Η Μελισσοκομία στη Στενή
Από τα παλιά χρόνια η μελισσοκομία, υπήρχε σαν απασχόληση, με μικρή παραγωγή πάντα στη Στενή.
Δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί επάγγελμα, λόγω του μικρού αριθμού των μελισσιών. Αλλά μάλλον σαν γεωργική απασχόληση.
Φιλοδοξία τους ήταν να βγάλουν το μέλι της χρονιάς και αν περίσσευε, να το πουλήσουν ή να το ανταλλάξουν με άλλα προϊόντα.
Ο λόγος ήταν η έλλειψη μεταφορικών μέσων, αλλά και η έλλειψη διευκολύνσεων που παρέχει σήμερα η τεχνολογία στον μελισσοκόμο.
Τα μελίσσια δεν ήταν όπως οι σημερινές κυψέλες, αλλά τα κουβέλια τα οποία τα έφτιαχναν μόνοι τους.
Αυτοί που κυρίως είχαν μελίσσια, ήταν όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία, επειδή είχαν κατά διαστήματα χρόνο να ασχοληθούν με το αντικείμενο ή μπορούσαν να αναβάλουν για λίγο μια γεωργική δουλειά, προκειμένου να ασχοληθούν με τα μελίσσια.
Αντίθετα οι κτηνοτρόφοι, που είχαν να κάνουν με ζωντανά πλάσματα, δεν είχαν ελεύθερο χρόνο. Τα πρόβατα ήθελαν κάθε μέρα βόσκημα, άρμεγμα, αλλά και στη συνέχεια η παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊόντων, δεν τους άφηνε περίσσιο χρόνο.
Οι περισσότεροι είχαν 20 με 30 κουβέλια. Ελάχιστοι είχαν περισσότερα.
Τα μελίσσια τα μετέφεραν με τα ζώα και σε κάθε ζώο μπορούσες να φορτώσεις μέχρι τέσσερα κουβέλια.
Περπατούσαν μια νύχτα ολόκληρη, για να φτάσουν το πρωί στο σημείο που υπήρχε η κατάλληλη βοσκή (έλατο, θυμάρι, πεύκο κλπ).
Για την ασφαλή μεταφορά τους, ασφάλιζαν τους δύο πάτους πάνω και κάτω με πανί, το οποίο έδεναν γύρω-γύρω με σχοινί. Από τις δύο μεριές του σαμαριού έβαζαν δύο σανίδες και εκεί πάνω ακουμπούσαν και έδεναν τα κουβέλια.
Η κατασκευή του κουβελιού ήταν δύσκολη υπόθεση. Για να αποφύγουν την χρονοβόρα επεξεργασία του, έψαχναν για κορμούς πλατάνας με κενό (κουφάλα).
Χρησιμοποιούσαν κυρίως κορμούς πλατάνας στρογγυλούς και σιγά-σιγά τους κούφωναν. Έτσι αυτή η διαδικασία μπορούσα να κρατήσει και τρεις μέρες.
Μετά το τρυπούσαν, για να μπούνε τα ξυλάκια όπου θα έφτιαχνε η μέλισσα την κερήθρα.
Ο τρύγος γινόταν με τελείως διαφορετικό τρόπο από σήμερα.
Άνοιγαν από πάνω το κουβέλι και έκοβαν την κερήθρα. Για να ξεχωρίσουν το μέλι από το κερί, το έβαζαν επάνω σε φωτιά και αφαιρούσαν λίγο-λίγο στύβοντας το κερί.
Στο τέλος έμεναν τα «αποκέρια», δηλαδή τα στυμμένα κεριά και το δεύτερης ποιότητας μέλι (χούμελι). Το μέλι που έβγαινε από το «κάψιμο» δεν ήταν τόσο καλό, όσο αυτό που βγαίνει σήμερα χωρίς να «καεί».
Ενδεικτικό είναι ότι μόλις εφαρμόστηκε η νέα μέθοδος εξαγωγής του μελιού, τα πρώτα χρόνια διαφήμιζαν το μέλι σαν «άκαο».
Ακολουθούσε το δεύτερο βράσιμο, από το οποίο στύβοντας με το χέρι τα κεριά, έπαιρναν την χούμελι, το δεύτερης ποιότητας μέλι.
Το κερί που έμενε, το πήγαιναν στον κεροστίφτη, του ασκούσαν μεγάλη δύναμη πιέζοντας με το ψαλίδι και όσο έπαιρναν από εκεί ήταν το καθαρό κερί.
Μερικά από τα σύνεργα που είχε ο μελισσοκόμο ήταν.
Το καπνιστήρι: Για να καπνίσουν το μελίσσι και η πιο συνηθισμένη καυστική ύλη ήταν η ξεραμένη βουνιά (κόπρανα βοοειδών).
Μελισσομάχαιρο: Ήταν ένα μακρύ μαχαίρι ικανό να φτάνει μέχρι το σταυρό του κουβελιού, με το οποίο έκοβαν τις κερήθρες.
Σκάφη ή κηροσκάφη:.Ήταν μια μεγάλη σκάφη ειδική για να βάζουν τις κερήθρες κατά την επεξεργασία
Κηροτσαντίλα: Έμοιαζε με την μάλλινη τυροτσαντίλα. Αντί για το πηγμένο γάλα, έβαζαν μέσα το κηρόμελο και την κρεμούσαν πάνω από την κεροσκάφη. Εκεί σιγά-σιγά έσταζε το μέλι.
Τσαντιλοσάκουλο: Μάλλινο σακί, ίδιας ύφανσης με την κηροτσαντίλα. Εκεί έστυβαν το κερόμελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα λίγο καυτό νερό και το μέλι πεταγόταν έξω από το τσαντιλοσάκουλο.
Πλαστήρι-κηρόξυλο:. Έβαζαν το πλαστήρι λοξά μέσα στην κηροσκάφη, απίθωναν πάνω του το γεμάτο με κηρόμελο τσαντιλοσάκουλο και με ένα ξύλο, σαν στειλιάρι τσαπιού το συνέθλιβαν. Έτσι πεταγόταν έξω το μέλι και έμενε μέσα το κερί. Αυτή ήταν η χρησιμοποιούμενη μέθοδος για μικρές ποσότητες, που ήταν και η πιο συνηθισμένη.
Μελοστίφτης: Ήταν ειδικό εργαλείο ξύλινο, με το οποίο πολλαπλασιαζόταν η φυσική μυϊκή δύναμη συμπίεσης του κηρόμελου. Μεταξύ του σημείου εφαρμογής της δύναμης και του υπομοχλίου έμπαινε το τσαντιλοσάκουλο, το οποίο δεχόταν πολλαπλάσια δύναμη από αυτήν που εφάρμοζε ο μελισσοκόμος.
Μετά το στύψιμο του κηρόμελου και την εξαγωγή του μελιού μέσα στο σακί έμεναν οι κηρήθρες. Τοποθετώντας και πάλι το γεμάτο κηρήθρες, τσαντιλοσάκουλο στο πλαστήρι, το έστυβαν ξανά με το κηρόξυλο, αφού πρώτα του έριχναν άφθονο καυτό νερό. Το κερί έλιωνε και συμπιεζόμενο πετιόταν έξω από το τσαντηλοσάκουλο και επέπλεε σαν λάδι μέσα στο νερό που περιείχε η κηροσκάφη. Όταν κρύωνε και έπηζε, υπό μορφή πέτσας στην επιφάνεια, το συνέλεγαν, το έβαζαν σ΄ένα καζάνι και το ξανάλιωναν. Το καθαρό πλέον λιωμένο κερί το έχυναν σε διάφορα τσουκάλια ή αλλά δοχεία πήλινα με επίπεδη βάση, όπου εκεί σταθεροποιούταν και έπαιρνε την φόρμα του, που ήταν και η εμπορική συσκευασία του.
Γιάννης Γιαννούκος