Ο Χαραμάδος
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1904
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Τι Χριστούγεννα έμελλαν να κάμουν το έτος εκείνο, στο παλαιό βραχοκτισμένο θαλασσοδαρμένο Κάστρο, ακριβώς απέναντι από το άγρια μαινόμενο πέλαγος;
Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει απὸ τα λίγα κοπάδια του μικρού νησιού, μέσα στα χειμαδιά των ποιμένων και βοσκών απὸ το τρομερό ψύχος, απὸ τα χιόνια τα πρώιμα, που σκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, ψηλά ως τους βουβώνες.
Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχαν, παρά ελιές και παστά ψάρια.
Τα αμπέλια δεν είχαν καρποφορήσει, άγνωστη πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια
Τις τελευταίες σταγόνες του κρασιού της χρονιάς, λίγο λάκυρο νεροπλυμένο, το οποίο είχαν κάμει τη χρονιά εκείνη, το είχαν πιει προ δύο ή τριών ημερών, ο Νικολὸς το Πιτς και ο αχώριστος φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, στο καπηλειό του Γιαννιού της Στέργαινας και τώρα, που ξημέρωναν Χριστούγεννα, με τον ουρανίσκο στεγνό, έμειναν αγρυπνώντας στο μικρό καπηλειό, που ήταν συγχρόνως και καφενές, το οποίο έμεινε ανοικτό εξαιρετικά τη νύκτα εκείνη, μέχρι την ώρα κατά την οποία επρόκειτο να σημάνει ο Όρθρος και η Λειτουργία των Χριστουγέννων.
Που η εποχή εκείνη, κατά την οποία από παντού κουρσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιτριγύριζαν το μικρό παραθαλάσσιο φρούριο.
Και όμως οι τότε άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι, χωρὶς να το ξέρουν!
Η σιδερόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη, είχαν άφθονες τροφές κι έπιναν νερό απὸ μία στέρνα κι επειδή έκαναν οικονομία στο νερό, όταν επρόκειτο να κτισθεί τοίχος αυλής ή μικρό καλύβι, κατασκεύαζαν τη λάσπη με κρασί, καθώς διηγούνταν οι γεροντότεροι - και αυτοὶ το είχαν ακούσει - και όλοι έλεγαν ότι το πιστεύουν.
Πού η αφθονία εκείνη σε όλα τα πράγματα;
Ευλογημένος καιρός!
Σήμερα, ο Νικολὸς το Πιτς και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, αισθάνονταν ξηρό το φάρυγγα, ενώ ξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρή εορτή, χρονιάρα μέρα!
Αφού έπαψαν τα φαναράκια να περιφέρονται και τα παιδιά που έψαλλαν το «Χριστούγεννα-Πρωτούγεννα» πήγαν να κοιμηθούν και σβήστηκαν όλα τα φώτα και ο βοριάς εμαίνετο και αντηχούσε ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτω από το βράχο, έμεινε ανοιχτό το καπηλειό με τις δύο πενιχρές καπνώδεις λυχνίες του, με την πόρτα που έβλεπε προς το πέλαγος, στο ύψος όπου ήταν το παμμέγιστο «Κανόνι της Αναγκιάς», κατὰ το βόρειο άκρο του Κάστρου.
Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες, έγερναν το κεφάλι στα τραπέζια και νύσταζαν, ο κάπηλος, όρθιος δίπλα στο κυλικείο, άφησε μεγάλο ροχαλητό.
Ο Νικολὸς το Πιτς κι ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, βγήκαν να αγναντέψουν το μαύρο πέλαγος, απὸ της Αναγκιάς το Κανόνι.
Τούτους τους ακολούθησε μετά από λίγο για να ξενυστάξει κι ο ίδιος ο καφετζής.
* * *
Ανάμεσα στα κύματα που χόρευαν, στο σκοτάδι της νύκτας και το χάος, ο Νικολὸς κι ο φίλος του, είδαν έξαφνα ένα φως μικρό σαν λαμπυρίδα, να σειέται, να χάνεται και πάλι να εμφανίζεται. Κάποιο πλοίο αγωνιούσε και παράδερνε εκεί, στο μαύρο πέλαγος. Να ένα καΐκι, είπε ο Νικολὸς το Πιτς. Καράβι μεγάλο είναι, είπε ο γιος της Γαλοντζίτσας. Μεγάλο, μικρό… η φουρτούνα το σπρώχνει κατὰ δω.
― Ξυλάρμενο; είπε ο άλλος.
― Ποιος μπορεί να διακρίνει;
Πέρασαν λίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίο είχε πλησιάσει.
Φαινόταν να έχει κατεβασμένα τα πανιά.
Ακούσθηκε κρότος αλυσίδας.
― Να, άραξε, είπε ο Νικολὸς το Πιτς. Θέ μου και να ήταν φορτωμένο κρασιά;… ο Χριστὸς το στέλνει.
― Να έχει και τίποτα ξηροτύρια στ᾽ αμπάρι του! Παρατήρησε ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας.
― Να έφερνε και κάμποσα κεφάλια γιδοπρόβατα για σφάξιμο! πρόσθεσε ο Γιαννιός της Στέργαινας.
* * *
Πριν ένα χρόνο και πλέον, ο καπετὰν Ηρακλής ο Καλούμπας, με την ωραία μεγάλη σκούνα του, είχε αποπλεύσει απὸ τη Σαλονίκη, για να εκφορτώσει ένα υπόλοιπο, του από λιθόκολλα και οικοδομικό υλικό φορτίο του, σε ένα δυτικό γιαλό του λαιμού της Κασσάνδρας, μέσα στο Θερμαϊκό κόλπο.
Είχε πάρει στο πλοίο του ένα ή δύο Εβραίους βοηθούς για την εκφόρτωση, επειδή η επιχείρηση γινόταν απὸ μέρους της ισραηλιτικής κοινότητας της Σαλονίκης.
Ο Εβραίος φορτωτής και ο υπάλληλός του, δεν έλπιζαν να φθάσουν τόσο γρήγορα στο τέρμα του πλου.
Ήταν Σάββατο, έφθασαν πριν από το μεσημέρι και ο καπετὰν Ηρακλής επέμενε να αρχίσει αμέσως η εκφόρτωση.
Ήταν περὶ τα μέσα του φθινοπώρου, οι καιροὶ ήσαν θυμωμένοι και κάθε νύκτα έπνεαν σφοδρότατοι απόγειοι άνεμοι.
Το μέρος ήταν αλίμενο. Ήταν κίνδυνος, αν έμεναν τη νύκτα, ο άνεμος και τα κύματα να ξεσύρουν την άγκυρα, να ξουριάσουν το πλοίο και τότε… καλό ξεπλάτισμα! όπως λένε οι ναυτικοί.
Ο Εβραίος αρνήθηκε να δώσει χέρι στην εκφόρτωση γιατί ήταν ημέρα Σαββάτου.
Δεν ήξερε ο Τσιφούτης, ότι «έξεστιν εν Σαββάτω αγαθοποιείν» και δεν ήξερε ότι «Κύριός ἐστιν ο Υιὸς του Ανθρώπου και του Σαββάτου».
Ήξερε μόνο να σώζεται, με τον κόπο των Ελλήνων ναυτικών, πλέοντας εν ημέρα Σαββάτου.
Πώς δεν τους διέτασσε (του έλεγε ο καπετὰν Ηρακλής) να αράξουν καταμεσής στο πέλαγος, σε βάθος διακοσίων οργιών, για να μην αρμενίζουν το Σάββατο; Άλλωστε και για να αράξουν μόνο χρειαζόταν κόπος, εργασία.
Αλλά ήταν, όπως φαίνεται, γνήσιος απόγονος εκείνων, οι οποίοι παλαιά «διύλιζον τον κώνωπα και κατάπιναν την κάμηλον».
Ο πλοίαρχος θύμωσε, αγανάκτησε και δυστυχώς, όπως ειπώθηκε, ίσως παρεκτράπηκε κατά του Εβραίου.
Τον υπάλληλό του τον υποχρέωσε διὰ της βίας να εργαστεί, ξεφόρτωσε όπως μπόρεσε και απέπλευσε.
* * *
Την άλλη χρονιά, στα μέσα του Δεκεμβρίου, ο καπετὰν Ηρακλής, ερχόμενος από τα Μπογάζια και το Δεδεαγάτς, φέροντας και μερικά εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, πλησίασε στη Λήμνο, φόρτωσε ωραία κοκκινωπὰ κρασιά κι έπλευσε για Θεσσαλονίκη.
Η Εβραϊκή Κοινότητα, αρνήθηκε να δεχθεί και να εκφορτώσει τα πράγματα, τα οποία ήσαν προορισμένα για να παραλάβει αυτή.
Απαγόρευσε σε όλους τους εργάτες της, εκφορτωτές, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς, Εβραίους ή όχι, να συντελέσουν στην εκφόρτωση.
Ο καπετὰν Ηρακλής δεν ήξερε τίποτε, για ότι είχε συμβεί απὸ πέρυσι έως εφέτος.
Εντωμεταξύ, η Κοινότητα τον είχε κάμει «χαραμάδον», δηλαδή αποσυνάγωγο, μεταξὺ των Ελλήνων εμποροπλοιάρχων.
Ο καπετὰν Ηρακλής, δεν θέλησε ούτε να κάνει οτιδήποτε, ούτε στο Προξενείο να προσφύγει.
Επειδή έρχονταν Χριστούγεννα, δε μελετούσε μεν να πλεύσει στη γενέθλια νήσο του, για να εορτάσει, αλλά ενδόμυχα ευχόταν να έστελνε ο Θεός ένα καλό βοριά για να πουλήσει τα κρασιά οπουδήποτε (τα οποία ήξερε ότι κόστιζαν πάμφθηνα στον έμπορό του) και έπειτα μία καλή νοτιά, για να ποδίσει και να πάει στην πατρίδα του.
Δεν ήξερε, επειδή προ πολλού δεν είχε λάβει γράμματα από κει, ότι ακριβώς για το είδος αυτό του τερπνού εμπορεύματός του, υπήρχε μεγάλη δίψα σε όλους τους ουρανίσκους και τους φάρυγγες των νυκτερινών θαμώνων του καπηλειού, πάνω στο Κανόνι της Αναγκιάς… εκεί που ήταν η πατρίδα του.
Απέπλευσε από τη Σαλονίκη και έλεγε μέσα του:
«Να μην πιάσει η κατάρα των Τσιφούτηδων! Να μην τους περάσει!»
Διασκέδασον την βουλὴν του Αχιτόφελ, Κύριε ο Θεός μου!
Ανοικτὰ απὸ την Κασσάνδρα βρήκε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνιά πρώιμα και ερίφια.
Αγόρασε απ΄αυτά είκοσι κεφάλια.
Όπως ευχήθηκε, έτσι σχεδόν έγινε.
Την πρώτη νύκτα έστειλε ο Θεός ελαφρό βοριά.
Τη δεύτερη βραδιά έπνευσε σφοδρός νοτιάς.
Πόδισε τη νύκτα και κατέπλευσε στο παλαιό βραχοκτισμένο και θαλασσοδαρμένο Κάστρο.
Άμα ξημέρωσε και έπαψε ο άνεμος, ξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνιά κι ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου και πούλησε προς είκοσι λεπτά την οκά, το κοκκινωπό αφρώδες ποτό.
Κι έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα και ο πλοίαρχος στο σπίτι του κι ο Νικολὸς το Πιτς κι ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας κι ο Γιαννιός της Στέργαινας και όλοι οι κάτοικοι του βορεινού θαλασσοδαρμένου χωριού.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης