Εξοχικόν κρούσμα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ήμουνα πάντοτε τακτικός περιπατητής και συχνά συνέβαινε, στα μισά του περιπάτου, να κάμω σταθμό σε ένα από τα εξοχικά κέντρα ή τα προάστια της πόλης.
Έβλεπα εκεί διάφορους θαμώνες, τους ίδιους πάντοτε φιλήσυχους γέροντες, απόστρατους, πολιτικοὺς συνταξιούχους, ακόμη και ιερωμένους, που είχαν διατελέσει εφημέριοι σε μεμακρυσμένες ελληνικές περιοχές.
Όλοι αυτοί αγαπούσαν το δροσερό αέρα, την πρασινάδα και τη θέα την ανοικτή και σύχναζαν σε ένα ή άλλο καφενείο, κοντά στο Στάδιο, τη Δεξαμενή, τους Αμπελόκηπους, προς τα Πατήσια ή στα Πευκάκια ή στα κράσπεδα της Ακρόπολης και σε άλλα μέρη. Κάθε ένας απ΄ αυτούς, είχε την προτιμώμενη εξοχή του και το ευνοούμενο καφενείο του. Μόνο ένας και αυτός δεν ήταν απόμαχος, ούτε κληρικός, ούτε συνταξιούχος, αλλά νέος, γεμάτος ακμή και ευρωστία και δεν ξέρω πως κατόρθωνε να είναι θαμώνας συγχρόνως σε όλα αυτά τα κέντρα. Όπου πήγαινα, είτε στο Στάδιο, είτε στη Δεξαμενή, στη «Φυλακή του Σωκράτους» ή στη Γαργαρέτα, πάντοτε ανελλιπώς τον συναντούσα σε όλα αυτά τα «αναχωρητήρια». Θα πείτε, πως κι εγώ ο ίδιος είχα αυτήν την ubiquitatem για να τον βρίσκω έτσι παντού;
Σας αποκρίνομαι, πως σε ότι με αφορά, αραιά μόνο πήγαινα σε κάθε ένα από τα μέρη αυτά κι έπειτα ήμουν μόνο σαν ξένος, περιοδικός επισκέπτης και άγνωστος σε κάθε έναν απ΄ αυτούς.
Ενώ, ο περὶ ου ο λόγος, φαινόταν να είναι οικείος σε όλα.
Εκτός αυτού, συνέβη να βεβαιωθώ από φίλους έντιμους και άξιους κάθε εμπιστοσύνης ότι, το ίδιο πρωί και περίπου την ίδια ώρα, κατά την οποία εγώ είχα συναντήσει το πρόσωπο εκείνο στη Δεξαμενή, άλλος τον είδε να κάθεται στον «Κήπον του Σωκράτους».
Πώς συνέβαινε τούτο;
* * *
Σε όλα αυτά τα εξοχικά συχναστήρια, ο νεαρός εκείνος, ο στρογγυλοπρόσωπος και καλοκαμωμένος, με ωραίο καστανό μουστάκι, δεν φαινόταν να χάνει τον καιρό του σε ρεμβασμούς.
Δεν «έκανε ρομάντζα», καθώς λέγουν στην εγχώρια διάλεκτο, αλλά μάλλον ασχολούταν να πλέκει αληθινά ρομάντζα.
Δεν συνήθιζε μακρές συζητήσεις, αν και ήταν τόσο γνωστός σε όλους τους θαμώνες, στον καφετζή και τους υπαλλήλους του.
Ενίοτε έπιανε κουβέντα για λίγα λεπτά της ώρας, αλλά συχνά κοίταζε το ρολόι του, σαν να περίμενε κάποιον ή να ήταν για να πάει πουθενά.
Έξαφνα, πίσω από την πιο πέρα γωνία του κτιρίου, στο φράκτη του κηπάριου σιμά ή πίσω από συστάδες δένδρων και ψηλών χόρτων, τον έβλεπε κανείς με στραμμένα τα νώτα, σκυφτό, να συνομιλεί εύθυμα.
Ήταν σε συνομιλία με γυναίκα.
Τα διάφορα εξοχικά ερημητήρια, χρησίμευαν ως συνεντευκτήρια γι αυτό το σκοπό.
Ίσως, θα πει κάποιος, χάριν ασφαλείας, θα φρόντιζε να αλλάζει εκάστοτε τον τόπο της συναντήσεως με τη φίλη της καρδιάς του και γι αυτό επισκεπτόταν εκ περιτροπής όλα αυτά τα μέρη.
Θα μπορούσε, πράγματι, να απατηθεί κάποιος ως προς την ταυτότητα ή και τον αριθμό - ίσως θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν μία και μόνη, αλλάζοντας μόνο ενδύματα ή κόμμωση και πέπλο και την όλη γυναικεία ενδυμασία - όπως γίνεται στο θέατρο.
Όσο αδιάκριτη περιέργεια και αν είχε κανείς, ήταν δυσκολότατο πράγματι να δει το πρόσωπο.
Ο πυκνός πέπλος δεν έλειπε ποτὲ από του να καλύπτει την όψη. Οι συζητήσεις γίνονταν πίσω από πυκνή συστάδα από ήλιους και ακακίες και δενδρομολόχες, μέσα σε βαθιά πρασινάδα.
Πολλοὶ είδαν τη μορφή και το ανάστημα και άκουσαν το φρου-φρου στη Δεξαμενή, αλλά κανείς δεν είδε το πρόσωπο.
Στην «Σπηλιὰν του Σωκράτους», η συζήτηση, εν μέσω των δένδρων, γινόταν κάτω από μια μεγάλη ανοικτή κόκκινη ομπρέλα, την οποία η κυρία κρατούσε διαρκώς κατεβασμένη στην πλάτη της, τα δύο πρόσωπα αντίκριζαν το αντίθετο μέρος του δρόμου, ανώμαλο έδαφος, απάτητο και γεμάτο αγκάθια.
Όπως και αν έχει, βέβαιο είναι, από τις διάφορες κορμοστασιές, το παράστημα και το βάδισμα, τα οποία κατὰ καιρούς παρατηρήθηκαν, ότι το πρόσωπο δεν ήταν ένα, αλλά μάλλον ικανός αριθμός, περίπου ως μισή ντουζίνα.
Επιπλέον, ακούονταν κάποτε, από λεπτό σε λεπτό, κάποιες γαλλικές φράσεις, πτερωτές, αποσπασμένες, που έφευγαν πάνω από τα κεφάλια των συνδιαλεγόμενων.
Τα θύματα ήσαν, κατά το πλείστον, Γαλλίδες ή Ελβετίδες παιδαγωγοί.
Επρόκειτο ίσως περί ερωτομανίας ή μάλλον περί ξενομανίας κι επιδειξιμανίας; Αγνοώ.
Οπωσδήποτε, το κρούσμα φαινόταν μάλλον παθολογικό παρά κάτι άλλο.
* * *
Φαντασθείτε τώρα, να γνωρίζει κάποιος ένα όνομα και να μη γνωρίζει τον άνθρωπο ή να γνωρίζει κατ᾿ ουσίαν επὶ πολύ χρόνο μερικά πρόσωπά και να αγνοεί πως λέγονται.
Να ξέρει ένα όνομα - λέξη - να γνωρίζει ένα πρόσωπο – όψη - και να αγνοεί ότι το όνομα αυτό, ανήκει στο πρόσωπο εκείνο.
Είχα ακούσει κατὰ τύχη το όνομά του, λεγόταν Κασταλίδης.
Αλλά τον γνώριζα σχεδόν πριν γεννηθεί και τούτο, χωρὶς να το υποπτεύομαι.
Όλα αυτά τα παθαίνει κανείς, όταν πολυγεράσει.
Ιδού, μεταξὺ των άλλων θαμώνων του Σταδίου, της Δεξαμενής, κτλ. πριν τριάντα χρόνια περίπου, υπήρχε ένα ανδρόγυνο, του οποίου δεν έτυχε να μάθω ποτὲ το όνομα.
Ο σύζυγος, άνθρωπος που ασχολούταν με τα οικόπεδα νομίζω, καθόταν επὶ ώρες καπνίζοντας συνεχώς ναργιλέ, ύστερα εμφανιζόταν η κυρία του, μία εύσωμη, εύσαρκη γυναίκα.
Ερχόταν να κάμει συντροφιά στο σύζυγο και την παρέα του.
Κι αυτή αγαπούσε την εξοχή και ποθούσε τον δροσερό αέρα.
Κατ᾿ εκείνον τον καιρόν, σώζονταν ακόμη οι παραδόσεις και τα παλαιά ήθη.
Αυτές οι φιλικές συντροφιές, εγκάρδιες, όχι σπανίως, κατὰ την ωραία εποχή των αποπασχαλινών εορτών και του Μαΐου, κατέληγαν σε ευωχία με ψητά της σούβλας και με φιάλες ξανθής ρετσίνας.
Τα εξοχικά αυτά μαγαζάκια ήταν απεριποίητα, αλλά είχαν λίγα έπιπλα και στρώματα και σεντόνια, έμοιαζαν πολὺ με εξοχικές καλύβες ή με παράγκες και χάνια.
Εκεί ενίοτε οι παρέες διανυκτέρευαν.
* * *
Ενόσω έβλεπα το νέο Κασταλίδη, πάντοτε σκεφτόμουν μέσα μου, τρέφοντας μία αμυδρά ανάμνηση.
Ρωτούσα μέσα μου:
― Μὲ ποιον μοιάζει; Πού έβλεπα ένα τέτοιο πρόσωπο;
Δεν είχα απατηθεί, αλλά δεν έμοιαζε με ένα, μάλλον με δύο πρόσωπα.
Για τούτο, όταν τον είδα κάποτε να βοηθά ένα γέροντα με κλονούμενο το βήμα, κατεβαίνοντας από άμαξα, δεν ανεγνώρισα τίποτε, ούτε έβλεπα θετική ομοιότητα στα δύο πρόσωπα.
Μόνο ρωτούσα και πάλι.
Πού τον έχω δει άλλα χρόνια αυτόν τον τώρα γέροντα;… Μοιάζει με ένα μεσόκοπο του παλαιού καιρού.
Τέλος, είδα, μία μέρα, να κατέρχεται την οδό Ακαδημίας μία νεκρική πομπή. Στάθηκα, έβγαλα το καπέλο μου κι έκαμα το σταυρό μου. Χωρὶς να κοιτάξω εντὸς του φέρετρου, διότι πάντοτε δειλιάζω σε τούτο, το βλέμμα μου έπεσε πίσω ακριβώς τούτου.
Τότε ανεγνώρισα τους πρώτους που ακολουθούσαν το φέρετρο, βαρέως πενθηφορούντες, το νέο Κασταλίδη και τον γέροντα με το κλονούμενο βήμα, τον οποίον είδα προ ημερών να υποβοηθεί έξω απ΄την άμαξα.
Τότε έστρεψα το βλέμμα στη νεκρική σορό.
Το λείψανο ήταν γυναίκα ηλικιωμένη.
Είδα και ανεγνώρισα τη σύζυγο του ανθρώπου με το ναργιλέ, την οποία έβλεπα σε παλαιούς χρόνους, τόσο συχνά, που συνήθιζε να συνοδεύει στα εξοχικά καφενεία το σύζυγό της.
* * *
Το μυστήριο λύθηκε. Το ανδρόγυνο λεγόταν Κασταλίδη και ήταν ο γιος τους αυτός, ο νέος με τις συνεντεύξεις - ο οποίος ίσως, ποιος ξέρει; δυνατόν να είχε συλληφθεί εν γαστρί τον καιρό εκείνο, κατόπιν εξοχικής ευωχίας, σε κανένα από τα ερημητήρια αυτά - και έσωζε εκ κληρονομίας στο αίμα του το ερωτικό της εξοχής ένστικτο.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης