Τ΄ Αστεράκι
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτικήφ
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Μου αρέσει να κοιτάζω αντίκρυ μου, το μικρό σπιτάκι – όπου οι δοκοί της στέγης του, γυμνές χωρίς ταβάνι, φαίνονται όλες, καπνισμένες και μελανωμένες από την αναλαμπή του μικρού τζακιού στη γωνία, που έκαιγε το χειμώνα - ταπεινό ανώγειο, με τον εξώστη το σκεπαστό και με την πέτρινη σκάλα απ’ έξω, όπου ο μαστρο-Κυριάκος γκρεμίζεται τακτικά κάθε Κυριακή το βράδυ, όταν επιστρέφει αργά στο σπίτι.
Καθημερινή μέθη για μένα, είναι να κάθομαι το δειλινό, επί ώρες, ως τη δύση του ήλιου και το πρώτο γλυκοχάραμα, έξω από το μικρό καπηλειό, στην άκρη του χωριού, στη σκιά και τη δροσιά των δύο πελώριων πυκνόφυλλων μορεών, απ΄ όπου βλέπω όλους τους διαβάτες, χωρίς να κοιτάζω κανένα ή να επιδιώκω την καλησπέρα κανενός και κοιτάζω μόνο το μικρό ανώγειο καλύβι, όπου βλέπω σαν δύο σμαράγδινες φλόγες να λάμπουν και δύο σειρές μαργαριταριών να χαμογελούν και δύο χρυσαυγείς πλοκάμους να κυμαίνονται, «ως μετάφρενα περιστεράς» κατά τον Ψαλμωδό…..
Έβλεπα πριν, όλους αυτούς τους ονειρώδεις θησαυρούς, στον φτωχικό εξώστη και στο χάσμα των σαθρών παραθυρόφυλλων και στην πόρτα του κατωγιού εξαρθρωμένη και στο στενό το διπλανό, που χωρίζει το σπίτι, από το σπίτι του Δήμου Μποροδήμου, που ήταν ίσο και όμοιο στην όψη.
Έμπαινε, έβγαινε, ανέβαινε, κατέβαινε, η μικρή Πούλια με τους πλοκάμους του γνήσιου χρυσού, έμπαινε στο κατώγι, για να ταΐσει τις όρνιθες, εισχωρούσε στο στενό, όπου είχε αναμμένη φωτιά, προς το δειλινό της ημέρας, για να μαγειρέψει το φτωχικό δείπνο για τον πατέρα της, που θα ερχόταν κατακουρασμένος το βράδυ από το μεροκάματο.
Μάλωνε τη μικρή αδελφή της, παιδίσκη όμοια με σουσουράδα, τη Γαρουφαλιώ, που έτρεχε κι έκανε χίλιες τρέλες μπροστά απ΄ το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά, φορώντας κόκκινη φανέλα αμερικάνικη, την οποία της είχε στείλει από την Αμερική ο μονάκριβος αδελφός τους και ήταν όλη μορφασμός και χαμόγελο. Τα δύο χείλη της δεν έσμιγαν ποτέ, τόσο διαρκώς γελούσε.
Τρία ήσαν όλα τ’ αδέρφια, ο Στράτος στον Νέο Κόσμο, είκοσι ετών ήδη, είχε παρασυρθεί από το ακράτητο ρεύμα της μετανάστευσης και η Πούλια, δεκαέξι ετών, φύλαγε το νοικοκυριό στο σπίτι και η Γαρουφαλιώ δέκα ετών έκανε τρέλες και αταξίες στη γειτονιά.
Ο μαστρο-Κυριάκος είχε χηρεύσει πριν οκτώ χρόνια ήδη και κατόρθωσε να μη ξαναπαντρευτεί, ίσως γιατί δεν τον ήθελαν.
Είχε μπει το φθινόπωρο, ήταν ισημερία ήδη κι εγώ νύχτωνα ακόμη να κάθομαι κάθε βράδυ αποκάτω στη μουριά.
Η Πούλια κάθε δειλινό μαγείρευε το φαγί μέσα στο στενό, κάτω από τα σμίγοντα γείσα των δύο γειτονικών πενιχρών σπιτιών.
Έσκυβε στη φωτιά, φυσούσε με το στόμα της, κοκκίνιζαν σαν από πυρετό τα μάγουλά της κι οι δύο πλόκαμοί της οι χρυσοί, κρέμονταν κυμαινόμενοι στα νώτα της, έως τη μέση της τη λιγνή.
***
Όταν είχα αναχωρήσει προ τεσσάρων ετών από τον τόπο - τότε ήταν μικρή ακόμη - και φορούσε κάτι σαν φούστες, δηλαδή ξενικά φορέματα. Τότε ήταν μία εντρύφηση, αδάπανη και ατίμητη, να τη συναντά κανείς και στο δρόμο και στη βρύση και παντού και ο γνήσιος χρυσός ήταν ακάλυπτος στην κοινή θέα και αυτή δεν υποπτευόταν την αξία του και δεν τον έκρυβε. Τώρα που είχε μεγαλώσει ή αυτή το θέλησε ή μία θεία της, η Κρυσταλλιώ, την είχε συμβουλεύσει και φόρεσε η κόρη εντόπια.
Η θεία της αυτή, αδελφή του πατέρα της, χήρα και άκληρη τώρα, είχε πηδήσει, όπως έλεγαν, πολλά στα νιάτα της και για τούτο ήταν πολύ αυστηρή ως προς την ανεψιά της. Οπότε οι πλόκαμοι του χρυσού δεν φαίνονταν τώρα όσο παλιά, μισοκρυμμένοι κάτω από τη μαντήλα.
Ένα δειλινό, απροσδόκητα, δε φάνηκε η ξανθή Πούλια. Κάθισα ώρες κάτω από το φύλλωμα της μουριάς, τίποτε.
Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοικτή, ομοίως και το παράθυρο. Η φωτιά δεν κάπνιζε - ίσως ήταν σβηστή - κάτω στο στενό.
Ίσως η κόρη έπλεκε ή μπάλωνε, καθισμένη κάτω στο πάτωμα, επειδή ήταν τέλεια νοικοκυρά, καθοδηγούμενη και από τη θεία της, την Κρυστάλλω. Κρύφτηκε ο ήλιος στην Πεντώρραχη αντίκρυ, στο βουνό, μούχρωσε, σουρούπωσε, άρχισε να σκοτεινιάζει.
Τότε, από το ανοικτό παράθυρο είδα ένα άστρο να λάμπει στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού.
Ήταν άστρο πραγματικό, δεν διέφερε από τα άλλα άστρα, τα οποία μόλις είχαν αρχίσει να διασπείρονται ανά το στερέωμα. Έλαμπε ψηλά προς την οροφή, κάτω από τους καπνισμένους δοκούς της στέγης. Τι ήταν; Ίσως το κανδήλι που έκαιγε εμπρός στα εικονίσματα του σπιτιού. Αλλά δεν ήταν κανδήλι, γιατί το άστρο φαινόταν πολύ ψηλά στον όροφο κι εκτός τούτου, ήταν προς το δυτικό μέρος, ενώ τα εικονοστάσια, ως γνωστόν, τοποθετούνται προς το ανατολικό μέρος, ή λίγο παρεκκλίνοντα είτε προς βορρά είτε προς νότο, κάθε Ελληνικής ορθόδοξης οικίας. Έπειτα, για να είναι κανδήλι, κάποιος θα το είχε ανάψει προ ολίγου και βεβαίως θα έβλεπα στη σκιά το εύκαμπτο, σαν βλαστό μυρσίνης, ανάστημα της Πούλιας, ίσως θα άκουα και τον λυγμό της τροχαλίας, τον μικρό λείο κρότο τον οποίο κάνει προστριβόμενο το σχοινί, δια του οποίου ανεβάζεται το κανδήλι προς τις ιερές εικόνες.
Θα υπέθετε κάθε ρεαλιστής και θετικός άνθρωπος, ότι από κάποια οπή στη στέγη του μικρού σπιτιού έφεγγε κάποια μικρή γωνία ουρανού, την ώρα της δύσεως πριν το σούρουπο και σχηματιζόταν το αστεράκι εκείνο, το οποίο φαινόταν κρεμασμένο στον όροφο της οικίας. Γιατί ο μαστρο-Κυριάκος, έφτιανε ή εξανάσυρνε τα σπίτια των άλλων και ίσως δεν ευκαιρούσε να επισκευάσει το δικό του. Αλλά δεν μου άρεσε εμένα να εκφράσω τέτοια υποψία ή να διατυπώσω τέτοιο συμπέρασμα.
***
Τέλος, ένα βράδυ Κυριακής, επειδή έκανε ψύχρα και νύχτωσε ήδη, μπήκα στο μικρό καπηλειό. Εκεί ήταν ο μαστρο - Κυριάκος κι ο Γιάννης της Μιχάλαινας κι ο Δήμος Μποροδήμος.
Ο Κυριάκος γινόταν «ελευθέριος» κάθε Κυριακή βράδυ, ύστερα ξεχνούσε το λογαριασμό και μάλωνε με τον οινοπώλη.
Ο Δήμος ο Μποροδήμος έλεγε πολλά άκαιρα, άγουρα αστεία.
Ο Γιάννης της Μιχάλαινας, σοβαρός, καθόταν, έπινε και σιωπούσε.
Και οι τρεις ήσαν μέλη της ίδιας συντεχνίας.
Αραδιάζεις ένα τροχό, εξάδελφε; μου λέγει ο Κυριάκος άμα με είδε να μπαίνω.
Με καλούσε εξάδελφο, επειδή ο μακαρίτης ο πατέρας του ήταν ψυχογιός ενός αείμνηστου θείου μου, που είχε πολλά κτήματα, σύγαμπρου του πατέρα μου.
— Ας είναι, αραδιάζω, είπα. Έχετε πολύ αραδιασμένο εσείς;
— Όχι, λιγοστό, είπε ο Κυριάκος.
Η φράση είναι της ιδιαίτερης συνθηματικής γλώσσας των οικοδόμων, σημαίνει δε το να πίνει κανείς κρασί. Τσούγκρισα τα ποτήρια μαζί τους και ήπια.
— Τά ΄μαθες τα νέα, κυρ-Αλέξη; μου λέγει ο Δήμος ο Μποροδήμος, αφού σηκώθηκε σοβαρός και φουσκώνοντας το στήθος του με κωμικό τρόπο.
— Τι τρέχει, Δήμο; είπα.
— Θα γίνω διάκος.
— Διάκος; αλήθεια.
— Ναι, τώρα περιμένω το Δεσπότη να έλθει. Μαζεύω αναφορές, λες κυρ Αλέξη, εσύ θα ξέρεις. . . Ως πόσα ψιλά χρειάζεται να δώσω του Δεσπότη;
— Δεν ξέρω, Δήμο.
Είχε έλθει τότε, πριν λίγο καιρό, για πρώτη φορά στον τόπο, περιοδεύων ο νεοχειροτόνητος Δεσπότης, ο οποίος, καθώς κακογλωσσούσαν πολλοί, είχε καταρτίσει τιμολόγιο, πρι φιξ, για τις χειροτονίες των κληρικών.
Είχε δε εκφρασθεί ο ίδιος, όπως έλεγαν, ότι είχε ανάγκη να πληρώσει «τα κουφέτα», όσα είχε ξοδέψει για τα συγχαρητήρια της αρχιεροσύνης του.
Δεν είχα καθίσει και ήμουν έτοιμος να φύγω.
Ο Κυριάκος, ο οποίος συνήθιζε στις ώρες αυτές να φλυαρεί πολλά εμπιστευτικά, σηκώθηκε και με ξεπροβόδιζε, λέγοντας αν ήθελα να μείνω ακόμα «ν’ αραδιάσω τροχό».
***
Έπειτα, καθώς με ακολούθησε έξω από το μαγαζί, άρχισε να μου λέγει, αν ήθελα να του κάμω αύριο ένα γράμμα προς τον γιο του το Στράτο στην Αμερική, να τον συμβουλεύσω να έχει το νου του, κτλ. Έπειτα μου είπε για τις δύο κόρες του, μακαρίζοντας τον εαυτό του ότι έχει ένα κορίτσι τζουβαΐρι, τουφαρίκι, την Πούλια και μία λαίμαργη ψευδολόγο μικρή, τη Γαρουφαλιώ.
— Ξέρεις τίποτα; μου λέγει. Την Πούλια μου τη γυρεύουν από τώρα, χωρίς προικιά.
— Χαρά ‘ς εσένα, του είπα. Και δεν τη δίνεις; Τι κάθεσαι;
— Μα. . . για να σ’ πω. . . ν’ αξίζει και το μέρος! Και μου ονόμασε ένα πρόσωπο. Εγώ έσεισα τους ώμους.
— Λοιπόν, θα ‘ρθείς, μου λέγει; Θ’ αραδιάσουμε ένα ακόμα;
— Δεν πίνω, του λέγω και συ να μη πιεις άλλο. Δευτέρα αύριο, έχεις δουλειά. Σύρε να μαζωχτείς στο σπιτάκι σου.
— Θα πάω, μου λέγει. Δε θυμούμαι, είπα καληνύχτα στην παρέα;
— Και να μην είπες, δεν πειράζει. Τράβα καλύτερα να μη ξαναμπλέξεις.
Πιάστηκε από τον βραχίονά μου, μισοζαλισμένος, καθώς τον κτύπησε τ’ αέρι του υπαίθρου και μ’ έσυρε κατά το δρόμο, ψιθυρίζοντας διάφορα ασυνάρτητα, οικογενειακά.
Πλησιάσαμε προς το γωνιαίο σπίτι, το οποίο αντίκριζε με το σπίτι το δικό του.
Ο Κυριάκος μ’ έσυρε κατά το δρόμο, εγώ τον έσυρα κατά το σπίτι.
Με σταμάτησε κοντά στη γωνία του σπιτιού του προς το δρόμο, όχι μακριά από την πόρτα του κατωγιού και υπό τη σκιά του εξώστη κι άρχισε να μου λέει ατελείωτα.
Άκουσα τριγμό του παραθύρου. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω και το παραθυρόφυλλο που είχε ανοίξει, πάλι έκλεισε. Άλλο κρότο άκουσα να ανοίγει η πόρτα του ανωγείου και αμυδρό φως λυχναριού έφεξε το δρόμο. Ήταν η Πούλια. Γνώρισε τη φωνή του πατέρα της, τον οποίο περίμενε με αγωνία πότε να έλθει τη νύκτα κάθε Κυριακής.
Σηκώθηκε, πήρε το λύχνο για να φέξει - ίσως προνοούσε, για να μην πέσει και πάλι ο μαστρο-Κυριάκος στη σκάλα και μωλωπίσει το πρόσωπό του όπως άλλοτε - άνοιξε την πόρτα και μας έφεγγε.
Είπα μέσα μου: «Κισμέτι, για να ιδώ τ’ αστεράκι».
Ακολούθησα τον Κυριάκο, χωρίς αυτός να μου πει να τον συνοδεύσω.
Αλλά και πάλι ούτε το χέρι μου άφηνε, ούτε καληνύχτα μου έλεγε.
Ίσως θα προτιμούσε να διανυκτερεύσουμε εκεί στο ύπαιθρο, στη γωνία.
Εγώ, επειδή δεν με άφηνε, τον έσπρωξα προς το σπίτι και τον βοήθησα για να ανεβεί.
Η Πούλια, μου χαμογέλασε πολύ γλυκά και είπε.
— Καλησπέρα, μπάρμπα. . . Κόπιασε στο φτωχικό μας.
Κρατούσε το λύχνο κι έλαμπε όλη, αυτή και τα μάτια της τα βαθυγάλανα και τα δόντια της τα μαργαριταρένια και τα πλούσια μαλλιά της τα χρυσόξανθα. Κι η ελιά που είχε στο αριστερό μάγουλο, όπου τη θυμόμουν από τότε πού ήταν μικρή ακόμη κι αυτή έλαμπε κοντά στο μικρό λακκίσκο του χαμόγελού της.
Η μικρή Γαρουφαλιώ, που είχε χορτάσει τα παιγνίδια όλη μέρα την Κυριακή, επειδή δεν είχε σχολείο και είχε φάγει πολλά κυδώνια τα οποία τη φίλευσαν οι γειτόνισσες, ροχάλιζε σε μία γωνία. Στο τζάκι είχε ανάψει η Πούλια μικρή φωτιά, αν και δεν ήταν χειμώνας ακόμη, για να ζεστάνει το φαγητό του πατέρα της, ότι είχε μείνει από το μεσημεριανό γεύμα.
Ο Κυριάκος κάθισε ή έπεσε στο πάτωμα και δεν μου έλεγε να μείνω ή να φύγω.
Εγώ δε θυμήθηκα πλέον να κοιτάξω για να δω το αστεράκι, το οποίο είχα δει προ ημερών να φέγγει υπό τη στέγη μέσα στην οικία, αν και είχα αισθανθεί μεγάλη περιέργεια και επιθυμία για να λύσω την απορία μου. Στεκόμουν ορθός, ακίνητος και δε χόρταινα να βλέπω τη μικρή Πούλια κι έλεγα μέσα μου:
«Α!. . χωρίς προικιά, και με προικιά . . . ω! μη την πωλείς! είναι κρίμα!. . . ».
— Δεν κάθεσαι μπάρμπα; κόπιασε, να καθίσεις σιμά στον πατέρα μου! με ξύπνησε η φωνή της Πούλιας, από το όνειρο όπου με είχε βυθίσει η μορφή της.
— Δεν κάθομαι, κορίτσι μου. Έτσι έτυχε ν’ ανεβώ.
Είπα καληνύχτα κι έφυγα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης