Πόλεμο είχαμε παιδιά
Καταχώνιασε δάσος οχτώ ώρες μάκρος κι έξι πλάτος! Κι όμως τόνε βασανίζει αχορτασιά και πέφτει στη γης να ψοφήσει από την πείνα!
Όταν τόνε βλέπει ο άνεμος, να παραδέρνει, συμμαζεύει όλη του τη δύναμη, ξεσηκώνει αναμμένα κλαριά και τα σπρώχνει να προσπεράσουνε την αντιπυρική ζώνη για να σύρουν από κοντά το δράκο, να βάνει δόντι στον καστανιά.
Αλλά σκοντάφτει σ’ αξεπέραστα εμπόδια. Οι φίλοι του πράσινου, κρατούνε διχαλωτά κοντάρια, μακριά σα φουρνόξυλα. Χτυπούνε μ’ αυτά τα αναμμένα κλαριά τα κατεβάζουν από τον αέρα και τα κολλούνε στη γης. Τα ξαναχτυπούν εκεί, τα πατούνε, ρίχνουν απάνω τους φτυαριές χώμα κι έτσι το σβήνουνε.
Πολλοί έχουνε τσουρουφλιστεί από τη φωτιά.
Ο Γιάννης μάλιστα έχει και καψίματα. Κάποια στιγμή, που όρμησε να γυρίσει πίσω τα αναμμένα κλαριά, τόνε τύλιξε η φωτιά, του άγλειψε το πρόσωπο, του έκαψε τα μουστάκια και τα φρύδια και φούντωσε η φουστανέλα του. Σώθηκε γιατί είχε την ψυχραιμία να κυλιστεί στο χώμα και βοηθήσανε κι οι άλλοι να τόνε σβήσουνε.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσανε στο πόδι οι χωριανοί.
Η φωτιά σαν αποκαρωμένος βόας έτρωε τα αποκαΐδια της πυρκαϊάς.
Πρωί, την άλλη ημέρα ήτανε φανερό πια, πως δε χρειαζόταν τόσος κόσμος στη γραμμή. Η μάχη είχε τελειώσει. Συνταχτήκανε τότε σ’ ένα μέρος, για να αποφασίσει ο αρχηγός-ο δασοκόμος-τι θα γίνει.
«Όλα τα σημάδια δείχνουν πως κόπηκε, αλλά δεν είμαι κι εκατό τοις εκατό βέβαιος. Στη φωτιά δε βάνω μπιστοσύνη. Το καλύτερο είναι, να μείνω εγώ και μερικοί από σας. Οι άλλοι να κατεβείτε στο χωριό. Δε χρειάζεται εδώ τόσος κόσμος», είπε ο δασοκόμος.
«Όπως διατάζεις», απάντησαν όλοι με μια γνώμη, με μια φωνή.
Ο Γιάννης θέλει κι αυτός να μείνει. Με μεγάλη επιμονή τον καταφέρνουνε να φύγει για το χωριό. Είναι ανάγκη να τόνε φροντίσει γιατρός, γιατί το πρόσωπο του έχει σηκώσει φουσκάλες. Είναι φανερό, πως θα υποφέρει ημέρες.
Ευχαριστημένος φεύγει, σα να μη του συμβήκε αυτό το δυσάρεστο.
«Πόλεμο είχαμε παιδιά! Που ακούστηκε μάχη χωρίς πληγωμένους! Το καλό είναι πως νικήσαμε. Τα άλλα όλα γιατρεύονται. Φυλάχτε καλά λεβέντες! Γεια σας!» είπε αποχαιρετώντας το δασοκόμο και τους φίλους του πράσινου. Και κατηφόρισε.