Το Πνίξιμο του παιδιού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας, ήταν ο τρόμος όλων των αγυιοπαίδων, των ατακτούντων αγωγιατών, των κλεπτών και των κλεπτριών των οπωρικών. Πότε σαν αγροφύλακας, πότε σαν κλητήρας της δημοτικής αστυνομίας, πότε σαν παιδονόμος του σχολείου, ποτέ δεν έπαψε να υπηρετεί το Δήμο αντί τριάντα δραχμών το μήνα.
Στην εξοχή, όταν διατελούσε αγροφύλακας, η δραγασιά, η ιδιόρρυθμη εκείνη πάνω σε ψηλό λόφου καλύβα, ήταν το σκιάζουρο, όχι των όρνιων, αλλά των παιδιών, όσα έτρεχαν έξω στ' αμπέλια για να κλεφτολογήσουν.
Από το Μάιο, όταν αρχίζουν τα μούρα, τα κεράσια, τα τζάνερα, έως τον Οκτώβριο, όταν έχει τελειώσει ο τρύγος και συλλέγουν τα κυδώνια, διότι «δεν φυλάγονται πλέον», από τις κυδωνιές, έπρεπε να έχει κανείς τέσσερα μάτια τουλάχιστον, δύο μπροστά και δύο πίσω απ΄ το κεφάλι του, για να είναι βέβαιος, ότι δεν θα τον δει ο Τσιτσούκας να κλέβει. Μόνο το μπαϊράκι του, το κόκκινο εκείνο μαντήλι, το οποίο κυμάτιζε ψηλά πάνω από τη στέγη της δραγασιάς, μόνο εκείνο αρκούσε να τρέψει σε φυγή τους κλέφτες. Πάνω στο λόφο ήταν η καλύβα και γύρω-γύρω απλωνόταν ο κάμπος, κάπου ομαλός και επίπεδος, κάπου κοίλος και κυρτούμενος, ολοπράσινος από τ' αμπέλια. Και όλα τ' αμπέλια τα έβλεπε ο Τσιτσούκας, όλα τα σκέπαζε το μπαϊράκι του. Ακουόταν έξαφνα μια κραυγή: Ε, ε!... αλάργ' απ' τ' αμπέλια! Και η φωνή του ήταν μεγάλη, δυνατή και ήταν ανδρώδης και τραχεία. Και την έτρεμαν όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Τη νύκτα, καθισμένος στη δραγασιά του, άκουε από μακριά κουδούνια και πατήματα μουλαριών και φωνές αγωγιατών να τραγουδούν. Τότε φώναζε ε! ε! και από τη φωνή αυτή και μόνη, με δεισιδαίμονα φόβο, κάθε ένας που γύριζε από το χωράφι του με το γαϊδουράκι του ή το μουλάρι του, καταλάβαινε ότι δεν θα ήταν ευκαιρία για να κλέψει σταφύλια τη νύκτα εκείνη.
***
Έξι ή επτά φορές είχε οδηγήσει στη Δημαρχία την Κατσούλα την Κλεφτρού, μία αλλόκοτη γριά, η οποία δύσκολα μπορούσε να θεραπευθεί απ’ την αρρώστια της.
Γνώριζε «με το νούμερο» όλες τις εκ συστήματος κλέφτρες.
Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, καλούμενες κοινώς η Φράγκα και το Τσουλούφι, ήταν το «πρώτο νούμερο», ποτέ δεν τις είχε βρει να μαζώνουν ελιές στον ελαιώνα τους, αλλά πάντοτε στον ελαιώνα της γειτόνισσας, ποτέ δεν τις είχε δει να απλώνουν τα σύκα στη λιάστρα τους, αλλά τις είδε πολλές φορές να μαζώνουν τα σύκα της ξένης λιάστρας.
Άφηναν τα σύκα από τις συκιές τους να πέσουν, γνωρίζοντες καλά ότι έπεφταν στο δικό τους έδαφος και γέμιζαν κατά προτίμηση λίγα καλάθια από τη συκιά της γειτόνισσας.
Μία των ημερών, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, μετά τον τρύγο και το τράβηγμα του μούστου, ασχολούνταν οι δύο να βγάλουν τα στέμφυλα σε ένα κήπο συγγενούς τους. Ο κήπος χωριζόταν από άλλο γειτονικό κήπο με απλό χαμηλό φράκτη.
Βλέποντας ότι στον γειτονικό κήπο υπήρχαν σωροί στέμφυλων, τα οποία οι ιδιοκτήτες αμελούσαν να βγάλουν, άφησαν τα στέμφυλα τα δικά τους και άρχισαν να κουβαλούν τα του γειτονικού κήπου.
Η κόρη γέμιζε βιαστικά το καλάθι κι έτρεχε. Η μητέρα της έλεγε να μη βιάζεται, αλλά να «σιάζει λιγάκι το σωρό», εννοώντας να αραιώνει με τέτοιο τρόπο τα στέμφυλα, ώστε να φαίνεται κάπως άθικτος ο σωρός.
-Να, κοίταξε μ', εμένα! είπε.
Η γριά πήρε το κοφίνι, πήδησε το φράκτη, έτρεξε κι αφού το γέμισε καλά, με ένα ξύλο ανακάτωνε και αραίωνε τα στέμφυλα, ώστε να μην είναι πατημένα πολύ, για να φαίνεται όγκος. Την ίδια στιγμή η κόρη, επωφελήθηκε από την απομάκρυνση της μητέρας, πήρε ποτήρι και δοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί, τη «σούμα», ίσως για να δει «πόσα γράδα είναι».
Ρούφηξε βιαστικά ένα ποτήρι, κοιτάζοντας συγχρόνως να μην τη δει η μάννα της, έπειτα σηκώθηκε από κοντά από το ρακοκάζανο και κοίταξε προς το μέρος του φράκτη, απ΄ όπου θα επανερχόταν η γριά.
Πώς βρέθηκε εκεί ο Τσιτσούκας! Άγνωστο.
Έξαφνα ακούεται φωνή:
-Ε, το Τσουλούφι! μην το πίνεις μονάχη, άφησε λίγο και για τη μάννα σου!
Και γυρνώντας προς τη γριά φώναξε:
-Μπράβο, γριά-Φράγκα! καλά τόνε σιάζεις το σωρό...
-Μια νέα γυναίκα, της οποίας ο σύζυγος είχε ξενιτευτεί πρώιμα στην Αμερική, απ΄ όπου δεν ξαναγύρισε πλέον, εξακολουθούσε να φορεί συχνά κόκκινο φουστάνι παρά τα έθιμα του τόπου, όπου οι γυναίκες των απόντων ναυτικών δεν νομιζόταν πρέπον να στολίζονται.
Με το κόκκινο τούτο φόρεμα, πήγαινε επιδεικτικά στην εξοχή, στο αμπέλι της.
Μια γριά γειτόνισσα αρχαϊκή, βλέποντάς την, σταυροκοπιόταν κι' έλεγε:
-Σαν όξ' αποδώ μου φαίνεται, Θε μ' σχώρεσέ με! Αμ δα!...
«Σούσες, Μαρούσες, ούλες κοκκινοφουστανούσες».
Με το κόκκινο φόρεμα, ο Τσιτσούκας τη βρήκε μία των ημερών, ανεβασμένη σε πελώρια βερικοκιά, κτήμα αυτής εκείνης της γειτόνισσας η οποία σταυροκοπιόταν στη θέα της και ασχολούταν να γεμίζει το καλάθι της με τα κίτρινα εύχυμα φρούτα.
-Α! ανέκραξε ο Τσιτσούκας κι εγώ έλεγα πως μονάχα το δικό μου το κόκκινο μπαϊράκι ανεμίζει τόσο ψηλά!...
***
Επί δύο ή τρία χρόνια, περί τις αρχές του 187… , ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήταν διορισμένος παιδονόμος στο σχολείο.
Ποτέ ο γιαλός, από μία άκρη στην άλλη, δεν ήταν πιο ελεύθερος από μικρά παιδιά και οι βράχοι και οι κολπίσκοι της ακρογιαλιάς, δεν ήταν ερημότεροι από φυγάδες του δημοτικού και του ελληνικού σχολείου.
Τα καημένα τα καβουράκια και τα γρινιάτσα και τα κοχύλια, όλα είχαν βρει την ησυχία τους. Το καλοκαίρι, μόνο πρωί και βράδυ επέτρεπε το κολύμπημα στα παιδιά. Σε κανένα μικρό μοσχομάγκα δεν επέτρεπε να κολυμπά οκτώ ή δέκα φορές την ημέρα. Αλλά και κανένα παιδί δεν συνέβη να πνιγεί επί Τσιτσούκα παιδονόμου, την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά.
Επιτρεπόταν να βουλιούν, καθώς συνηθίζουν τις βάρκες, αλλά μόνο με την άδεια του ιδιοκτήτη. Σε κανένα δεν επιτρεπόταν «να δίνει βούτη» ήτοι να πηδά με την κεφαλή κάτω, αλλά μόνο «να δίνει παλούκια», δηλαδή να πηδά όρθιος, από το ύψος του τρίγκου όπως και του μπαμπαφίγκου, των στο λιμάνι αραγμένων κατά καιρούς γολετών και βρικίων. Μόνο από την κουπαστή και από την άκρη του μπαστουνιού της πλώρης, επιτρεπόταν να δίνουν βουτιά.
Τέτοιος ήταν ο άγραφος κανονισμός του Τσιτσούκα, τον οποίο υποχρεούνταν να αποστηθίσουν και «να τον ξέρουν, νεράκι απ' όξου», όλα τα παιδιά, «τα δασκαλούδια, καθώς και τα ξυπόλυτα του δρόμου, τ' αγυιόπαιδα».
Τη δεύτερη χρονιά της παιδονομίας του Τσιτσούκα, ένα παιδί, τέκνο ενός πρώην χερσαίου και νυν θαλασσινού, του Δημητρίου Δαλαπούλια, βρέθηκε να ατακτεί μία μέρα στο γιαλό και να προσπαθεί να μάθει κολύμπι, σε ώρες απαγορευμένες.
Ο Τσιτσούκας το κυνήγησε, του έδωσε δυο τρεις ξυλιές στα νώτα και το έστειλε να πάει στη μάννα του.
Το παιδί έφυγε κλαίοντας.
Λίγο παραπέρα, βρίσκει τον πατέρα του. Καθώς τον είδε, έβαλε κλαψιάρικη φωνή, χωρίς να φαίνονται δάκρυα στα μάτια του.
-Τι έχεις;
-Να, ο Τσιτσούκας μ' έδειρε!
Ο Δαλαπούλιας θύμωσε. Έτρεξε να προφθάσει τον Τσιτσούκα.
Καθώς τον βρήκε, άρχισε να τον ονειδίζει σκληρά.
Να μην τρομοκρατήσει άλλη φορά και πειράξει το παιδί του!
Αυτός δεν είχε ανάγκη από Τσιτσούκα παιδευτή.
Είναι ικανός να παιδέψει το παιδί του και μη βρήκε τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας κι είναι τεμπέλης και δεν πάει να δουλέψει. Και για να φαίνεται πως κάτι κάνει κι ο Τσιτσούκας, για να βρίσκεται σε δουλειά κι αυτός, θέλει τάχα να παιδέψει τα παιδιά του κόσμου.
Ας πάει καλύτερα να σαρώνει την αυλή της κυρά-Δημαρχίνας, γι' αυτό και μόνο είναι άξιος κι άλλη φορά να προσέχει, γιατί ...
***
Ο Τσιτσούκας δεν απάντησε τίποτα. Κούνησε το κεφάλι. Αισθάνθηκε πικρία να ανεβαίνει από τη χολή του στον ουρανίσκο. Εύρισκε πράγματι άδικα το μπελά του, μ' αυτά και μ' αυτά. Και ήταν ίσα-ίσα ο μόνος που δε σκούπισε ποτέ την αυλή της κυρά-Δημαρχίνας, όχι τώρα που ήταν παιδονόμος, αλλά ούτε αρχύτερα, όταν ήταν κλήτορας ή δραγάτης κι όσο για τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας, άξιζε πράγματι τον κόπο να γίνεται κακός με τον κόσμο για τριάντα το μήνα ψωροδραχμές;
Δύο χρονιές το δημοτικό συμβούλιο στην ψήφιση του προϋπολογισμού, είχε προτείνει την αύξηση του μισθού του σε 380 και σε 400 δραχμές το χρόνο.
Αλλά ο νομάρχης, καθώς τον πληροφόρησαν, έσβηνε τον αριθμό τούτο κι έγραφε αναλλοίωτα 360. Και αύξανε κάθε χρόνο το μισθό του «δημοτολογιστού παρά τη Β. Νομαρχία» κι εξόγκωνε, καθώς του είχε πει ο γραμματικός της Δημαρχίας, όλα τα κονδύλια όσα απέβλεπαν εισφορές προορισμένες για τη μεγάλη καταβόθρα, για το Κέντρο και σμίκρυνε και ψαλίδιζε όλα τα ποσά τα προορισμένα για κάποιο μικρό δημοτικό έργο ή για να ψωμοζεί κάποιος μικρός άνθρωπος υπηρέτης του Δήμου.
Από τότε ο Τσιτσούκας άρχισε να απογοητεύεται. Δεν ήταν πλέον τόσο δραστήριος και αυστηρός όσο πρώτα.
***
Την τρίτη χρονιά, ένα δειλινό, τον Ιούλιο μήνα, κραυγή αγωνιώντος παιδιού ακούσθηκε στο γιαλό, στο ίδιο εκείνο μέρος, στην άκρη της πολίχνης, όπου κολυμπούσαν συνήθως πολλά ανήλικα παιδιά.
Δύο κραυγές γυναικών, από ένα παράθυρο αντίκρυ και από ένα λιακωτό παραπέρα, απάντησαν στην κραυγή την πρώτη.
-Γλυτώστε το!... Γλυτώστε το!
-Τρεχάτε!... Πνίγηκε το παιδί!
Έτρεξαν όσοι βρέθηκαν εκεί κοντά. Δύο νέοι θαλάσσωσαν, ένας τρίτος πήγε με τη βάρκα, κρατώντας το γάντζο έτοιμο και την απόχη, ανέσυραν το αγωνιών παιδί και το έφεραν στην ξηρά.
Το έτριψαν, το κρέμασαν ανάποδα. Μετήλθαν όλα τα συνήθη εμπειρικά ή πρόχειρα μέσα...
Ήταν αργά. Το παιδί ήταν πνιγμένο, εντελώς πνιγμένο.
Ήταν αυτό εκείνο το παιδί του Δαλαπούλια.
- Ο γέρο-Τσιτσούκας είχε απογοητευθεί.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης