλη χωρισμένη από την ξηρά, με την άμπωτη προσαμμώνει και γίνεται μώλος, ενώνοντας αυτήν με τη στεριά.
Ο άνεμος είχε κοπάσει και ήταν μάλλον ρηχά τα νερά.
Αντίκρυ, εκεί στο Καστέλι, πέρα από το λαιμό της μικρής χερσονήσου, ως μισό μίλι από το γιαλό που στάθηκαν οι δύο γυναίκες, βλέπουν μία μαύρη σκιά, να στέκεται στην άμμο, στην άκρη του Καστελιού και άλλη λευκή σκιά, κινούμενη αυτή, που φαινόταν να σαλεύει και να πατεί στο κύμα μέχρι τα γόνατα.
―Εκεί είναι, είπε η θεια-Μαθίνα.
― Θέ μου! τ᾿ είν᾿ αυτό;… Μάγια κάνουνε; ανέκραξε συνάπτοντας τα χέρια η Χρυσή της Μπούλμπαινας.
― Θεός ξέρει, είπε η γριά.
― Και ποιο να είναι το άλλο, το μαύρο κούτσουρο που στέκετ᾿ εκεί; είπε πάλι το Χρυσώ, άνθρωπος είναι ή στοιχειό τάχα;
* * *
Η θεια-Χριστοδουλίτσα, παλαιό λείψανο, 95 ετών, ήταν γριά «μεζετζού». Αγαπούσε τα θαλασσινά, τα καβουράκια, τα κοχύλια και τις γαρίδες.
Συνήθως πήγαινε στο Καστέλι αποβραδίς, όταν ήταν ρηχή, τρεις ή τέσσερις ώρες νύχτα και κυνηγούσε τα καβούρια.
Αυτή τη φορά, σπάνιο μεν ήταν, αλλά δεν το είχε κάμει πρώτη φορά στη ζωή της, πήγε πολὺ αργά, τα μεσάνυκτα.
Αφού χόρτασε τον ύπνο και ξύπνησε και είδε νηνεμία και φεγγάρι, σηκώθηκε, πήρε ένα μαχαίρι, ζώστηκε στη μέση της με μεγάλο προσόψιο και βγήκε από το παραθαλάσσιο σπιτάκι της, που αντικρίζει το Καστέλι, πέζεψε το μικρό αμμόχωστο μώλο, πατώντας από πέτρα σε πέτρα κι έφθασε αντίπερα.
Ήξερε και δε γελιόταν, ότι με τον καιρό και την ώρα αυτήν της νύχτας, θα εύρισκε άφθονο πλήθος από καβουράκια, οστρακόδερμα, και άλλα ζωύφια, να βόσκουν τριγύρω στους πλούσιους γιαλούς.
Καθώς ήταν σκυμμένη και μάζευε με τα δύο χέρια άφθονη άγρα, άκουσε φλοίσβο κύματος που πλατάγιζε.
Ανασήκωσε το κεφάλι και βλέπει λευκοφορούσα γυναίκα, να πατά στο κύμα και να έρχεται προς τα εδώ.
― Είναι κι άλλος κόσμος παράξενος, είπε με ταπεινή φωνή μονολογώντας η γριά. Θα βγήκε να κάμει μπάνια, τέτοιαν ώρα…
Κι έχουμε Αιδημήτρη μήνα… δεν είναι καλός καιρός για κολύμπημα.
Παρόλα αυτά, η λευκοντυμένη γυναίκα, ανασηκώνοντας τα κράσπεδα του φορέματός της, πάνω απ΄τα γόνατα, δείχνοντας γυμνές τις κνήμες στο φεγγάρι, όλο ένα ερχόταν προς το μέρος που βρισκόταν η Χριστουδουλίτσα. Αυτή, με όλα τα γηρατειά της, δεν άργησε να την αναγνωρίσει. Σηκώθηκε και τη φώναξε:
― Πού σ᾿ αυτὸν τον κόσμο, Καραβοκυρού;… Μην εζήλεψες και συ την τέχνη μου κι ήρθες να πιάσεις καβούρια;
Η Καπετάνισσα, σε αλλόκοτη έκσταση, της απάντησε:
― Πάω να πνιγώ, θειακούλα μου!
― Και σηκώνεις και τα ρούχα σου, μην βραχείς!… Είναι ρηχά τα νερά εδώ, πλιο βαθιά να πα να βρεις να πέσεις!
- Κατά μια φήμη που κυκλοφόρησε, η Καραβοκυρού, άμα είδε από μακριά τη γριά Χριστοδουλίτσα, την πέρασε για φάντασμα, κατατρόμαξε και στραφείσα προς τα πίσω, τράπηκε σε φυγή.
Τότε οι δύο γυναίκες, που την είχαν ακολουθήσει, μαντεύοντας ή από θεία έμπνευση το αλλόκοτο νυκτερινό διάβημά της, τη συνάντησαν, την πήραν τρέμουσα, ξεγλωσσασμένη, σε κακή κατάσταση και την έφεραν προς το σύζυγο και τα δύο τέκνα της, που και οι τρεις δεν είχαν ξυπνήσει, ούτε είχαν υποπτευθεί τα γενόμενα.
Κατά την αυθεντική όμως έκδοση, την οποία ακολουθεί ο γράφων, η Καραβοκυρού, ούτε είχε δει από μακριά τη Χριστοδουλίτσα, σκυμμένη και συνεσταλμένη μεταξύ των βράχων, όπου θήρευε την άγραν της, όταν δε η γριά, άμα πλησίασε εκείνη, πρώτη της απηύθυνε το λόγο, η Καραβοκυρού αισθάνθηκε μεν στιγμιαίο τρόμο και κάποιο κλονισμό, αλλά αμέσως συνήλθε αναγνωρίζοντας τη γερόντισσα και τότε διαμείφθηκε ο ανωτέρω διάλογος.
Μετά μισή ώρα, η Καραβοκυρού, βρεγμένη ακόμη λίγο, αν και οι δύο γυναίκες της είχαν πολύ επιμελώς αλλάξει το μεσοφούστανο, βρέθηκε πλαγιασμένη δίπλα στην εστία, στο πλάγι του συζύγου της.
Η γριά-Μαθίνα και η Χρυσή, μαζί με τη θεια Χριστοδουλίτσα, την είχαν οδηγήσει ή την είχαν μετακομίσει, με χέρια και με λόγια, όπως μπόρεσαν, στο σπίτι της.
Ο πλοίαρχος τότε ξύπνησε και βλέποντας αυτήν ξαπλωμένη με ανοικτά τα μάτια:
―Ακόμα δεν κοιμήθηκες, καπετάνισσά μ᾿, είπε (φαίνεται σαν να είχε λησμονήσει ήδη τα βραδινά), μου φαίνεσαι σαν να μυρίζεις θάλασσα!
Έπειτα είπε:
― Θα είναι που θαρρώ ακόμα πως ταξιδεύω… σα να ανεμίζουν τ᾿ άρμενα και να τρίζουν τα πινά…
Γι’ αυτό μου έρχεται κι η μυρουδιά της θάλασσας!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης