Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Στα ίχνη της χαμένης Οιχαλίας

Νίκος Αδαμόπουλος Δρ Ιστορικός-Βαλκανολόγος.

Η Εύβοια χαρακτηρίζεται, και δικαίως, ως ο παράδεισος της παλαιοντολογίας και της αρχαιολογίας. Η νήσος των περίφημων Αβάντων, στην οποία ήκμασαν σπουδαίες ελληνικές πόλεις, δυο μάλιστα από τις σπουδαιότερες, η Χαλκίς και η Ερέτρια, κρύβει στα σωθικά της μυστικά, από τα οποία ελάχιστα έχουν έρθει στο φως. Τα πιο πολλά περιμένουν την παλαιοντολογική και αρχαιολογική σκαπάνη να τα ξεθάψουν, για να μας αποκαλύψουν ένα παρελθόν, που είναι σίγουρο ότι όχι μόνο θα εμπλουτίσει τις γνώσεις μας γι αυτό, αλλά θα ανατρέψει, παράλληλα, ιστορικά δεδομένα και θεωρίες, που ισχύουν ως σήμερα

Oixalia 1

Τα Καμπιά, το ορεινό χωριό στο Δήμο Διρφύων, λίγο πριν τη Στενή, που περήφανα αγναντεύει από τα ύψη τον πλούσιο κάμπο και την απέραντη θάλασσα, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση των παραπάνω. Μέχρι το καλοκαίρι του 2004, τίποτα δεν είχα ακουστά για αυτό το «βλαχοχώρι» με τις πλούσιες πηγές και την αειθαλή βλάστηση, βοσκότοπος που τράβηξε σαν μαγνήτης, σε παλιότερες εποχές, τους περιπλανώμενους τσοπαναραίους Βλάχους από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Εκείνον τον Ιούλιο του 2004, παραθερίζαμε, μια φιλική παρέα στην Εύβοια και όλως τυχαία βρεθήκαμε στα Καμπιά. Από τη δημοσιά Αρτάκης-Στενής, μπαίνοντας στην Κάτω Στενή, το χωριό βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Πήραμε δεξιά τη στενή φιδωτή άσφαλτο, χαραγμένη στην πλαγιά του βουνού, με τις απότομες στροφές και τις νεροφαγές και ξαφνικά, στο τέλος του δρόμου, ακριβώς στα ριζά του βουνού, πέσαμε πάνω στον κήπο του παραδείσου με τις πλούσιες πηγές, τα αιωνόβια πλατάνια και παραδίπλα τα καταπράσινα μποστάνια του χωριού. Δεν προφτάσαμε να κατεβάσουμε τις κάμερες, για να απαθανατίσουμε το τοπίο και ο πανταχού παρών πρόεδρος του χωριού Γιάννης Παύλου, θα ανακαλύψει την παρουσία μας, θα μας «ανακρίνει» επί τόπου, θα «ζυγίσει» στη στιγμή τους ξένους, που ήρθαν στο χωριό απρόσκλητοι και το επόμενο μισάωρο θα μας στρώσει τραπέζι με μεζέδες και ντόπιο κοκκινέλι στην ταβέρνα του Ηλία, δίπλα στο πανέμορφο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Εκεί άρχισαν όλα, εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι κι από τότε τα Καμπιά και τα γύρω χωριά , έγιναν πια τα δικά μας χωριά. Φαίνεται, πως η ευρύτερη αυτή ευβοϊκή περιοχή, που βρίσκονται τα χωριά Καμπιά, Σκουντέρι, Βούνοι, Αμφιθέα, Καθενοί, Άγιος Αθανάσιος και Λούτσα πολύ σύντομα θα προκαλέσει το εξαιρετικό ενδιαφέρον των δύο επιστημών, παλαιοντολογίας και αρχαιολογίας, για την εντόπιση και χρονολόγηση των πλούσιων απολιθωμάτων της γης και των αρχαιολογικών ευρημάτων της. Η αρχή έγινε με την εξέταση από το Τμήμα Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, ενός μέρους ευρημάτων, που βρέθηκαν στα Καμπιά και αφορούν απολιθώματα ζώων.

Αλλά τα απολιθώματα αυτά είναι η μια όψη του νομίσματος. Από την άλλη, έχουμε και μια σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα επιφανείας, που υποδηλώνουν, κατ αρχήν, την ύπαρξη ενός σπουδαίου αρχαίου πολιτισμού σε αυτή την περιοχή και τα οποία όταν πολλαπλασιαστούν από ανασκαφές, είναι σίγουρο πως θα μας οδηγήσουν σε νέες αποκαλύψεις ,που, όπως είπαμε, θα αλλάξουν και θα εμπλουτίσουν αρκετές από τις απόψεις και τις γνώσεις, που έχουμε σήμερα για την αρχαία Εύβοια. Τα ευρήματα αυτά θα τα παρουσιάσουμε σε διαφάνειες και θα τα σχολιάσουμε στη συνέχεια. Παράλληλα, όμως, σήμερα, θα διακινδυνεύσουμε από το βήμα αυτό να υποστηρίξουμε μια άποψη-θεωρία, που αφορά την «τακτοποίηση» τοπικά, χρονολογικά και ιστορικά μιας ξακουστής και φημισμένης στην αρχαιότητα πόλης, το όνομα της οποίας συναντάμε σε γραπτές πηγές, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατό να εξακριβωθεί η γεωγραφική της θέση. Βεβαίως, είναι γνωστό, πως η διατύπωση μιας νέας θεωρίας ,και όχι μόνο ιστορικής, είναι μια υπόθεση εκτεθειμένη στην αμφισβήτηση, στο σκεπτικισμό, την καχυποψία, ακόμα και στην απόρριψη, επειδή ακριβώς είναι μια θεωρία. Γνωστά και κατανοητά όλα αυτά .Το γεγονός, όμως, πως ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος, δε σημαίνει πως, μια καινοφανής θεωρία-υπόθεση, λόγω ακριβώς αυτής της ιδιότητάς της, θα πρέπει να οδηγεί τον ερευνητή σε δισταγμό να την παρουσιάσει και να την υποστηρίξει. Ακόμα πιο δύσκολο φαίνεται το εγχείρημα της «τακτοποίησης» γεωγραφικά και χρονικά μιας αρχαίας πόλης, όταν δεν υπάρχουν διαυγείς πληροφορίες από τις πηγές για τη θέση της, το χρόνο ακμής της, τον πολιτισμό και την ιστορία της γενικότερα. Γι αυτό θα ζητήσουμε την επιείκεια και την κατανόησή σας για όσα θα ειπωθούν ση συνέχεια, και θα σας παρακαλούσαμε να λάβετε υπόψη σας ότι, από τη μια το εσπευσμένο του χρόνου, δεν μας επέτρεψε μια περισσότερο εξονυχιστική , εμπεριστατωμένη και σε βάθος έρευνα όλων των πηγών και από την άλλη, τα ευρήματα επιφάνειας που υπάρχουν στη διάθεσή μας αυτή τη στιγμή, όντως είναι πολύ φτωχά, για να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια τοποθέτησης σε τόπο, ιστορικό χρόνο και πολιτισμό την εν λόγω αρχαία ευβοϊκή πόλη. Μετά από τις παραπάνω διευκρινίσεις, ας ξεκινήσουμε την προσπάθεια παρουσίασης και τεκμηρίωσης αυτής της θεωρίας με όσα στοιχεία διαθέτουμε αυτή τη στιγμή, αφού σας διαβεβαιώσουμε πως αυτή η προσπάθεια για την όσο το δυνατόν πληρέστερη και επιμελέστερη συγκέντρωση στοιχείων θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

Κατ΄αρχήν, σημαντική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συμβολή των απολιθωμάτων, που βρέθηκαν στα Καμπιά, ιδιαίτερα όσον αφορά την αποτύπωση του γεωγραφικού χάρτη της περιοχής. Σύμφωνα με την απάντηση του Τμήματος Γεωλογίας του Μουσείου Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, τα απολιθώματα των Καμπιών χρονολογούνται στη λεγόμενη Πλειόκαινο υποπερίοδο του Καινοζωικού αιώνα, που άρχισε πριν 10 εκατομμύρια χρόνια και τελείωσε πριν από 3 ή 1 εκατομμύρια χρόνια. Το κλίμα την περίοδο αυτή είναι τροπικό. Μεγάλα, πυκνά δάση, βλάστηση οργιώδης και άφθονα νερά καλύπτουν σε μεγάλη έκταση την περιοχή, που εντοπίστηκαν τα απολιθώματα. Ένα από τα σημαντικότερα παλαιοντολογικά ευρήματα, που φαίνεται να ξένισε την ομάδα των ερευνητών την ημέρα που τα πρωτοαντίκρισαν, είναι εκείνο του Τάπιρου. Το ζώο αυτό είναι σπάνιο ή και ανύπαρκτο στον ευρωπαϊκό χώρο. Ζει σε μέρη με άφθονα νερά και παρόλο τον όγκο του, καταφέρνει να κολυμπά και να απολαμβάνει το νερό. Η ύπαρξη, επομένως, τέτοιου ζώου στα Καμπιά την περίοδο αυτή, προϋποθέτει μια έκταση, που καλύπτεται σε ένα μεγάλο μέρος της από πλούσια νερά. Πράγματι, την περίοδο αυτή, στην οποία χρονολογούνται τα απολιθώματα του Τάπιρου των Καμπιών, η Μεσόγειος ήταν διαφορετική από τη σημερινή, αφού η έκτασή της ήταν πολύ μεγαλύτερη. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η σταδιακή απόσυρση των υδάτων και η ολοκλήρωση του σχηματισμού των μεγάλων οροσειρών. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι η στάθμη της θάλασσας, που εκτείνεται από την Αρτάκη μέχρι τη Χαλκίδα, ήταν την περίοδο αυτή πολύ ψηλότερη από τη σημερινή και τα νερά της κάλυπταν τον κάμπο, που είναι ξαπλωμένος σήμερα κάτω από τα Καμπιά, αλλά και την περιοχή στους πρόποδες της οροσειράς, που εκτείνεται πάνω από το χωριό Η ανακάλυψη των απολιθωμάτων του Τάπιρου στα χωράφια που βρίσκονται ακριβώς κάτω από το οροπέδιο των Μαλών, μας επιβεβαιώνει ότι ο λάτρης αυτός των υδάτων, απολάμβανε το μπάνιο του δίπλα στα πόδια του, εκεί, δηλαδή. που έφτανε η παραλία της θάλασσας. Με το χρόνο, τα νερά αποσύρθηκαν σιγά-σιγά στη σημερινή τους θέση. Το κλίμα αλλάζει, γίνεται πιο ψυχρό, ο Τάπιρος και τα υπόλοιπα ζώα (ελέφαντες, ρινόκεροι κ.α) με αυτή την αλλαγή θα εξαφανιστούν και μαζί τους οι φοίνικες και η υπόλοιπη τροπική βλάστηση. Αλλά, δεν είναι μόνο ο Τάπιρος των Καμπιών, που μας οδηγεί στο συλλογισμό πως η θάλασσα προχωρούσε μέσα από τη σημερινή της θέση, ως τους πρόποδες του χωριού. Αψευδής μάρτυρας αυτής της υπόθεσης, είναι και η καλοδουλεμένη σμίλευση από τα νερά των μεγάλων βράχων της περιοχής και ιδιαίτερα εκείνης της βραχοσειράς, που βρίσκεται λίγο πριν το έμπα του χωριού και εκτείνεται σε μια μεγάλη έκταση. Η βραχοσειρά είναι απόκρημνη και με πολλή δυσκολία μπορεί κανείς να φτάσει στην κορυφή της. Ο τεράστιος, λοιπόν, αυτός βράχος, είναι στην κυριολεξία κομμένος στα δύο και αφήνει στη μέση μια χαράδρα ,που το ύψος της από τους πρόχειρους υπολογισμούς μας, πρέπει να είναι γύρω στα 35 με 40 μέτρα , το πλάτος της περίπου 2 και το μήκος της κοντά στα 200 με 250 μέτρα. Η πρώτη εντύπωση που δίνουν το σχήμα και η μορφή της  χαράδρας αυτού του βράχου, είναι πως οι δυο της πλευρές (τα τοιχώματά της) κόπηκαν και σμιλεύτηκαν από ανθρώπινο χέρι.

Oixalia 2

Σα να πέρασε από πάνω τους πλάνη, που τις αλφάδιασε, ώστε σε μερικά σημεία η παλάμη, αν τις χαϊδέψει, δε θα νιώσει το παραμικρό εξόγκωμα, την παραμικρή ανώμαλη επιφάνεια. Σε μια μεγάλη έκταση τα τοιχώματα της χαράδρας είναι λεία, σα μάρμαρο κομμένο και πελεκημένο από μαέστρο τεχνίτη.

Μια θαυμαστή τελειότητα σμιλευμένης τεράστιας βράχινης πλάκας! Οι κάτοικοι του χωριού, είναι απόλυτοι σε αυτό: Μόνο ανθρώπινο χέρι θα μπορούσε να πετύχει μια τέτοια τελειότητα σμίλευσης βράχου, λένε . Οι περισσότεροι μάλιστα θεωρούν πως η βραχοσειρά κόπηκε και πελεκήθηκε, για να χρησιμεύσει ως αυλάκι, απ΄ όπου θα περνούσαν τα νερά της πηγής του χωριού, για να αρδεύσουν τον κάμπο. Οι θρύλοι για το πώς κόπηκε και με ποια μέσα σμιλεύτηκε αυτό το αυλάκι-χαράδρα, δίνουν και παίρνουν στην περιοχή. Η ύπαρξη τέλειων εργαλείων ή άλλων τεχνικών μεθόδων στη αρχαιότητα ή ακόμα και η παρασκευή και η χρήση καυστικών υγρών ουσιών, που κατάτρωγαν τα βράχια, είναι οι πιο συνηθισμένες εκδοχές. Αλλά, όσο κι αν είναι όμορφοι οι θρύλοι, η αλήθεια είναι πως ο τεράστιος αυτός βράχινος όγκος δε σμιλεύτηκε από χέρι ανθρώπινο, αλλά με τη δύναμη και την ορμή της παμφάγας θάλασσας. Εκείνη έκοψε στη μέση τους βράχους, για να σχηματιστεί η μεγάλη χαράδρα, εκείνη με υπομονή εκατομμυρίων ετών πελέκησε και σμίλευσε τα τοιχώματά της. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και άλλους μικρότερους βράχους σε όλη την περιοχή, κάνοντάς τους λείους και αλφαδιασμένους, όπως τα νερά της επιφάνειάς της σε ώρες νηνεμίας. Άλλη εξήγηση δε χωρεί. Άλλωστε, τα κοχύλια, τα όστρακα, οι στρογγυλές μαύρες πέτρες και οι άλλοι απολιθωμένοι οργανισμοί του βυθού της θάλασσας, που είναι διάσπαρτα σε μεγάλη έκταση στα χωράφια του κάμπου, που ακόμα και σήμερα ξεχώνουν τα υνιά και οι κασμάδες, δείχνουν ακριβώς αυτό, πως τα νερά, δηλαδή, της θάλασσας κάλυπταν για εκατομμύρια χρόνια όλη αυτή την περιοχή, μέχρι να αποσυρθούν σιγά-σιγά και να περιοριστούν στα όρια και την έκταση, που τη βλέπουμε σήμερα. Στη στεγνή πια ξηρά, με τις πλούσιες πηγές και τις λίμνες, τα τρεχούμενα νερά, την οργιώδη βλάστηση και το έφορο έδαφος, θα έρθουν αργότερα να κατοικήσουν άνθρωποι, να φτιάξουν κοινότητα, όταν έμαθαν πια να συνυπάρχουν. Με το πέρασμα του χρόνου και την ανάγκη για μόνιμη εγκατάσταση, θα χτίσουν εδώ τη χώρα τους, τη δικιά τους πατρίδα. Δε θέλουν και δεν έχουν μάθει ακόμα να ζουν κοντά στη θάλασσα. Δεν την αγαπούν, τους φοβίζει κιόλας. Στις ορεινές παράλληλα περιοχές, μέσα στα απέραντα δάση, νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά έχουν και τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ας μη ξεχνάμε πως η κύρια ασχολία τους ακόμα είναι το κυνήγι, η κτηνοτροφία, και η μικροκαλλιέργεια. Είναι πολύ αργότερα, που θα κατέβουν στη θάλασσα και θα την αγαπήσουν. Ο Τάπιρος των Καμπιών, τα θαλασσοδαρμένα και σμιλευμένα βράχια του χωριού, η μορφολογία και η σύσταση του εδάφους, όπως είπαμε, είναι οι αψευδέστεροι μάρτυρες πως η θάλασσα έφτανε στα απώτερα αυτά χρόνια ως εδώ πάνω, μέχρι που σταδιακά θα υποχωρήσει, θα αποσυρθεί και θα εξαφανιστεί από το χάρτη της περιοχής. Η ανάμνησή της όμως, έχει χαρακτεί βαθιά στη μνήμη των ανθρώπων, των εγκαταστημένων πια μόνιμα στο χώρο που τους άφησε ελεύθερο με την υποχώρησή της. Η ανάμνηση της θάλασσας, που στη γλώσσα τους λέγεται ΑΛΣ, ζει στις μνήμες με την προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά. Αλλά, το διαπιστώνουν και καθημερινά, αφού βλέπουν πως ζουν πάνω σε μια ΑΛΙΑ, λέξη που δηλώνει τον τόπο με αλάτι και προϊόντα του βυθού της ΑΛΛΟΣ- θάλασσας. Η ΑΛΣ, λοιπόν, έφυγε, χάθηκε, εξαφανίστηκε και απόμεινε η ΑΛΙΑ. Στη γλώσσα τους, για την εξαφανισμένη αυτή θάλασσα, θα έλεγαν: Η «ΟΙΧΟΜΕΝΗ ΑΛΣ». Η μετοχή ΟΙΧΟΜΕΝΗ είναι από το ρήμα ΟΙΧΟΜΑΙ, που σημαίνει ακριβώς αυτό, χάνομαι, εξαφανίζομαι, πεθαίνω. Αν βγάλουμε, λοιπόν, την κατάληξη –ΟΜΑΙ, μας μένει η ρίζα -ΟΙΧ και αν προστεθεί σε αυτή η λέξη ΑΛΙΑ, παράγωγο της λέξης ΑΛΣ- θάλασσα (όπως και αλιεύς, παραλία κλπ), έχουμε μπροστά μας πια ολοκάθαρο το όνομα της ξακουστής, της μυθικής χώρας ΟΙΧΑΛΙΑΣ. Εδώ, στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκονται σήμερα τα χωριά Καμπιά, Σκουντέρι, Βούνοι, Αμφιθέα, Καθενοί, Άγιος Αθανάσιος και Λούτσα, θα υποστηρίξουμε πως χτίστηκε, ονοματίστηκε, τράνεψε και έγινε ξακουστή η περίφημη Οιχαλία, η χώρα του βασιλιά Ευρύτου, του Ηρακλή της Εύβοιας. Η ακρόπολη της μυθικής πόλης, πρέπει να ήταν πάνω στο οροπέδιο των Καμπιών ΜΑΛΑ. Το φυσικό αυτό φρούριο, με τους απόκρημνους βράχους και τα δύσβατα μονοπάτια παρείχε την καταλληλότερη προστασία στον πληθυσμό σε ώρες κινδύνου από τις επιδρομές των κατακτητών. Θα έλεγε κανείς πως η ετυμολογία της λέξης ΟΙΧΑΛΙΑ, δεν αρκεί, ίσως, για να μας οδηγήσει να τοποθετήσουμε γεωγραφικά και μάλιστα τόσο στενά, την ΟΙΧΑΛΙΑ στα Καμπιά. Δεν είναι, όμως, μόνο το έτυμο της λέξης, που μας οδηγεί στη διατύπωση αυτής της γνώμης Μια σειρά από άλλες μαρτυρίες, θα μας οδηγήσουν να θεμελιώσουμε ικανοποιητικά την άποψη πως η αρχαία ευβοϊκή ΟΙΧΑΛΙΑ πρέπει να είναι αυτή, που υποστηρίζουμε . Αλλά, για να ολοκληρώσουμε με το όνομα και την ετυμολογία του, θα θυμίσουμε ότι ανάλογη περίπτωση έχουμε και σε άλλη αρχαία ελληνική πόλη. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την επαρχία Ολυμπίας, 17 χιλιόμετρα από την Ανδρίτσαινα, υπάρχει ο περίφημος ναός του Επικουρείου Απόλλωνα της αρχαίας πόλης Φυγαλίας, εφάμιλλος του Παρθενώνα και από το χέρι του ίδιου αρχιτέκτονα σχεδιασμένος. Κι εδώ οι γεωλόγοι μιλούν για την εξαφανισμένη θάλασσα, που υποχώρησε λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω στην περιοχή της Κυπαρισσίας .Στο χώρο που ελευθέρωσε η θάλασσα, χτίστηκε η αρχαία Φυγαλία Κι εδώ η ίδια περίπτωση μορφολογικής σύστασης του εδάφους. Σμιλευμένοι, θαλασσοδαρμένοι, βράχοι, μαύρες στρογγυλές πέτρες, όστρακα και προϊόντα βυθού. Η ετυμολογία του ονόματος της Φυγαλίας έχει διάφορες εκδοχές. Σήμερα, με την πεποίθηση που έχουμε για την ορθότητα της ετυμολογίας του ονόματος ΟΙΧΑΛΙΑ, πιστεύουμε πως και η αρχαία αρκαδική Φυγαλία είναι η πόλη που χτίστηκε εκεί που έφυγε η θάλασσα. Από τον αόριστο Β΄ του ρήματος φεύγω (έφυγον), δηλαδή και τη λέξη ,πάλι, ΑΛΙΑ. Φαίνεται πως το ετυμολογικό αυτό φαινόμενο ήταν σύνηθες στην αρχαιότητα. Οι αναφορές των γραπτών πηγών στη χώρα της Οιχαλίας, είναι ο δεύτερος άξονας μετά την ετυμολογία της λέξης, που θα στηρίξει και θα ενισχύσει την άποψη που υποστηρίχτηκε, ότι δηλαδή η πανάρχαιη Οιχαλία είναι αυτή που την τοποθετήσαμε γεωγραφικά στο χωριό Καμπιά και η επικυριαρχία της εκτεινόταν σε μια μεγάλη έκταση, ως κάτω στα πεδινά της περιοχής. Ο Σοφοκλής στην Τραγωδία ΤΡΑΧΙΝΙΕΣ μα ξεκαθαρίζει ότι η χώρα της Οιχαλίας, αυτή στην οποία βασίλευσε ο βασιλιάς Εύρυτος είναι στην Εύβοια και όχι στη Μεσσηνία ή τη Θεσσαλία, όπως υποστήριζαν άλλοι συγγραφείς. Στους στιχους 74 και 75 διαβάζουμε: «Ευβοΐδα χώραν φασίν, Ευρύτου πόλιν/επιστρατεύειν αυτόν…». («Λένε πως εκστρατεύει (ο Ηρακλής) στου Εύρυτου την πόλη/στης Εύβοιας τη χώρα»). Μια άλλη τώρα αρχαία γραπτή πηγή, ο Στράβων, θα μας προσδιορίσει ακόμα πιο συγκεκριμένα την ευρύτερη περιοχή που βρισκόταν η αρχαία πόλη. Στο κεφ. 10/448, ο αρχαίος γεωγράφος και ιστορικός χαρακτηρίζει τη Οιχαλία ως «κώμη της Ερετρικής χώρας ».Ο Στράβων, όμως, είναι πολύ μεταγενέστερος του Σοφοκλή, κοντά στους 4 αιώνες και μιλάει για τη διοικητική υπόσταση της μεταγενέστερης Οιχαλίας, όταν πια η πόλη έχει χάσει την παλιά της αίγλη και δεν είναι ένα αυτόνομο βασίλειο, αλλά μια κώμη, που ανήκει στην ισχυρή επικράτεια της Ερέτριας, όπως και πολλές άλλες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή. Τέτοιες πόλεις της Ερετρικής χώρας, εκτός από την Οιχαλία, είναι η Αμάρυνθος, η πόλη Ταμύναι ή Τάμυνα και πιθανότατα η μη εντοπισμένη ακόμα αρχαία Κύμη. Η επιγραφή, επίσης, της Ερέτριας ΙG.XII,9,241, επιβεβαιώνει την παραπάνω άποψη, πως οι δύο πόλεις, Οιχαλία και Αμάρυνθος, γεωγραφικά έκειντο στην ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας. Από τις τρεις παραπάνω γραπτές πηγές, λοιπόν, ξεκαθαρίζονται δύο βασικά πράγματα, όσον αφορά τη γεωγραφική θέση της Οιχαλίας: Η πόλη βρισκόταν στην Εύβοια και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Ερέτριας. Αλλά σε ποια ακριβώς περιοχή της Ερέτριας; Δίπλα στη θάλασσα, αριστερά και δεξιά της αρχαίας πόλης, πιο πάνω στην πλαγιά της, ή κάπου πιο μακριά; Τρεις πάρα πολύ σημαντικές αναφορές του Σοφοκλή στην τραγωδία Τραχίνιες, μας ξεκαθαρίζουν μια και καλή την τοποθεσία, που βρισκόταν η αρχαία Οιχαλία. Η μια αναφορά γίνεται στο στίχο 327 της τραγωδίας, όπου η Οιχαλία χαρακτηρίζεται «πάτρα διήνεμος» («πατρίδα ανεμόδαρτη, πόλη που τη δέρνουν ισχυροί άνεμοι»). Στο στίχο τώρα 354, μας δίνεται μια άλλη, ακόμα πιο συγκεκριμένη, περιγραφή της πόλης .Ο Σοφοκλής αποκαλεί την Οιχαλία « υψίπυργον Οιχαλία» ( «στην Οιχαλία με τους ψηλούς τους πύργους, την ψηλόπυργη χώρα»). Η προσέγγιση πια της τοποθεσίας της αρχαίας πόλης , είναι πιο εύκολη και η γεωγραφική της εικόνα πιο καθαρή. Η πόλη, λοιπόν, βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας και δεν είναι χαμηλά, παραθαλάσσια, αλλά σε μέρος που χτυπιέται από δυνατούς ανέμους και είναι οχυρωμένη με ισχυρούς και ψηλούς πύργους. Άρα, φεύγουμε από τη θάλασσα και αναζητάμε την πόλη πιο ψηλά, σε ορεινή περιοχή . Αλλά πού ακριβώς; Ο ποιητής θα μας κάνει και πάλι τη χάρη να μας προσδιορίσει ακριβέστερα την τοποθεσία της στο σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μας, στίχο που εναργώς διευκρινίζει την ακριβή θέση της Οιχαλίας. Είναι ο στίχος 860 στις Τραχίνιες « τανδ΄ Οιχαλίας αιχμά» («στην ορεινή, την απόκρημνη Οιχαλία»). Η λέξη αιχμή, σημαίνει κορυφή, βουνοκορυφή, τόπος ορεινός και βραχώδης. Αλλά, υπάρχει περιοχή στην Ερέτρια, που να είναι τόσο ορεινή, απόκρημνη και βραχώδης; Δεξιά και αριστερά της όχι, τα βουνά πάνω από την Αμάρυνθο ή και πέρα από αυτή, δεν είναι τόσο απόκρημνα και ψηλά. Το ίδιο και από τη μεριά στο δρόμο προς Χαλκίδα. Δεν έχουμε τόσο ψηλά και ανεμόδαρτα βουνά. Η μόνη περιοχή που είναι ακριβώς, όπως περιγράφεται στους στίχους που αναφέραμε, είναι η σειρά της βουνοκορυφής των Καμπιών και ιδιαίτερα το οροπέδιο των Μαλών πάνω από το χωριό ,απόκρημνο και εντελώς αιχμηρό, που , ακόμα και το καλοκαίρι, οι δυνατοί αέρηδες δεν κοπάζουν . Εδώ πάνω πρέπει, κατά την άποψή μας, να αναζητήσουμε την ακρόπολη της Οιχαλίας. Μια ακρόπολη, μυκηναϊκή πιθανότατα, χτισμένη πάνω σε ψηλό βουνό, με κάμπο στα πόδια της, μακριά από τη θάλασσα, αλλά όχι και εντελώς απομακρυσμένη από αυτή. Μοιάζει καταπληκτικά με εκείνη των Μηκυνών και της Τίρυνθας. Αλλά έχει ακόμα πιο δυνατή φυσική οχύρωση, αφού οι μεγάλοι κάθετοι βράχοι και οι απότομοι κρημνοί, την καθιστούν απόρθητη. Οι υψηλοί πύργοι της, επίσης, την κρατούν απροσπέλαστη στους επιδρομείς. Ένας ισχυρός βασιλιάς, σαν τον Εύρυτο, δυνατός όσο και ο Ηρακλής, με τον οποίο θα παραβγεί στο τόξο, αυτή την περιοχή θα διάλεγε να στήσει το βασίλειό του. Δεινός τοξότης ο ίδιος, όπως και το όνομά του δηλώνει (Ευ + ρύτωρ= ο επιδέξιος τοξότης) κυνηγάει στα απέραντα δάση άγρια θηρία και όρνια, όπως ταιριάζει σε έναν επιδέξιο κυνηγό, αλλά και αντρειωμένο βασιλιά . Ότι η περιοχή στα Καμπιά και συγκεκριμένα στο οροπέδιο των Μαλών (κέντρο),όπως είπαμε Αγ. Αθανάσιος και Λούτσα περιφέρεια και κάτω στις γεωγραφικές εκτάσεις που βρίσκονται σήμερα τα χωριά Βούνοι, Σκουτέρι, Αμφιθέα και Καθενοί (περιφέρεια) πρέπει να είναι ο ιστορικός και αρχαιολογικός χώρος, που αναζητάμε, φαίνεται και από τα υπάρχοντα διάσπαρτα ευρήματα στην επιφάνεια του εδάφους. Σημαντικότερα από αυτά είναι: 1. Μεγάλα θραύσματα κεραμικών και άλλα οικοδομικά υλικά, ιδιαίτερα πελεκημένες πέτρες, που βρίσκονται διάσπαρτες σε μια μεγάλη έκταση μέσα στα χωράφια, αλλά και στην κορυφή του οροπεδίου και στην πλαγιά του βουνού πάνω από την τοποθεσία Τσαγιούς. 2. Ο τοίχος του κτίσματος στην τοποθεσία Τσαγιούς, που πιθανότατα είναι ναός ή μέρος ενός τείχους. Οι χτισμένες πέτρες και άλλες, που έχουν μεταφερθεί από το σημείο εκείνο σε γειτονικά χωράφια, για να οικοδομηθούν αγροτικά σπίτια και μαντριά, είναι ογκώδεις και δουλεμένες. Οι κάτοικοι διατείνονται ότι παλιότερα υπήρχε και μεγαλογράμματη επιγραφή στο χτίσμα με ευδιάκριτη τη λέξη ΑΠΟΛΛΟ . Το χτίσμα αυτό, κατά την άποψή μας, αν δεν είναι τμήμα ενός τείχους, πρέπει να είναι μάλλον ναός και μάλιστα αφιερωμένος στον Απόλλωνα . Σ΄ αυτό μας οδηγούν τα εξής στοιχεία.: Η τοποθεσία ,που χτίστηκε. (Μεγάλα σκιερά πλατάνια και πλούσια βλάστηση, ποτάμι δίπλα, που παλιότερα πρέπει να κατέβαζε περισσότερο νερό, είναι ένας σωστός τόπος επιλογής στην αρχαιότητα, για να χτιστούν ναοί του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Το τοπωνύμιο «Τσαγιούς» (στους Αγίους), μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως στους χριστιανικούς χρόνους χτίστηκε στο ίδιο σημείο εκκλησία, πιθανότατα των Αγίων Πάντων, όπως ακριβώς συνήθιζαν οι χριστιανοί να κάνουν, να φτιάχνουν, δηλαδή, τις εκκλησιές τους πάνω ή κοντά στους αρχαίους ναούς και συνήθως με οικοδομικά υλικά που έπαιρναν από αυτούς. 3.Πάνω από το χτίσμα και στην πλαγιά του βουνού μέχρι την κορυφή, διακρίνει κανείς στην επιφάνεια θραύσματα κεραμικών και βράχο κομμένο στα δύο, πιθανότατα για να χρησιμοποιηθεί σαν αυλάκι νερού.

Oixalia 3

4.Η λίθινη σαρκοφάγος. Βρίσκεται στην επιφάνεια του εδάφους, λίγο πάνω και αριστερά από το χτίσμα του ναού και είναι σε καλή κατάσταση. Εντύπωση προκαλεί το μήκος της. Είναι πάνω από 2 μέτρα και 40 εκατοστά και μάλιστα μόνο το τμήμα που δεν είναι σκεπασμένο από τα χώματα. Ο νεκρός πρέπει να ήταν υπερμεγέθης, «κυκλώπειος» άνθρωπος. Σε αυτή την πλαγιά, πρέπει να βρίσκεται και το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης και ίσως και τάφοι θολωτοί, αν πρόκειται για μυκηναϊκό κέντρο. Αυτά τα στοιχεία που παραθέσαμε, λοιπόν, τα θεωρούμε επαρκή, για να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η αρχαία πόλη ΟΙΧΑΛΙΑ πρέπει να αναζητηθεί στην ευρύτερη περιοχή των Καμπιών, η δε ακρόπολή της στο οροπέδιο των Μαλών ή στο βουνό πάνω από την τοποθεσία Τσαγιούς. Τα στοιχεία που παραθέσαμε για κάποιους, ίσως, δεν αρκούν. Να λάβουμε, όμως, υπόψη μας ότι άλλοι ξεκίνησαν ακόμα και ανασκαφές, που αποδείχτηκαν μάταιες, με πολύ λιγότερα ή και χωρίς ουσιαστικά στοιχεία και ευρήματα. Αλλά, στην περίπτωση των Καμπιών τα στοιχεία είναι αρκούντως αποδεικτικά, τόσο από την τεκμηρίωση που μας παρέχουν οι προαναφερθείσες γραπτές πηγές, όσο και από τα παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιφάνειας, που μνημονεύσαμε και θα τα παρουσιάσουμε αμέσως τώρα. Μένει η αρχαιολογική σκαπάνη να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει τη θεωρία που διατυπώσαμε. Ως τότε, δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε, χωρίς, ούτε οι υποστηρικτές της να θριαμβολογούμε ούτε οι αρνητές της να σπεύδουν να τη λοιδορούν ή να την υποτιμούν «ελαφρά τη καρδία». * Η εργασία αυτή παρουσιάστηκε στην ημερίδα ,που διοργανώθηκε στη Στενή το Νοέμβριο του 2005 από το ΔΙΑΣ και δημοσιεύεται για πρώτη φορά. * Τα παλαιοντολογικά αυτά ευρήματα, ανακαλύφτηκαν πριν χρόνια από το Λάζαρο Παύλου, πατέρα του σημερινού προέδρου της κοινότητας, όταν όργωνε το χωράφι του στην περιοχή.

Ο φτωχός γεωργός έμεινε άφωνος .Δεν ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτά τα περίεργα πετρωμένα τεράστια δόντια και κόκαλα, που είχε ξεθάψει το υνί του, τα πέρασε για αρχαιολογικά και ο φόβος πως, «πάει, θα του πάρει το χωράφι η αρχαιολογία», αν μαθευότανε το μυστικό, τον έκανε χωρίς πολλή σκέψη να τα ξαναθάψει στην ίδια μεριά που τα ξέχωσε και δεν αποκάλυψε σε κανέναν και για χρόνια το μεγάλο μυστικό. ΄Υστερα, ήρθε η αρρώστια. Χτυπημένος από ένα βαρύ εγκεφαλικό, μεγάλες «σελίδες» της μνήμης του ξεγράφτηκαν από το συνειδός και μαζί και το «ένοχο» μυστικό των ευρημάτων. Καιρό μετά, αρχές του καλοκαιριού του 2004, σε μια αναλαμπή του σκοτισμένου μυαλού, ο άρρωστος γέροντας θυμήθηκε. Κάλεσε αμέσως το γιο του και του εξιστόρησε με το νι και με το σίγμα τι είχε βρεθεί στο χωράφι τους τότε και σε ποια μεριά ήταν ξαναθαμμένος ο «θησαυρός». Ο Γιάννης έκπληκτος και θορυβημένος, μην έχει αυτός τώρα μπλεξίματα με τα «αρχαιολογικά», δεν αποκάλυψε κι αυτός με τη σειρά του σε κανέναν το μυστικό που του εμπιστεύτηκε ο πατέρας, περιμένοντας να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό και έμπιστο. Πέρασε καιρός από την πρώτη μας συνάντηση, για να βρει το θάρρος να μας τα αποκαλύψει όλα και να ζητήσει τη γνώμη μας για το τι έπρεπε να κάνει. Του ζήτησα να δω τα ευρήματα και να τα φωτογραφίσω. Λίγες μέρες αργότερα, τα ξέθαψε, τα καθάρισε και τα έστρωσε μπροστά μου να τα δω. Μόνο όποιος έχει τη μοναδική εμπειρία να πιάνει στα χέρια του την παρθένα κληρονομιά του μακρινού ανθρώπινου παρελθόντος, έτοιμη να μιλήσει και να αποκαλύψει κρυμμένες ιστορίες χιλιάδων και εκατομμυρίων χρόνων πριν, μπορεί να καταλάβει τι και ποιας έκτασης αισθήματα κατακλύζουν την ψυχή εκείνη τη στιγμή. Υπερμεγέθη απολιθωμένα δόντια, σιαγόνες, κνήμες, διάφορα άλλα οστά από σκελετούς, απίστευτα σε αριθμό, να γυαλίζουν μπροστά στα έκθαμβα μάτια, φώς- φανάρι πως όλα αυτά δεν ήταν, παρά τα λείψανα μεγαλόσωμων προϊστορικών ζώων, που έζησαν σε απώτατες από τη δικιά μας εποχές, σε ένα περιβάλλον, που τίποτα δε θύμιζε το σημερινό δικό μας. Το πρώτο που σκέφτεσαι σε τέτοιες ώρες είναι τούτο: Είναι αλήθεια όσα βλέπουν τα μάτια μου ή με ξεγελούν και αρχίζει η φαντασία να φτιάχνει περίεργα παιχνίδια στο μυαλό? Δυο ημέρες αργότερα, ειδοποιήσαμε τους παλαιοντολόγους στην Αθήνα και την επομένη, μια ομάδα ερευνητών από το πανεπιστήμιο Αθηνών, φτάνει στα Καμπιά και έμειναν κι αυτοί ενεοί από το θαύμα που αντίκριζαν μπροστά τους. Ο παππούς, ο Λάζαρος ο Παύλου, ο φτωχός ζευγολάτης από τα Καμπιά, εν αγνοία και ερήμην του, άλλαζε με το «θησαυρό» που ανακάλυψε τον παλαιοντολογικό χάρτη όχι μόνο της Εύβοιας, αλλά και της Ελλάδας και της Ευρώπης ευρύτερα. *Βεβαίως, τίποτα δεν αποκλείει το έτοιμο έργο της φύσης (τη σκαμμένη από τα νερά χαράδρα), αργότερα να το εκμεταλλεύτηκε το ανθρώπινο μυαλό και με συμπληρωματικές τεχνικές παρεμβάσεις να βελτίωσε την κατασκευή του, για να χρησιμοποιηθεί πιθανότατα ως κανάλι σκαρφαλωμένο στους βράχους απ΄όπου περνούσαν τα άφθονα νερά της πηγής, για να αρδεύσουν το πλούσιο κάμπο και να ποτίσουν ανθρώπους και ζωντανά.

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου